Υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές στρατηγικής αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών στα Μαθηματικά. Ο Αγαλιώτης (2000), έχει συγκεντρώσει τις παρακάτω αρχές, οι οποίες έχουν αποδειχθεί ωφέλιμες:
1) Η ανάγκη της αξιόπιστης εκπαιδευτικής αξιολόγησης και του σεβασμού των δεδομένων της κατά την επιλογή των διδακτικών στόχων. Κάθε πρόγραμμα αντιμετώπισης πρέπει να στηρίζεται σε ευρήματα μιας ενδελεχούς εκπαιδευτικής αξιολόγησης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο στόχος που θα επιλεγεί θα αφορά τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού και θα υπάρχουν οι γνώσεις που προϋποτίθενται. Υπάρχει ο κίνδυνος χρήσης ακατάλληλων στρατηγικών αν δεν επισημάνουν με ακρίβεια το σημείο δυσλειτουργίας και το είδος του λάθους του παιδιού και με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν θα άρουν, αλλά ίσως, αντίθετα να ενισχύσουν τα λάθη. Με την σωστή αξιοποίηση των δεδομένων της αξιολόγησης, η διδασκαλία μπορεί να στοχεύει ακριβώς στο στοιχείο που δεν γίνεται κατανοητό από το παιδί, εξασφαλίζοντας την καλή εκμετάλλευση του διδακτικού χρόνου.
2) Η εξασφάλιση της ενεργητικής συμμετοχής του παιδιού στο πρόγραμμα. Η συνεργασία και το ενδιαφέρον του παιδιού για την υλοποίηση του προγράμματος είναι βασικοί παράγοντες της επιτυχίας του. Εκτός από την υλική και ηθική ενίσχυση του παιδιού για κάθε θετική συμπεριφορά που παρουσιάζει, υπάρχουν και άλλοι τρόποι ενίσχυσης της ενεργητική συμμετοχή του στο πρόγραμμα είναι : α) η υπόδειξη των πρακτικών αναγκών της καθημερινής ζωής, που θα καλυφθούν με την απόκτηση των μαθηματικών γνώσεων, και β) η διατύπωση των διδακτικών στόχων που θα είναι επιτεύξιμοι, αλλά όχι πολύ εύκολοι.
3) Ο σεβασμός της ακολουθίας των τρόπων αναπαράστασης της μαθηματικής γνώσης. Οι έννοιες και οι δεξιότητες πρέπει να αναπαριστάνονται πρώτα στο πραξιακό, κατόπιν στο εικονιστικό και τελευταία στο συμβολικό επίπεδο. Τα 56 ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η παραμονή στο πραξιακό και εικονιστικό επίπεδο δεν χρειάζεται πάντα να είναι μακροχρόνια, αλλά είναι απαραίτητη.
4) Η ειδική μέριμνα για τη διδασκαλία εικόνων, κανόνων και ιδιοτήτων. Οι αδυναμίες της μνήμης που συχνά παρουσιάζουν τα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες στα Μαθηματικά και η ανάγκη για να εκμεταλλεύονται το χρόνο τους όσο το δυνατόν καλύτερα, με την παροχή γνώσεων που θα έχουν τις περισσότερες δυνατές εφαρμογές, κάνουν τη διδασκαλία γενικών αρχών απαραίτητο συστατικό του διδακτικού προβλήματος.
5) Η συνεχής παρακολούθηση της προόδου και η παροχή άμεσης ανατροφοδότησης στο μαθητή. Σχετική έρευνα δείχνει ξεκάθαρα ότι η στενή παρακολούθηση της προόδου του παιδιού και η άμεση παροχή διορθωτικών υποδείξεων που αφορούν τα λάθη που παρουσιάζει στην εργασία του συμβάλουν αποφασιστικά στη βελτίωση της επίδοσης του.
6) Η ευελιξία στη χρήση διδακτικών μεθόδων και η προσαρμογή τους στο μαθησιακό ύφος του μαθητή. Οι μαθητές με Δυσκολίες Μάθησης στα Μαθηματικά παρουσιάζουν μια διαφοροποίηση ως προς τα μαθησιακά τους χαρακτηριστικά, η οποία επιβάλλει τη χρήση μιας ποικιλίας διδακτικών μεθόδων, προσεγγίσεων και δραστηριοτήτων. Όπως εύστοχα τονίζει ο H. Chasty (1991) απευθυνόμενος στο δάσκαλο: «Αν το παιδί δεν μαθαίνει με τον τρόπο που διδάσκεις τότε πρέπει να διδάξεις με τον τρόπο που μαθαίνει».
7) Η επιδίωξη της αυτοματοποίησης στη χρήση διαδικασιών και δεδομένων . Η δυνατότητα αυτοματοποιημένης χρήσης των μαθηματικών διαδικασιών και δεδομένων έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η προσοχή και η μνήμη είναι αφιερωμένες σε υψηλότερης τάξης προβλήματα, η ακρίβεια και η ταχύτητα ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του μαθήματος αυξάνουν και η αυτοπεποίθηση του μαθητή ενισχύεται σημαντικά. Άρα πρέπει να υπάρχει σαν στόχος πρώτα η κατανόηση και μετά η αυτοματοποίηση. Διαφορετικά δεν θα έχουμε παρά μια μηχανιστική εφαρμογή ακατανόητων ενεργειών, γεγονός το οποίο δεν προάγει τη μαθηματική σκέψη.
8) Η συστηματική εξοικείωση με τη γλώσσα των μαθηματικών. Η αρνητική επίδραση της άγνοιας του μαθηματικού λεξιλογίου στην επίδοση του παιδιού υποχρεώνει τους συντάκτες των προγραμμάτων αντιμετώπισης να λάβουν ιδιαίτερα υπόψη τους αυτό τον παράγοντα. Η εξοικείωση με τη γλώσσα των μαθηματικών πρέπει να αποτελεί από μόνη της διακριτό διδακτικό στόχο και όχι να την αντιμετωπίζουν ως επιθυμητή αλλά δευτερεύουσας σημασίας. Η κατάκτηση της μαθηματικής γλώσσας θα έπρεπε να στηρίζεται στην ενεργοποίηση του παιδιού, από την οποία προκύπτει η εννοιολογική κατανόηση, και στη συνέχεια αυτό θα εκφραστεί και με λέξεις.
9) Η απόκτηση στρατηγικών μάθησης. Τα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες εκτός από τις ελλείψεις σε σχολικές γνώσεις συχνά παρουσιάζουν αδυναμίες στις στρατηγικές με τις οποίες οργανώνουν τις διαδικασίες μελέτης και μάθησης. Οι αδυναμίες αυτές δυσκολεύουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβατικών προγραμμάτων. Συνεπώς προκύπτει η ανάγκη να διδάσκονται στα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες κατάλληλες στρατηγικές μάθησης. Τέτοιες στρατηγικές μπορεί να έχουν στόχο : α) βελτίωση της γενικής μνημονικής ικανότητα (π.χ. με την χρήση της λεκτικής επανάληψης), β) την οργανωμένη προσέγγιση του νέου μαθησιακού αντικειμένου (π.χ. με τη χρήση της λεκτικής αυτοκαθοδήγησης) ή γ) τη σωστή ανάλυση και κατηγοριοποίηση δεδομένων και ζητούμενων στα πλαίσια της επίλυσης προβλημάτων (π.χ. μέσω της χρήσης σχεδίων και εικόνων που διευκολύνουν την αναπαράσταση του προβλήματος). Οι στρατηγικές πρέπει : α) να διδάσκονται με άμεση διδασκαλία, β) να καλύπτουν άμεσες πρακτικές ανάγκες των μαθητών, και γ) να ελέγχονται ή να αναθεωρούνται συχνά.
10) Η διδασκαλία της επίλυσης προβλημάτων. Συχνά τη επίλυση προβλήματος την αντιμετωπίζουν ως πρακτική εφαρμογή της εκτέλεσης των μαθηματικών πράξεων, που σκοπό έχει την εύρεση απαντήσεων σε λεκτικά ερωτήματα. Όμως στην πραγματικότητα, η επίλυση προβλημάτων είναι μια πολύ σύνθετη διαδικασία σκέψης, που πρέπει να αποτελέσει ανεξάρτητο στόχο του διδακτικού προγράμματος. Η παραπάνω προτροπή ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες στα Μαθηματικά, δεδομένων των πολλών και διαφόρων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν με τη μαθηματική γνώση.
11) Η υποστήριξη της γενίκευσης της μάθησης. Τα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες στα Μαθηματικά δυσκολεύονται στη χρήση της γνώσης που απέκτησαν σε πλαίσια διαφορετικά από αυτά της πρώτης μάθησης.
12) Η προώθηση της θετικής στάσης του μαθητή προς τα μαθηματικά. Χωρίς αμφιβολία, οι στάσεις, οι πεποιθήσεις και τα κίνητρα του μαθητή επηρεάζουν σημαντικά το αποτέλεσμα της μαθησιακής διαδικασίας. Στην περίπτωση 58 παιδιών με επανειλημμένες σχολικές αποτυχίες αυτό είναι πιο έντονο, όπως επίσης είναι σημαντικό να τονωθεί το αυτοσυναίσθημα των παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες, και να βελτιωθεί η αυτοεικόνα τους. Κάποιοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η βελτίωση της αυτοεικόνας τους, είναι οι ακόλουθοι : Α) η εμπλοκή του μαθητή στη διαμόρφωση των στόχων του προγράμματος, Β) η αποφυγή των αποτυχιών στην εξέλιξη της μάθησης με τη βοήθεια του αξιόπιστου ελέγχου των προϋποτιθέμενων γνώσεων του μαθητή και της απλοποίησης των διδακτικών στόχων, Γ) η χρησιμοποίηση των μαθηματικών για την κάλυψη πραγματικών αναγκών του μαθητή, Δ) η επίδειξη της πίστης του δασκάλου στις ικανότητες του μαθητή, Ε) η επισήμανση του γεγονότος ότι η σωστά οργανωμένη προσωπική προσπάθεια μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το αποτέλεσμα της μάθησης, ΣΤ) η θετική στάση του δασκάλου απέναντι στα μαθηματικά, Ζ) η ενίσχυση του μαθητή κάθε φορά που εργάζεται σωστά σε εργασία των μαθηματικών.
Από τη διπλωματική εργασία «Δυσαριθμησία: Ορισμοί, διάγνωση και αντιμετώπιση» της Μαρίας Κασσωτάκη.
Περισσότερα θέματα για μαθησιακές δυσκολίες εδώ.