Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ
Η Γενιά του Τριάντα δημιούργησε μέσα σε ένα πνευματικό κλίμα που το χαρακτηρίζει από τη μια η ανανέωση της ποίησης και από την άλλη οι αναζητήσεις στο χώρο της πεζογραφίας. Τα ρεύματα του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού επηρεάζουν τους λογοτέχνες της περιόδου, ενώ κάποιοι πεζογράφοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το ρεαλισμό. Οι ποιητές υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο και οι πεζογράφοι εγκαταλείπουν το διήγημα και καλλιεργούν το μυθιστόρημα. Μεγάλοι ποιητές της περιόδου αναδείχθηκαν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος κ.ά., ενώ σπουδαίοι πεζογράφοι ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς, ο Πολίτης, ο Καραγάτσης, ο Τερζάκης.
Εισαγωγικά
Ο όρος «Γενιά του Τριάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα των νεοτεριστών ποιητών και μυθιστοριογράφων που συνεργάστηκαν στην έκδοση του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-1944). Οι λογοτέχνες που εντάσσονται στη γενιά αυτή εμφανίζονται στα γράμματα από το 1928 έως το 1935 περίπου. Είναι οι πρώτοι στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που εμφανίζονται με κοινούς στόχους. Το 1929, ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, κυκλοφόρησε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο Το Ελεύθερο πνεύμα και συγγραφέα του το Γιώργο Θεοτοκά, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ορέστης Διγενής». Με το έργο αυτό, το οποίο σύντομα απετέλεσε ένα είδος μανιφέστου, ο νεαρός Θεοτοκάς εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη του, απέτυχε η ελληνική λογοτεχνία και ειδικότερα η πεζογραφία της προηγούμενης πεντηκονταετίας· ο «επαρχιωτισμός» που τη χαρακτήριζε και η έλλειψη επαφής με την Ευρώπη ήταν κάποιοι από αυτούς. Ο Θεοτοκάς κατέθεσε μια νέα πρόταση προσέγγισης των προβλημάτων της εποχής εκφράζοντας τις απόψεις των περισσοτέρων για την τέχνη και τα ιδεολογικά ζητήματα.
Η ανανέωση
Οι λογοτέχνες της Γενιάς του Τριάντα δηλώνουν ευθύς εξαρχής και με κάθε τρόπο, μέσα από τα κείμενά τους, την έντονη διαφοροποίησή τους από τους λογοτέχνες που προηγήθηκαν καθώς και την πεποίθηση πως φέρνουν κάτι καινούριο στο χώρο της λογοτεχνίας. Μάλιστα η λέξη νέο παρουσιάζεται πολύ συχνά στους τίτλους άρθρων και των λογοτεχνικών περιοδικών, δίνοντας το στίγμα αυτής της γενιάς, ενώ γύρω από τους ποιητές και τους πεζογράφους υπάρχουν και αρκετοί κριτικοί της λογοτεχνίας που υποστηρίζουν και προβάλλουν τον ανανεωτικό χαρακτήρα που έχουν τα κείμενα των συγκεκριμένων δημιουργών.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, δηλαδή στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν εξαιρετικά ρευστή. Τη Μικρασιατική Καταστροφή έχει ακολουθήσει μεγάλη πολιτική αστάθεια που κατέληξε το 1936 στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, ενώ και στην Ευρώπη είχαν επικρατήσει φασιστικά καθεστώτα. Η λογοκρισία που επιβλήθηκε από το καθεστώς στις νέες εκδόσεις και στον τύπο επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, τους λογοτέχνες και ανέκοψε ως ένα βαθμό την ελεύθερη έκφρασή τους.
O μοντερνισμός εμφανίστηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αισθητικές αξίες και επηρεάζοντας όλες τις μορφές της τέχνης με εκπροσώπους στην ποίηση το Γάλλο Αρθούρο Ρεμπώ (Arthur Rimbaud), το Βρεταννό Θ.Σ. Έλιοτ (T.S. Eliot), τον Αμερικανό Έζρα Πάουντ (Ezra Pound) και τον Ιρλανδό Γέητς (W.B. Yeats) και στην πεζογραφία το Γάλλο Αντρέ Ζιντ (André Gide), την Αγγλίδα Βιρτζίνια Γουλφ (Wirginia Woolf) και το διάσημο για το έργο τουΟδυσσέας (Ulysses) Ιρλανδό Τζέημς Τζόις (James Joyce). Τα βασικά χαρακτηριστικά του μοντερνισμού είναι κυρίως η κατάργηση της παραδοσιακής μορφής, της ομοιοκαταληξίας και του μέτρου, οι πρωτότυποι συνδυασμοί λέξεων, η υπαινικτική χρήση της γλώσσας.
Παράλληλα ζητήματα, όπως η ελληνικότητα, η υιοθέτηση των μεγάλων κινημάτων στην τέχνη, κυρίως του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού, η σχέση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με την ευρωπαϊκή, αποτέλεσαν αντικείμενα συζητήσεων και συχνά σφοδρών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους λογοτέχνες.
Ο υπερρεαλισμός υπήρξε μεγάλο πρωτοποριακό κίνημα που δεν περιορίστηκε στη λογοτεχνία αλλά αναπτύχθηκε σε όλες τις τέχνες. Εμφανίστηκε το 1924 στη Γαλλία με αρχηγό τον Αντρέ Μπρετόν (André Breton) και εκπροσώπους τους ποιητές Πωλ Ελυάρ (Paul Éluard), Λουί Αραγκόν (Louis Aragon) κ.ά., τους ζωγράφους Max Ernst, Salvador Dali κ.ά. Οι υπερρεαλιστές επηρεάζονται από την ψυχανάλυση και χρησιμοποιούν τα διδάγματα του συμβολισμού. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξεφεύγει από την καθημερινή πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο. Στη λογοτεχνία οι υπερρεαλιστές καλλιέργησαν κυρίως την ποίηση με απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και στη στιχουργική.
Στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός υιοθετήθηκε από σημαντικούς ποιητές όπως ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος αλλά και ο Ελύτης στις πρώτες του ειδικά συλλογές. Ορθόδοξοι, ωστόσο, υπερρεαλιστές ήταν μόνο ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος.
Ο Άγγελος Τερζάκης δίνει το στίγμα και τις ανησυχίες της δικής του γενιάς στο δοκίμιο «Μεσοπολεμικές μορφές» (Το Βήμα, 17-7-1958):
«Όσοι αργότερα μας κατηγόρησαν, με αρκετή θαρρώ επιπολαιότητα, γιατί δεν κλειστήκαμε επίμονα, στενά, στον εθνικό μας χώρο, πέφτουν σ' ένα λάθος προοπτικής: Κρίνουν με μέτρα μεταγενέστερα κι από σκοπιά αλλοιωμένη. Η επικοινωνία με το πνεύμα του αιώνα, η διεύρυνση των εσωτερικών οριζόντων, ήταν αναγκαία για να μην πεθάνουμε από ασφυξία σε μια στιγμή ιστορικά —κοσμοϊστορικά— κρίσιμη. Μια Ελλάδα φανατικά αυτοφυλακισμένη, θα ήταν μια Ελλάδα σε λίγο αιφνιδιασμένη, ανίκανη πια να συμβαδίσει με την Ιστορία του κόσμου, την τόσο ορμητική».
Είναι φανερό πως τους νέους λογοτέχνες δεν ικανοποιούσε η υιοθέτηση της παράδοσης, που είχε δημιουργηθεί από τους προηγούμενους και αναζητούσαν δρόμους οι οποίοι θα άνοιγαν καινούριους ορίζοντες τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία. Έτσι στο χώρο της ποίησης εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές στιχουργικές φόρμες και περνούν στον ελεύθερο στίχο. Από την άλλη πλευρά, στην πεζογραφία, εγκαταλείπουν το διήγημα και στρέφονται στην καλλιέργεια ενός πιο σύνθετου είδους, όπως είναι το μυθιστόρημα. Το ρεύμα του μοντερνισμού επιδρά σε ποιητές και πεζογράφους, αν και αρκετοί από τους δεύτερους παραμένουν πιστοί στο ρεαλισμό. Ο υπερρεαλισμός πάλι ασκεί αποφασιστική επίδραση στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης αυτή την εποχή.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς, ωστόσο, είναι η προσπάθεια να ενσωματωθούν στα αμιγώς πρωτοποριακά και στοιχεία από την ελληνική παράδοση. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσονται ο δημοτικισμός της Γενιάς του Τριάντα καθώς και η προσέγγισή της στα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη.
Α. Η ποίηση
Γιώργος Σεφέρης
Από τους σημαντικότερους ποιητές της Γενιάς του Τριάντα είναι ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971). Ο ποιητής (Γεώργιος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά το 1914 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από τα δεκαοκτώ του χρόνια, οπότε έφυγε για να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, ο Σεφέρης ως διπλωμάτης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Ελλάδα.
Στα ελληνικά γράμματα ο Σεφέρης εμφανίζεται το 1931 με τη συλλογή Στροφή. Αν και στα ποιήματα της συλλογής αυτής επιβιώνουν οι παραδοσιακοί στιχουργικοί τρόποι, όπως η ομοιοκαταληξία και το μέτρο, γίνεται φανερή μια διαφοροποίηση του ποιητή από την ποίηση της γενιάς του 1920. Στα ποιήματα αυτά διακρίνεται η επίδραση που δέχτηκε ο ποιητής από τον Πωλ Βαλερύ (Paul Valéry), έναν από τους σημαντικότερους Γάλλους εκπροσώπους της καθαρής ποίησης, του συμβολισμού στην πιο καθαρή του μορφή. Η πυκνότητα και η αμφισημία, που, σύμφωνα με τους κριτικούς, δημιουργούν την εντύπωση μιας ποίησης «σκοτεινής και δύσκολης», χαρακτηρίζουν αυτά τα κείμενα και παράλληλα αποτελούν ένα καινούριο στοιχείο για την ελληνική ποίηση αυτή την εποχή. Στο ίδιο πλαίσιο θα κινηθεί και η επόμενη συλλογή με τον τίτλο Στέρνα (1932). Στα δύο αυτά ποιητικά έργα του ο Σεφέρης δείχνει ότι έχει κατακτήσει τους παραδοσιακούς τρόπους και ετοιμάζεται να περάσει στο επόμενο στάδιο που είναι ο ελεύθερος στίχος.
Τα θέματα που θα τον απασχολήσουν στη συνέχεια στην ποιητική του δημιουργία είναι ήδη φανερά. Ένα από αυτά είναι ο έρωτας που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. Ένα δεύτερο είναι η ελληνική ιστορική παράδοση, που αποτελεί, για το Σεφέρη, βασικό στοιχείο της ελληνικότητας. Η αξιοποίηση των τοπικών παραδόσεων και του ιστορικού παρελθόντος ενός λαού αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του κινήματος του μοντερνισμού ο οποίος μέσα στο διεθνές και το κοσμοπολιτικό στοιχείο εντάσσει και το διαφορετικό: αυτό που περιλαμβάνουν οι τοπικές παραδόσεις των χωρών. Έτσι, με τη συλλογή Μυθιστόρημα, ο Σεφέρης το 1935 περνά στον ελεύθερο στίχο και συγχρόνως δείχνει να επηρεάζεται εντονότερα από τον μοντερνισμό και ειδικότερα από την ποίηση του Έλιοτ. Δεν είναι τυχαίο ότι την επόμενη χρονιά μετέφρασε στα ελληνικά την Έρημη χώρα του Βρετανού ποιητή. Από τη μουσική υποβλητικότητα της καθαρής ποίησης του Βαλερύ ο Σεφέρης στρέφεται στα αντιλυρικά στοιχεία του μοντερνισμού του Έλιοτ. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί στη νέα του συλλογή αντλούνται από το συνηθισμένο, καθημερινό λεξιλόγιο και το ύφος του θυμίζει έντονα τον προφορικό λόγο.
Θα ακολουθήσουν οι συλλογές Ημερολόγιο Καταστρώματος Α′(1940) και τον ίδιο χρόνο το Τετράδιο Γυμνασμάτων, στο οποίο συγκεντρώνει ποιήματα που δεν είχε εντάξει στις προηγούμενες συλλογές. Ο απαισιόδοξος τόνος, η μελαγχολική διάθεση την οποία κάποιοι μελετητές ονόμασαν καημό και η συσχέτιση του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος με το παρόν του Ελληνισμού παραμένουν τα σταθερά σημεία αναφοράς και στις επόμενες συλλογές. Ξεχωρίζει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, όπου ο ποιητής εμπνέεται από την Κύπρο.
Για το Γιώργο Σεφέρη σταθερή φροντίδα υπήρξε η σπουδή της γλώσσας. Οι Δοκιμές του (1944) είναι γεμάτες από αναφορές σε θέματα γλώσσας, ενώ οι μεταφράσεις του διακρίνονται για το σεβασμό στην αξία της γλώσσας και την αγάπη του σε αυτήν. «Για κοιτάξετε», γράφει το 1941 στις «Σημειώσεις για μια ομιλία σε παιδιά», «πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Ο Σεφέρης μεταφράστηκε νωρίς και τα έργα του κυκλοφορούν από χρόνια σε όλες τις «μείζονες» γλώσσες του κόσμου. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε, το 1963, με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 μετατράπηκε στην πρώτη μαζική εκδήλωση κατά της δικτατορίας.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Το 1935, χρονιά που κυκλοφόρησε το Μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη, εκδόθηκε και η Υψικάμινοςτου Ανδρέα Εμπειρίκου σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) γεννήθηκε στην Μπράιλα της Ρουμανίας και έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία, όπου γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και εντάχθηκε στους κύκλους των υπερρεαλιστών, ενώ παράλληλα εκπαιδευόταν προκειμένου να αποκτήσει την ιδιότητα του ψυχαναλυτή. Όταν εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το έργο του Εμπειρίκου ξένισε την κριτική. Ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής που ανέτρεπε τη λογική αλληλουχία των νοημάτων, η χρήση των ελεύθερων συνειρμών και η πίστη στο ασυνείδητο αποτελούσαν πρωτοφανέρωτα πράγματα για εκείνη την εποχή.
Ο ποιητής παρέμεινε πιστός στον υπερρεαλισμό και στην επόμενη συλλογή του Ενδοχώρα (1945), όπου δείχνει να μην έχει επηρεαστεί από τις δραματικές εξελίξεις και τις φοβερές συνέπειες του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου για όλη την ανθρωπότητα. Η συλλογή του αυτή αποτελεί ένα ταξίδι στο εσωτερικό του ανθρώπου, στο χώρο του ασυνειδήτου, που αποτελεί βασικό στοιχείο στην ψυχανάλυση. Σε αντίθεση με τους άλλους ποιητές της γενιάς του, ο Εμπειρίκος χρησιμοποίησε μια γλώσσα με λόγια στοιχεία διαμορφώνοντας έτσι έναν ιδιαίτερο ποιητικό τόνο. Ο υπερρεαλισμός στην περίπτωσή του έδρασε απελευθερωτικά τόσο στο χώρο της έκφρασης, όσο και στη δυνατότητα που του έδωσε να ξεπεράσει την απαισιοδοξία που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Νίκος Εγγονόπουλος
Φίλος του Εμπειρίκου και συνεπής υπερρεαλιστής ήταν ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985). Εμφανίστηκε στην ποίηση με τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), στην οποία και εκείνος διανθίζει το γλωσσικό του όργανο με πολλά λόγια στοιχεία. Ο Εγγονόπουλος, που και ως ζωγράφος παρέμεινε σε όλη του τη ζωή πιστός στον υπερρεαλισμό, άσκησε μέσα από το έργο του κριτική στην αστική τάξη και τον τρόπο της ζωής της. Στη διάρκεια της Κατοχής έγραψε το πολύστιχο ποίημα Μπολιβάρ (1944), στο οποίο συνδέει τον ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσο με το Νοτιοαμερικανό επαναστάτη του 19ου αι. Μπολιβάρ. Με τον τρόπο αυτό, ο ποιητής-ζωγράφος καταφέρνει να δώσει ένα οικουμενικό χρώμα στο έργο, αξιοποιώντας τη βασική αρχή του υπερρεαλισμού που επιδίωκε την ελευθερία σε παγκόσμιο επίπεδο, και παράλληλα να δείξει την ευαισθησία του για όσα τραγικά συνέβαιναν γύρω του τα χρόνια εκείνα.
Οδυσσέας Ελύτης
Ο υπερρεαλισμός απελευθερώνει, στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας, και τον Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996). Ο ποιητής (Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, είχε όμως καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Μαθητής ακόμα εκδηλώνει τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Στα δεκάξι του διαβάζει ελληνικά και γαλλικά βιβλία και γνωρίζει την ποίηση του Καβάφη. Το 1929 είναι η χρονιά που πραγματοποιείται η μεγάλη του στροφή στην ποίηση. Διαβάζει Ελυάρ και Λόρκα και ανακαλύπτει τον υπερρεαλισμό. Το 1934 γράφει τα Πρώτα ποιήματα που αργότερα θα παρουσιαστούν στους Προσανατολισμούς (1939). Την επόμενη χρονιά, το 1935, θα γνωρίσει τον Ανδρέα Εμπειρίκο και θα ταξιδέψουν μαζί στη Μυτιλήνη. Εκεί θα ανακαλύψει τη ζωγραφική του Θεόφιλου, από την οποία θα επηρεαστεί ιδιαίτερα. Την ίδια χρονιά μέσω του ποιητή Σαραντάρη συναντά τους Σεφέρη, Κατσίμπαλη, Θεοτοκά και Καραντώνη που εκδίδουν το περιοδικό Νέα Γράμματα. Στο 11ο τεύχος του περιοδικού αυτού, που, όπως είδαμε, φιλοξένησε στις σελίδες του τους περισσότερους λογοτέχνες της Γενιάς του '30, θα δημοσιεύσει μια σειρά ποιημάτων με το ψευδώνυμο «Ελύτης».
Από το 1935 ως το 1940 ο Οδυσσέας Ελύτης δημοσίευσε κείμενα που ανακινούσαν το ζήτημα του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ζήτημα που είχε προκύψει με την «Υψικάμινο» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η ιδιαιτερότητα της ποιητικής του φωνής θα επιβεβαιωθεί με την έκδοση της συλλογής Ήλιος ο πρώτος (1943). Ενώ ο Γιώργος Σεφέρης ανανεώνει την ελληνική ποίηση επηρεασμένος από το συμβολισμό, ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει έχοντας αφομοιώσει τα πιο ουσιώδη στοιχεία του υπερρεαλισμού.
Ο ποιητής, που υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το 1945 δημοσίευσε στο περιοδικό Τετράδιο το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο νεκρός ήρωας ανασταίνεται μέσα στην ανοιξιάτικη ελληνική φύση. Ο πόλεμος συγκλονίζει τον ποιητή, ο οποίος μεταφέρει την ποίησή του περισσότερο από το εγώ στο εμείς και ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για το ελληνικό ιστορικό παρελθόν.
Το έργο όμως που απασχόλησε περισσότερο την ελληνική αλλά και την ξένη κριτική, ένα έργο που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό με τη βοήθεια της μελοποίησης αποσπασμάτων του από το Μίκη Θεοδωράκη, είναι αναμφίβολα το Άξιόν εστι (1959). Το σημαντικότερο γνώρισμα του Άξιόν εστι είναι η μελετημένη αρχιτεκτονική που διακρίνει τα τρία μέρη του έργου (Η Γένεσις –Τα Πάθη – Το Δοξαστικόν), όπου αφθονούν εκφραστικοί τρόποι από την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και γίνεται φανερή η σύνδεση του ιστορικού παρελθόντος του ελληνισμού με το παρόν. Με το έργο αυτό, στο οποίο ο ποιητής κατορθώνει να εκφράσει ποιητικά τα πιο γόνιμα στοιχεία της νεοελληνικής μας παράδοσης αρχίζει η ώριμη περίοδος στην ποίηση του Ελύτη.
Στη συνέχεια ο ποιητής δημοσίευσε μικρότερες ποιητικές συλλογές (Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, Τα Ετεροθαλή, Ο μικρόςΝαυτίλος, Ιδιωτική Οδός, Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας). Οι μεταφράσεις του ξένων ποιητών (Ρεμπώ, Ελυάρ, Μαγιακόφσκι κ.ά.) συγκεντρώθηκαν σε τόμο με τίτλο Δεύτερη γραφή (1971) και τα πεζά του δοκίμια στον τόμο Ανοιχτά χαρτιά (1971) και Εν λευκώ (1992). Εδώ περιέχονται οι μελέτες του για τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, το Θεόφιλο κ.ά.
Η αναγνώριση του Ελύτη σε διεθνές επίπεδο έγινε το Δεκέμβριο του 1979, όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Γιάννης Ρίτσος
Σε ένα διαφορετικό ιδεολογικό κλίμα από τους προηγούμενους κινείται ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) που γεννήθηκε στη Μονεμβασιά και πέρασε δύσκολα τα εφηβικά και νεανικά του χρόνια εξαιτίας των θανάτων του πατέρα και της αδελφής του, της φυματίωσης από την οποία υπέφερε, και της φτώχειας. Πολύ νωρίς εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα, βρίσκοντας στο μαρξισμό ένα στήριγμα και μια ελπίδα. Κατά τα άλλα, στις πρώτες ποιητικές συλλογές είναι φανερές οι επιδράσεις του Καρυωτάκη αλλά και του Βάρναλη, με τον οποίο συγγένευε ιδεολογικά.
Στην αρχή οι κριτικοί τον αντιμετώπισαν με επιφύλαξη, και τον κατηγόρησαν για ευκολία και καρυωτακισμό, αν και ο Παλαμάς τον υποδέχθηκε με ενθουσιασμό.
Το 1936, κρυφά από τη λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας, κυκλοφόρησε το πολύστιχο ποίημά του Επιτάφιος. Στο ποίημα αυτό κυριαρχεί ο θρήνος της μάνας ενός καπνεργάτη που σκοτώθηκε από την αστυνομία σε μια διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη την ίδια χρονιά. Αποκαλύπτεται επίσης η προσήλωση του ποιητή σε θέματα με πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Εμφανή είναι τα στοιχεία από τη θρησκευτική παράδοση που παραπέμπουν στο θρήνο μιας άλλης μάνας, της Παναγίας. Η φύση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ποίημα, όπως και στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη. Ο στίχος είναι ο παραδοσιακός δεκαπεντασύλλαβος, ο στίχος του δημοτικού τραγουδιού. Ο Ρίτσος όμως έχει ήδη αρχίσει να γράφει και τα πρώτα ποιήματά του σε ελεύθερο στίχο.
Τα επόμενα χρόνια ο Ρίτσος συνεχίζει να γράφει, ενώ αναπτύσσει παράλληλα έντονη πολιτική δράση για την οποία εξορίζεται. Ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά έργα του είναι η Ρωμιοσύνη, που δημοσιεύτηκε το 1954. Εδώ ο ποιητής παρουσιάζει την τραυματική εμπειρία του πολέμου, συνδέοντάς την με την παράδοση του ελληνισμού, όπως έκαναν και οι άλλοι ποιητές της γενιάς του. Μόνο που αυτή η παράδοση δεν είναι η ιστορία ή τα κείμενα, αλλά η λαϊκή παράδοση. Σε αυτή την παράδοση χωρούν οι απλοί άνθρωποι του λαού πλάι στο Μεγαλέξανδρο, τον παππού, τους αντάρτες της Αντίστασης και τους Ακρίτες του Βυζαντίου. Ανάμεσά τους η Κυρά των Αμπελιών, που αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την Παναγία, την απλή χωριατοπούλα ή και την Πατρίδα.
Και στα ποιήματα που θα ακολουθήσουν, ο Ρίτσος θα παραμείνει ένας πολιτικός ή κοινωνικός ποιητής, ο οποίος πάντα θα ελπίζει πως θα δημιουργηθεί ένας καλύτερος κόσμος. Στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας θα εξοριστεί και πάλι· καρπός αυτών των δύσκολων ημερών είναι τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973).
Νικηφόρος Βρεττάκος
Φανερή είναι η επίδραση του Καρυωτάκη και στο Νικηφόρο Βρεττάκο (1911-1991). Ο ποιητής, γεννημένος κοντά στη Σπάρτη, εμφανίζεται το 1929 και μέχρι το 1937 μένει πιστός στο κλίμα του «καρυωτακισμού». Με τις δύο όμως εκτενείς ποιητικές συνθέσεις του, την Επιστολή του Κύκνου (1937) και το Ταξίδι του Αρχάγγελου (1938), οι μελετητές διαπιστώνουν την αλλαγή στην ποιητική ατμόσφαιρα και τα εκφραστικά μέσα. Ο Βρεττάκος βαθμιαία ωριμάζοντας δημιουργεί μια ποίηση με λυρική διάθεση και αισιοδοξία που εμπνέεται από τη χριστιανική αγάπη (την ονόμασαν «νεοχριστιανική»). Η φύση και οι μνήμες της παιδικής του ηλικίας αποτελούν τα βασικά θέματα του ποιητικού του έργου, ενώ τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και η ελπίδα το κάνουν να ξεχωρίζει από εκείνο των συγχρόνων του. Συλλογές του: Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949), Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) κ.ά.
Γιώργος Σαραντάρης
Μια διαφορετική, ιδιότυπη και ιδιαίτερα σημαντική περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα αποτελεί ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941), ποιητής σπάνιας ευαισθησίας που έζησε αρκετά χρόνια στην Ιταλία και πέθανε από τις κακουχίες που υπέστη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, λίγο μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Ο Σαραντάρης είχε ευρεία μόρφωση και πολλοί μελετητές διακρίνουν στην ποίησή του γαλλικές και ιταλικές επιδράσεις ποιητών ή φιλοσόφων. Πέθανε μόλις 32 ετών χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του.
Νίκος Γκάτσος
Στους υπερρεαλιστές Έλληνες θα συγκαταλεγεί στη συνέχει ο Νίκος Γκάτσος (1915-1992), γνωστός περισσότερο από την (μοναδική) ποιητική του σύνθεση Αμοργός (1943) που αποτελείται από επτά κείμενα διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το θέμα και τη μορφή. Ο Γκάτσος είναι επηρεασμένος από τον Ισπανό ποιητή Γκαρθία Λόρκα (Garcia Lorca), του οποίου το έργο μετέφρασε ο ίδιος. Ο Οδυσσέας Ελύτης, που μετέφρασε επίσης το Λόρκα (στο περιοδικό Νέα Γράμματα), τον θεωρούσε ως το σημαντικότερο ποιητή της σύγχρονης Ευρώπης. Σε αντιστοιχία με τον Ισπανό ποιητή, ο Γκάτσος συνδυάζει στην Αμοργό τον υπερρεαλισμό με παραδοσιακές μορφές του νεοελληνικού λόγου, όπως το δημοτικό τραγούδι. Ο Γκάτσος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό ως ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς.
Β. Η πεζογραφία
Εισαγωγικά
Λέγοντας μεταπολεμική πεζογραφία, εννοούμε εκείνη που γράφεται μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος αποτελεί μια μεγάλη τομή στην ιστορία. Μετά τον πόλεμο ο κόσμος μοιάζει παράλογος και στην καρδιά των ανθρώπων έχουν εγκατασταθεί η αγωνία και η αβεβαιότητα. Oι Ευρωπαίοι θέλησαν να χτίσουν έναν καινούριο κόσμο, στηριγμένο σε νέες βάσεις τόσο στο πολιτικό όσο και στο πολιτισμικό επίπεδο. Στο κέντρο των συζητήσεων θα βρίσκεται αμέσως μετά τον πόλεμο και περίπου μέχρι το 1960 το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού, που επηρέασε διάφορους τομείς της ζωής και βέβαια τη λογοτεχνία, η οποία δέχτηκε ανάλογες επιδράσεις από το σουρρεαλισμό (υπερρεαλισμό) και γενικά από τις σχολές εκείνες που βλέπουν το έργο τέχνης σαν ελεύθερη έκφραση της ανθρώπινης πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα στην Ευρώπη στρέφεται την περίοδο αυτή προς την ιστορία και τη μυθοπλασία. Βασίζεται στα γεγονότα της ιστορίας και φαίνεται ότι ξαναγυρίζει στην παραδοσιακή του μορφή.
Για την Ελλάδα, ο πόλεμος που άρχισε στις 28-10-1940 κλείνει τον Απρίλιο του '41, που αρχίζει η Κατοχή. Η φοβερή αυτή περίοδος θα τελειώσει για την Αθήνα στις 12-10-1944, με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, για τη Θεσσαλονίκη στο τέλος Oκτωβρίου και για τα Χανιά το Μάιο του 1945, όταν αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Oι συγγραφείς αντλούν το υλικό τους από τις οδυνηρές εμπειρίες του πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης και στη συνέχεια από τα μετεμφυλιακά χρόνια και τα γεγονότα που οι συνέπειές τους φτάνουν έως τις μέρες μας. Η ιστορία αποτελεί το κύριο υλικό για πολυάριθμα ελληνικά μυθιστορήματα.
Στην περίοδο του μεταπολέμου το μυθιστόρημα, και μάλιστα το ιστορικό, θα προβάλει τις ανάγκες αλλά και τις προσδοκίες της εποχής κατά την οποία γράφεται. Θα προσπαθήσει δηλαδή να ερμηνεύσει το σύγχρονο παρόν μέσα από το ιστορικό παρελθόν. Στην περίοδο αυτή γράφει τα μυθιστορήματά του ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957). Εδώ ανήκουν επίσης τα έργα της Μέλπως Αξιώτη και των εκπροσώπων της σχολής της Θεσσαλονίκης. Oι συγγραφείς αυτοί, αν και κατατάσσονται ηλικιακά στη γενιά του '30, είναι νεοτεριστές και το πνεύμα που διέπει τα έργα τους είναι καθαρά μεταπολεμικό (γι' αυτό και το έργο του Καζαντζάκη εξετάζεται σε αυτό το κεφάλαιο). Τα μυθιστορήματα της περιόδου ανάμεσα στο 1939 και στο 1945, προσιτά στο ευρύ κοινό, καθιερώθηκαν και εγκαινίασαν μια λαμπρή περίοδο για το ελληνικό μυθιστόρημα.
Νίκος Καζαντζάκης
Κανείς όμως από τους συγγραφείς αυτής της περιόδου δε γνώρισε τη διεθνή επιτυχία που είχε το έργο του Kρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), του οποίου τα μυθιστορήματα διαβάστηκαν πολύ και μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες (κυρίως το μυθιστόρημά του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που ολοκληρώθηκε στην Κατοχή και δημοσιεύτηκε στα 1946, όταν ο συγγραφέας ήταν ήδη 63 ετών). Ο Καζαντζάκης έγραψε πάρα πολύ και για πάρα πολλά. Έκανε μεταφράσεις, έγραψε θεατρικά έργα, θέατρο, φιλοσοφία, ταξιδιωτικά και αυτοβιογραφικά κείμενα. Ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να λέει ότι το σημαντικότερο έργο του είναι η Οδύσσεια, ποίημα 33.333 στίχων γραμμένο από το 1924 μέχρι το 1938. Εδώ ο Καζαντζάκης παρακολουθεί τον Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη και διηγείται τις νέες του περιπέτειες. Η κριτική όμως υποδέχτηκε ψυχρά την Οδύσσεια κυρίως λόγω της γλωσσικής δυσκολίας που παρουσίαζε. Ο Καζαντζάκης από τότε επιδόθηκε με πάθος στο μυθιστόρημα και γνωστός έγινε κυρίως από τα μυθιστορήματά του.
Μέσα από το μυθιστόρημα ο Καζαντζάκης συνεχίζει να αναζητεί τη σωτηρία του ανθρώπου. O άνθρωπος που πέρασε την έντονη μεταφυσική αγωνία του μέσα στις είκοσι τέσσερις ραψωδίες της Oδύσσειάς του (1938) αποφασίζει τώρα να συγγράψει μιαν αφηγηματική εποποιία πολλών σελίδων, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια ότι το μυθιστόρημα είναι μια μορφή απλοποιημένης και προσιτής σε όλους εποποιίας. Έτσι, ο κόσμος της ηθογραφίας, που γνωρίσαμε στον Καρκαβίτσα, το Θεοτόκη και τον Κονδυλάκη, στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη ανανεώνεται και αναγεννιέται μοναδικά.
Στον Αλέξη Ζορμπά προβάλλονται οι πρωτόγονες τεχνικές εργασίας και η σκληρότητα της παραδοσιακής ζωής στην Κρήτη, ενώ παράλληλα το κείμενο διανθίζεται με πολλούς προβληματισμούς. O βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) είναι το πρώτο μιας σειράς επτά μυθιστορημάτων που ο συγγραφέας έγραψε προς το τέλος της ζωής του. Πρόκειται για τα μυθιστορήματα O Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), O καπετάν Μιχάλης (1950), O τελευταίος πειρασμός (1951), O φτωχούλης του Θεού (1952), Oι αδερφοφάδες (1954) και τέλος η Αναφορά στον Γκρέκο, μια ποιητική αυτοβιογραφία που απευθύνεται στο συμπατριώτη του, διεθνούς φήμης ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Tο έργο αυτό δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα (1961). Τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη εξελίσσονται στο ιστορικό παρελθόν και έχουν σκηνικό τους τις μικρές αγροτικές κοινότητες που συναντάμε στα μυθιστορήματα του ηθογραφικού ρεαλισμού του τέλους του 19ου αιώνα. Εδώ ανήκει το μυθιστόρημα O Χριστός ξανασταυρώνεται. Ήρωες εδώ είναι οι κάτοικοι ενός χωριού που αναπαριστούν τα πάθη του Χριστού αυτοσχεδιάζοντας ο καθένας το ρόλο του. Τα γεγονότα, παρόλο που απέχουν χρονικά από την εποχή που γράφεται το μυθιστόρημα, παραπέμπουν στον Εμφύλιο. Tο ίδιο συμβαίνει και στις Αδερφοφάδες, το μυθιστόρημα που έγραψε ο Καζαντζάκης ένα χρόνο αργότερα. Ακρογωνιαίος λίθος της σύλληψης αυτών των μυθιστορημάτων είναι ο Eμφύλιος. Από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα O τελευταίος πειρασμός, που έχει ως βασικό θέμα του το Χριστό, γέννησε αντιδράσεις κυρίως από τους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Στα μυθιστορήματά του ο Νίκος Καζαντζάκης ερμηνεύει αλληγορικά, πολιτικά και φιλοσοφικά τα ήθη της ελληνικής υπαίθρου, ενός κόσμου που τη στιγμή αυτή έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ιδιότυπη με πολλούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς, νεολογισμούς και εξεζητημένες εκφράσεις που πολλοί τις θεώρησαν επιτηδευμένες. Όλα αυτά όμως αντισταθμίζονται από τις εξαιρετικές περιγραφές και τη δύναμη των σκηνών, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί με μεγάλο ενδιααφέρον την αντιπαράθεση χαρακτήρων και συνειδήσεων.
Το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον γίνεται ο καμβάς των έργων του Καζαντζάκη, όμως τα έργα του θα ξεφύγουν από τα όρια αυτού του περιβάλλοντος και θα γίνουν οικουμενικά. Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (αν και περιορίζεται στα όρια του νησιού που ο συγγραφέας γεννήθηκε, όπως και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) αντιπροσωπεύει μια ιστορική ενότητα που αργότερα θα διευρύνει το χώρο της πέρα από τα γεωγραφικά της όρια. Τους ήρωές του ο Καζαντζάκης δανείζεται από το μύθο, τη θρησκεία, την καθημερινή ζωή, και ενσαρκώνουν τον περήφανο, ελεύθερο και αγωνιζόμενο άνθρωπο.
Διδώ Σωτηρίου
Η αναπαράσταση του παρελθόντος συγκινεί και δύο γυναίκες συγγραφείς, τη Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) και τη Μαρία Ιορδανίδου (1897-1999). Η πρώτη, πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής, σταδιοδρόμησε στον αριστερό τύπο. Στο γνωστό της μυθιστόρημα Ματωμένα χώματα (1962) αφηγείται με τη φωνή ενός αγρότη τις περιπέτειες των κατατρεγμένων από τους Τούρκους Ελλήνων. Η μεγάλη αυτή τραγωδία του ελληνισμού αποτυπώθηκε και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της Οι νεκροί περιμένουν (1959). Η Σωτηρίου έγραψε επίσης τα μυθιστορήματα Εντολή (1976) και Κατεδαφιζόμεθα (1982), όπου συνοψίζονται τα στοιχεία της γραφής της: η περιπέτεια, η κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων και το πλάσιμο ζωντανών ηρώων.
Μαρία Ιορδανίδου
Στο μυθιστόρημα της Ιορδανίδου Λωξάνδρα (1963) σκηνικό της δράσης είναι η Κωνσταντινούπολη και οι πρωταγωνιστές είναι ήρωες που ζουν και κινούνται στο καθημερινό πλαίσιο της πόλης.
Μαργαρίτα Λυμπεράκη
Η κριτική επισημαίνει ότι η αρχή των εξελίξεων στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα βρίσκεται ουσιαστικά στο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1919) Τα ψάθινα καπέλλα (1946). Γραμμένο με ανάλαφρο και υπαινικτικό ύφος το μυθιστόρημα αυτό ξεχώρισε και θεωρήθηκε πρωτοποριακό.
Αργότερα η Λυμπεράκη στο μυθιστόρημά της Ο άλλος Αλέξανδρος(1950), θα προβληματιστεί για τη φύση του ανθρώπου μέσα στα συγκλονιστικά γεγονότα που τον ξεπερνούν. Το μυθιστόρημα αυτό, που εξιστορεί με διαφορετικό τρόπο την πολεμική εμπειρία, θυμίζει την τεχνική της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ στο Ιδού ίππος χλωρός που θα κυκλοφορήσει δεκατρία χρόνια μετά και θα καταδείξει τη θέση των γυναικών στη νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Μιμίκα Κρανάκη
Ουσιαστική καινοτομία όμως αποτελεί και το μυθιστόρημα της Μιμίκας Κρανάκη (1922) Contre-temps (1947), καθώς η αφήγηση ακολουθεί τις εσωτερικές σκέψεις και τον προβληματισμό της ηρωίδας του βιβλίου, η οποία βρίσκεται σε φανερή δυσαρμονία με την εποχή της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτές πρωτοπόροι πεζογράφοι μετά τη δημοσίευση των έργων τους εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, όπου συνέχισαν να γράφουν στα γαλλικά.
Κώστας Ταχτσής
Στο καθημερινό πλαίσιο της πόλης θα κινηθεί και ο Κώστας Ταχτσής (1927-1988) στο πετυχημένο του μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι (1962). Στο έργο αυτό ο Ταχτσής θα χρησιμοποιήσει σκηνογραφία αποκλειστικά αστική. Μέσα από την εμπειρία των δύο ηρωίδων του, ο συγγραφέας, με ζωντανό ύφος, έντονη αίσθηση του χιούμορ και προφορικότητα, καταδείχνει ότι οι άνθρωποι δεν είναι τελικά παρά θύματα των κοινωνικών συμβάσεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά τόσο των ίδιων, όσο και των οικογενειών τους.
Στρατής Τσίρκας
Νεοτερική μορφή έδωσαν στο ελληνικό μυθιστόρημα ο Στρατής Τσίρκας (1911-1980), ο οποίος επιβλήθηκε ως πεζογράφος με την τριλογία του Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965). Η τριλογία αποτελείται από τρία μυθιστορήματα: Η λέσχη, με χώρο δράσης την Ιερουσαλήμ, Η Αριάγνη, με χώρο δράσης το Κάιρο και Η Νυχτερίδα με σκηνικό την Αλεξάνδρεια.
Ο Τσίρκας, που γεννήθηκε στην Αίγυπτο και δημοσίευσε τα βιβλία του πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, εμπνέεται από μιαν ολόκληρη εποχή.
Τα τρία μυθιστορήματα της τριλογίας του Τσίρκα συνδυάζουν όλες τις τάσεις της εποχής: ιστορική μαρτυρία, πολιτικός προβληματισμός, σύγχρονη τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, σύνθετη αφηγηματική δομή. Οι Ακυβέρνητες πολιτείες είναι ένα μυθιστόρημα βασικά πολιτικό. Ρεαλιστικό κατά βάση χρησιμοποιεί μοντέρνες τεχνικές και διαγράφει ζωντανά τους χαρακτήρες.
Αργότερα ο συγγραφέας έγραψε τη Χαμένη άνοιξη (1977) με θέμα τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965.
Νεορεαλισμός και πολιτικοποίηση της λογοτεχνίας
O νεορεαλισμός, το πνευματικό κίνημα που άνθισε μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, βρίσκεται πολύ κοντά στη δημοσιογραφία και την τεχνική του ρεπορτάζ. Στο εξωτερικό οι συγγραφείς θέλουν να περιγράψουν τη ζωή όπως ακριβώς ήταν ή όπως είχε καταντήσει να είναι. Πολλοί από αυτούς ζούσαν στην παρανομία (όπως ο Μοράβια), στη φυλακή (όπως ο Παβέζε) ή στην εξορία (όπως ο Κάρλο Λέβι και ο Σιλόνε), ενώ άλλοι εντάχτηκαν στην Αντίσταση. Το κίνημα αναπτύχθηκε ραγδαία μετά τον πόλεμο (ο Λέβι για παράδειγμα απέκτησε διεθνή φήμη με το έργο του O Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι, 1945, στο οποίο περιγράφονται τα δεινά των χωρικών της νότιας Ιταλίας, όπου ο συγγραφέας ήταν εξόριστος).
Στην Ελλάδα ο νεορεαλισμός συνδέθηκε με την πολιτικοποίηση της λογοτεχνίας, έντονη στη μεταπολεμική περίοδο και άμεσα συνδεδεμένη με τον Eμφύλιο. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν την αγωνία του ανθρώπου να επιβιώσει και να βρει το στίγμα του στη νέα εποχή. Άλλοι πάλι προτιμούν να προβάλουν στο έργο τους την παράδοση.
Δημήτρης Χατζής
Ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981), γιος εκδότη εφημερίδας από τα Γιάννενα, φιλόλογος και αξιόλογος μυθιστοριογράφος, αναγκάστηκε να περάσει εκτός Ελλάδας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η λογοτεχνική πορεία του Χατζή άρχισε με το μυθιστόρημα Η φωτιά(1946), που χαρακτηρίζει την προσπάθεια ενός προοδευτικού συγγραφέα ο οποίος, απογοητευμένος από τον κατοχικό αγώνα, εξυμνεί την παράδοση και δηλώνει την πίστη του στον αγώνα της εργατικής τάξης.
Η τέχνη του Χατζή έχει πολλά κοινά σημεία με την ηθογραφία. Η Φωτιά θεωρείται το πρώτο αντιστασιακό ελληνικό πεζογράφημα. Η ουσιαστική, ωστόσο, είσοδος του Χατζή στη λογοτεχνία γίνεται με τη συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης (1962). O Χατζής μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας θα επιστρέψει στην Ελλάδα, συνεχίζοντας στα μυθιστορήματά του να καταγράφει τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ελλάδα από το '40 και μετά. Στο έργο του εκφράζει την ανησυχία του για τη μεταπολεμική πραγματικότητα και θεωρείται ότι ανήκει στους «νεορεαλιστές» πεζογράφους μας. Η γλώσσα του, όπως έγραψε ομότεχνός του Αλέξανδρος Κοτζιάς, «είναι γλώσσα δασκάλου, μια γλώσσα φυσική, απλή, άμεση, ευλύγιστη και εύστοχη».
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
Πολιτικός πρόσφυγας είναι επίσης ο συγγραφέας Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (γενν. 1924), μια ξεχωριστή περίπτωση στα γράμματά μας. Oι πρώτες δημοσιεύσεις του στα ελληνικά και τα ρωσικά προκάλεσαν την προσοχή των διανοουμένων της Αριστεράς που έμεναν στην Ελλάδα και αρθρογραφούσαν στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Από τα πρώτα του μυθιστορήματα Νύχτες και αυγές – Η πολιτεία, 1961, Νύχτες και αυγές – Τα βουνά, 1963, ο Αλεξανδρόπουλος ξεχώρισε από την επιλογή του υλικού και των μεθόδων του, που υπονομεύουν δημιουργικά το ρεαλισμό. O συγγραφέας (βραβευμένος για το σύνολο του έργου του με κρατικό βραβείο το 2002) κινείται μέσα στο ιστορικό τετράγωνο: Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος-Προσφυγιά.
Αντρέας Φραγκιάς
Ο Αντρέας Φραγκιάς (1921-1998) που έζησε τη φοβερή εμπειρία της εξορίας στη Μακρόνησο, έγραψε εκτενή μυθιστορήματα στα οποία μιλάει με τρόπο συμβολικό για διάφορα πολιτικά γεγονότα, όπως για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά (O λοιμός, 1962). Το καλύτερο ωστόσο μυθιστόρημα του Φραγκιά παραμένει το Άνθρωποι και σπίτια, ένα νεορεαλιστικό μυθιστόρημα που αποδίδει την ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. O Φραγκιάς, όπως και αργότερα ο Θανάσης Βαλτινός (γενν. 1932) στη νουβέλα του Η κάθοδος των εννιά (3η έκδοση, 1984), επανέρχονται συνειδητά στον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης. Στο έργο του ο Βαλτινός συνομιλεί με την Ιστορία, ενδιαφέρεται για τις επιμέρους αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων και δε σχολιάζει, ούτε κατευθύνει τον αναγνώστη. Στο δεύτερο βιβλίο του, Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη (2000), που αναφέρεται στους Βαλκανικούς πολέμους και τα Μικρασιατικά, χρησιμοποιεί πολλούς αφηγητές και τις μαρτυρίες τους.
Ιδιότυπη περίπτωση αποτελεί η Λιλή Ζωγράφου (1922-1998) που έγινε γνωστή από τη μελέτη της για το Νίκο Καζαντζάκη (Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός, 1959), αλλά και από τα μυθιστορήματά της πολλά από τα οποία προκάλεσαν θόρυβο (Η Συβαρίτισσα, 1987 κ.ά.)
Αντώνης Σαμαράκης
Ο Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003) οφείλει την επιτυχία του στην παγκοσμιότητα των ηρώων του. Τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του Σαμαράκη αντιπροσωπεύουν το σύγχρονο άνθρωπο που συνθλίβεται από τους μηχανισμούς του κράτους και την αδιαφορία. Το έργο του περιλαμβάνει μερικές συλλογές διηγημάτων (Ζητείται ελπίς, 1954, Αρνούμαι, 1961, Το διαβατήριο, 1973) και ένα μυθιστόρημα, Το λάθος(1965). Tο τελευταίο εξελίσσεται σε μια φανταστική χώρα, που όμως έχει πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα της εποχής, όπου ο φόβος του κομουνιστικού κινδύνου ευνοεί την κατασκοπεία και η δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη (1963) προαναγγέλλει ένα επικείμενο πραξικόπημα. Την ίδια στιγμή η λογοτεχνία στην Ευρώπη επηρεάζεται από τον κινηματογράφο, που γίνεται από πολλούς αντικείμενο μίμησης. Oι συγγραφείς προσπαθούν να γράφουν στη γλώσσα των απλών ανθρώπων στην απλούστερη μορφή της. Την τεχνική αυτή ακολούθησε και ο Σαμαράκης στα έργα του, που έγιναν πολύ δημοφιλή, καθώς έχουν ελεύθερο και σκωπτικό ύφος (στερεότυπες εκφράσεις, επαναλήψεις, ξένες λέξεις). Η απλή υπόθεση αλλά και το απλό ύφος αντιπροσώπευε για τους αναγνώστες της εποχής μια καινοτομία που αγαπήθηκε.
Το Λάθος του Σαμαράκη γνώρισε νέα επιτυχία στα 1967, δυο χρόνια μετά την έκδοσή του, όταν το πραγματικό γεγονός της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών έτυχε να συμπίπτει σε πολλές λεπτομέρειές του με αυτό που ίσχυε στη φανταστική χώρα του μυθιστορήματος.
Τέλος ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) από τη Θεσσαλονίκη, που μέσα από τα πεζογραφήματά του παρουσιάζει ένα άλλου τύπου «μυθιστόρημα», το οποίο αντλεί από βιωματικά στοιχεία και προσωπικές εμπειρίες.
Ένα βιβλίο-μαρτυρία για τον Εμφύλιο που μόλις είχε τελειώσει αποτελεί το έργο Πυραμίδα 67 του Ρένου Αποστολίδη (1924-2004). Ο συγγραφέας εξιστορεί τις εμπειρίες του από την περίοδο του Εμφυλίου, όταν ο ίδιος υπηρετούσε την στρατιωτική θητεία του. Και οι άλλοι όμως συγγραφείς που εμφανίστηκαν τη συγκεκριμένη δεκαετία εμπνέονται από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής.
Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν στη δεκαετία του '50 οι συγγραφείς Βασίλης Βασιλικός (1933), με τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα(1953), Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000) με τη συλλογή διηγημάτων Η θύελλα και το φανάρι (1955), Τηλέμαχος Αλαβέρας (1926) με τη συλλογή διηγημάτων Τ' αγρίμια του άλλου δάσους (1952) και Νίκος Καχτίτσης (1926-1970) με το Ποιοι οι φίλοι(1959). Κατεξοχήν ιδιόρρυθμος συγγραφέας ο Καχτίτσης συνδύασε τον εσωτερικό μονόλογο με τον παραδοσιακό ρεαλισμό. Την ίδια περίοδο σημειώνεται η πρώτη εμφάνιση του Γιώργου Χειμωνά (1938-2001) με το αφήγημα Πεισίστρατος (1960). Ο Χειμωνάς, νευροψυχίατρος, από την Καβάλα, που ορισμένοι κριτικοί τον εντάσσουν ανάμεσα στους ιδιοφυέστερους συγγραφείς μας, ξεφεύγει από τις κοινές προδιαγραφές προσπαθώντας να καταργήσει την πλοκή και να αγνοήσει το χρόνο. Η πρόθεσή του αυτή είναι φανερή και στα επόμενα έργα του: Η εκδρομή(1964), Μυθιστόρημα (1966), Ο γιατρός Ινεότης (1971).