Ο Διογένης ο Κυνικός είναι ένας απ’ τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας, αλλά ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του είναι γνωστά.
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη. Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του.
Κάποια στιγμή, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν.
Τότε, ο Διογένης έφυγε για την Αθήνα, το πολιτισμικό κέντρο της περιόδου. Τον συνόδευε ο δούλος του, Μάνης, που τον εγκατέλειψε λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στην πόλη.
Ο Διογένης δεν σκοτίστηκε καθόλου με τη φυγή του συντρόφου του. Λέγεται πως σχολίασε ότι, αν μπορεί να ζήσει ο Μάνης χωρίς τον Διογένη, γιατί όχι κι ο Διογένης χωρίς τον Μάνη;
Ένα τέτοιο σχόλιο θα άρμοζε απόλυτα στον φιλόσοφο, που κήρυττε ότι η μεγαλύτερη αξία του ανθρώπου είναι η αυτάρκεια και κορόιδευε τους «κυρίους», που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τους δούλους τους.
Ο Διογένης στην Αθήνα
Στην Αθήνα προσέγγισε τον Αντισθένη, τον μαθητή του Σωκράτη, που φημιζόταν για τον ασκητικό βίο του και τις ανορθόδοξες, κυνικές απόψεις του.
Ο Αντισθένης έδιωχνε συνέχεια τον Διογένη από κοντά του, μέχρι που κάποια στιγμή τον χτύπησε και με ένα ραβδί. Τότε ο Διογένης του απάντησε: «Χτύπα, γιατί δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό, ώστε να με κρατήσει μακριά σου, όσο πιστεύω ότι έχεις κάτι να πεις».
Ο Διογένης δε σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει, ότι ο Αντισθένης ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, τον οποίο κορόιδευε συχνά.
Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως ένα «ζώον με δύο πόδια και χωρίς φτερά», ο Διογένης μάδησε ένα κόκορα και του τον παρουσίασε, λέγοντας: «Ορίστε! Σου έφερα έναν άνθρωπο».
Τότε, προστέθηκε στον ορισμό του ανθρώπου άλλη μία ιδιότητα: «με πλατιά νύχια».
Λέγεται πως ο Διογένης είχε απαρνηθεί κάθε πολυτέλεια και ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι, με κουρελιασμένα ρούχα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να δείξει, ότι οι χαρές της ζωής είναι αυτές που προσφέρει η φύση κι ότι όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου είναι τεχνητές.
Κυκλοφορούσε στην πόλη κουβαλώντας ένα φανάρι, ακόμα και τη μέρα. Έλεγε ότι έψαχνε να βρει ένα τίμιο άνθρωπο, άλλα έβρισκε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
Συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις σε δημόσιους χώρους, «έκανε την ανάγκη» του μπροστά στον κόσμο και φρόντιζε να ισοπεδώνει τους «καθωσπρεπισμούς» του κόσμου, όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του αφού πεθάνει, απάντησε ότι ήθελε να τον αφήσουν να τον φάνε τα άγρια θηρία. Έκπληκτοι, οι παρευρισκόμενοι αναρωτήθηκαν αν τον ένοιαζε που θα είχε ένα τόσο άδοξο τέλος.
«Καθόλου», τους απάντησε, «Αρκεί να έχω ένα ξύλο για να διώχνω τα θηρία».
«Πώς θα τα διώχνεις, αφού θα είσαι νεκρός;» ρώτησαν εκείνοι.
«Αν είμαι νεκρός, γιατί να με νοιάζει τι θα συμβεί στο σώμα μου;» ήταν η αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου.
Εξίσου ανατρεπτική ήταν και η απάντηση του στην ερώτηση για την καταγωγή του. «Είμαι πολίτης του κόσμου», είχε πει. Την εποχή που το πιο σημαντικό γνώρισμα του ανθρώπου ήταν η πατρίδα και οι πρόγονοί του, ο Διογένης έλεγε περήφανα ότι δεν ανήκε πουθενά, ότι ήταν ένας «κοσμοπολίτης».
Ο Διογένης στην Κόρινθο
Ο φιλόσοφος ταξίδευε στην Αίγινα, όταν στο πλοίο επιτέθηκαν πειρατές. Τον πήραν αιχμάλωτο και τον πήγαν σε σκλαβοπάζαρο στην Κόρινθο.
Ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ξέρει να κάνει, για να ενημερώσει τους αγοραστές. Ο Διογένης απάντησε: «ανθρώπων άρχειν». Ήταν ένα λογοπαίγνιο, που θα μπορούσε να σημαίνει είτε «διοικώ τους ανθρώπους» είτε «διδάσκω στους ανθρώπους αρχές».
Η ευφυΐα του δούλου εντυπωσίασε τόσο ένα απ’ τους πελάτες, τον Ξενιάδη, που τον αγόρασε αμέσως και τον έκανε δάσκαλο των παιδιών του.
Όσο ο Διογένης ήταν στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Όταν συναντήθηκαν, ο βασιλιάς της Μακεδονίας τον ρώτησε ποια χάρη ήθελε να του κάνει. Ο φιλόσοφος απάντησε: «Αποσκότισόν με».
Ως συνήθως, η απάντηση του Διογένη είχε διττή ερμηνεία. Μπορεί να ζητούσε απ’ τον Αλέξανδρο να τον βγάλει απ’ το σκοτάδι της άγνοιας, αλλά μπορεί να του ζητούσε να κάνει στην άκρη, γιατί του έκρυβε τον ήλιο.
Τότε, ο βασιλιάς που αναμφισβήτητα είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του έκανε ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τον κυνικό φιλόσοφο λέγοντας, ότι αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να ήταν ο Διογένης.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο φιλόσοφος πέθαναν την ίδια μέρα το 323 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν 33 ετών, ενώ ο Διογένης 90.
Διογένης ο Σκύλος
Το όνομα των «κυνικών» φιλοσόφων προέρχεται από τη λέξη «κύων», δηλαδή σκύλος.
Ο Διογένης θαύμαζε τους σκύλους για την απλότητα τους. Οι σκύλοι δεν είχαν ανάγκη πολυτέλειας, αλλά αρκούνταν με τα λίγα και μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους αληθινούς απ’ τους ψεύτικους φίλους.
Συνήθιζαν, μάλιστα, να λένε ότι «διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».
Ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο ιστορικός του 3ου αιώνα μ.Χ., που έγραψε το «Βίοι Φιλοσόφων», αναφέρει πολλά ανέκδοτα απ’ τη ζωή του Διογένη και παραθέτει λίστα με τα έργα του. Τίποτα, όμως, δεν έχει σωθεί.
Οι ιστορίες για τη ζωή του κυνικού φιλοσόφου μπορεί να μην είναι ακριβείς, αλλά σίγουρα περιγράφουν ένα ξεχωριστό και ιδιοφυές μυαλό.
Διογένης και Λαΐδα
Εκπληκτικός ήταν και ο τρόπος που αντιμετώπισε τη Λαΐδα, τη διάσημη πόρνη της Κορίνθου, που προσπάθησε να τον ειρωνευτεί, αλλά τελικά πλάγιασε μαζί του χωρίς να πληρωθεί. Η Λαϊς είχε ενοχληθεί από την αδιαφορία του κυνικού φιλόσοφου Διογένη. Αν και ανάμεσα στους θαυμαστές της συγκαταλέγονταν μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας και των τεχνών, ο Διογένης έμενε τελείως ανεπηρέαστος. Τότε, η εταίρα αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Τον πλησίασε και του πρόσφερε να περάσει μία νύχτα μαζί της, χωρίς χρέωση. Ο Διογένης συμφώνησε και πήγε να τη βρει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η Λαΐς, όμως, δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Τη θέση της είχε πάρει μία κακάσχημη και ηλικιωμένη υπηρέτριά της. Ο Διογένης δεν κατάλαβε τίποτα και πέρασε τη νύχτα με την άγνωστη γυναίκα. Την επόμενη μέρα, η Λαΐς τον ενημέρωσε για το περιστατικό και τον έκανε «βούκινο» σε όλη την Κόρινθο. Η αντίδραση του Διογένη, έβαλε στη θέση της την «άταχτη» εταίρα: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «Στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι». Η εταίρα εντυπωσιάστηκε απ’ το πνεύμα του φιλοσόφου και του προσέφερε μία πραγματική νύχτα μαζί της, χωρίς να ζητήσει χρήματα. Άλλωστε, ο Διογένης δεν είχε να της δώσει αυτό που ο ίδιος περιφρονούσε, δηλαδή τάλαντα.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη. Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του.
Κάποια στιγμή, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν.
Τότε, ο Διογένης έφυγε για την Αθήνα, το πολιτισμικό κέντρο της περιόδου. Τον συνόδευε ο δούλος του, Μάνης, που τον εγκατέλειψε λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στην πόλη.
Ο Διογένης δεν σκοτίστηκε καθόλου με τη φυγή του συντρόφου του. Λέγεται πως σχολίασε ότι, αν μπορεί να ζήσει ο Μάνης χωρίς τον Διογένη, γιατί όχι κι ο Διογένης χωρίς τον Μάνη;
Ένα τέτοιο σχόλιο θα άρμοζε απόλυτα στον φιλόσοφο, που κήρυττε ότι η μεγαλύτερη αξία του ανθρώπου είναι η αυτάρκεια και κορόιδευε τους «κυρίους», που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τους δούλους τους.
Ο Διογένης στην Αθήνα
Στην Αθήνα προσέγγισε τον Αντισθένη, τον μαθητή του Σωκράτη, που φημιζόταν για τον ασκητικό βίο του και τις ανορθόδοξες, κυνικές απόψεις του.
Ο Αντισθένης έδιωχνε συνέχεια τον Διογένη από κοντά του, μέχρι που κάποια στιγμή τον χτύπησε και με ένα ραβδί. Τότε ο Διογένης του απάντησε: «Χτύπα, γιατί δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό, ώστε να με κρατήσει μακριά σου, όσο πιστεύω ότι έχεις κάτι να πεις».
Ο Διογένης δε σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει, ότι ο Αντισθένης ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, τον οποίο κορόιδευε συχνά.
Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως ένα «ζώον με δύο πόδια και χωρίς φτερά», ο Διογένης μάδησε ένα κόκορα και του τον παρουσίασε, λέγοντας: «Ορίστε! Σου έφερα έναν άνθρωπο».
Τότε, προστέθηκε στον ορισμό του ανθρώπου άλλη μία ιδιότητα: «με πλατιά νύχια».
Λέγεται πως ο Διογένης είχε απαρνηθεί κάθε πολυτέλεια και ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι, με κουρελιασμένα ρούχα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να δείξει, ότι οι χαρές της ζωής είναι αυτές που προσφέρει η φύση κι ότι όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου είναι τεχνητές.
Διακήρυσσε ότι «η στάση απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά: να μη στέκεσαι ούτε πολύ κοντά, για να μην καείς, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσεις».
Κυκλοφορούσε στην πόλη κουβαλώντας ένα φανάρι, ακόμα και τη μέρα. Έλεγε ότι έψαχνε να βρει ένα τίμιο άνθρωπο, άλλα έβρισκε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
Συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις σε δημόσιους χώρους, «έκανε την ανάγκη» του μπροστά στον κόσμο και φρόντιζε να ισοπεδώνει τους «καθωσπρεπισμούς» του κόσμου, όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του αφού πεθάνει, απάντησε ότι ήθελε να τον αφήσουν να τον φάνε τα άγρια θηρία. Έκπληκτοι, οι παρευρισκόμενοι αναρωτήθηκαν αν τον ένοιαζε που θα είχε ένα τόσο άδοξο τέλος.
«Καθόλου», τους απάντησε, «Αρκεί να έχω ένα ξύλο για να διώχνω τα θηρία».
«Πώς θα τα διώχνεις, αφού θα είσαι νεκρός;» ρώτησαν εκείνοι.
«Αν είμαι νεκρός, γιατί να με νοιάζει τι θα συμβεί στο σώμα μου;» ήταν η αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου.
Εξίσου ανατρεπτική ήταν και η απάντηση του στην ερώτηση για την καταγωγή του. «Είμαι πολίτης του κόσμου», είχε πει. Την εποχή που το πιο σημαντικό γνώρισμα του ανθρώπου ήταν η πατρίδα και οι πρόγονοί του, ο Διογένης έλεγε περήφανα ότι δεν ανήκε πουθενά, ότι ήταν ένας «κοσμοπολίτης».
Ο Διογένης στην Κόρινθο
Ο φιλόσοφος ταξίδευε στην Αίγινα, όταν στο πλοίο επιτέθηκαν πειρατές. Τον πήραν αιχμάλωτο και τον πήγαν σε σκλαβοπάζαρο στην Κόρινθο.
Ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ξέρει να κάνει, για να ενημερώσει τους αγοραστές. Ο Διογένης απάντησε: «ανθρώπων άρχειν». Ήταν ένα λογοπαίγνιο, που θα μπορούσε να σημαίνει είτε «διοικώ τους ανθρώπους» είτε «διδάσκω στους ανθρώπους αρχές».
Η ευφυΐα του δούλου εντυπωσίασε τόσο ένα απ’ τους πελάτες, τον Ξενιάδη, που τον αγόρασε αμέσως και τον έκανε δάσκαλο των παιδιών του.
Όσο ο Διογένης ήταν στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Όταν συναντήθηκαν, ο βασιλιάς της Μακεδονίας τον ρώτησε ποια χάρη ήθελε να του κάνει. Ο φιλόσοφος απάντησε: «Αποσκότισόν με».
Ως συνήθως, η απάντηση του Διογένη είχε διττή ερμηνεία. Μπορεί να ζητούσε απ’ τον Αλέξανδρο να τον βγάλει απ’ το σκοτάδι της άγνοιας, αλλά μπορεί να του ζητούσε να κάνει στην άκρη, γιατί του έκρυβε τον ήλιο.
Τότε, ο βασιλιάς που αναμφισβήτητα είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του έκανε ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τον κυνικό φιλόσοφο λέγοντας, ότι αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να ήταν ο Διογένης.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο φιλόσοφος πέθαναν την ίδια μέρα το 323 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν 33 ετών, ενώ ο Διογένης 90.
Διογένης ο Σκύλος
Το όνομα των «κυνικών» φιλοσόφων προέρχεται από τη λέξη «κύων», δηλαδή σκύλος.
Ο Διογένης θαύμαζε τους σκύλους για την απλότητα τους. Οι σκύλοι δεν είχαν ανάγκη πολυτέλειας, αλλά αρκούνταν με τα λίγα και μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους αληθινούς απ’ τους ψεύτικους φίλους.
Συνήθιζαν, μάλιστα, να λένε ότι «διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».
Ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο ιστορικός του 3ου αιώνα μ.Χ., που έγραψε το «Βίοι Φιλοσόφων», αναφέρει πολλά ανέκδοτα απ’ τη ζωή του Διογένη και παραθέτει λίστα με τα έργα του. Τίποτα, όμως, δεν έχει σωθεί.
Οι ιστορίες για τη ζωή του κυνικού φιλοσόφου μπορεί να μην είναι ακριβείς, αλλά σίγουρα περιγράφουν ένα ξεχωριστό και ιδιοφυές μυαλό.
Διογένης και Λαΐδα
Εκπληκτικός ήταν και ο τρόπος που αντιμετώπισε τη Λαΐδα, τη διάσημη πόρνη της Κορίνθου, που προσπάθησε να τον ειρωνευτεί, αλλά τελικά πλάγιασε μαζί του χωρίς να πληρωθεί. Η Λαϊς είχε ενοχληθεί από την αδιαφορία του κυνικού φιλόσοφου Διογένη. Αν και ανάμεσα στους θαυμαστές της συγκαταλέγονταν μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας και των τεχνών, ο Διογένης έμενε τελείως ανεπηρέαστος. Τότε, η εταίρα αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Τον πλησίασε και του πρόσφερε να περάσει μία νύχτα μαζί της, χωρίς χρέωση. Ο Διογένης συμφώνησε και πήγε να τη βρει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η Λαΐς, όμως, δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Τη θέση της είχε πάρει μία κακάσχημη και ηλικιωμένη υπηρέτριά της. Ο Διογένης δεν κατάλαβε τίποτα και πέρασε τη νύχτα με την άγνωστη γυναίκα. Την επόμενη μέρα, η Λαΐς τον ενημέρωσε για το περιστατικό και τον έκανε «βούκινο» σε όλη την Κόρινθο. Η αντίδραση του Διογένη, έβαλε στη θέση της την «άταχτη» εταίρα: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «Στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι». Η εταίρα εντυπωσιάστηκε απ’ το πνεύμα του φιλοσόφου και του προσέφερε μία πραγματική νύχτα μαζί της, χωρίς να ζητήσει χρήματα. Άλλωστε, ο Διογένης δεν είχε να της δώσει αυτό που ο ίδιος περιφρονούσε, δηλαδή τάλαντα.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.