Ο Γιώργος σχεδόν δεν είχε δει την κυρία, μέσα στο σταματημένο αυτοκίνητο στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Έβρεχε πάρα πολύ και ήταν νύχτα. Κατάλαβε όμως πως η γυναίκα είχε ανάγκη από βοήθεια. Έτσι σταμάτησε το αυτοκίνητο του και πλησίασε.
Εκείνη σκέφτηκε πως ήθελε να της επιτεθεί, δεν την ενέπνεε εκείνος ο άνδρας, φαινόταν φτωχός και πεινασμένος.
Ο Γιώργος αισθανόταν πως η γυναίκα φοβόταν και της είπε:
«Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω, κυρία, μην φοβάστε. Γιατί δεν περιμένετε στο δικό μου αυτοκίνητο για να ζεσταθείτε;
Δεν σας συστήθηκα… με λένε Γιώργο»…
Η κυρία είχε μείνει από λάστιχο και ήταν και ηλικιωμένη. Ενώ συνέχιζε να βρέχει δυνατά, ο Γιώργος γονάτισε πήρε τον γρύλο, τον τοποθέτησε κάτω από την σκασμένη ρόδα και σήκωσε το αμάξι. Άλλαξε την ρόδα και ενώ βίδωνε τα μπουλόνια, η ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και έπιασε συζήτηση μαζί του.
Του είπε πως δεν ήταν από την περιοχή, ήταν περαστική από εκεί και δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει για την πολύτιμη βοήθεια του.
Ο Γιώργος χαμογέλασε ενώ τελείωνε την δουλειά του και σηκώθηκε.
Εκείνη τον ρώτησε πόσα ήθελε για την βοήθεια του. Αλλά ο Γιώργος δεν σκεφτόταν καν τα χρήματα, του άρεσε να βοηθάει τους ανθρώπους. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής του.
Τότε εκείνος της απάντησε:
«Εάν πράγματι επιθυμείτε να με πληρώσετε, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε κάποιον σε δυσκολία, θυμηθείτε εμένα και βοηθήστε εκείνον τον άνθρωπο.»Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα η κυρία σταμάτησε σε ένα μικρό εστιατόριο, την πλησίασε μια χαμογελαστή σερβιτόρα και της έδωσε μια πετσέτα για να σκουπίσει τα μαλλιά της που είχαν βραχεί από την βροχή.
Η κυρία είδε πως η κοπέλα ήταν έγκυος – σχεδόν προς το τέλος της εγκυμοσύνης – αλλά εκείνη δεν επέτρεπε στην κούραση και στους πόνους να αλλάξουν την συμπεριφορά της και η κυρία έμεινε έκπληκτη από την συμπεριφορά της σερβιτόρας και αναρωτιόταν πως κάποιος που έχει τόσα λίγα στην ζωή μπορεί και δίνει τόσα πολλά σε ένα ξένο.
Τότε θυμήθηκε τον Γιώργο.
Μόλις τελείωσε το φαγητό της, και ενώ η σερβιτόρα είχε πάει να σερβίρει ένα άλλο τραπέζι, η κυρία βγήκε έξω από το εστιατόριο. Η σερβιτόρα αναρωτήθηκε που είχε πάει η κυρία,όταν είδε στο τραπέζι κάτι γραμμένο πάνω στην πετσέτα με ένα «φιλοδώρημα» αρκετά παχύ.
Η σερβιτόρα δάκρυσε διαβάζοντας εκείνο που η κυρία είχε γράψει:
«Κράτησε τα ρέστα… κάποιος σήμερα με βοήθησε και έτσι και εγώ βοηθώ εσένα. Εάν πραγματικά επιθυμείς να μου επιστρέψεις τα χρήματα, μην σπάσεις αυτή την αλυσίδα αγάπης, απλά βοήθησε κάποιον άλλον.»
Εκείνη την νύχτα ,τελειώνοντας την δουλειά της, γύρισε πολύ κουρασμένη στο σπίτι, πλησίασε στο κρεβάτι και είδε τον σύζυγο της που κοιμόταν, ξάπλωσε και σκεπτόταν τα χρήματα που της είχε δώσει η κυρία και εκείνο που της είχε γράψει.
Εκείνη η κυρία πως γνώριζε την ανάγκη χρημάτων που είχε εκείνη και ο σύζυγος της, με το μωρό που επρόκειτο να γεννηθεί όλα ήταν πιο δύσκολα…
Σκεπτόμενη την ευλογία που είχε δεχθεί, χαμογέλασε, ευχαρίστησε τον Θεό και γυρνώντας προς τον σύζυγο της, τον χάιδεψε και του ψιθύρισε γλυκά στο αυτί:
«Όλα θα πάνε καλά… Σε αγαπώ… Γιώργο!!!»
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.