Γράφει ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος
Στην Ιλιάδα ο Όμηρος έψαλε το τραγούδι του πολέμου για τη μεγάλη γενιά των τρωικών ηρώων, την παλικαριά, τη φιλιά, την αξία που έχει να αγωνίζεται κανείς για την πατρίδα ως το θάνατο.
Πέρα απ’ αυτά όμως ως πολεμικό έπος εμπεριέχει εκτεταμένη βία η οποία απεικονίζεται λεπτομερώς. Κομμένα ανθρώπινα μέλη, σπαραγμένα σπλάχνα, παραμορφωμένα πρόσωπα και ποταμοί αίματος συνθέτουν ένα ανατριχιαστικό σκηνικό, το οποίο θα ζήλευαν πολλοί σεναριογράφοι σπλάτερ φίλμ.Οι βίαιες σκηνές
Στη ραψωδία Δ ο Αντίλοχος, γιος του Νέστωρα σκοτώνει τον Εχέπωλο: «πρώτος του χτύπησε το κέρατο στο αλογουρίσιο κράνος. Τρυπάει το μέτωπο και πέρασε το κόκαλο ως τα μέσα ο χάλκινος χαλός, κι εσκέπασε τα μάτια του σκοτάδι».Στην επόμενη ραψωδία, ο Μηριόνης, σύντροφος του βασιλιά των Κρητών Ιδομενέα κι ένας από τους πιο σημαντικούς ήρωες της δεύτερης κατηγορίας στην Ιλιάδα- χτυπά με το δόρυ τον Τρώα Φέρεκλο: «κυνηγώντας τον ήρθε κοντά, τον βρήκε στον δεξιό γλουτό και πρόβαλε του κονταριού του η μύτη πέρα μεριά κάτω από το κόκαλο, στης φούσκας (κύστη), πλάι τα μέρη».
Λίγες στιγμές μετά ο Αχαιός Μέγης ρίχνει το δόρυ του στον Τρώα Πήδαιο: «και πίσω στο κεφάλι του ΄ριξε στο σβέρκο, και περνώντας μέσα απ’ τα δόντια το κοντάρι του βαθιά τη γλώσσα κόβει. Στη γη σωριάστη και τα δόντια του τον κρύο χαλκό δαγκώσαν».
Στη συνέχεια, ο επίσης Αχαιός Ευρίπυλος κόβει με το σπαθί του το χέρι του Τρώα Υψήνορα από τον ώμο.
Στην ίδια μάχη ο Διομήδης θανατώνει τον Αστύνοο: «στο κλειδί (το οστό ανάμεσα στο στέρνο και την ωμοπλάτη) τον χτύπησε με το τρανό σπαθί του, στον ώμο πλάι, και του τον χώρισε από λαιμό και πλάτη».
Στη συνέχεια ο βασιλιάς του Άργους, με τη βοήθεια της Αθηνάς, καταφέρνει με το δόρυ του ένα θανάσιμο χτύπημα στον φημισμένο τοξότη Πάνδαρο: «στη μύτη, πλάι στο μάτι…τα άσπρα του εδιάβη δόντια ο ανέσπλαχνος χαλκός και θέρισε τη γλώσσα από τη ρίζα. Και στο σαγόνι κάτω, επρόβαλε του κονταριού του η μύτη».
Στη ραψωδία Κ ο Διομήδης και Οδυσσέας σπεύδουν για κατασκοπεία στο στρατόπεδο των Τρώων. Στον δρόμο συλλαμβάνουν τον Τρώα Δόλωνα, ο οποίος ερχόταν στα πλοία των Αχαιών για τον ίδιο σκοπό. Αφού τον ανέκριναν, ο Διομήδης τον εκτέλεσε: «χιμάει, και το σπαθί του κατάσβερκα του κατεβάζοντας, τα δυο του νεύρα κόβει, κι όπως μιλούσε ακόμα, εκύλησε στο χώμα η κεφαλή του».
Στη ραψωδία Ν ο Τρώας Αλκαθος δέχεται στην καρδιά το δόρυ του Ιδομενέα: «Πέφτει με πάταγο, και βρέθηκε μπηγμένο το κοντάρι μες στην καρδιά του, που ως σπαρτάριζε, του κονταριού την άκρη σιγοκουνούσε, ωσόπου επάγωσε, και τ’ άγριο τ’ όπλο εστάθη».
Στην ίδια ραψωδία, ο Τρώας Πείσαντρος επιτίθεται με ένα είδος πέλεκυ στον Μενέλαο. Αλλά ο βασιλιάς της Σπάρτης του καταφέρνει ένα συντριπτικό χτύπημα με το σπαθί του: «στο μέτωπο, στη ρίζα της μύτης… τα κόκαλα του σπάζει, κι όλο αίμα χύθηκαν τα μάτια του μέσα στη σκόνη, ομπρός του».
Στη ραψωδία Π ο Αχαιός Θρασυμήδης σημαδεύει με το δόρυ του τον Μάρη: «και τον πέτυχε στον ώμο ευθύς απάνω. Του κονταριού ο χαλός διαχώρισε τ’ απανωβράχιονό του από το κρέας τρογύρα, κι έσπασε το κόκαλο του ως πέρα».
Στην ίδια ραψωδία, ο Πάτροκλος, με την άδεια του Αχιλλέα, παρεμβαίνει στη μάχη και κρίνει το αποτέλεσμα υπέρ των Αχαιών. Πολλοί Τρώες και σύμμαχοι βρίσκουν τον θάνατο από τα χέρια του. Τον φρικτότερο όλων ο Θέστορας: «τον κονταρεύει, και του πέρασε τα δόντια ως πέρα, κι έτσι με το κοντάρι τον ανάσυρεν απ’ του αμαξιού το γύρο».
Το πιο «διάσημο θύμα» του Πατρόκλου ήταν ο γιος του Δία και βασιλιάς της Λυκίας Σαρπηδόνας. Μετά τον θάνατό του ο Μυρμιδόνας Επειγέας έσπευσε να του πάρει τα όπλα: «Μα στο νεκρό όπως τώρα ζύγωνε, τον βρίσκει με λιθάρι στην κεφαλή του ο μέγας Έκτορας, κι αυτή στα δύο εχωρίστη στο στέριο μέσα κράνος».
Λίγο πριν να βρει τον θάνατο ο Πάτροκλος σκοτώνει τον ηνίοχο και ετεροθαλή αδελφό του Έκτορα, Κεβριόνη, με μια μυτερή πέτρα: «τα δύο τα φρύδια του θρουβάλιασε, κι ουδέ τα κόκαλα του δεν άντεξαν, μον’ χάμω εκύλησαν τα μάτια του στη σκόνη, στα πόδια του μπροστά».
Στη ραψωδία Υ ο Αχιλλέας, μανιασμένος από την απώλεια του Πατρόκλου, «θερίζει» τους εχθρούς που έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του: «τον Μούλιο στο αυτί με το κοντάρι του’ δωσε, κι απ’ το άλλο αυτί του βγήκε ο χάλκινος χαλός».
Στην επόμενη ραψωδία ο Αχαιός ημίθεος μονομαχεί με τον Αστεροπαίο, στις όχθες του ποταμού Σκάμανδρου. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο και ο Αχιλλέας χτυπά με το σπαθί του τον αντίπαλο του στο ύψος της κοιλιάς: «χύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι…κι αυτόν κει πέρα τον παράτησε, σαν πήρε τη ζωή του, απ’ το βαθύ νερό να βρέχεται, στον άμμο ξαπλωμένος. Χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και πάλευαν το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε».Αποτροπιασμό προκαλεί και η μεταχείριση από τον Αχιλλέα της σορού του Έκτορα. Αφού του τρύπησε τους αστραγάλους, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του και τον περιέφερε στον κάμπο της Τροίας πριν να τον πετάξει δίπλα στον τάφο του Πατρόκλου. Τη διαδικασία αυτή την επανέλαβε αρκετές φορές. Όμως η Αφροδίτη και ο Απόλλωνας, με τις θεϊκές τους δυνάμεις, προστάτευσαν το σώμα.
Ακόμη και κάποιες σκέψεις των πρωταγωνιστών του έπους προκαλούν τρόμο όπως π.χ. στην τελευταία ραψωδία όπου η χαροκαμένη Εκάβη εύχεται να έτρωγε «με δαγκωνιές βαθιές» το συκώτι του Αχιλλέα, προκειμένου να εκδικηθεί το νεκρό Έκτορα.
Ο Όμηρος δεν έπραξε τίποτα παραπάνω από το να αποδώσει με ωμό ρεαλισμό το απεχθές πρόσωπο του πολέμου. Αν πάντως κάποιος σκηνοθέτης απέδιδε με πλήρη πιστότητα τις σκηνές μαχών της Ιλιάδας, πολλές φωνές αποτροπιασμού θα ακούγονταν από τις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες.
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός, http://www.mixanitouxronou.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.