Στην αγγλική γλώσσα, υπάρχουν αμέτρητες λέξεις που προέρχονται κυρίως από την ελληνική ως αντιδάνεια, τα οποία με το πέρασμα των χρόνων δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Μια από αυτές λοιπόν είναι και η αγγλική λέξη «stop», που όσο και να μας φαίνεται παράξενο, έχει ελληνική προέλευση.
Ξεκινώντας από την ετυμολογία της λέξης «stop», θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πολύ μακρινό παρελθόν και να πάμε πίσω σε μια αρχαία ελληνική λέξη, την στύππη, που στα νέα ελληνικά είναι το στουπί, το γνωστό ινώδες υλικό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τον καθαρισμό των μηχανών λόγω της εξαιρετικής απορροφητικότητάς του. Εν συνεχεία, την στύππη την πήραν οι Ρωμαίοι και την μετέτρεψαν σε «stuppa», δημιούργησαν ακόμα το ρήμα «stuppare» που σημαίνει βουλώνω με στουπί άρα εμποδίζω, σταματώ την κίνηση και με την πάροδο των χρόνων περνώντας από τις γερμανικές γλώσσες, έφτασε εν τέλει στην αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται με τον όρο «stop». Επίσης, από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη στουπόχαρτο, το χαρτί που απορροφά το μελάνι από τις σελίδες, γραμμένες με πένα.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.