Την απάντηση στη μεγάλη αυτή κόντρα, μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ήρθε να δώσει ο Γ. Μπαμπινιώτης στην ιστοσελίδα του: «Η απλή, γνήσια επιστημονική - γλωσσολογική απάντηση είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μιλάμε για σωστό / λάθος ούτε για καλύτερο / χειρότερο, διότι και οι δύο συντακτικές δομές (με αιτιατική και με γενική) είναι σωστές με διαφορετική κατανομή χρήσεως στη μία και ενιαία ελληνική γλώσσα (την αιτιατική στα βόρεια και τη γενική στα νότια ιδιώματα).»
«Εξετάζοντας το θέμα στην ιστορική του διάσταση, διαπιστώνουμε ότι η αρχαία δοτική πτώση (δίδωμι τῷ πατρί, δός ἡμῖν σήμερον) ήδη από τα χρόνια της Αλεξανδρινής Κοινής άρχισε να αντικαθίσταται στη χρήση (στον προφορικό λόγο και σε πιο απλά κείμενα) από την αιτιατική, αργότερα δε και από τη γενική. Παραδείγματα: τοὺς παῖδας (αντί δοτικής: τοῖς παισί) χρήματα ἐδωρήσατο (Θεοφάνης), καὶ εἰπῆς τὸν βασιλέα (αντί δοτικής : τῷ βασιλεῖ)
Αυτή η εξέλιξη είναι, λοιπόν, χρονικά παλαιότερη και επικράτησε στο κωνσταντινοπολίτικο ιδίωμα και στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα, ακολουθώντας μια γενικότερη τάση της Ελληνικής να γενικεύσει στη σύνταξη των ρημάτων και των προθέσεων τη χρήση της αιτιατικής στη θέση της παλαιάς δοτικής αλλά -σε μεγάλη έκταση- και στη θέση της παλαιάς γενικής. Αντίθετα, στα νότια ιδιώματα (νησιά, Πελοπόννησος) επικράτησε με τα ρήματα που σήμαιναν «δίνω», «λέγω» η χρήση της γενικής στη θέση της παλαιάς δοτικής. Δοθέντος δε ότι η Κοινή Νέα Ελληνική -κατά τη δημιουργία τού νέου ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό- στηρίχτηκε κυρίως στο πελοποννησιακό και στα νησιωτικά ιδιώματα, γενικεύτηκε στην Κοινή η χρήση της γενικής αντί της αιτιατικής με αυτά τα ρήματα. Ας σημειωθεί ακόμη ότι σε άλλες σημασίες των ρημάτων αυτών και στην Κοινή Νέα Ελληνική τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται και με αιτιατική (λέω = αποκαλώ, χαρακτηρίζω, π.χ. «σε λέω ψεύτη»∙ δίνω = μαρτυρώ, καταδίδω)».
Είναι σημαντικό, βέβαια, να λεχθεί ότι οι πτώσεις δεν καταργούνται, ούτε κάποιες συγγενεύουν περισσότερο μεταξύ τους, καθώς δεν υφίσταται η έννοια της εγγύτητας των πτώσεων, ούτε δύνανται κάποιες να αντικαταστήσουν κάποιες άλλες. Πχ. Κανείς δε μπορεί να αποδείξει ότι η αιτιατική είναι πιο κοντά στη δοτική. Ποιος γλωσσολόγος μπορεί ποτέ να ισχυριστεί ότι μια πλάγια πτώση Α είναι πιο κοντά σε μια πλάγια πτώση Β από ό,τι μία τρίτη. Μια πτώση εγκαταλείπεται σταδιακά, καθώς η γλώσσα αναδομείται εκ νέου στο υφιστάμενο ονοματικορηματικό της σύστημα και οι ομιλητές/τριες χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα άλλους τρόπους, για να εκφράσουν όσα έλεγαν πρωτύτερα με την πτώση αυτή. «Υποχώρησε βαθμηδόν και υποκαταστάθηκε μορφολογικώς»είναι για την ακρίβεια η διατύπωση του Μπαμπινιώτη αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα στο βιβλίο του για την Ιστορία της Ελληνικής.
Το συμπέρασμα του κ. Μπαμπινιώτη, τέλος, συνοψίζεται στα εξής: «Η γλώσσα, από τη φύση της, έχει μια πολυμορφία που δεν πρέπει να χωρίζει τους ομιλητές, αλλά να τους οδηγεί να σκεφτούν ότι στην ανθρώπινη έκφραση, απόρροια της ανθρώπινης σκέψης, δεν υπάρχει "γλωσσική μονοκρατορία", αλλά κυριαρχεί η διαφοροποίηση και η ποικιλία, πράγμα που είναι φανερό στις διαλέκτους και στα ιδιώματα κάθε εθνικής γλώσσας αλλά και στην ομιλία όλων μας, η οποία διαφέρει από τον έναν στον άλλο, λόγω των επιλογών που κάνει ο καθένας στη γλώσσα, δημιουργώντας το προσωπικό του ύφος».
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.