Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική άνθρωπος, η οποία ήδη από την ομηρική εποχή χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τόσο το ανθρώπινο είδος όσο και το μεμονωμένο άτομο, ενώ στον πληθυντικό αριθμό το χρησιμοποιούσαν συχνά για να αναφερθούν στο ανθρώπινο γένος, σημασίες που αποδίδονται στη λέξη και σήμερα. Επίσης, με την κτητική αντωνυμία στην αρχαιότητα σήμαινε τον δούλο, τον υπηρέτη κάποιου, π.χ. τόν ἐμόν ἂνθρωπον.
Για πολλά χρόνια δεν ξέραμε πώς γεννήθηκε η λέξη. Σήμερα οι επιστήμονες έχουν καταλήξει σε δυο-τρεις πιθανότερες εκδοχές. Η ανάλυση ἄνδρ-ωπος "αυτός που έχει όψη ή πρόσωπο άνδρα" είναι αυτή που είναι η πιο πιθανή και επομένως η λέξη άνθρωπος συγγενεύει με το μυκηναϊκό "a-to-ro-qo", συνεπώς είναι πιθανόν να σχετίζεται με τη λέξη ὄψ, δηλαδή πρόσωπο. Ας σημειωθεί ότι το αρχαίο ουσιαστικό ἀνήρ, ἀνδρός σήμαινε συγχρόνως "άνδρας, άνθρωπος", πράγμα που αποτελεί κοινό τόπο για πολλές σύγχρονες γλώσσες (λ.χ. αγγλ. man, γαλ. homme, γερμ. Mann "άνδρας" - man "κάποιος (άνθρωπος)", ισπ. hombre, ιταλ. uomo κ.α., που όλα συνδυάζουν τις σημασίες "άνδρας, άνθρωπος").
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.