Ως γνωστόν, οι λέξεις που συνοδεύουν πάντοτε ένα ουσιαστικό και φανερώνουν την ποιότητα ή την ιδιότητα του εν λόγω ουσιαστικού λέγονται επίθετα.
Τα επίθετα έχουν κατά κανόνα τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο) με ξεχωριστές καταλήξεις, ανάλογα με το γραμματικό γένος του ουσιαστικού που προσδιορίζουν.
Τα επίθετα εκείνα που έχουν μεν τρία γένη, αλλά μόνο δύο καταλήξεις, μία για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο, ονομάζονται τριγενή και δικατάληκτα: νοσογόνος, παθογόνος, φθοροποιός, ειδοποιός κ.ά.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία των εν λόγω τριγενών και δικατάληκτων επιθέτων συνιστούν τα λόγιας προελεύσεως επίθετα σε ης (-ής) και -ες (-ές), που υφίστανται συχνότατα κακή μεταχείριση από τους χρήστες της νέας ελληνικής γλώσσας, τόσο σε ό,τι αφορά την κλίση τους όσο και σε ό,τι αφορά τον τονισμό τους. Χωρίς υπερβολή, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ορθή χρήση των επιθέτων αυτών, προπάντων στον προφορικό λόγο, αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.
Κατ’ αρχάς, ως προς τον τονισμό τους, τα λόγιας προελεύσεως επίθετα σε ης (-ής) και -ες (-ές) της νέας ελληνικής γλώσσας μπορεί να είναι:
- Οξύτονα, στα οποία διατηρείται ο τόνος στη λήγουσα σε όλες τις πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού και στα τρία γένη: ασθενής - ασθενές, διεθνής - διεθνές, ειλικρινής - ειλικρινές, ευγενής - ευγενές, αληθής - αληθές, σαφής - σαφές κ.ά.
- Παροξύτονα, στα οποία διατηρείται ο τόνος στην παραλήγουσα σε όλες τις πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού και στα τρία γένη: πλήρης - πλήρες, κλινήρης - κλινήρες, μονήρης - μονήρες κ.ά.
- Παροξύτονα, στα οποία μετακινείται ο τόνος στην προπαραλήγουσα στην ονομαστική και την αιτιατική ενικού του ουδέτερου γένους: κακοήθης - κακόηθες, συνήθης - σύνηθες, αυθάδης - αύθαδες, αυτάρκης - αύταρκες, επιμήκης - επίμηκες κ.ά.
- Παροξύτονα, στα οποία μετακινείται ο τόνος στη λήγουσα στη γενική πληθυντικού και στα τρία γένη: στοιχειώδης - στοιχειώδες (στοιχειωδών), αλματώδης - αλματώδες (αλματωδών), δηλητηριώδης - δηλητηριώδες (δηλητηριωδών), θορυβώδης - θορυβώδες (θορυβωδών) κ.ά.
Κατά πρώτον, θα δούμε πώς κλίνονται ένα οξύτονο (αληθής) και τρία παροξύτονα (πλήρης, συνήθης, θορυβώδης) επίθετα, αντιπροσωπευτικά δείγματα των τονικών υποδιαιρέσεων που είχαμε δει στο προηγούμενο άρθρο:
Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα με το καταληκτικό επίθημα -ήρης: κλινήρης, μονήρης (μόνος, απομονωμένος, μοναχικός), ποδήρης (αυτός που φθάνει μέχρι την άκρη των ποδιών, π.χ. ποδήρης χιτώνας), φρενήρης.
Κατά το συνήθης κλίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής επίθετα: αήθης, ασυνήθης, αυθάδης, αυτάρκης, διαμήκης, επιμήκης, ευήθης, ευμεγέθης, κακοήθης, καλοήθης, ουρανομήκης, υπερμεγέθης.
Κατά το θορυβώδης κλίνονται τα επίθετα με το παραγωγικό επίθημα -ώδης/-ώδες: αγωνιώδης, ακανθώδης, αλματώδης, αμμώδης, αφρώδης, βλακώδης, βραχώδης, δασώδης, δηλητηριώδης, δυσώδης (δύσοσμος, βρομερός), ελώδης, ευώδης (ευωδιαστός, μυρωδάτος), ιδεώδης, μεγαλειώδης, μυστηριώδης, νεφελώδης, ουσιώδης, παιδαριώδης, περιπετειώδης, στοιχειώδης, τρικυμιώδης κ.ά.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ένα επίθετο αρσενικού γένους τής υπό εξέταση κατηγορίας επέχει θέση ουσιαστικού (αποτελεί, με άλλα λόγια, ουσιαστικοποιημένο επίθετο), μπορεί να σχηματίσει τη γενική ενικού και σε -ή: του συγγενή, του ευγενή, του ψυχασθενή.
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό/Θηλυκό
Ονομαστική αληθής/πλήρης/συνήθης/θορυβώδης
Γενική αληθούς/πλήρους/συνήθους/θορυβώδους
Αιτιατική αληθή/πλήρη/συνήθη/θορυβώδη
Ουδέτερο
Ονομαστική αληθές/πλήρες/σύνηθες/θορυβώδες
Γενική αληθούς/πλήρους/συνήθους/θορυβώδους
Αιτιατική αληθές/πλήρες/σύνηθες/θορυβώδες
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό/Θηλυκό
Ονομαστική αληθείς/πλήρεις/συνήθεις/θορυβώδεις
Γενική αληθών/πλήρων/συνήθων/θορυβωδών
Αιτιατική αληθείς/πλήρεις/συνήθεις/θορυβώδεις
Ουδέτερο
Ονομαστική αληθή/πλήρη/συνήθη/θορυβώδη
Γενική αληθών/πλήρων/συνήθων/θορυβωδών
Αιτιατική αληθή/πλήρη/συνήθη/θορυβώδη
Κατά το αληθής κλίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής επίθετα: αβαθής, αβλαβής, αγενής, ακριβής, αμαθής, αναιδής, απαθής, ασεβής, ασθενής, ατυχής, αφανής, αφελής, διαρκής, διεθνής, δυστυχής, ειλικρινής, εμφανής, επαρκής, επιεικής, επιβλαβής, ευγενής, ευσεβής, ευτυχής, ευφυής, ολοσχερής, παρεμφερής, πολυπληθής, πρωτοφανής, σαφής, συνεπής, συνεχής, υγιής, ψευδής. Επίσης, επίθετα με τα ακόλουθα λεξικά επιθήματα:
- -ειδής/-ειδές (π.χ., ελικοειδής, κυματοειδής, ομοειδής, οφιοειδής)
- -ετής/-ετές (π.χ., διετής, πενταετής, πολυετής)
- -κερδής/-κερδές (π.χ., επικερδής, αισχροκερδής, αφιλοκερδής)
- -μελής/-μελές (π.χ., πολυμελής, ολιγομελής, αρτιμελής)
- -πρεπής/-πρεπές (π.χ., αξιοπρεπής, δουλοπρεπής, ξενοπρεπής)
- -τελής/-τελές (π.χ., αυτοτελής, ιδιοτελής, ανιδιοτελής)
- -φιλής/-φιλές (π.χ., δημοφιλής, λαοφιλής, προσφιλής)
Κατά το συνήθης κλίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής επίθετα: αήθης, ασυνήθης, αυθάδης, αυτάρκης, διαμήκης, επιμήκης, ευήθης, ευμεγέθης, κακοήθης, καλοήθης, ουρανομήκης, υπερμεγέθης.
Κατά το θορυβώδης κλίνονται τα επίθετα με το παραγωγικό επίθημα -ώδης/-ώδες: αγωνιώδης, ακανθώδης, αλματώδης, αμμώδης, αφρώδης, βλακώδης, βραχώδης, δασώδης, δηλητηριώδης, δυσώδης (δύσοσμος, βρομερός), ελώδης, ευώδης (ευωδιαστός, μυρωδάτος), ιδεώδης, μεγαλειώδης, μυστηριώδης, νεφελώδης, ουσιώδης, παιδαριώδης, περιπετειώδης, στοιχειώδης, τρικυμιώδης κ.ά.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ένα επίθετο αρσενικού γένους τής υπό εξέταση κατηγορίας επέχει θέση ουσιαστικού (αποτελεί, με άλλα λόγια, ουσιαστικοποιημένο επίθετο), μπορεί να σχηματίσει τη γενική ενικού και σε -ή: του συγγενή, του ευγενή, του ψυχασθενή.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.