Είναι 27 Απριλίου 1941, η μέρα που τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν θριαμβευτικά στην Αθήνα, που η Πηνελόπη Δέλτα βάζει τέλος στη ζωή της.
Είπαν πως ήταν από έρωτα, η συγκυρία πάντως είναι δηλωτική. Όλα καταρρέουν γύρω της, ακόμα και η ίδια της η χώρα.
Ταλαιπωρημένη από την ασθένεια αλλά και από τον ανεκπλήρωτο έρωτα που τη βασανίζει για χρόνια, η Δέλτα παίρνει τη μοιραία απόφαση για το απονενοημένο διάβημα. Παίρνει δηλητήριο και βασανίζεται επί πέντε ημέρες μέχρι να εκπνεύσει στις 2 Μαΐου. Δίπλα της βρίσκουν το στερνό γραπτό της:
«Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα».
Έτσι έφυγε από τον κόσμο η συγγραφέας των παιδικών μας χρόνων, σπαρακτικά, όπως έζησε. Την κατέτρωγε ο κεραυνοβόλος έρωτας για τον γοητευτικό Ίωνα Δραγούμη, υποπρόξενο κάποτε της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, τον οποίο ωστόσο οι συμβάσεις της ζωής της θα κρατούσαν πάντα μακριά.
«Το ξέρω πως είμαι τρελή, μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει», παραδεχόταν, αν και μόνο τρελή δεν ήταν. Τα μυθιστορήματά της μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελληνόπουλων και οι περισσότεροι έχουμε κάπου στη βιβλιοθήκη μας «Τα μυστικά του βάλτου», τον «Τρελαντώνη», τον «Μάγκα», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» ή το «Παραμύθι χωρίς όνομα».
Εκείνη βέβαια ήταν άλλη ιστορία. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, του ίδιου του μεγαλέμπορου βαμβακιού Εμμανουήλ Μπενάκη και δημάρχου κατόπιν της Αθήνας, η ζωή της συνδέθηκε, έστω και χωρίς να το θέλει πάντα, με τις βαθιές κοινωνικές και πολιτικές τομές της χώρας μας.
Η ζωή της πολυτάραχη, έστω κι αν ήταν κλεισμένη στο μέγαρο της Κηφισιάς ή, παλιότερα, στην έπαυλη της Αλεξάνδρειας. Είχε στα πόδια της κάθε ευκαιρία για εκπαίδευση και πνευματική καλλιέργεια, είχε όμως και την αυταρχική μητέρα της να της κόβει μονίμως τα φτερά, κάνοντάς τη μια εύθραυστη κοπέλα που θεωρούσε τον θάνατο λύτρωση.
Με απόπειρα αυτοκτονίας δεν απάντησε εξάλλου όταν την υποχρέωσαν να παντρευτεί στα 21 της τον πλούσιο φαναριώτη βαμβακέμπορο Στέφανο Δέλτα; Όχι ότι θα τη γλίτωνε από τη μοίρα που είχαν προαποφασίσει για κείνη, καθώς την πάντρεψαν και μάλιστα αμέσως.
Παρά τις ατραπούς της προσωπικής της ζωής, παρέμενε υποδειγματική κόρη αλλά και μάνα, μεγαλώνοντας τις τρεις κόρες της και εμφανιζόμενη πάντα στο πλευρό του συζύγου της σε κάθε κοινωνική εκδήλωση της αριστοκρατίας. Ο έρωτας ήταν όμως εδώ να βάλει τη μεγάλη τρικλοποδιά στην καλοβαλμένη ζωή που υπαγόρευε η μεγαλοαστική μοίρα της. Ο Ίων Δραγούμης!
Τον γνώρισε στην Αλεξάνδρεια, τον ερωτεύτηκε αμέσως και πίσω δεν θα ξανακοιτούσε. Όχι βέβαια ότι θα άλλαζε κάτι, καθώς η κοινωνική τάξη και η υποταγή στις επιταγές της θα διολίσθαινε τον ανεπανάληπτο έρωτα στην επικράτεια της πλατωνικής σχέσης. Η αυτοκτονία καραδοκεί ωστόσο στη γωνιά και εκδηλώνεται άλλη μια φορά.
Η Πηνελόπη Δέλτα έμεινε για πάντα φυλακισμένη στις νόρμες των μεγάλων σαλονιών, πίσω όμως από τη μάλλον δυστυχισμένη προσωπική της ζωή κρυβόταν μια πένα που έψαχνε διέξοδο. Και τη βρήκε ιδανικά στη συγγραφή, χαρίζοντάς μας μια ιδιοσυγκρασιακή γραφή που σφράγισε ανεξίτηλα τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια.
Πολύ πιο περίπλοκη από όσο μια σχηματική απεικόνιση της βιογραφίας της μπορεί να αποκαλύψει, η Δέλτα έζησε και έγραψε ως αίνιγμα. Γι’ αυτό ίσως οι οικείοι της πήραν την απόφαση να χαράξουν πάνω στο μνήμα της τη λέξη «σιωπή»…
Πρώτα χρόνια
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννιέται ως Πηνελόπη Μπενάκη το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το τρίτο από τα πέντε παιδιά της μεγαλοαστικής οικογένειας που είχαν απομείνει στη ζωή. Μέχρι τα οχτώ της που θα ζήσει στην Αλεξάνδρεια, η Πηνελόπη μεγαλώνει σε ένα αυστηρών αρχών μεν, φιλελεύθερο δε αναφορικά με τη μόρφωση των γυναικών περιβάλλον.
Φοιτά στα καλύτερα σχολεία της Αλεξάνδρειας, τα οποία μπορεί να εξασφαλίσει άνετα ο πατρικός πλούτος, και ανατρέφεται αρχοντικά. Αλλά και καταπιεστικά, μέσα σε πλήθος απαγορεύσεων. Αυτό θα κλιμακωθεί μετά το 1882, όταν η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, και η Πηνελόπη υφίσταται νέα «μη» και «πρέπει».
Το 1895, όσο εκείνη συνέχιζε τις ξένες γλώσσες και τη ζωγραφική της, θέλουν να την παντρέψουν σε έναν γάμο συμφέροντος. Λες και δεν έφταναν όλες αυτές οι κοσμικές συγκεντρώσεις που την περιέφεραν συνεχώς κι εκείνη βαριόταν αφόρητα, κάτι που δεν έκρυβε άλλωστε καθόλου.
Η Πηνελόπη εκδηλώνει την άρνησή της να παντρευτεί τον Στέφανο Δέλτα με την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Λίγο αντίκτυπο θα έχει στο προσυμφωνημένο συμβόλαιο: το ζευγάρι παντρεύεται τελικά την ίδια χρονιά και σύντομα θα αποκτήσει τρεις κόρες. Τώρα, πέρα από υποδειγματική κόρη του Μπενάκη, είναι και υποδειγματική σύζυγος του Δέλτα, μεριμνώντας ιδιαίτερα για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών της.
Η ζωή έχει ξεφύγει από τον έλεγχό της, αν και η μοίρα δεν έχει πει ακόμα τον τελευταίο της λόγο. Γιατί δέκα χρόνια μετά τον γάμο τους, το ζεύγος Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια (1905) και η Πηνελόπη γνωρίζει τον Ίωνα…
Ένας έρωτας που σφράγισε μια ζωή
Η Πηνελόπη γράφει από μικρή και γράφει πολύ. Έχει ταλέντο στο σκάρωμα των λέξεων και όλοι το παραδέχονται αυτό. Σοβαρότερα το γράψιμο θα το πάρει το 1906, τη χρονιά που μετακόμισε για λίγο στη Φρανκφούρτη και έπεσε με τα μούτρα στη γραφή. Ο καρπός αυτής της δουλειάς θα εκδοθεί το 1909 ως το πρώτο της παιδικό μυθιστόρημα: «Για την Πατρίδα», που εκτυλίσσεται στα χρόνια του Βυζαντίου.
Μέχρι να συμβούν βέβαια αυτά, είχε ήδη λάβει χώρα το γεγονός που θα άλλαζε τον ρου της ζωής της: γνωρίζει το 1905 στην Αλεξάνδρεια τον διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη σε μια δεξίωση της ελληνικής παροικίας. Η έλξη μεταξύ τους υπήρξε αστραπιαία! Η Δέλτα ήταν όμως παντρεμένη και προσπάθησε να καταπνίξει τον έρωτα της. Μετά αποφάσισε να πει στον σύζυγό της τα καθέκαστα και με το διαζύγιο ανά χείρας, να πέσει στην αγκαλιά του έρωτά της.
Το πράγμα δεν θα πάει όμως όπως είχε υπολογίσει. Παρά την ειλικρίνειά της και την τολμηρή εξομολόγηση στον σύζυγο, εκείνος δεν της δίνει το πολυπόθητο διαζύγιο. Και οι δύο θα βάλουν πάνω από τις ζωές τους τις κοινωνικές επιταγές της τάξης τους. Από κείνη την εποχή μάς έρχεται και η φλογερή επιστολή της (27 Ιουλίου 1906) στον Δραγούμη, όπου αποκαλύπτεται όλο το πάθος που δονεί συθέμελα την ύπαρξή της:
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα. Αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ίων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι. Τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος. Ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ίων μου, δεν σε φωνάζω. Μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι. Σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση. Τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε!
Μη με φοβηθείς. Αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ίων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν «τρελός για μένα», έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα… Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει «τιμή» και «λόγος». Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ίων;
Σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ’ αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει».
Με το που γράφει την επιστολή, η Δέλτα μετακομίζει στη Φρανκφούρτη και ξεκινά τη συγγραφική της καριέρα. Λίγο αργότερα θα επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και τρία χρόνια αργότερα, το 1916, οι Δέλτα θα εγκατασταθούν μόνιμα στην Αθήνα, όπου θα εκδηλώσει περαιτέρω το ταλέντο της ένα από τα φαινόμενα των ελληνικών γραμμάτων.
Η χρονιά που θα έρθει στην Αθήνα σημαδεύεται όπως ξέρουμε από σημαντικές πολιτικές εξελίξεις: τα «Νοεμβριανά». Ο πατέρας της συλλαμβάνεται και εκείνη καταστρέφει το πρώτο πολιτικό της ημερολόγιο. Το νέο αρχίζει να γράφεται από την επόμενη κιόλας χρονιά και περιγράφει αναλυτικά τα «Νοεμβριανά». Ταυτόχρονα, αρχίζει να γράφει το προσωπικό της ημερολόγιο («Τuris Εburnea»), όπου αποκαλύπτει τις ενδόμυχες σκέψεις της αλλά και τον παθιασμένο έρωτά της για τον Δραγούμη…
Η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα
Το 1914, ο υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου, Εμμανουήλ Μπενάκης, εκλέγεται δήμαρχος Αθηναίων και καλεί την κόρη του κοντά του. Το 1916, όπως είπαμε, οι Δέλτα επιστρέφουν στην Αθήνα και η Πηνελόπη γνωρίζεται με την οικονομική και πνευματική ελίτ της πόλης.
Το δεύτερο παιδικό ιστορικό μυθιστόρημά της, το αριστουργηματικό «Παραμύθι χωρίς όνομα», έρχεται το 1910 για να μιλήσει αλληγορικά για το στρατιωτικό Κίνημα στου Γουδή του 1909 και την απογοήτευσή της από τη στάση του Κωνσταντίνου. Την επόμενη χρονιά, αφήνει κληρονομιά το επίσης ιστορικό «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» (1911) και τέσσερα χρόνια αργότερα θα εκδώσει τα «Παραμύθια και άλλα» (1915). Όταν δεν έκανε παρέα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη βίλα των Μπενάκηδων στην Κηφισιά, κλεινόταν στο γραφείο της και απέδιδε ορόσημα της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.
Η συλλογή διηγημάτων «Τα Ανεύθυνα» θα έρθουν τα 1921, το παραμύθι «Στο κοτέτσι» θα γραφτεί το 1922 και σειρά έχουν μετά δύο αριστουργήματά της, το δίτομο «Η ζωή του Χριστού» (1925) και το μυθιστόρημα «Ο Τρελαντώνης» (1932), από τον μεγαλύτερο αδερφό της Αντώνη Μπενάκη. Από το κατοπινό της corpus, ξεχωρίζουν το μυθιστόρημα «Μάγκας» (1935) και τα «Μυστικά του βάλτου» (1937) φυσικά, με τα οποία ολοκληρώνει ουσιαστικά την ανεπανάληπτη προσφορά της τόσο στην παιδική λογοτεχνία όσο και την ίδια τη γέννηση του παιδικού ιστορικού βιβλίου, σε μια εποχή που το είδος ήταν στα σπάργανα.
Τα έργα της Δέλτα είναι εμπνευσμένα κυρίως από μεγάλα εθνικά γεγονότα, γι’ αυτό και έχουν ιστορική και παιδαγωγική αξία. Η ίδια ήταν εξάλλου ακούραστη και διαπρεπές μέλος σε τόσα επιστημονικά σωματεία και λογοτεχνικές εταιρείες, συμβάλλοντας με όλο της το είναι στην προώθηση των γραμμάτων και των τεχνών στη χώρα μας. «Κάμνω τα δυνατά μου να πω του Ελληνόπαιδου μερικά ιστορικά γεγονότα που δεν μπορεί να μάθει αλλού», εξομολογούνταν η ίδια στον Κωστή Παλαμά.
Σχετικά πρόσφατα μάλιστα εκδόθηκε και ένα αυτοβιογραφικό πόνημα της Δέλτα, η τριλογία «Ρωμιοπούλες», που είναι και το μοναδικό μυθιστόρημά της που δεν απευθύνεται σε παιδιά. Το βιβλίο, που γράφτηκε από το 1926-1939, έχει έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και είναι ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της Δέλτα.
Η ίδια σημείωσε στο ημερολόγιό της για τις «Ρωμιοπούλες»: «Όταν τελείωσα το έργο μου κατέθεσα τα όπλα, είπα πως μπορώ πια να πεθάνω αρκεί να το δημοσιεύσουν τα παιδιά μου, σαν ελευθερωθούν οι Ελληνικές ψυχές και συνειδήσεις. Αυτά τον περασμένο Δεκέμβριο. Τώρα θέλω να δω την ελευθερία αυτή, ψυχών και συνειδήσεων. Μα θα την δω άραγε;», αναρωτιέται.
Επιπλέον, κορυφαία θεωρείται η συμβολή της Δέλτα και στη συγκέντρωση προφορικών μαρτυριών της σύγχρονης Ιστορίας. Αρχίζοντας με τις καταγραφές των απομνημονευμάτων των Μακεδονομάχων, οι οποίες αποτελούν σήμερα πολύτιμες πηγές, κατόρθωσε να συλλέξει προφορικές διηγήσεις για τα σημαντικότερα πολιτικά και πολεμικά τεκταινόμενα του καιρού της. Διατηρούσε μάλιστα μακροχρόνια αλληλογραφία με έναν διαπρεπή γάλλο βυζαντινολόγο, ο οποίος τη βοήθησε πολύ με τις ιστορικές αλήθειες της βυζαντινής ιστορίας, όπως αυτή καταγράφεται στα μυθιστορήματά της.
Η ευαισθησία της στα εθνικά θέματα ήταν εξάλλου αυτή που θα τη φέρει το 1918 σε δύο αποστολές στην Ανατολική Μακεδονία, προκειμένου να βοηθήσει τους παλιννοστούντες από τη Βουλγαρία. Το ίδιο ακριβώς θα έκανε και κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και μετά, στον Πόλεμο του 1940…
Τελευταία χρόνια
Βαθύτατα Βενιζελική, η Δέλτα συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Βενιζέλο, όταν δεν έκανε βέβαια παρέα με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής. Από το δικό της σπίτι άλλωστε, την εντυπωσιακή βίλα της Κηφισιάς που μεταβίβασε στην Πηνελόπη ο πατέρας της, έφυγε τη νύχτα της 6ης Ιουνίου 1933 ο Βενιζέλος, όταν θα λάμβανε χώρα η δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Το νεοκλασικό σπίτι στεγάζει σήμερα τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, στα χρόνια όμως της Δέλτα ήταν πόλος έλξης όλης της καλής κοινωνίας.
Τη χαριστική βολή στην προσωπική της ζωή θα βάλει το 1912 ο έρωτας του Δραγούμη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η Πηνελόπη Δέλτα ντύνεται στα μαύρα, τα οποία δεν θα βγάλει ποτέ, πενθώντας για τη χαμένη της ζωή και τον μεγάλο έρωτα που δεν ευοδώθηκε. Άλλο ένα σημείο καμπής στην τραγική ζωή της ήταν το 1920, όταν ο παντοτινός της έρωτας Ίων Δραγούμης δολοφονείται από φανατικούς Βενιζελικούς. Ράκος πια η ίδια, θα χτυπηθεί πέντε χρόνια αργότερα από σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία θα την καθηλώσει προοδευτικά στο αναπηρικό καροτσάκι.
Έτσι θα περάσει τα επόμενα 15 χρόνια, ως σκιά του εαυτού της. Συγγραφικά παρέμενε πάντως παραγωγικότατη και πολλά ιστορικά και αυτοβιογραφικά της έργα ήρθαν στη δεκαετία του 1930, ολοκληρώνοντας ένα τεράστιο σε έκταση και σπουδαιότητα λογοτεχνικό έργο.
Παρόλο που η συγγραφική της έμπνευση ήταν αστείρευτη, η ίδια φαινόταν να βασανίζεται μέσα της. Τόσο η ασθένειά της όσο και ο έρωτάς της για τον Δραγούμη, που παρέμενε ζωντανός εντός της ακόμα και 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του, δεν την άφηναν να ησυχάσει. Στις αρχές του 1941 μάλιστα ο Δραγούμης θα έμπαινε για άλλη μια φορά στη ζωή της, όταν ο αδελφός του, Φίλιππος, παρέδωσε στη Δέλτα τα προσωπικά του ημερολόγια και το αρχείο του. Εκείνη περνούσε τώρα την ώρα της μελετώντας τα και προσθέτοντας άλλες χίλιες περίπου σελίδες στο έργο του αγαπημένου της.
Η πάθηση και η αναπηρία, ο ανεκπλήρωτος έρωτας αλλά και η βαθύτατη θλίψη της για τους Ναζί που πάτησαν την Αθήνα δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα για την ίδια, το οποίο δεν θα άντεχε. Όταν στις 27 Απριλίου 1941 η Δέλτα έκανε την τρίτη της απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας δηλητήριο, όλοι υπέθεσαν ότι οι λόγοι ήταν καθαρά πατριωτικοί. Ήταν άλλωστε η ημέρα που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Αθήνα…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.