Τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία είναι η ανώτατη λογοτεχνική διάκριση που αποδίδεται σε λογοτέχνες από το ελληνικό κράτος. Και μπορεί σε λίγο να μπαίνει το 2018, αλλά μόλις ανακοινώθηκαν οι βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας για το 2016 που αφορούν σε βιβλία που εκδόθηκαν μέσα στο 2015 (!). Τέλος πάντων.
Φέτος, στην κατηγορία μυθιστορήματος τα πέντε υποψήφια βιβλία είναι τα εξής: "Δενδρίτες" της Κάλλιας Παπαδάκη, "Η άκρα ταπείνωση" της Ρέας Γαλανάκη, "Ζωή μεθόρια" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, "Βερονάλ" του Τάκη Θεοδωρόπουλου και "Η Αϊσέ πάει διακοπές" της Κωνσταντίας Σωτηρίου.
Μ’ αυτή την αφορμή έψαξα όλα τα βιβλία που κέρδισαν το βραβείο μυθιστορήματος κάθε χρονιάς, απ’ το 1956 που τα μεταπολεμικά Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία ενεργοποιήθηκαν ξανά μέχρι και πέρσι.
Να μια μάλλον υποκειμενική λίστα με 17 απ’ αυτά που μου άρεσαν:
Άγγελος Τερζάκης «Μυστική ζωή». 1958
ΕΝΑΣ ΦΤΩΧΟΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ βαθιά από την απόρριψη του κοινωνικού περιβάλλοντος, συναντάει τη γυναίκα που θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός σύντροφος της ζωής του: μια κοπέλα με σπάνιες πνευματικές αρετές και βάθος ψυχής ασυνήθιστο, τραυματισμένη κι αυτή από τη ζωή, η οποία ζει απομονωμένη ουσιαστικά με το γερο-πατέρα της. Από τη διασταύρωση της μοίρας των πλασμάτων αυτών, καθώς και άλλων που ζουν δίπλα τους βουβά τη βασανισμένη ζωή τους, αναδίνεται ένα σπαραχτικό τραγούδι, άλλοτε διαμαρτυρίας και άλλοτε εμπιστοσύνης στη ζωή. Ένα έργο εξαιρετικά σύγχρονο, τόσο για το χειρισμό της ψυχολογίας των προσώπων, όσο και για τα βαθύτερα προβλήματα που ανακινεί και που αντιπροσωπεύουν τις αγωνίες του ανθρώπου της εποχής μας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλιου)
Μένης Κουμανταρέας «Βιοτεχνία υαλικών». 1975
Η ιστορία της Μπέµπας και του Βλάση Ταντή, που διατηρούν ένα µαγαζί µε γυαλικά. Εκείνη θεληµατική και ανήσυχη µε τους άλλους άντρες. Εκείνος καταθλιπτικός κι αιώνια ερωτευµένος µε τη γυναίκα του. Τους πλαισιώνουν ο Βάσος και ο Σπύρος, δύο φίλοι κωµικοτραγικοί.
Μια ιστορία χαµένων ιδεολογιών και ξοφληµένων ονείρων στη µεταπολεµική Ελλάδα. Βιβλίο-σταθµός στην πορεία του συγγραφέα. Μένει πάντα κλασικό στη συνείδηση των αναγνωστών.
Μια ιστορία χαµένων ιδεολογιών και ξοφληµένων ονείρων στη µεταπολεµική Ελλάδα. Βιβλίο-σταθµός στην πορεία του συγγραφέα. Μένει πάντα κλασικό στη συνείδηση των αναγνωστών.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης «Ιστορία». 1983
Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας θα μπορούσε να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε από τα ηρακλειώτικα χωριά. Ένας φτωχός αγρότης σκοτώνει τον τοκογλύφο του, και πεθαίνει στη φυλακή. Η οικογένειά του ξεκληρίζεται και η περιουσία περιέρχεται στα χέρια των κληρονόμων του σκοτωμένου, σαν αποζημίωση που εξαιτίας του πλούτου τους και των νέων πολιτικών τους συμμαχιών (εγκαταλείπουν πριν τις εκλογές του ’32 τους φιλελεύθερους όπως τα ποντίκια το πλοίο που πρόκειται να βουλιάξει) πετυχαίνουν αμνησία για το γιο, που μετά τρία χρόνια εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας το γιο του φονιά του.
Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να επικεντρώσει το ενδιαφέρον στην έκβαση της ιστορίας. Απεναντίας, μια και ο μύθος είναι τέτοιος, που ενυπάρχει σ’ αυτόν το σασπένς, με μια τεχνική ανάλογη με την μπρεχτική αποστασιοποίηση καταφέρνει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την έκβαση του μύθου, με το να μην προσφέρει τα γεγονότα στη χρονολογική τους εξέλιξη.
Έτσι τονισμένα τα γεγονότα, έρχονται και φωτίζουν όχι το μύθο, αλλά την πραγματική ιστορία. Το έργο θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και «μέρες του 32» κατά το «μέρες του 36» του Αγγελόπουλου. Οι στόχοι του συγγραφέα και του σκηνοθέτη είναι κατά τη γνώμη μου περίπου ταυτόσημοι. (Από κριτική του Μπάμπη Δερμιτζάκη#)
Έτσι τονισμένα τα γεγονότα, έρχονται και φωτίζουν όχι το μύθο, αλλά την πραγματική ιστορία. Το έργο θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί και «μέρες του 32» κατά το «μέρες του 36» του Αγγελόπουλου. Οι στόχοι του συγγραφέα και του σκηνοθέτη είναι κατά τη γνώμη μου περίπου ταυτόσημοι. (Από κριτική του Μπάμπη Δερμιτζάκη#)
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης «Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία». 1984
«Μια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι το βιβλίο μου Πόλεως και Νομού Δράμας Παραμυθία», λέει ο συγγραφέας αυτοβιογραφούμενος.
Η αιώνια αναζήτηση ενός γέρου να βρει ταίρι και παντρειά ανοίγει την ιστορία με το ρέοντα λόγο παραμυθιού. Και το πρώτο αυτό νήμα εμπλέκεται με ένα δεύτερο, την ιστορία του άλαλου παιδιού και της μάνας του που περιμένει το θαύμα. Τα δυο αυτά νήματα ξετυλίγουν μιαν εσωτερική γεωγραφία, ένα οδοιπορικό του Χρόνου στη Βόρεια Ελλάδα, στο νόμο Δράμας : ονομάζονται τα χωριά κι οι τοποθεσίες, ονομάζονται οι Άγιοι, οι ιδιότητες, η ιστορία τους και οι γιορτές τους, ανακαλούνται λαϊκές δοξασίες και ρητά, και ιστορικά περιστατικά βυθισμένα σε χιλιόχρονη ιστορία : το σήμερα και το χθες γίνονται το υπερβατικό παρόν της διήγησης. Μέχρι να συντελεστεί το θαύμα, που στον Πεντζίκειο έργο προβάλλει ως μια φυσική και ρέουσα πραγματικότητα που την αποδέχεται κανείς χωρίς να χρειάζεται να ερμηνεύσει κάτι.
Ο Πεντζίκης ζωγραφίζει τη βαθύτερη υπαρκτική λειτουργία του κόσμου, όπου η σιωπή και το θαύμα είναι μια διαρκής παλλόμενη πραγματικότητα. Η γραφή του, όπως πάντοτε και εδώ, ασύνδετη εξωτερικά αλλά ενιαία και άρρηκτη σε μια εσωτερική θεώρηση, υπηρετεί ένα ενδότερο ρεύμα της ζωής που ενσαρκώνει το πνεύμα του θεού και που κατακλύζει τον άνθρωπο της πίστεως, ως μυστήριο και θαύμα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Η αιώνια αναζήτηση ενός γέρου να βρει ταίρι και παντρειά ανοίγει την ιστορία με το ρέοντα λόγο παραμυθιού. Και το πρώτο αυτό νήμα εμπλέκεται με ένα δεύτερο, την ιστορία του άλαλου παιδιού και της μάνας του που περιμένει το θαύμα. Τα δυο αυτά νήματα ξετυλίγουν μιαν εσωτερική γεωγραφία, ένα οδοιπορικό του Χρόνου στη Βόρεια Ελλάδα, στο νόμο Δράμας : ονομάζονται τα χωριά κι οι τοποθεσίες, ονομάζονται οι Άγιοι, οι ιδιότητες, η ιστορία τους και οι γιορτές τους, ανακαλούνται λαϊκές δοξασίες και ρητά, και ιστορικά περιστατικά βυθισμένα σε χιλιόχρονη ιστορία : το σήμερα και το χθες γίνονται το υπερβατικό παρόν της διήγησης. Μέχρι να συντελεστεί το θαύμα, που στον Πεντζίκειο έργο προβάλλει ως μια φυσική και ρέουσα πραγματικότητα που την αποδέχεται κανείς χωρίς να χρειάζεται να ερμηνεύσει κάτι.
Ο Πεντζίκης ζωγραφίζει τη βαθύτερη υπαρκτική λειτουργία του κόσμου, όπου η σιωπή και το θαύμα είναι μια διαρκής παλλόμενη πραγματικότητα. Η γραφή του, όπως πάντοτε και εδώ, ασύνδετη εξωτερικά αλλά ενιαία και άρρηκτη σε μια εσωτερική θεώρηση, υπηρετεί ένα ενδότερο ρεύμα της ζωής που ενσαρκώνει το πνεύμα του θεού και που κατακλύζει τον άνθρωπο της πίστεως, ως μυστήριο και θαύμα. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Θανάσης Βαλτινός «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60». 1990
«Αγαπητή κυρία Μίνα, ήρθα στην Αθήνα από δέκα ετών. Δούλευα και πήγαινα στο σχολείο να τελειώσω το δημοτικό. Τότε έμενα σε μια θεία του πατέρα μου και με έδερνε, δεν πέρασα καλά. Ύστερα εργάστηκα ως μαθητευόμενη γαζώτρια. Έκανα και άλλες δουλειές. Τώρα εργάζομαι σε έναν γιατρό και το βράδυ μένω μέσα, ως εσωτερική, κάνοντας και τις δουλειές του σπιτιού. Ο μισθός μου είναι πιο ικανοποιητικός εκτός ότι όλα είναι ξένα. Ο γιατρός είναι εργένης. Έχει έναν δεσμό με μια κυρία της ηλικίας του. Είναι πολύ ευγενής και καλοσυνάτος ενώ θα μπορούσε να έχει εκμεταλλευτεί τη θέση μου. Κυρία Μίνα, από έξι μήνες έχω γνωρίσει έναν νέο τριάντα ετών, εγώ είμαι είκοσι εφτά. Τίμιος άνθρωπος και έχει καλή δουλειά, υδραυλικός. Τέλος πάντων είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους. Θέλει να παντρευτούμε, αλλά εγώ δεν είμαι κορίτσι. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Και εγώ έχω καταλάβει ότι αυτός νομίζει ότι είμαι. Γιατί δεν έχει απλώσει το χέρι του απάνω μου, κυρία Μίνα. Μια φίλη μου μου λέει να ραφτώ. Ότι είμαι τυχερή που εργάζομαι στον γιατρό, να του γυρέψω να με βοηθήσει. Ντρέπομαι, κυρία Μίνα. Και εκτός αυτού τον νέο τον αγαπώ και εγώ. Πώς να του το κάνω αυτό. Και πώς να τον αγαπάω έπειτα. Εσείς τι με συμβουλεύετε;» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ζυράννα Ζατέλη «Και με το φως του λύκου επανέρχονται». 1994
Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τ’ αφήσεις σ’ έναν αγριότοπο, σε μια ερημιά απ’ όπου δεν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι…
Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. –επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα– αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.
Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.
Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπει σε έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μια μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα. (Κ.Π.)
Αντώνης Σουρούνης «Ο χορός των ρόδων». 1995
Τρεις κριτικές:
- «Πρόκειται για γεννημένο παραμυθά, που ξέρει να παίζει καλά με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της αφήγησής του, όπως οι ήρωες του βιβλίου του παίζουν τη ρουλέτα. Κρατώντας σταθερά το σπάγκο της διήγησης στο χέρι, τον αμολά ή τον τον τραβά, κι όχι μονάχα εκεί που το περιμένεις». Δ. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, εφημ. Το Βήμα
- «Ο Χορός των Ρόδων θυμίζει χολιγουντιανή περιπέτεια, από τις καλύτερες του είδους, δομημένη με σωστά μελετημένες δόσεις χιούμορ και σεξ, με προσεγμένες λεπτομέρειες και απροσδόκητα ευρήματα. Τελικώς, πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται χωρίς ανάσα από την αρχή ως το τέλος».
Δ. ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, εφημ. Τα Νέα - «Ο Αντώνης Σουρούνης γνωρίζει πολύ καλά και τη λογική του νεοέλληνα, διεισδύει ολοκληρωτικά σ’ αυτόν με τη λογοτεχνία και πετυχαίνει να ταρακουνήσει και τα λιμνάζοντα ύδατα –με τη γλώσσα– αλλά και τα εγκεφαλικά κύτταρα – με την καταπληκτική του ευχέρεια στο ρεαλιστικό παραμύθι».
ΧΡ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, εφημ. Αυγή
Ιωάννα Καρυστιάνη «Η Μικρά Αγγλία». 1998
Η ιστορία διαθέτει ναυτικό φυλλάδιο και ταξιδεύει επί μία εικοσαετία μεταφέροντας θαλασσοφαγωμένους άντρες και θαλασσοφαγωμένες γυναίκες στους μεγάλους και ασήμαντους πλόες της ζωής, από τη Σουραμπάγια στα βυσσινοχώραφα της Άνδρου, από τα τζενεραλάδικα και τα υπερωκεάνια στη χρυσαφένια αμμουδιά του Νειμποριού και στις ασκήσεις μελαγχολίας μιας παρέας κοριτσιών, από ένα ντοματοπίλαφο στο Μπουένος Άιρες στις πιστές λαρδομούνες που κρέμονται από το στόμα της Μούραινας κι από τις συμμαχικές νηοπομπές κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη Ρίβα και στο λευκό διώροφο των Σαλταφέρων με το τσιγκούνικο ταβάνι, που σαν απλωμένο τουλπάνι έσταζε τους ήχους τού απάνω σπιτιού και μαζί τους ήχους του έρωτα στο πανομοιότυπο κάτω σπίτι, είκοσι τέσσερις λεπτές κυπαρισσοσανίδες που ρήμαξαν ζωές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Έρση Σωτηροπούλου «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές». 2000
Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του αθηναϊκού καύσωνα γνωρίζουμε
ένα ένα τα πρόσωπα: τα δυο αδέλφια, τον Σιντ και τη Λία, τον νοσοκόμο Σωτήρη, την έφηβη Νίνα. Και τη Μαρία, ένα μαύρο πουλί που μιλάει.
Μέσα από τη λυσσασμένη αναζήτηση της αγάπης, τη διάψευση, την αποδοχή και την προδοσία, τα κομματάκια του παζλ παίρνουν τη θέση τους. Τα όρια σβήνουν, οι ιστορίες γίνονται μία ιστορία συγκλονιστική, ανεπανάληπτη μέσα στην καθημερινότητά της.
Ένας κόσμος αστείος και οδυνηρός, βίαιος και τρυφερός, περπατάει «ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» και χαιρετάει τον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ένα ένα τα πρόσωπα: τα δυο αδέλφια, τον Σιντ και τη Λία, τον νοσοκόμο Σωτήρη, την έφηβη Νίνα. Και τη Μαρία, ένα μαύρο πουλί που μιλάει.
Μέσα από τη λυσσασμένη αναζήτηση της αγάπης, τη διάψευση, την αποδοχή και την προδοσία, τα κομματάκια του παζλ παίρνουν τη θέση τους. Τα όρια σβήνουν, οι ιστορίες γίνονται μία ιστορία συγκλονιστική, ανεπανάληπτη μέσα στην καθημερινότητά της.
Ένας κόσμος αστείος και οδυνηρός, βίαιος και τρυφερός, περπατάει «ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» και χαιρετάει τον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Νίκος Θέμελης «Η ανατροπή». 2001
Λίγο πριν το γύρισμα του 1900, ενώ η αστική τάξη διευρύνει την ακτινοβολία της και την ισχύ της, οι αυτοκρατορίες που απλώνονται στη χερσονήσου του Αίμου μέχρι ψηλά στη Νότιο Ρωσία, αμφισβητούνται από κάθε λογής κινήματα. Κινήματα απελευθέρωσης από δυνάστες ή κατακτητές, από αλλοεθνείς ή αλλόδοξους, απ’ οτιδήποτε κρατάει τον κόσμο δεμένο στο χθες, στο τέλμα, στην υποταγή, πνίγει τις ικανότητές του και κάθε φωνή για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Στον κόσμο αυτό, μια γυναίκα αποφασίζει το δικό της μακρύ δρόμο για μια ζωή που θέλει η ίδια να ορίζει με τα αισθήματά της, τις ιδέες της και τις επιλογές της. Μια ζωή που η μία ανατροπή διαδέχεται την άλλη, μαζί με τις ανατροπές που παρασέρνουν έθνη και κοινωνίες. Μια ζωή που υφαίνεται μέσα από τις σχέσεις της με πέντε άνδρες. Πέντε άνδρες είδωλα μιας άλλης εποχής, κάποιοι μπορεί να υπάρχουν και σήμερα ακόμη.
Βασίλης Αλεξάκης «Οι ξένες λέξεις». 2004
Γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο Βήμα: «Ήμουν τότε μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων κι είχα την τύχη να εκφωνήσω τον έπαινο του βραβευμένου κατά την τελετή της απονομής στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής. «Με το μυθιστόρημα “Οι ξένες λέξεις”, ο έλληνας συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης, που γράφει στα ελληνικά και στα γαλλικά, πηγαίνει, πέρα από αυτές τις δύο γλώσσες, σε μια τρίτη, άγνωστη, αθώα, σχεδόν νηπιακή γλώσσα, τα αφρικανικά σάνγκο, για να της δώσει χαρακτήρα μυθιστορηματικού ήρωα ή καλύτερα χαρακτήρα μυθιστορηματικής ηρωίδας, καθώς “η γλώσσα” είναι γένους θηλυκού. Τα σάνγκο του Αλεξάκη είναι κι αυτά μια πατρίδα, ένα ταξίδι επιστροφής στην αθωότητα των πρώτων γραμμάτων, των πρώτων συλλαβών, των πρώτων συμβόλων».»
Αθηνά Κακούρη «Θέκλη». 2006
Το μυθιστόρημα αυτό μας μεταφέρει σε μια στιγμή μεγάλης προσπάθειας, αγαλλίασης και πένθους, στα χρόνια του 1912 και του 1913. Οι βαλκανικοί πόλεμοι έρχονται αιφνιδιαστικά να απαιτήσουν φοβερές θυσίες απ’ όλους. Είναι οι ώρες που ο κοινωνικός ιστός διαλύεται ξεσκεπάζοντας ανελέητα κάθε αδυναμία. Οι ώρες των ανέμων που σμπαραλιάζουν τις άθλιες -και τόσο ανθρώπινες- απόπειρες των ατόμων να σχηματίσουν γύρω τους νησίδα ασφαλείας, ενόσω πάλι άλλοι μαγεύονται από ψυχικές αρετές κι από ικανότητες που ανακαλύπτουν ξαφνικά στον εαυτό τους. Όταν οι ισχυροί σπαράζουν από αγιάτρευτους καημούς. Κι όταν, μέσα στη γενική αναταραχή, ο έρωτας δείχνει τη δύναμή του, καταστροφέας, θριαμβευτής και ζωοδότης.
Παρασυρμένη στη δίνη της γενικής αναταραχής, μια νεαρή γυναίκα περνά από την ευτυχία της απροβλημάτιστης αφέλειας στην οδυνηρή ευδαιμονία της αυτογνωσίας. […]
Παρασυρμένη στη δίνη της γενικής αναταραχής, μια νεαρή γυναίκα περνά από την ευτυχία της απροβλημάτιστης αφέλειας στην οδυνηρή ευδαιμονία της αυτογνωσίας. […]
Θωμάς Κοροβίνης, «Ο γύρος του θανάτου». 2011
Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη O γύρος του θανάτου είναι ένα δυναμικό δραματικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου». Μέσα από τις χειμαρρώδεις, υποβλητικές αφηγήσεις εννέα χαρακτηριστικών προσώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με τα βιώματα, το χαρακτήρα και το ρόλο που διαδραματίζουν, η αφηγηματική δράση παρακολουθεί το σκηνικό που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι συγκλονιστικές, ωμές καταθέσεις των αφηγητών σκιαγραφούν την ψυχολογία των ανθρώπων και συσχετιζόμενες συνθέτουν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής ενώ παράλληλα ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον κεντρικό ήρωα φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη. (Από την παρουσίαση του εκδότη)
Γιώργος Συμπάρδης, «Υπόσχεση γάμου». 2012
Ένας σαρανταδυάχρονος άντρας και τέσσερις γυναίκες στην ίδια περίπου με εκείνον ηλικία: Ο Ζαχαρίας που πολύ αγαπάει τις γυναίκες και αναζητάει την κατάλληλη για να παντρευτεί και γύρω του η Αλέκα, η Όλγα, η Βιβή και η Ματίνα. Με τις δύο απ’ αυτές φλερτάρει, με την τρίτη συνδέεται, με την τέταρτη έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές.
Σε δεύτερο πλάνο ο μικρόκοσμός τους: Οι σύζυγοι και τα παιδιά της Αλέκας και της Όλγας, δυο γέροι άντρες που γραπώνονται από τον νεότερο Ζαχαρία κι η οικογένεια κι οι παράλληλοι έρωτες της Βιβής.
Τόπος η Αθήνα και οι νότιες συνοικίες της. Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Φάληρο.
Χρόνος το σήμερα και έξι μήνες από τη ζωή και τα ασήμαντα και σημαντικά πάθη καθημερινών ανθρώπων.
Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.
Σε δεύτερο πλάνο ο μικρόκοσμός τους: Οι σύζυγοι και τα παιδιά της Αλέκας και της Όλγας, δυο γέροι άντρες που γραπώνονται από τον νεότερο Ζαχαρία κι η οικογένεια κι οι παράλληλοι έρωτες της Βιβής.
Τόπος η Αθήνα και οι νότιες συνοικίες της. Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Φάληρο.
Χρόνος το σήμερα και έξι μήνες από τη ζωή και τα ασήμαντα και σημαντικά πάθη καθημερινών ανθρώπων.
Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.
Χρήστος Χωμενίδης, «Νίκη». 2015
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που βρέφος εβδομήντα ημερών το συνέλαβαν και το έστειλαν εξορία στις Κυκλάδες. Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που -στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου- η οικογένεια του κόπηκε στα δύο, όμως εκείνο δεν έπαψε στιγμή να αγαπάει κανέναν τους. Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που -όταν γεννήθηκε- ο πατέρας του ήταν «ο ηρωικός αρχηγός των εργατών» και -όταν μεγάλωσε- έγινε «ο προδότης της εργατικής τάξης». Κι ας μην είχε προδώσει τίποτα από ό,τι πίστευε.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανομία. Κλεισμένο σε ένα σπίτι, με ψεύτικο όνομα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες. Γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν.
Κι όταν επέστρεψε στην ελευθερία, το κορίτσι εκείνο ερωτεύτηκε παράφορα, κόντρα στη θέληση και στην ανοχή της οικογένειάς του.
Το κορίτσι λεγόταν Νίκη. Και ήταν η μάνα μου. (Αυτό όμως έχει τη λιγότερη σημασία.)
Η ζωή της Νίκης είναι η ζωή όλων των παιδιών που έρχονται στον κόσμο με ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται, ούτε όμως το αφήνουν να τα λυγίσει.
Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
http://mikropragmata.lifo.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανομία. Κλεισμένο σε ένα σπίτι, με ψεύτικο όνομα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες. Γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν.
Κι όταν επέστρεψε στην ελευθερία, το κορίτσι εκείνο ερωτεύτηκε παράφορα, κόντρα στη θέληση και στην ανοχή της οικογένειάς του.
Το κορίτσι λεγόταν Νίκη. Και ήταν η μάνα μου. (Αυτό όμως έχει τη λιγότερη σημασία.)
Η ζωή της Νίκης είναι η ζωή όλων των παιδιών που έρχονται στον κόσμο με ένα βαρύ φορτίο στους ώμους, δεν το απαρνιούνται, ούτε όμως το αφήνουν να τα λυγίσει.
Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
http://mikropragmata.lifo.gr
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.