Στα αρχαία ελληνικά ο αμφορέας ήταν ένα αγγείο με στενό λαιμό για διάφορες χρήσεις, και ειδικά αγγείο για κρασί ή γάλα. Η λέξη ταξίδεψε στα λατινικά με τον τύπο της αιτιατικής (αμφορέα) και έγινε amp(h)ora και κατόπιν ως υποκοριστικό (μικρή φιάλη, μπουκαλάκι) ampulla. Η λέξη αυτή πέρασε στα γαλλικά με τον τύπο ampoule. Τον 19ο αι. απέκτησε τη σημερινή της έννοια του φιαλιδίου με φαρμακευτικό, καλλυντικό κ.α. προϊόν. Έτσι, αυτή η λέξη εισχώρησε και στα νέα ελληνικά ως αντιδάνειο με τον τύπο αμπούλα, π.χ. Για τη θεραπεία της πιτυρίδας χρησιμοποιούνται αμπούλες αναδόμησης.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.