Γιατί το λέμε έτσι;
1.Έγινε γλέντι τρικούβερτο
Δηλαδή, έγινε γλέντι εξαίσιο, υπέροχο. Αυτή η φράση προέρχεται από τα μεγάλα καράβια.
Αυτά είχαν τρεις κουβέρτες (καταστρώματα). Έτσι στη φράση μας για να δηλώσουμε ότι
το γλέντι μας ήταν μεγάλο, το παρομοιάσαμε με το μεγάλο καράβι που είχε τρεις
κουβέρτες. Άρα θα ήταν πολύ μεγάλο.
2.Καλή σταδιοδρομία
Αυτή η φράση έχει την προέλευσή της από το δρόμο του ενός Σταδίου
των αρχαίων στην Ολυμπία, εκεί που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
3.Πήραν τα μυαλά του αέρα
Μέσα στα όπλα, στις μηχανές και γενικά στα «μέσα» του πολέμου, το «Υγρόν Πυρ» είναι ένα από τα πιο περίεργα και θαυμαστά έργα του ανθρώπου. Την απόκρυφη εφεύρεση την έφερε – καθώς λένε – στο Βυζάντιο, τον έβδομο αιώνα, ένας καλόγερος από τη Συρία, ο Καλλίνικος.
Στην πλώρη κάθε «χελιδονιού» – δηλαδή μεγάλου βυζαντινού πλοίου με τέσσερις σειρές κουπιά – ήταν τοποθετημένη σαν προτομή, το κεφάλι ενός λιονταριού ή άλλου θηρίου ή και ανθρώπου ακόμα, καμωμένο από μπρούντζο, που είχε το στόμα του διαρκώς ανοιχτό.
Το στόμα αυτό επικοινωνούσε με κάτι σωλήνες, από τις οποίες χυνόταν το υγρό – που ήταν μαύρο σαν ακάθαρτο πετρέλαιο – ενώ την ίδια στιγμή, από ένα άλλο σωλήνα στελνόταν με ειδικές φυσούνες άφθονος αέρας, ώστε να μπορεί να τινάζεται μακριά το υγρό.
Τους σωλήνες αυτούς, που επικοινωνούσαν απευθείας με το κεφάλι, οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν «μυελούς».
Από το τελευταίο αυτό, λοιπόν, έμεινε ως τα χρόνια μας η πασίγνωστη φράση «πήραν ,τα μυαλά του αέρα».
4.Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
Η φράση «Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται», που τη λέμε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.
5.Φτου κι απ” την αρχή
Όταν τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Από τότε επικράτησε η φράση: Φτου κι απ' την αρχή.
6.Απ' έξω και ανακατωτά
Τα παιδιά μάθαιναν να δείχνουν και να λένε απ” έξω την αλφαβήτα. Οι δάσκαλοι, για να πεισθούν πως τα παιδιά την ξέρουν καλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατωμένα. Από τότε επικράτησε να λέμε γι' αυτόν που γνωρίζει κάτι καλά ότι το ξέρει απ” έξω και ανακατωτά.
7.Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Η φράση ξεκινάει και γίνεται πολύ γνωστή από το παρακάτω τραγούδι, που γράφτηκε για το θρήνο της Πόλης:
«Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν. Το κάτω ποκοιμάται.
Το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλη.
Πήραν την Πόλη! Πήραν την! Πήραν και την Ασία.
Πήραν και την Άγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.
Με τετρακόσια σήμαντρα, με εξήντα καλογέρους.
Κλαμμός, θραμμός, που γένηκε εκείνην την ημέρα !
Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»
Όταν έπεφτε μια πόλη, ύστερα από μεγάλη πολιορκία, οι στρατιώτες που έμπαιναν μέσα νικητές λαφυραγωγούσαν (έπαιρναν σαν λάφυρα) αντικείμενα, αλλά και παιδιά και γυναίκες, που τους
πουλούσαν, και το κέρδος τους ήταν πολύ μεγάλο. Αλλού μαζεύανε τους άντρες, αλλού τις γυναίκες και αλλού τα παιδιά, που, κλαίγοντας, φώναζαν τους γονείς τους.
8.Πλάκωσε η μαρίδα
Όταν κανείς ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι μαρίδες τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω από κάθετι που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει : «μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα».
Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες την αντιληφθούν, φωνάζουν : πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.
9.Άλλος πλήρωσε τη νύφη
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας.
Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν” ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει.
Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ” ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο, έλεγε πως ο,τιδήποτε κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαΐρια όπου ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι». Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο – Φλαμής ήξερε από πριν, τι επρόκειτο να συμβεί γι” αυτό έβαλε εκείνο τον όρο.
Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη».
10.Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του
Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ, παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το «Ευλογητός ο Θεός» κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.
Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.
11.Σήκωσε δικό του μπαϊράκι
Συχνά, ανάμεσα στους αρματολούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση.
Φυσικά, οι παλιοί αρματολοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.
Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση «σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
12.Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπαντός, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.
Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα «Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι».
13.Αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…»
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.
14.Πού σε πονεί και πού σε σφάζει
Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.
Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντισε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελα του.
Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντας του … Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε σφάζει.
15.Σιγά τον πολυέλαιο
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκτορα.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλα τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή «σιγά τον πολυέλαιον».
16.Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια.
Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό.
Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο.
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
17.Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε
Ο Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.
Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
– Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
18.Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.
Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά-, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό.
Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο
Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές.
Όταν κανείς,λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής τους. Τότε τα έλεγαν «ωτία».
19.Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά.
Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα.
Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία.
Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφόρω σύλληψη.
20.Κατέβηκε από τα Γκράβαρα
Όταν κάποιος μάς φαίνεται … ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι » κατέβηκε από τα Κράβαρα » .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του ’21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.
Οι Αρβανίτες τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις , για να τους βγάλουν απ” τη μέση .
Αλλά όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή , φωνάζοντας συγχρόνως : » Στην κάρα βαρήτε ! » .
Η λέξη » κάρα » , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν » στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά – με μια μικρή παραλλαγή » Κραβαρίτες » .
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα .
21.Κάνει την πάπια
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.
Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα – στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του …βούρκωναν υποκριτικά. – «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»… Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
22.Καρφί δεν του καίγεται
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.
Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλ` αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
23.Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα», που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.
Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.
24.Αλά μπουρνέζικα
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλάνε ακόμα, σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
25.Ψωροκώσταινα
Στα 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή Ψαριανά καράβια, στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ, όμορφη αρχόντισσα με πολύ περιουσία, ο άντρας της που ήταν πάμπλουτος έμπορος και τα παιδιά της τα έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι, σώθηκε λοιπόν πάμφτωχη και ολομόναχη στα Ψαρά, εκεί οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και πήγε στην πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο, όπου και για να ζήσει ξενόπλενε και πολλές φορές δεχόταν το έλεος και την συμπόνια των συνανθρώπων της, η ίδια τόσο πολύ υπέφερε που παραμέλησε εντελώς την εμφάνιση της. Αυτή όμως η κουρελιασμένη γυναίκα έκρυβε μέσα της την αρχόντισσα και κυρίως την πατριώτισσα.
Στα 1826 γίνηκε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι, έτσι στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου, αλλά ποιος είχε και ποιος θα έδινε από αυτό το φτωχομάνι κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι, όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα.
Τότε η φτωχότερη όλων η χήρα Χατζηκώσταινα έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι από το δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής. «ΤΟ ΔΙΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ» ξύπνησε την συνείδηση των πεινασμένων και κάποιος φώναξε «Δέστε η πλύστρα Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως το φιλότιμο ηλέκτρισε τους φτωχούς και το τραπέζι γέμισε λίρες, γρόσια και χρυσαφικά. Πάντως από αυτή την ιστορία δύο πράγματα έμειναν πρώτα μαζεύτηκαν χρήματα για το Μεσολόγγι και δεύτερον η Πανωραία έγινε πια γνωστή στο Ναύπλιο σαν Ψωροκώσταινα.
Η πλύστρα Πανωραία όμως δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού αλλά και ανθρωπιάς, το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών και όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο προσφέρθηκε γριά πιά και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.
ΛΕΒΕΝΤΙΑ ,αλλά μόνο έτσι τα έθνη προχωράνε.Να πως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας :
Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοιάσε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα, ο συσχετισμός άρεσε και κάθε φορά που αναφέρονταν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκόσταινα».
Αργότερα οι Βαβαροί προκειμένου να χλευάσουν το Ελληνικό κράτος για την φτώχια του και την οπιστοδρομικότητά του ονόμασαν υβριστικά «Ψωροκώσταινα» την Ελλάδα.
Χαρακτηρισμός που όσοι γνωρίζουν την ιστορία δεν τους θίγει διότι η Ψωροκώσταινα θα έπρεπε να ονομαζόταν Λεβεντοκώσταινα
26.Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά…
Ο ντορβάς είναι το σακούλι μέσα στο οποίο οι χωρικοί έβαζαν διάφορα πράγματα. Στην Βυζαντινή εποχή όταν οι νησιώτες έπιαναν κάποιον ληστή,εγκληματία,πειρατή,του έκοβαν το κεφάλι,το έβαζαν μέσα σε έναν ντορβά,παστωμένο,για να μην μυρίζει άσχημα όταν αρχίσει να σαπίζει και το έστελναν στην Κωνσταντινούπολη.
Το έθιμο αυτό έμεινε αργότερα και επί τουρκοκρατίας,αλλά και στα πρώτα ελληνικά χρόνια μετά από την Επανάστασι,περίοδος που υπήρχαν πάρα πολλοί ληστές. Όταν ο επικηρυγμένος σκοτωνόταν από άλλο άτομο,αυτός του έκοβε το κεφάλι,το έβαζε σε ντορβά (ντορβάς=μικρός σάκος στα τούρκικα),το παρέδιδε στις Αρχές κι έπαιρνε την επικήρυξι, ή αν ήταν και ο ίδιος ληστής μπορούσε να πάρει αμνηστία…
Για να επικηρυχθεί λοιπόν κάποιος,σήμαινε πως εκτέθηκε τόσο πολύ απέναντι στις Αρχές,τόσο, που να καταντήσει το κεφάλι του,να μπει στον ντορβά στην περίπτωσι που τον έπιαναν.
Η έκφραση λέγεται συνήθως σήμερα για κάποιον που τα παίζει όλα για όλα…
27.Κροκοδείλια δάκρυα
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού.
Συγχρόνως -ίσως από την προσπάθεια που βάζει για να… κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν…
Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του.
Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό.
Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα:
«Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον».
Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
28.Δεν έμεινε ρουθούνι…
Στον Μεσαίωνα επικρατούσε η συνήθεια να κόβουν οι νικητές στρατηγοί τα αυτιά και τις μύτες των εχθρών τους,που είχαν πέσει στις μάχες…Αυτά τα »τρόπαια», τα έβαζαν μέσα σε σάκους και τα έστελναν στο κέντρο, για να γίνει γνωστό το μέγεθος της νίκης..!
Ο χρονικογράφος Γεώργιος Κερδηνός αναφέρει πως ο στρατηγός Γεώργιος Μανιακής,αφού σκότωσε πολλούς Άραβες: »Χιλίους απ” εμπρός εσκότωσεν και μύριους απ΄ οπίσω, εννιά κοφίνα φόρτωσεν ωτία και μυτία..»
Δηλαδή δεν έμεινε κατ” αυτόν τον τρόπο άκοφτο ρουθούνι…Έτσι εξηγείται η σημερινή φράση: »δεν έμεινε ρουθούνι…»,ενώ στην Μυτιλήνη λένε »δεν έμεινε μύτη»…
29.Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του…
Στο Μεσαίωνα,οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους,παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τους. Οι δάσκαλοι πάλι,ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε ν’απαντήσει σε μια ερώτηση,δενόταν χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου,όπου έκανε συντροφιά με τους ποντικούς…! Άλλοτε πάλι τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες,ο δάσκαλος έπιανε το παιδί,τού έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες. Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια,γίνονταν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν μόλις τον 18ο αιώνα…Γι’αυτό όμως και ο κόσμος έμεινε αγράμματος…
Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος καταντούσαν κλέφτες,αλήτες και πολλές φορές εγκληματίες…Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές,αλλά μόνο μια φορά τον χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο που σταματούσαν τα μαθήματα -για να ξαναρχίσουν πάλι τον Σεπτέμβριο- κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο για να φάει..το ξύλο του!
Έτσι είχαν την εντύπωση ότι τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο θα ήταν φρόνιμοι…Απ΄αυτό βγήκε η φράση: »Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του» ,που την λέμε φυσικά όταν κάποιος τις έφαγε για τα καλά!...
30.Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς….
Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που τους έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε εκείνον που δε θα ήταν συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήσει, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν: «αυτός χρωστάει της Μιχαλούς».
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.