Φύγαμε:
Μαρία Μοντεσσόρι
Η Δρ. Μαρία Μοντεσσόρι, η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία με πτυχίο Φυσικής, εμπνεύστηκε το ομώνυμο παιδαγωγικό μοντέλο διδάσκοντας μια τάξη 50 φτωχών παιδιών σε προάστιο της Ρώμης το 1907. Η Μοντεσσόρι, που είχε προηγουμένως εργαστεί με μαθητές με ειδικές ανάγκες, απέρριπτε την αντίληψη ότι τα παιδιά είναι από τη γέννησή τους tabula rasa. Πίστευε, αντιθέτως, ότι γεννιούνται με μυαλά ιδιαίτερα «απορροφητικά» και εντελώς ικανά για αυτοκατευθυνόμενη εκπαίδευση.
Ανέπτυξε το πλαίσιο για ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον στο οποίο το παιδί, εξουσιοδοτημένο με την ελευθερία να επιλέγει πώς θα περνάει τον χρόνο του στο σχολείο, μπορεί να αναζητήσει ευκαιρίες ώστε να μάθει μόνο του. Η πρωτοποριακή δουλειά της έθεσε τις βάσεις για τη «μοντεσσοριανή τάξη», η οποία βρίσκει εφαρμογή στις μέρες μας κυρίως στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό.
Η Μαρία Μοντεσσόρι πίστευε ότι τα παιδιά απολαμβάνουν και χρειάζονται μεγάλης διάρκειας διαστήματα συγκέντρωσης κι ότι το παραδοσιακό εκπαιδευτικό μοντέλο –με την αυστηρή δομή στα μαθήματα και το δασκαλοκεντρικό σύστημα- εμποδίζει τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού. Οι μαθητές του μοντεσσοριανού συστήματος είναι ελεύθεροι να καταναλώσουν πολύ απ’ τον χρόνο τους όπως νομίζουν, όσο ο δάσκαλος τους παρατηρεί. Η απουσία βαθμών, διαγωνισμάτων και άλλων μορφών τυπικής αξιολόγησης, διασφαλίζει ότι στις τάξεις απουσιάζει ο ανταγωνισμός.
Σήμερα, η μέθοδος της Μαρίας Μοντεσσόρι εφαρμόζεται σε πολλά σχολεία, ενώ έρευνα του 2006, που συνέκρινε την πρόοδο των μαθητών μοντεσσοριανού και παραδοσιακού σχολείου, κατέληξε στο αποτέλεσμα ότι οι πρώτοι έχουν αυξημένες κοινωνικές και ακαδημαϊκές ικανότητες.
Ανέπτυξε το πλαίσιο για ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον στο οποίο το παιδί, εξουσιοδοτημένο με την ελευθερία να επιλέγει πώς θα περνάει τον χρόνο του στο σχολείο, μπορεί να αναζητήσει ευκαιρίες ώστε να μάθει μόνο του. Η πρωτοποριακή δουλειά της έθεσε τις βάσεις για τη «μοντεσσοριανή τάξη», η οποία βρίσκει εφαρμογή στις μέρες μας κυρίως στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό.
Η Μαρία Μοντεσσόρι πίστευε ότι τα παιδιά απολαμβάνουν και χρειάζονται μεγάλης διάρκειας διαστήματα συγκέντρωσης κι ότι το παραδοσιακό εκπαιδευτικό μοντέλο –με την αυστηρή δομή στα μαθήματα και το δασκαλοκεντρικό σύστημα- εμποδίζει τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού. Οι μαθητές του μοντεσσοριανού συστήματος είναι ελεύθεροι να καταναλώσουν πολύ απ’ τον χρόνο τους όπως νομίζουν, όσο ο δάσκαλος τους παρατηρεί. Η απουσία βαθμών, διαγωνισμάτων και άλλων μορφών τυπικής αξιολόγησης, διασφαλίζει ότι στις τάξεις απουσιάζει ο ανταγωνισμός.
Σήμερα, η μέθοδος της Μαρίας Μοντεσσόρι εφαρμόζεται σε πολλά σχολεία, ενώ έρευνα του 2006, που συνέκρινε την πρόοδο των μαθητών μοντεσσοριανού και παραδοσιακού σχολείου, κατέληξε στο αποτέλεσμα ότι οι πρώτοι έχουν αυξημένες κοινωνικές και ακαδημαϊκές ικανότητες.
Ρούντολφ Στάινερ: σχολεία Waldorf
Εκτός από εμπνευστής της «Ανθρωποσοφίας», πνευματικού κινήματος βασισμένου στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι έχουν την εγγενή σοφία να αποκαλύπτουν τα μυστήρια του πνευματικού κόσμου, ο Αυστριακός φιλόσοφος και αρχιτέκτονας ανέπτυξε ένα παιδαγωγικό μοντέλο που εστίαζε στην ανάπτυξη του «ολοκληρωμένου παιδιού» -σώμα, ψυχή και πνεύμα. Επηρεάστηκε απ’ το έργο των Γκαίτε, Σοπενχάουερ και Νίτσε και πίστευε ότι υπήρχαν τρεις επταετείς περίοδοι στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Η παιδαγωγική του προσέγγιση απαρτιζόταν απ’ όσα πίστευε ότι πρέπει και δεν πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά σε κάθε μία απ’ αυτές τις περιόδους.
Το πρώτο σχολείο Waldorf λειτούργησε το 1919 στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας, για τα παιδιά των εργατών της καπνοβιομηχανίας Waldorf-Astoria. Το αρχικό πρόγραμμα του σχολείου ήταν 12ετές και στόχευε στο να προετοιμάσει τους μαθητές να «ζήσουν», με έμφαση στη δημιουργική έκφραση και τις κοινωνικές και πνευματικές αξίες. Μέσα σε δέκα χρόνια, το σχολείο του Στάινερ ήταν το μεγαλύτερο ιδιωτικό σχολείο της Γερμανίας. Όταν οι Ναζί έκλεισαν τα γερμανικά σχολεία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δάσκαλοι του Waldorf μετακινήθηκαν προς το εξωτερικό, συμβάλλοντας έτσι στην αυξημένη κατά τα μεταπολεμικά χρόνια δημοφιλία της μεθόδου.
Τα τελευταία 90 χρόνια, το πρόγραμμα των σχολείων Waldorf έχει παραμείνει αναλλοίωτο. Κατά τον Στάινερ, τα πρώτα επτά έτη της ζωής ενός παιδιού –μια περίοδο που βασίζεται σε μιμητική και προσανατολισμένη στις αισθήσεις μάθηση- θα πρέπει να είναι αφιερωμένα στην ανάπτυξη μη γνωστικών ικανοτήτων. Έτσι, τα νηπιαγωγεία Waldorf ενθάρρυναν το παιχνίδια και τη διάδραση των παιδιών με το περιβάλλον τους, αντί για την τριβή τους με γνώσεις ακαδημαϊκού περιεχομένου. Ο Στάινερ πίστευε επίσης ότι τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να γράφουν πριν μάθουν να διαβάζουν και ότι κανένα παιδί δεν πρέπει να μάθει ανάγνωση πριν την ηλικία των 7 ετών. Από τα 7 έως τα 14, δίνεται έμφαση στη δημιουργικότητα και τη φαντασία. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, οι μαθητές μαθαίνουν ξένες γλώσσες και ασχολούνται με τις τέχνες. Μέχρι τα 14, τα παιδιά είναι πλέον έτοιμα για ένα πιο αυστηρά δομημένο περιβάλλον που δίνει έμφαση στις κοινωνικές ευθύνες.
Το πρώτο σχολείο Waldorf λειτούργησε το 1919 στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας, για τα παιδιά των εργατών της καπνοβιομηχανίας Waldorf-Astoria. Το αρχικό πρόγραμμα του σχολείου ήταν 12ετές και στόχευε στο να προετοιμάσει τους μαθητές να «ζήσουν», με έμφαση στη δημιουργική έκφραση και τις κοινωνικές και πνευματικές αξίες. Μέσα σε δέκα χρόνια, το σχολείο του Στάινερ ήταν το μεγαλύτερο ιδιωτικό σχολείο της Γερμανίας. Όταν οι Ναζί έκλεισαν τα γερμανικά σχολεία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δάσκαλοι του Waldorf μετακινήθηκαν προς το εξωτερικό, συμβάλλοντας έτσι στην αυξημένη κατά τα μεταπολεμικά χρόνια δημοφιλία της μεθόδου.
Τα τελευταία 90 χρόνια, το πρόγραμμα των σχολείων Waldorf έχει παραμείνει αναλλοίωτο. Κατά τον Στάινερ, τα πρώτα επτά έτη της ζωής ενός παιδιού –μια περίοδο που βασίζεται σε μιμητική και προσανατολισμένη στις αισθήσεις μάθηση- θα πρέπει να είναι αφιερωμένα στην ανάπτυξη μη γνωστικών ικανοτήτων. Έτσι, τα νηπιαγωγεία Waldorf ενθάρρυναν το παιχνίδια και τη διάδραση των παιδιών με το περιβάλλον τους, αντί για την τριβή τους με γνώσεις ακαδημαϊκού περιεχομένου. Ο Στάινερ πίστευε επίσης ότι τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να γράφουν πριν μάθουν να διαβάζουν και ότι κανένα παιδί δεν πρέπει να μάθει ανάγνωση πριν την ηλικία των 7 ετών. Από τα 7 έως τα 14, δίνεται έμφαση στη δημιουργικότητα και τη φαντασία. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, οι μαθητές μαθαίνουν ξένες γλώσσες και ασχολούνται με τις τέχνες. Μέχρι τα 14, τα παιδιά είναι πλέον έτοιμα για ένα πιο αυστηρά δομημένο περιβάλλον που δίνει έμφαση στις κοινωνικές ευθύνες.
Ο Loris Malaguzzi και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Ρέτζιο Εμίλια
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Ρέτζιο Εμίλια εφαρμόστηκε σε παιδιά ηλικίας από 3 έως 6 ετών. Η μέθοδος χρωστάει το όνομά της στην πόλη Ρέτζιο Εμίλια της Βόρειας Ιταλίας, όπου ο εμπνευσμένος δάσκαλος Loris Malaguzzi δημιούργησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μια νέα εκπαιδευτική μέθοδο. Η φιλοσοφία του ήταν βασισμένη στη θεωρία ότι τα παιδιά είναι ικανά, φιλοπερίεργα και σίγουρα για τον εαυτό τους άτομα, τα οποία μπορούν να ανθίσουν σε ένα αυτοκαθοδηγούμενο μαθησιακό περιβάλλον όπου ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ δασκάλου και μαθητή είναι πρωταρχικής σημασίας.
Πυλώνας της φιλοσοφίας του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι ο ενεργός ρόλος των γονιών στην πρώιμη εκπαίδευση του παιδιού. Οι τάξεις σχεδιάζονται έτσι ώστε να μοιάζουν με τον οικείο χώρο ενός σπιτιού και το πρόγραμμα είναι εντελώς ευέλικτο. Η τέχνη παίζει κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμα και κάθε τάξη έχει έναν δάσκαλο καλλιτεχνικών που εργάζεται προσεκτικά, δίπλα στα παιδιά, πάνω σε ποικίλα καλλιτεχνικά projects. Ταυτόχρονα, στο επίκεντρο του προγράμματος βρίσκεται η φυσική ανάπτυξη και η στενή σχέση των παιδιών με το περιβάλλον τους. «Τα παιδιά πρέπει να έχουν ατελείωτους τρόπους και ευκαιρίες να εκφράζονται»: αυτή είναι μία απ’ τις βασικές αρχές του παιδαγωγικής προσέγγισης Ρέτζιο Εμίλια.
Ο δάσκαλος θεωρείται συνεργάτης και συμμαθητής, που διευκολύνει τη μάθηση σχεδιάζοντας δραστηριότητες βασισμένες στα ενδιαφέροντα του μαθητή. Ο γονιός, θεωρείται ο πρώτος δάσκαλος, συνεργάτης και υποστηρικτής.
Πυλώνας της φιλοσοφίας του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι ο ενεργός ρόλος των γονιών στην πρώιμη εκπαίδευση του παιδιού. Οι τάξεις σχεδιάζονται έτσι ώστε να μοιάζουν με τον οικείο χώρο ενός σπιτιού και το πρόγραμμα είναι εντελώς ευέλικτο. Η τέχνη παίζει κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμα και κάθε τάξη έχει έναν δάσκαλο καλλιτεχνικών που εργάζεται προσεκτικά, δίπλα στα παιδιά, πάνω σε ποικίλα καλλιτεχνικά projects. Ταυτόχρονα, στο επίκεντρο του προγράμματος βρίσκεται η φυσική ανάπτυξη και η στενή σχέση των παιδιών με το περιβάλλον τους. «Τα παιδιά πρέπει να έχουν ατελείωτους τρόπους και ευκαιρίες να εκφράζονται»: αυτή είναι μία απ’ τις βασικές αρχές του παιδαγωγικής προσέγγισης Ρέτζιο Εμίλια.
Ο δάσκαλος θεωρείται συνεργάτης και συμμαθητής, που διευκολύνει τη μάθηση σχεδιάζοντας δραστηριότητες βασισμένες στα ενδιαφέροντα του μαθητή. Ο γονιός, θεωρείται ο πρώτος δάσκαλος, συνεργάτης και υποστηρικτής.