Η ιστορία ως εκ της φύσεως του υλικού που διαπραγματεύεται έχει ανάγκη από ποικίλες διδακτικές μεθόδους. Καθώς δεν είναι τόσο απλό να κατανοήσουν οι μαθητές την έννοια του παρελθόντος. Από έρευνες που έχουν γίνει στα κράτη του δυτικού κόσμου φαίνεται ότι οι μαθητές αντικατοπτρίζουν το παρόν στο παρελθόν ή τείνουν να υποτιμούν το παρελθόν (Κόκκινος, 2007). Γεγονός, λοιπόν, που κάνει εμφανές ότι οι μαθητές δεν έχουν αποκτήσει ιστορική συνείδηση. Δεν κατανοούν ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποί μία συγκεκριμένη εποχή έδρασαν έτσι γιατί έτσι όριζαν οι συνθήκες της εποχής ή γιατί αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή που είχαν με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τα συμφέροντα τους. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, καλούμαστε ως εκπαιδευτικοί να προσπαθήσουμε μέσα από τη δράση μας ώστε τα παιδιά να αναπτύξουν ιστορική σκέψη και συνείδηση.
Η ιστορία δεν μπορεί να νοηθεί ως ένα μάθημα αυτόνομο. Αντιθέτως, συνδέεται άρρηκτα με άλλα μαθήματα όπως είναι η γεωγραφία. Η σύνδεση με τη γεωγραφία είναι προφανής, καθώς η ιστορία αναφέρεται και σε τοπικά γεγονότα. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να αξιοποιηθεί με κάθε δυνατό τρόπο. Η παραδοσιακή διδασκαλία όσο και ελκυστική να είναι έχει έμπρακτά αποδειχτεί ότι δεν είναι αποδοτική. Ο σύγχρονός εκπαιδευτικός οφείλει να προσαρμόζει την ύλη του ανάλογα με το σχολείο και την περιοχή με τρόπο τέτοιο που να αξιοποιεί κάθε δυνατό στοιχείο του τοπικού περιβάλλοντος. Όπως υποστηρίζει και η Μαρία Βλάχου (2006) στο άρθρο της, το γενικό και το αφηρημένο της ιστορίας μπορεί να γίνει πιο απτό μέσω της βιωμένης εμπειρίας.
Στην εποχή μας, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της τεχνολογίας, είναι αδιανόητο να μην εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία στη διδασκαλία της ιστορίας, όπου μπορεί να κάνει την ιστορία πιο προσιτή στα παιδιά. Τα παιδιά, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν στο διαδίκτυο πληροφορίες για ένα θέμα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να απομυθοποιήσουν την αντίληψη ότι το σχολικό βιβλίο λέει πάντα την αλήθεια και να κατανοήσουν ότι οι αλήθειες μπορεί να είναι περισσότερες ή ακόμα και να συνυπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για ένα θέμα. Η ψηφιοποίηση της ιστορίας, επίσης, μπορεί να δημιουργήσει ένα είδος βιωματικής εμπειρίας που αναμφισβήτητα είναι πιο ελκυστική για το παιδί από την παραδοσιακή αφήγηση του μαθήματός της ιστορίας.
Μία άλλη πρόταση που μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας στη διδασκαλία της Ιστορίας είναι η δραματοποίηση. Σύμφωνα με την Καβαλιέρου (2006:476), «η εκπαιδευτική δραματική πράξη, κατά κύριο λόγο, έχει ως βασικό πυρήνα της θέματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά και ως εκ τούτο η Ιστορία φαίνεται να είναι το μάθημα εκείνο του προγράμματος, στο οποίο η δραματοποίηση θα μπορούσε να βρει την καλύτερη εφαρμογή της…». Είναι πολύ δύσκολη, ορισμένες φορές, η αποστήθιση ορισμένων γεγονότων και όρων από τα παιδιά. Η τεχνική της δραματοποίησης μπορεί να καταστήσει την προσπάθεια αυτή πιο εύκολη και πιο ενδιαφέρουσα. Η θεατρική πράξη προσφέρει τη δυνατότητα στα παιδιά να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία μάθησης προσφέροντας τους εμπειρίες. Μέσα από την ενεργητική αυτή συμμετοχή τα παιδιά καλούνται να μπουν στη θέση κάποιου άλλου και να δράσουν όπως αυτός. Καλλιεργείται με τον τρόπο αυτό η ικανότητα της ενσυναίσθησης και θέτονται οι βάσεις για περαιτέρω συζήτηση σε θέματα που ίσως κάτω από άλλες συνθήκες δε θα δίνονταν η ευκαιρία να συζητηθούν. (Judy Sebba, 2000).
Ο Ivo Mattozzi στο άρθρο του «Είναι δυνατή μία γνώση με ορίζοντα την παγκόσμια ιστορία στο δημοτικό σχολείο;» κάνει προσπάθεια να απαντήσει στο εξής ερώτημα, εάν τα πλαίσια ενός πολυπολιτισμικού σχολείου είναι δυνατή η μελέτη μιας παγκόσμιας ιστορίας που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των μαθητών. Η πρόταση, λοιπόν, που κάνει είναι η δημιουργία εικόνων πολιτισμού. Σύμφωνα με το Ivo Mattozzi (2006:139) «Μια εικόνα πολιτισμού μπορεί να νοηθεί ως η περιγραφή των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τη συλλογική ζωή ανθρώπινων ομάδων σε ένα περιβάλλον και σε μία ανθρώπινη περίοδος σαφώς οριοθετημένα…..». Με τη μελέτη μίας μόνο όμως εικόνα πολιτισμού, οι δυνατότητες κριτικής σκέψης, κατανόησης των γεγονότων και εκμάθησης τους δεν είναι πολλές. Επιτακτική, λοιπόν, είναι η δημιουργία ενός δείγματός εικόνων πολιτισμού. Το δείγμα αυτό θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα συγκρίσεων, προκειμένου να κατανοήσουν τα παιδιά ότι υπήρχαν διαφορετικού τύπου κοινωνίες την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή. Να γίνει κατανοητό στα παιδιά ότι οι πολιτισμοί συνεχώς μεταβάλλονται όπως επίσης ότι μεταξύ των πολιτισμών υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές.
Οι πηγές είναι ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των ιστορικών και η διδακτική αξιοποίηση από τους εκπαιδευτικούς μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στη διαδικασία μάθησης. Οι δεξιότητες που αναπτύσσονται με την επαφή των παιδιών με πηγές είναι πολλές, μερικές είναι η παρατήρηση, διερεύνηση, ικανότητα σχηματισμού ερωτήσεων για το υλικό που έχει μπροστά του, τη σύγκριση, την ικανότητα εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων, την ερμηνεία και την ικανότητα να επικοινωνεί κανείς με τους άλλους μεταφέροντας σκέψεις και συμπεράσματα (Judy Sebba,2000).
Τέλος, η εμφάνιση ειδικών εκπαιδευτικών λογισμικών που διευκολύνουν πάρα πολύ τη δημιουργία και την εύκολη αναδιαμόρφωση ενός εννοιολογικού χάρτη, επανέφερε το ενδιαφέρον για την εισαγωγή της εννοιολογικής χαρτογράφησης στα σχολεία. Οι εννοιολογικοί χάρτες είναι ένα εργαλείο με το οποίο ο εκπαιδευτικός μπορεί να αξιολογήσει τα παιδιά άλλα και να οργανώσει και να παρουσιάσει το μάθημα του. Με τη βοήθεια αυτών, οι μαθητές οργανώνουν τη σκέψη τους γύρω από μία γνωστική περιοχή. Οι εννοιολογικοί χάρτες λειτουργούν επίσης και σαν εργαλείο δημιουργικής σκέψης καθώς οι μαθητές καλούνται να κρίνουν τι είναι σημαντικό και πρέπει να σημειωθεί και τι όχι.
Με την αξιοποίηση των παραπάνω προτάσεων ευελπιστούμε να φτάσουμε ή έστω να πλησιάσουμε σε μεγαλύτερο βαθμό τους στόχους μας.
Βιβλιογραφικές Παραπομπές
Sebba, J. (2000). Ιστορία για όλους. Διδακτικές προτάσεις για το μάθημα της Ιστορίας στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο. (Μ. Καβαλιέρου, μετάφραση.). Αθήνα: Μεταίχμιο. ( Πρωτότυπή έκδοση, 1997).
Κόκκινος, Γ.(2007). Διδακτική της ιστορίας. Λεξικό της παιδαγωγικής (σσ.151-155). Αθήνα: Αδελφών Κυριακίδη α.ε.
Mattozzi, I. (2006). Είναι δυνατή μία γνώση με ορίζοντα την παγκόσμια ιστορία στο Δημοτικό Σχολείο; Η διδασκαλία της ιστορίας με «εικόνες πολιτισμού», στο Κόκκινος, Γ.&Νάκου, Ε. (επιμέλεια). Προσεγγίζοντας την ιστορική εκπαίδευση στις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 133-160.
Βλάχου, Μ. (2006).Η αξιοποίηση του τοπικού περιβάλλοντος και η οργανική ένταξη στο μάθημα της Ιστορίας, στο Κόκκινος, Γ.&Νάκου, Ε. (επιμέλεια). Προσεγγίζοντας την ιστορική εκπαίδευση στις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 395-447.
Καβαλιέρου, Μ. (2006). Η δραματοποίηση ως διδακτική πρακτική και η χρήση της στη διδασκαλία της Ιστορίας, στο Κόκκινος, Γ.&Νάκου, Ε. (επιμ.). Προσεγγίζοντας την ιστορική εκπαίδευση στις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 441-495.
Κουνέλη, Ε. (2006). Οι νέες τεχνολογίες στην διδασκαλία της Ιστορίας, στο Κόκκινος, Γ.&Νάκου, Ε. (επιμ.). Προσεγγίζοντας την ιστορική εκπαίδευση στις αρχές του 21ου αιώνα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 497-525.