«Τον περιμέναμε και δεν ήρθε ποτέ». Η αποκαλυπτική μαρτυρία του γιου του, Ανδρέα Κούμπου, στη Μηχανή του Χρόνου.
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973. Οι δρόμοι της Αθήνας μια ημέρα μετά από την ένοπλη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είχαν ακόμα κίνηση. Πολλοί ήθελαν να δουν από κοντά την εικόνα του ρημαγμένου Πολυτεχνείου.
Ο κόσμος εξακολουθεί να συρρέει στην Πατησίων, την Γ’ Σεπτεμβρίου, την Αβέρωφ και τους γύρω δρόμους. Τότε αρχίζουν να ακούγονται πάλι πυροβολισμοί.
«Αρχίζει να πέφτει πιστολίδι, ο κόσμος φοβάται και ο πατέρας μου παίρνει το δρόμο της επιστροφής».
Το σπίτι της οικογένειας Κούμπου ήταν στον Κολωνό και ο Ανδρέας κατευθύνεται προς την οδό Καποδιστρίου αφού περνά από την Πατησίων.
Λίγο πριν τις 12:00, ο Ανδρέας ενώ βάδιζε στη διασταύρωση τον οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίζεται πισώπλατα από πυρά. Είχε χτυπηθεί στη λεκάνη από πυροβόλο τεθωρακισμένου οχήματος. Δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να δέχτηκε πυρά από ταράτσα.
«Εκεί ήταν άλλο δράμα. Η σφαίρα ήταν σφηνωμένη στο γοφό του πατέρα και οι γιατροί προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία. Οι πόνοι ήταν τρομεροί, δε μπορούσε να αντέξει».
«Κόψτε μου το πόδι», φώναζε. «Θα ζήσω και με το καροτσάκι θα πάω στην Ομόνοια και θα λέω παντού πως συνέβη αυτό το γεγονός» .
Ο Ανδρέας Κούμπος δε μπορούσε να χωνέψει πως σώθηκε στον πόλεμο και θα πέθαινε εν καιρώ ειρήνης στην Αθήνα.
Μία συγχωριανή του νοσηλεύτρια τον συμβούλευε να μην μιλάει.
«Κάτι παιδαρέλια έρχονταν να του πάρουν κατάθεση και τον δούλευαν», εξιστορεί ο Αλέξανδρος Κούμπος στη Μηχανή του Χρόνου.
«Φοιτητής είσαι κι εσύ παππού;» «Ναι φοιτητής», τους απαντούσε ειρωνικά ο 63χρονος Ανδρέας.
«Ο πατέρας μου δε μπορούσε να χωνέψει πως χτυπήθηκε στην Ομόνοια. Δεν σκοτώθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο όπου πολέμησε. Ήταν ανάπηρος πολέμου, γλίτωσε εκεί αλλά δεν κατάφερε να γλιτώσει στο κέντρο της Αθήνας», λέει και ξαναλέει ο Αλέξανδρος Κούμπος.
Οι περισσότεροι τραυματίες στο ΚΑΤ με κατάγματα και σφαίρες έλεγαν μεταξύ τους πως είχαν χτυπήσει με μηχανάκια ώστε να μην αποκαλύψουν πως ήταν παρόντες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Φόβος επικρατούσε παντού.
«Τα βράδια κι ενώ κάναμε παρέα στον πατέρα μας, ακούγαμε κλάματα βογκητά και χτυπήματα. Τους έπαιρναν και τους ανέκριναν».
Δυόμιση μήνες άντεξε εκεί. Πέθανε έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία στις 30 Ιανουαρίου 1974. «Η μητέρα μου, Παναγιώτα έφυγε από τον καημό της. Δεν μπόρεσε να του συγχωρήσει ότι δεν πήγε στην εκκλησία εκείνη την Κυριακή».
O Ανδρέας Κούμπος ήταν βιοτέχνης λευκοσιδηρουργίας από την Καρδίτσα. Ήταν ήρωας πολέμου και θύμα του Πολυτεχνείου.
Για τους χουντικούς βέβαια δεν πέθανε ποτέ, καθώς ακόμη επιμένουν ότι στο «Πολυτεχνείο δεν υπήρξε κανένας νεκρός».
Η ανάρτηση αποτελεί μέρος της έρευνας της Μηχανής του Χρόνου που ολοκληρωμένη θα παρουσιαστεί μαζί με άλλες μαρτυρίες και ιστορίες στην τηλεόραση, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973. Οι δρόμοι της Αθήνας μια ημέρα μετά από την ένοπλη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είχαν ακόμα κίνηση. Πολλοί ήθελαν να δουν από κοντά την εικόνα του ρημαγμένου Πολυτεχνείου.
Ο 63χρονος βιοτέχνης από την Καρδίτσα πηγαίνει όπως κάθε Κυριακή στο καφενείο της πλατείας Κοτζιά, στην οδό Αθηνάς.
«Εκεί είχε τη συνήθεια να συναντά συγχωριανούς του ώστε να πουν τα δικά τους και να παίξουν κανένα ταβλάκι», αναφέρει ο Αλέξανδρος Κούμπος, γιος του Ανδρέα. «Η Κυριακή αυτή ήταν ξεχωριστή μιας και θα έκαναν ένα συνοικέσιο μεταξύ συγχωριανών».
«Ο πατέρας μας ήταν καλός οικογενειάρχης. Κάθε Κυριακή τρώγαμε όλοι μαζί. Εμείς είχαμε στρώσει το τραπέζι και τον περιμέναμε να γυρίσει από την καθιερωμένη βόλτα του. Εκείνος δεν ήρθε ποτέ!»«Εκεί είχε τη συνήθεια να συναντά συγχωριανούς του ώστε να πουν τα δικά τους και να παίξουν κανένα ταβλάκι», αναφέρει ο Αλέξανδρος Κούμπος, γιος του Ανδρέα. «Η Κυριακή αυτή ήταν ξεχωριστή μιας και θα έκαναν ένα συνοικέσιο μεταξύ συγχωριανών».
Ο κόσμος εξακολουθεί να συρρέει στην Πατησίων, την Γ’ Σεπτεμβρίου, την Αβέρωφ και τους γύρω δρόμους. Τότε αρχίζουν να ακούγονται πάλι πυροβολισμοί.
«Αρχίζει να πέφτει πιστολίδι, ο κόσμος φοβάται και ο πατέρας μου παίρνει το δρόμο της επιστροφής».
Το σπίτι της οικογένειας Κούμπου ήταν στον Κολωνό και ο Ανδρέας κατευθύνεται προς την οδό Καποδιστρίου αφού περνά από την Πατησίων.
Λίγο πριν τις 12:00, ο Ανδρέας ενώ βάδιζε στη διασταύρωση τον οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίζεται πισώπλατα από πυρά. Είχε χτυπηθεί στη λεκάνη από πυροβόλο τεθωρακισμένου οχήματος. Δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να δέχτηκε πυρά από ταράτσα.
«Τα τανκς αλώνιζαν το κέντρο της Αθήνας επί δύο μέρες μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο και χτυπούσαν εν ψυχρώ και χωρίς καμία διάκριση ανύποπτους πολίτες», κατέθεσε ο γιος του θύματος στη δίκη του Πολυτεχνείου στις 5 Νοεμβρίου 1975.Το βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο και η οικογένεια ενημερώνεται πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Ο Ανδρέας μετά από τον Ερυθρό Σταυρό και το “Ρυθμιστικό” είχε διακομιστεί τραυματισμένος στο ΚΑΤ. Το επόμενο πρωί ο Αλέξανδρος με τον μικρό του αδερφό επιχειρούν να συναντήσουν τον χτυπημένο πατέρα τους.
«Εκεί ήταν άλλο δράμα. Η σφαίρα ήταν σφηνωμένη στο γοφό του πατέρα και οι γιατροί προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία. Οι πόνοι ήταν τρομεροί, δε μπορούσε να αντέξει».
«Κόψτε μου το πόδι», φώναζε. «Θα ζήσω και με το καροτσάκι θα πάω στην Ομόνοια και θα λέω παντού πως συνέβη αυτό το γεγονός» .
Ο Ανδρέας Κούμπος δε μπορούσε να χωνέψει πως σώθηκε στον πόλεμο και θα πέθαινε εν καιρώ ειρήνης στην Αθήνα.
Μία συγχωριανή του νοσηλεύτρια τον συμβούλευε να μην μιλάει.
«Κάτι παιδαρέλια έρχονταν να του πάρουν κατάθεση και τον δούλευαν», εξιστορεί ο Αλέξανδρος Κούμπος στη Μηχανή του Χρόνου.
«Φοιτητής είσαι κι εσύ παππού;» «Ναι φοιτητής», τους απαντούσε ειρωνικά ο 63χρονος Ανδρέας.
«Ο πατέρας μου δε μπορούσε να χωνέψει πως χτυπήθηκε στην Ομόνοια. Δεν σκοτώθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο όπου πολέμησε. Ήταν ανάπηρος πολέμου, γλίτωσε εκεί αλλά δεν κατάφερε να γλιτώσει στο κέντρο της Αθήνας», λέει και ξαναλέει ο Αλέξανδρος Κούμπος.
Οι περισσότεροι τραυματίες στο ΚΑΤ με κατάγματα και σφαίρες έλεγαν μεταξύ τους πως είχαν χτυπήσει με μηχανάκια ώστε να μην αποκαλύψουν πως ήταν παρόντες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Φόβος επικρατούσε παντού.
«Τα βράδια κι ενώ κάναμε παρέα στον πατέρα μας, ακούγαμε κλάματα βογκητά και χτυπήματα. Τους έπαιρναν και τους ανέκριναν».
Δυόμιση μήνες άντεξε εκεί. Πέθανε έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία στις 30 Ιανουαρίου 1974. «Η μητέρα μου, Παναγιώτα έφυγε από τον καημό της. Δεν μπόρεσε να του συγχωρήσει ότι δεν πήγε στην εκκλησία εκείνη την Κυριακή».
O Ανδρέας Κούμπος ήταν βιοτέχνης λευκοσιδηρουργίας από την Καρδίτσα. Ήταν ήρωας πολέμου και θύμα του Πολυτεχνείου.
Για τους χουντικούς βέβαια δεν πέθανε ποτέ, καθώς ακόμη επιμένουν ότι στο «Πολυτεχνείο δεν υπήρξε κανένας νεκρός».
Η ανάρτηση αποτελεί μέρος της έρευνας της Μηχανής του Χρόνου που ολοκληρωμένη θα παρουσιαστεί μαζί με άλλες μαρτυρίες και ιστορίες στην τηλεόραση, mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.