Ιστορίες γενναίων αντρών και γυναικών που όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στους καταπιεστές βρίσκει κανείς σε πολλές γωνιές του κόσμου μας. Καμία, όμως, δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο εκείνη του Ρομπέν των Δασών, που έκλεβε από τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς.
Η Ιστορία έχει να επιδείξει αρκετά παραδείγματα παρανόμων που μετατράπηκαν σε θρύλους μετά τον θάνατό τους. Στη συνείδηση των φτωχών πέρασαν ως σύμβολα Δικαιοσύνης και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον και μια κοινωνική αλλαγή υπέρ των πολλών.
Αδίστακτοι κακοποιοί για κάποιους, ήρωες για άλλους, ακολουθούν έξι πραγματικοί «Ρομπέν των Δασών» που περάσαν στην Ιστορία…
Ο θρύλος του σλοβάκου ληστή Juraj Janosik
Η «καριέρα» του Juraj Janosik ως ληστής διήρκεσε σχετικά λίγο (1711-1713), τα κατορθώματά του όμως συνεχίζουν να αιχμαλωτίζουν τις καρδιές και την φαντασία των κατοίκων της Κεντρικής Ευρώπης. Είναι αμέτρητα τα ποιήματα, τα παραδοσιακά τραγούδια, τα παραμύθια που έχουν γραφτεί για αυτόν.
Γεννημένος το 1688 στη σημερινή Σλοβακία, ο Janosik συντάχθηκε με τους αντάρτες στην ηλικία των 15 ετών, για ενταχθεί αργότερα στον αυτοκρατορικό στρατό. Ως φύλακας σε φυλακές, γνώρισε τον κρατούμενο Tomas Uhorcik και αποφάσισε να τον ακολουθήσει μαζί με τη συμμορία ληστών, της οποίας ήταν αρχηγός. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ανέλαβε την αρχηγία της ομάδας, σαρώνοντας τα βουνά και τις πεδιάδες της Σλοβακίας, της Πολωνίας και της Μοραβίας και ληστεύοντας αριστοκράτες και πλούσιους εμπόρους για να μοιράσει στη συνέχεια τα κλοπιμαία στους φτωχούς. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον θρύλο… Υποστηρίζεται επίσης πως ήταν γνωστός για την ιπποσύνη του, εξασφαλίζοντας ότι κανείς δεν θα έχανε τη ζωή τους ή θα τραυματιζόταν κατά τη διάρκεια των «επιχειρήσεών» του.
Τον Μάρτιο του 1713, ο Janosik καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο μύθος θέλει να ρίχνεται μόνος του στο παλούκι του θανάτου.
Το «αγόρι αρουραίος» της Ιαπωνίας
Γνωστός με το παρατσούκλι «αγόρι αρουραίος», ο Nakamura Jirokichi ζούσε μια διπλή ζωή ως εργάτης και πυροσβέστης την ημέρα και ως ληστής το βράδυ. Όταν συνελήφθη, στις 8 Αυγούστου του 1831, ομολόγησε πως είχε κλέψει ένα τεράστιο ποσό από τα κτήματα φεουδαρχών αρχόντων. Τα χρήματα ουδέποτε βρέθηκαν, με αποτέλεσμα ο μύθος να μην αργήσει να αναπτυχθεί: είχαν όλα μοιραστεί στους φτωχούς.
Ο Jirokichi αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του τοποθετήθηκε σε δημόσια θέα ως προειδοποίηση σε οποιονδήποτε είχε σκοπό ή έστω σκεφτόταν να ακολουθήσει τα βήματά του. Τουλάχιστον, ο ίδιος είχε προνοήσει για τις γυναίκες του, αφού αποφάσισε να τις χωρίσει λίγο πριν τη σύλληψή του, προκειμένου να μην έχουν την ίδια μοίρα με εκείνον, όπως προέβλεπε την περίοδο εκείνη ο νόμος.
Ο ληστής με αδυναμία στις φτωχές γυναίκες
Ο Scotty Smith, ο οποίος υποστήριζε ότι είχε γεννηθεί στο Περθ της Σκοτίας το 1845 ως George St. Leger Gordon Lennox, έγινε ευρέως γνωστός για τις αποδράσεις του στη Νότια Αφρική. Παρά το γεγονός ότι η συγγένεια που υποστήριζε ότι είχε με τη γνωστή οικογένεια Gordon Lennox αποδείχθηκε δύσκολο να αποδειχθεί, ο ίδιος επέμενε ότι ήταν ο μεγαλύτερος γιος του πλούσιου γαιοκτήμονα. Ο Smith έφτασε στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας το 1877 ως στρατιωτικός, σύντομα όμως εγκατέλειψε τη θέση του για χάρη της ένδοξης σταδιοδρομίας του στην… παρανομία, κλέβοντας από τους πλούσιους και βοηθώντας αυτούς που βρίσκονταν στην ανέχεια.
Φαίνεται μάλιστα ότι είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στις φτωχές χήρες και τις ανυπεράσπιστες γυναίκες, οι οποίες, με τη σειρά τους, τού πρόσφεραν φιλοξενία, χωρίς πάντως να γνωρίζουν την πραγματική του ταυτότητα. Δεκάδες είναι οι ιστορίες που θέλουν τον ληστή να χαρίζει ποσά σε γυναίκες για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, αφού προηγουμένως του είχαν προσφέρει τροφή και στέγη. Δεν ήταν μόνο οι γυναίκες που ευεργετήθηκαν. Σύμφωνα με τις ιστορίες που περιβάλλουν το όνομά του, βοήθησε έναν άντρα που πέθαινε από φυματίωση και πλήρωσε τα έξοδα της κηδείας του.
Ένα επιπλέον στοιχείο που αύξανε τον θαυμασμό στο πρόσωπό του ήταν η ικανότητά του να ξεφεύγει από την αστυνομία, είτε αποφεύγοντας τη σύλληψη είτε με τις αποδράσεις από τη φυλακή. Μία ιστορία υποστηρίζει ότι προσφέρθηκε να παραδοθεί στην αστυνομία, προκειμένου να λάβει ο φίλος του τα χρήματα της ανταμοιβής, με σκοπό να αποδράσει μόλις η πληρωμή θα είχε ολοκληρωθεί.
Ο μεξικανός επαναστάτης Pancho Villa
Γεννημένος ως Doroteo Arango στις 5 Ιουνίου του 1878, ο μεξικανός επαναστάτης Pancho Villa διέπρεψε ως ληστής υπέρ των φτωχών και καταπιεσμένων. Η παράνομη δράση του θεωρείται πως ξεκίνησε μετά τον πυροβολισμό του άντρα που επιτέθηκε στην αδερφή του. Ορισμένοι τον χαρακτήρισαν ως αιμοσταγή και αδίστακτο δολοφόνο, που βασάνιζε τα θύματά του. Άλλοι ως έναν γενναιόδωρο άνθρωπο που βοηθούσε τα φτωχά παιδιά και τα ορφανοτροφεία.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, John Reed, ο οποίος πέρασε τέσσερις μήνες με τον στρατό του Villa την περίοδο 1913-14, δεκάδες μπαλάντες είχαν γραφτεί και διακινούνταν από τους ντόπιους για το πώς ο ίδιος και η συμμορία του έκλεβαν από τους πλούσιους για να προσφέρουν στους μη έχοντες, μοιράζοντας βοοειδή και καλαμπόκι που είχαν κατασχεθεί στις εφόδους που έκανε.
Τον Ιούλιο του 1923, ο Villa δολοφονήθηκε σε ενέδρα.
Ο σικελός Ρομπέν των Δασών
Ο Salvatore Guiliano γεννήθηκε σε μια μικρή, φτωχή πόλη της Σικελίας το 1922. Η εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία το 1943 –μια περίοδο που η πλειονότητα της τροφής ήταν διαθέσιμη μέσω της μαύρης αγοράς- θα τον βρει να προσπαθεί να εισάγει λαθραία σάκους με ρύζι και να τραυματίζεται καθώς προσπαθεί να διαφύγει της σύλληψης για τον φόνο ενός αστυνομικού.
Φυγάς πλέον, ο Giuliano στράφηκε στις ληστείες, δημιουργώντας μάλιστα μια πολυμελή συμμορία. Στο στόχαστρο της ομάδας τα τρόφιμα και ο οπλισμός που κατείχαν οι πλούσιοι. Πληρώνοντας στους χωρικούς περισσότερα χρήματα για τις προμήθειες με αντάλλαγμα πληροφορίες για τη δράση των δυνάμεων ασφαλείας, κλέβοντας και μοιράζοντας τρόφιμα στους πεινασμένους ντόπιους και δίνοντας χρήματα σε άρρωστες και ηλικιωμένες γυναίκες, μετατράπηκε σε ένα είδος Ρομπέν των Δασών.
Ο κόσμος τον σεβόταν, αλλά και τον φοβόταν. Οι πληροφοριοδότες και οι εχθροί σκοτώνονταν άγρια και χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ο «σικελός Ρομπέν των Δασών» θα ταχθεί και υπέρ της αποσχιστικής εκστρατείας για μια ανεξάρτητη Σικελία. Αναφέρεται μάλιστα ότι έγραψε στον αμερικανό πρόεδρο Χάρι Τρούμαν, ζητώντας του να σκεφτεί να προσαρτήσει τη Σικελία ως την 51η Πολιτεία της χώρας.
Η δημοφιλία ανάμεσα στους χωρικούς θα χαθεί οριστικά, όταν μια ομάδα παρανόμων θα δολοφονήσει 11 ανθρώπους που το 1947 πανηγύριζαν την αγροτική μεταρρύθμιση που τους είχαν υποσχεθεί. Παρότι η ευθύνη αποδόθηκε τελικά στη μαφία της Σικελίας, η ζημιά για τον Giuliano είχε ήδη γίνει.
Η Ινδή «Βασίλισσα των Ληστών»
Το μικρό ανάστημά της δεν επηρέασε σε τίποτα την επιβλητική φήμη που απέκτησε η Ινδή «Βασίλισσα των Ληστών». Γεννημένη σε μια φτωχική οικογένεια το 1963, η Phoolan Devi παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 11 ετών με έναν άντρα που είχε τα τριπλά της χρόνια και ο οποίος την κακοποιούσε άγρια. Κατάφερε να ξεφύγει από τον βίαιο σύζυγο, για να καταλήξει όμως στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Εξοστρακισμένη από την κοινότητα του χωριού της, έπεσε στα χέρια μια οργανωμένης εγκληματικής ομάδας. Αργότερα, βιάστηκε ομαδικά επί εβδομάδες από τα μέλη μιας αντίπαλης εγκληματικής ομάδας που την αποτελούσαν μέλη ανώτερης κάστας.
Σύντομα απέκτησε την αρχηγία της δικής της ομάδας, η οποία έκλεβε και απήγαγε χωρικούς ανώτερης κάστας. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου το 1981, η Devi διέταξε την εκτέλεση 22 αντρών ανώτερης κάστας, προκειμένου να εκδικηθεί για την κακοποίησή της.
Παρά το γεγονός ότι οι ινδικές αρχές αμφισβητούν ότι έκλεβε από τους πλούσιους για να προσφέρει στους φτωχούς, οι ενέργειές της θεωρούνται δικαιολογημένες από τους φτωχούς, που τη θεωρούν μια πραγματική ηρωίδα – κάποιοι μάλιστα πιστεύουν πως αποτελεί ενσάρκωση της θεάς Ντούργκα.
Το 1983 παραδόθηκε στις αρχές και πέρασε τα επόμενα 11 χρόνια της ζωής της στη φυλακή. Δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, εκλέχθηκε στο Κοινοβούλιο της Ινδίας, με σύνθημα την προστασία των αδυνάμων και υποσχόμενη πρόσβαση σε πόσιμο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, σχολεία και νοσοκομεία για τους φτωχούς, αλλά παράλληλα και αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών. Δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι της στο Δελχί το 2001.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.