Η ιστορία του αυτο-πειραματισμού είναι βαθιά ριζωμένη στην επιστήμη και κοινή πρακτική σε παλιότερες εποχές, όταν οι επιστήμονες δοκίμαζαν κατεξοχήν πάνω τους τα πειράματά τους.
Αυτοί μπορούσαν άλλωστε να κρίνουν καλύτερα τις παρενέργειες αλλά και την ίδια τη διαδικασία, γινόμενοι ταυτόχρονα και ερευνητές και υποκείμενα του πειράματος. Κι αν σήμερα ο αυτο-πειραματισμός έχει εξοριστεί διά παντός από το επιστημονικό κατεστημένο, η πρακτική αυτή γέννησε μια μακρά σειρά από σημαντικές ανακαλύψεις στη μελέτη του εγκεφάλου, της φυσιολογίας και της φαρμακευτικής.
Ογκόλιθος εδώ παραμένει ο σημαντικός βρετανός νευρολόγος του 19ου αιώνα Χένρι Χεντ, ο οποίος είχε εμμονή με την ιδέα ότι άνθρωποι που υπέφεραν από βλάβη των νεύρων μπορούσαν να ανακτήσουν τη χαμένη αίσθηση αργότερα. Ο Χεντ επιδίωκε να χαρτογραφήσει την οδό μέσα από την οποία επέστρεφε η αίσθηση, οι συγκεχυμένες μαρτυρίες των ασθενών του όμως δεν τον κάλυπταν καθόλου. Τότε ήταν που συνέλαβε την ακραία ιδέα να μελετήσει την αίσθηση του πόνου πειραματιζόμενος με τον εαυτό του.
Στις 25 Απριλίου 1903, στο σπίτι φίλου του χειρουργού, ο νευρολόγος υποβλήθηκε σε επέμβαση για να καταστρέψει δυο νεύρα στο αριστερό του χέρι, υπονομεύοντας την αίσθηση της αφής και του πόνου. Τρεις μήνες μετά την εγχείρηση (86 ημέρες ακριβώς), ο Χεντ ανέκτησε την αίσθηση του πόνου από το κομμένο του νεύρο, όφειλε λοιπόν να συνεχίσει: μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, υποβλήθηκε σε αμέτρητες χειρουργικές επεμβάσεις για να ερευνήσει κι άλλες πτυχές του σωματοαισθητικού συστήματος. Χάρη στις πρώιμες εργασίες του για το σωματικό άλγος, μάθαμε ως ανθρωπότητα πολλά για τον τρόπο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται διαφορετικά απτικά ερεθίσματα.
Ο Χεντ επέμεινε με τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του και κατάφερε να διακρίνει διαφορετικούς τύπους σωματαίσθησης αλλά και διαφορετικές εγκεφαλικές περιοχές που επεξεργάζονται τα αντίστοιχα ερεθίσματα. Ήταν στο πλαίσιο αυτών των πειραμάτων που έβαλε στο ερευνητικό του στόχαστρο το πέος του, θέλοντας να ανακαλύψει τη σωματική εκείνη περιοχή που μπορεί να νιώσει πόνο και πίεση, αλλά όχι και απτικά ερεθίσματα.
Ανακάλυψε λοιπόν πως η βάλανος ανταποκρινόταν στον δερματικό ερεθισμό με «τον ίδιο παράξενο τρόπο που γνωρίσαμε από την έρευνά μας στα πρώτα στάδια της ανάρρωσης από την καταστροφή των νεύρων», περιγράφοντας με διασκεδαστικό τρόπο όλες τις ιατρικές λεπτομέρειες του πειράματός του.
Ανακάλυψε λοιπόν πως η βάλανος ανταποκρινόταν στον δερματικό ερεθισμό με «τον ίδιο παράξενο τρόπο που γνωρίσαμε από την έρευνά μας στα πρώτα στάδια της ανάρρωσης από την καταστροφή των νεύρων», περιγράφοντας με διασκεδαστικό τρόπο όλες τις ιατρικές λεπτομέρειες του πειράματός του.
Βύθιζε λοιπόν το μόριό του μέσα σε βραστό νερό, στους 40°C και υψηλότερες θερμοκρασίες κατόπιν, βρίσκοντας πως η άκρη του φαλλού είναι «ευαίσθητη στο κρύο και τον πόνο». Ο Χεντ συνέχισε τα πειράματα με τη σωματαίσθηση του πέους που αποκαλύπτουν τις πρώιμες αυτές απόπειρες της ιατρικής έρευνας να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα.
Η μελέτη του στα αισθητήρια νεύρα και η χαρτογράφηση της σωματαίσθησης παραμένουν ογκόλιθοι στη νευρολογία, αφήνοντας τεράστια κληρονομιά στην ιατρική κοινότητα. Εκτός της οποίας παραμένει δυστυχώς γνωστός μόνο για τον χρόνιο πειραματισμό του με το πέος του…
Πρώτα χρόνια
Ο Χένρι Χεντ γεννιέται στις 4 Αυγούστου 1861 σε προάστιο του Λονδίνου ως ένα από τα έντεκα παιδιά ενός ασφαλιστικού συμβούλου και τραπεζικού υπαλλήλου αργότερα και μιας κυρίας της καλής κοινωνίας. Ο μικρός αποδεικνύεται βιβλιοφάγος και διψασμένος για γνώση, ζώντας σε ένα περιβάλλον όπου όλοι αγαπούσαν και εξασκούσαν τις τέχνες, τα γράμματα και την επιστήμη.
Στο σχολείο που φοιτεί θα έρθει σε επαφή με τις φυσικές επιστήμες, τις οποίες θα λατρέψει. Ευτύχησε να έχει κορυφαίους παιδαγωγούς της Βρετανίας στα πρώτα αυτά βήματά του, γεγονός που διαδραμάτισε τον ρόλο του. Μετά το σχολείο, έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, εκείνος προτίμησε ωστόσο να σπουδάσει στη Γερμανία φυσιολογία και ιστολογία.
Παρά τη μεγάλη έφεσή του στην επιστήμη, πέρασε μια περίοδο όπου ήθελε να γίνει ποιητής! Ποιήματα έγραψε πολλά και καλά, ποιητής μια φορά δεν θα γινόταν, αν και η εμπλοκή του με τη γραφή και τους λογοτεχνικούς κύκλους θα του έφερνε τη σύζυγό του Ρουθ, επαγγελματίας συγγραφέας εκείνη.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, σπουδάζει ιατρική στο Κέιμπριτζ, καθώς γιατρός ήθελε να γίνει από την πρώτη στιγμή που θυμόταν τον εαυτό του. Αποφοιτώντας, κάνει μια σειρά από ταξίδια στην Ευρώπη για να επιθεωρήσει τα ερευνητικά εργαστήρια του καιρού, βρίσκοντας τα περισσότερα απογοητευτικά.
Ένα θα τον μαγέψει όμως και θα περάσει δύο χρόνια στην Πράγα κάνοντας έρευνα αιχμής στη φυσιολογία της αναπνοής αλλά και την πρόσληψη των χρωμάτων. Κατόπιν επιστρέφει στο Κέιμπριτζ επεκτείνοντας τις γνώσεις του στην ιατρική. Το 1890 παίρνει την άδεια του γιατρού και υπηρετεί πλέον σε πλήθος λονδρέζικων νοσοκομείων…
Ιατρική έρευνα
Παρά το γεγονός ότι τον ενδιέφερε αρχικά η φυσιολογία, προοδευτικά αγάπησε τη νευρολογία, αποκτώντας πάθος με τη σωματαίσθηση και τις εκδηλώσεις της. Στη νευρολογία είναι εξάλλου αφιερωμένη η μεταπτυχιακή του εργασία και μάλιστα στο σωματικό άλγος. Δεν περιορίστηκε φυσικά στην επικράτεια της νευρολογίας, καθώς στην πολυσχιδή ερευνητική του δράση ασχολήθηκε με πολλά και διάφορα αφήνοντας ενδιαφέρουσες συνεισφορές σε πολλούς τομείς της ιατρικής γνώσης, από τη στηθάγχη και τις παθήσεις του πνεύμονα μέχρι και πιο εξειδικευμένες έρευνες σε ζητήματα φυσιολογίας.
Είχε εξάλλου καθημερινή επαφή με τόσο διαφορετικούς ασθενείς που δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Κι ενώ τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα ποίκιλαν καθοριστικά και εξελίσσονταν στον χρόνο, εκείνος παρέμενε πρωτίστως γενικός ιατρός. Εξίσου σημαντική ήταν και η παιδαγωγική του εργασία, αρχής γενομένης από το 1896 όταν αναλαμβάνει καθήκοντα βοηθού καθηγητή στο Νοσοκομείο του Λονδίνου. Οι γύροι που έκανε με τους φοιτητές του στα δωμάτια των αρρώστων είχαν αφήσει εποχή για τις δαιμόνιες διαγνώσεις του Χεντ.
Μεγάλο όνομα της επιστήμης έγινε όταν εκδόθηκε το πόνημά του «Ανθρώπινος πειραματισμός στο νευρικό σύστημα» το 1908, όπου παρουσίαζε λεπτομερώς τα πειράματα στον εαυτό του που είχε ξεκινήσει εδώ και πέντε χρόνια με τον καλό του φίλο και ψυχίατρο Ρίβερς. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλιστα μέλη της ιατρικής κοινότητας τον είχαν προτείνει να γίνει ο πρώτος καθηγητής ιατρικής του Λονδίνου. Παρά το γεγονός ότι η πρόταση έφτασε μακριά, δεν ευοδώθηκε τελικά ποτέ.
Εντωμεταξύ, το 1904 παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του έπειτα από δεσμό εφτά χρόνων. Οι δυο τους έγραφαν πλάι-πλάι, καθώς μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τη γραφή. Εκείνη είχε γράψει αρκετά βιβλία και είχε μεταφράσει επίσης πολλά κι εκείνος τσαλαβουτούσε στην ποίηση με την πρώτη ευκαιρία. Ποίηση που αφιέρωνε συνήθως στη σύζυγό του. Η Ρουθ ήταν για πολλά χρόνια διευθύντρια του Γυμνασίου της Οξφόρδης και έκανε τη δική της καριέρα, ανεξάρτητα από τον σύζυγό της.
Πολύ δεν βλέπονταν βέβαια ποτέ, καθώς οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις τους κρατούσαν συνήθως μακριά. Κάθε Σαββατοκύριακο εξάλλου μεταξύ 1903-1907 ο Χεντ το περνούσε με τον Ρίβερς πειραματιζόμενος με τον εαυτό του! Εκεί που θα άφηνε τη μεγαλύτερή του συνεισφορά δηλαδή, καθώς η έρευνά του για την αναγέννηση των νεύρων παρέμενε ό,τι καλύτερο είχε γίνει ποτέ στον τομέα. Μιλάμε εξάλλου για μια εποχή που η κατανόηση της επιστήμης για το πώς δουλεύουν τα νεύρα ήταν στα σπάργανα και το πεδίο αποκαλύφθηκε ουσιαστικά από την εμβληματική εργασία του δρος Χεντ.
Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να στραφεί στον εαυτό του, καθώς κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει και ο απλός κόσμος δεν ήξερε καν να του πει με βεβαιότητα πού πονούσε! Έγινε έτσι ο ασθενής του εαυτού του και εντρύφησε στη νευρολογία όσο πολύ λίγοι στα χρόνια του. Οι παρατηρήσεις του για τον τρόπο που δουλεύουν τα νεύρα αλλά και το πώς βιώνουμε τις αισθήσεις μας εγκαινίασε μια νέα σχολή ιατρικής σκέψης, καθώς είχε δίκιο σχεδόν σε όλα.
Στη φυσιολογική και νευρολογική βάση της σωματαίσθησης αφιερώθηκε για μια περίοδο 12 ετών, καταστρέφοντας τα νεύρα του, τσουρουφλίζοντας το πέος του και μετατρέποντας το σώμα του σε μικροσκόπιο της επιστήμης.
Τα πειράματά του ήταν επίπονα και χρονοβόρα και ήταν η φαντασία του αυτή που έδινε συνήθως λύσεις σε προβλήματα που δεν είχαν ανακύψει ξανά στην ιατρική έρευνα, ώστε να έχει κάποια ενδεικτική βιβλιογραφική βοήθεια. Τον Απρίλιο του 1903 έβαλε έναν χειρουργό να του καταστρέψει δυο νεύρα στο χέρι του, τα οποία παρατηρούσε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μέχρι την πλήρη αναγέννησή τους. Τα αποτελέσματά του ήταν μάλιστα σε «πλήρη αναντιστοιχία με κάθε άποψη για τον μηχανισμό της αίσθησης που έχει διατυπωθεί».
Χεντ και Ρίβερς θα έθεταν την ιατρική έρευνα στις σωστές της βάσεις, χρησιμοποιώντας κατόπιν τα νοσοκομεία των τραυματιών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη ήξεραν περί νευρικής αναγέννησης.
Στα τελευταία του ενεργά χρόνια ασχολήθηκε και με νευροεκφυλιστικές παθήσεις, μελετώντας τους στρατιώτες που είχαν υποστεί βαρύτατες εγκεφαλικές βλάβες από τραύματα. Η τελευταία του αυτή έρευνα δεν ήταν επικεντρωμένη μόνο στα κλινικά χαρακτηριστικά και τα συμπτώματα των νόσων, προσπαθώντας και πάλι να αποκαλύψει τους φυσιολογικούς μηχανισμούς που λαμβάνουν χώρα σε παθολογικά φαινόμενα όπως η αφασία…
Τελευταία χρόνια
Ο Μεγάλος Πόλεμος ενέπνευσε επίσης και την ποιητική του Χεντ, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1919 μια ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή. Μετά τον πρόωρο θάνατο του παντοτινού του συνεργάτη Ρίβερς το 1922, ο μεγάλος γιατρός έγινε μαικήνας της τέχνης, παίρνοντας υπό την προστασία του έναν λογοτεχνικό κύκλο νεαρών ποιητών.
Με το τέλος του πολέμου όμως, άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα μιας νόσου με την οποία είχε ασχοληθεί και ο ίδιος παλιότερα. Κάποια μέρα που πήγαινε στο κυλικείο του νοσοκομείου με τον νέο του βοηθό, ο τελευταίος άκουσε τα βαριά και «ακούρδιστα» βήματα του Χεντ και γύρισε προς το μέρος του: «Α, βλέπω πως σε δίδαξα πολύ καλά», είπε ο μεγαλογιατρός, ξέροντας προφανώς καλύτερα πως ήταν στις αρχές μιας νευροεκφυλιστικής πάθησης που είχε περιγράψει έναν αιώνα πρωτύτερα ο Τζέιμς Πάρκινσον.
Το 1919, εξαιτίας της επιδείνωσης της κατάστασής του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα κλινικά του καθήκοντα στο νοσοκομείο, αν και συνέχισε να δίνει διαλέξεις για τις συνεισφορές του στην επιστήμη. Αλλά και να επιμελείται την έκδοση ιατρικής επιθεώρησης μέχρι το 1925. Έχοντας τιμηθεί εκτεταμένα από πληθώρα ιατρικών ενώσεων και επιστημονικών φορέων, έγινε ιππότης του βρετανικού στέμματος το 1927 και συνέχισε να λαμβάνει επαίνους και δάφνες μέχρι τα στερνά του.
Έντεκα μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Χένρι Χεντ έφυγε από τον κόσμο (8 Οκτωβρίου 1940) χτυπημένος από πνευμονία…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.