χρίζω < ελληνιστική κοινή χρίζω < αρχαία ελληνική χρίζω
(θρησκεία) αλείφω με μύρο ή έλαιο
απονέμω επίσημο τίτλο, αξίωμα ή ιδιότητα
π.χ. τον χρίζω ιππότη
χρήζω < αρχαία ελληνική χρῄζω
(λόγιο) έχω ανάγκη από κάτι (συντάσσεται με γενική)
π.χ. το θέμα χρήζει ανάλυσης, το κείμενο χρήζει σχολιασμού
Δείτε περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος