ντέρτι < τουρκική dert < περσική درد (dared: πόνος, θλίψη, ασθένεια)
Η λέξη ντέρτι είναι τουρκική. Στα ελληνικά αποδίδεται ως στενοχώρια, βάσανο ή καημός.
στενοχώρια < ελληνιστική κοινή στενοχωρία (στενός χώρος)
βάσανο
βάσανο < μεσαιωνική ελληνική βάσανον < ελληνιστική κοινή βάσανος < αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
καημός < μεσαιωνική ελληνική καημός < καίω + -μός < αρχαία ελληνική καίω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *keh₂u- (ανάβω, καίω).
Δείτε πώς λέγονται στα ελληνικά περισσότερες λέξεις εδώ.