δείγμα < δείχνω
μικρή ποσότητα υλικού που λαμβάνεται προκειμένου να εξεταστεί εργαστηριακά
μικρός αριθμός ατόμων από έναν πληθυσμό που συμμετέχει σε μια στατιστική έρευνα
ένα τεμάχιο προϊόντος που επιδεικνύεται σε αγοραστή για να σχηματίσει μια άποψη πριν αγοράσει
δήγμα < αρχαία ελληνική δῆγμα < από το ρήμα δάκνω, δαγκώνω
το δάγκωμα
το τσίμπημα εντόμου
Δείτε περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.