«Αφού το παιδί μου είναι τόσο έξυπνο γιατί δεν τα πάει καλά με τα μαθήματα και μισεί το διάβασμα; Μήπως είναι τεμπέλης;» Αυτό είναι ένα σύνηθες ερώτημα που εξέφραζαν πολύ συχνά οι γονείς στο παρελθόν γιατί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη δυσανάλογη σχέση της εξυπνάδας του παιδιού τους με τη σχολική του επίδοση. Στις μέρες μας όμως πολλοί είναι οι γονείς που γνωρίζουν πως χρειάζεται να ψάξουν περισσότερο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους και να μην τα αποδίδουν όλα στην τεμπελιά.
Οι όροι «Μαθησιακές δυσκολίες», «ειδική μαθησιακή δυσκολία», «δυσλεξία» είναι πολύ διαδεδομένοι στις μέρες μας και τους ακούμε όλο και πιο συχνά. Αναφέρονται στα άτομα εκείνα που παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες και προβλήματα που παρεμποδίζουν τις μαθησιακές διαδικασίες παρόλο που δεν παρουσιάζουν οπτικές, ακουστικές, κινητικές αναπηρίες, νοητική καθυστέρηση, συναισθηματικές διαταραχές και δεν ζουν σε μειονεκτικό περιβάλλον με περιοριστικές ή οικονομικές συνθήκες. Γνωρίζουμε σήμερα ότι η Δυσλεξία δεν είναι «ασθένεια» και άρα δεν θεραπεύεται. Εντούτοις τα παιδιά με δυσλεξία μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους και να βελτιώσουν τις δεξιότητες τους εάν ακολουθήσουν ένα σωστό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των παιδιών με δυσλεξία είναι ευρέως γνωστά και πολυσυζητημένα. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να στρέψουμε την προσοχή μας σε έρευνες που γίνονται στο χώρο για να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με δυσλεξία για να μπορέσουμε να τα βοηθήσουμε είτε ως εκπαιδευτικοί είτε ως γονείς.
Ένας από του ορισμούς που χρησιμοποιήθηκε ευρέως μέχρι πρόσφατα είναι αυτός της Διεθνής Ομοσπονδίας Νευρολογίας: « η Δυσλεξία εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες. Οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες της μάθησης». Από τον ορισμό προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με μία διαταραχή που αφορά και περιορίζεται μόνο στο γραπτό λόγο. Περιορίζεται δηλαδή σε διαταραχή των δεξιοτήτων εκείνων που είναι αναγκαίες για την εκμάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας.
Σύμφωνα με την «Απλή θεωρία της Αναγνωστικής Λειτουργίας» (Simple view of reading, Hoover and Gough, 1990) δυο είναι τα κύρια συστατικά της αναγνωστικής λειτουργίας. ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (Decoding) - ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ (Comprehension). Για να μπορέσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει με ακρίβεια και να οδηγηθεί στην εξαγωγή κάποιου νοήματος θα πρέπει να στηριχθεί σε πολλαπλές γνωστικές δεξιότητες. Σε περίπτωση αδυναμίας ανάπτυξης των συγκεκριμένων δεξιοτήτων τότε παρατηρείται αναγνωστική αδυναμία/αναγνωστικές δυσκολίες. Ποιοι είναι λοιπόν οι παράγοντες που συμβάλουν στην αποτυχία ενός παιδιού με δυσλεξία να αποκωδικοποιήσει μια λέξη παρά το γεγονός ότι διδάχθηκε επανειλημμένα τον μηχανισμό της ανάγνωσης;
Έρευνες στον τομέα της Γνωστικής Ψυχολογίας υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας των αναγνωστικών δυσκολιών στην δυσλεξία βρίσκεται σε μια βαθύτερη ανεπάρκεια στην επεξεργασία των φωνολογικών πληροφοριών. Η ελλιπής Φωνολογική Ενημερότητα είναι η πιο δημοφιλής εξήγηση στο γνωστικό τομέα (cognitive) για τις αιτίες δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με δυσλεξία (Bradley & Bryant, 1978, 1983, 1985; Stanovich, 1988, 1994; Πόρποδας 1999 Snowling, 2001; Goulandris et al 2001). Φωνολογική ενημερότητα είναι η ικανότητα που αναγνώρισης των φωνολογικών μερών σε μια λέξη και η ικανότητα χειρισμού αυτών των μερών δηλαδή στην ικανότητα του παιδιού να επιδρά στα δομικά στοιχεία του προφορικού λόγου και να τα χειρίζεται (Blachman, 1994). Πιο συγκεκριμένα αφορά την ευαισθητοποίηση των παιδιών στο ότι οι λέξεις αποτελούνται από επιμέρους ήχους στους οποίους αναλύονται και στην κατανόηση ότι τα γράμματα (γραφήματα) μιας λέξης αναπαριστάνουν τους ήχους (φωνήματα) του προφορικού λόγου. Επιπλέον, απαιτεί ικανότητες ανάλυσης των λέξεων σε συλλαβές ή σε μικρότερα τμήματα του προφορικού λόγου και αντίστοιχα ικανότητες σύνθεσης των φωνημάτων σε συλλαβές ή λέξεις (R.K. Wagner et al., 1997, p.469).
Η φωνολογική αυτή επίγνωση έχει αιτιώδη σχέση, και μάλιστα αποτελεί προϋπόθεση, για την εκμάθηση της ανάγνωσης. Η συστηματική διερευνητική αξιολόγηση της ικανότητας αυτής φαίνεται ότι αποτελεί βασικό μέσο τόσο για την ανίχνευση (κατά την προσχολική ηλικία) πιθανών δυσκολιών που θα αντιμετωπίσει το παιδί με τη φοίτησή του στο σχολείο και την προσπάθειά του να μάθει ανάγνωση, όσο και για τη διερεύνηση και αιτιολόγηση της δυσκολίας του (κατά τα πρώτα σχολικά χρόνια) στην εκμάθηση της ανάγνωσης. Για το λόγο αυτό δοκιμασίες της φωνολογικής επίγνωσης μπορεί να χρησιμοποιούνται τόσο κατά την προσχολική ηλικία (ως ανιχνευτικό τεστ) όσο και κατά τη σχολική ηλικία του παιδιού (ως διερευνητικό τέστ). Συγκριτικές έρευνες μεταξύ καλών και φτωχών αναγνωστών ή μη αποτελεσματικών αναγνωστών (παιδιών με δυσλεξία) έδειξαν ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δυο κατηγοριών ήταν το επίπεδο της ΦΕ.
Εκτός από την αξιολόγηση της Φωνολογικής ενημερότητας ως αξιόπιστο δείκτη πρόβλεψης για την εμφάνιση αναγνωστικών δυσκολιών , συμπεράσματα ερευνών ανέδειξαν την Γρήγορη Oνομασία Eρεθισμών (rapid automatic naming speed) ως ένα ακόμα σημαντικό παράγοντα στην εμφάνιση αναγνωστικών δυσκολιών. Κατά την αξιολόγηση της γρήγορης ονομασίας ερεθισμών τα παιδιά πρέπει να ονομάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούν λίστες από αντικείμενα, αριθμούς, χρώματα ή γράμματα. Σύμφωνα με έρευνες οι δυσκολίες στη δοκιμασία αυτή σχετίζονται άμεσα με την αποτυχία της αναγνωστικής λειτουργίας (Bowers et al., 1986; Constantinidou & Stainthorp 2003, 2004, 2005; Snowling, 1991, 1995,1996, Wolf, 1982; Wolf et al. 1986). Τα παιδιά με δυσλεξία δείχνουν μια ανεπάρκεια στις δοκιμασίες ονομασίας ερεθισμών η οποία δεν εξαρτάται από τη γνώση της σημασίας των λέξεων ή από φτωχό λεξιλόγιο (Bowers et al, 1986; Wolf, 1982; Wolf et al. 1986).
Οι δυσκολίες στην ονομασία αντικειμένων εντοπίζονται στα παιδιά ήδη από την ηλικία των 3 χρόνων (Scarborough, 1990) και σχετίζονται άμεσα με την αποτυχία της αναγνωστικής ικανότητας (Bowers et al, 1986; Wolf, 1982; Wolf et al. 1986 Snowling , 1991, 1995,1996, Constantinidou & Stainthorp 2003,2004,2005).
Η ανεπάρκεια στους πιο πάνω τομείς είναι αντικείμενο πολλών ερευνών που δείχνουν ότι έχουν άμεση σχέση με την επίδοση των παιδιών με δυσλεξία στην ανάγνωση. Οι έρευνες τα τελευταία χρόνια στην ελληνική γλώσσα έχουν εντατικοποιηθεί και σύντομα θα υπάρχουν σταθμισμένα δοκίμια αξιολόγησης τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούν εκπαιδευτικοί καθώς επίσης και ψυχολόγοι για εντοπισμό παιδιών με δυσλεξία.
Περισσότερα χρήσιμα θέματα εδώ.