Η λέξη ψήφος είναι γένους θηλυκού: η ψήφος, της ψήφου, την ψήφο, τις ψήφους, κτλ.
ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
ψήφος < αρχαία ελληνική ψῆφος < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.