Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό stylοgraphe και αυτό με τη σειρά του από το λατινικό stilus, που αποδίδει το αρχαίο στύλος (= όργανο γραφής) και το ελληνικό γράφω. Αν και είναι συχνή η γραφή με υ, εφόσον στα νέα ελληνικά ήρθε από τα γαλλικά, γράφεται όπως προφέρεται, δηλαδή με ι.
Ως τυπικό σύγχρονο δάνειο, δεν κλίνεται ούτε έχει πληθυντικό, αλλά συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο ως ο στιλός, του στιλού, ακόμα και στον πληθυντικό τα στιλά, με παιχνιδιάρικη διάθεση. Παλαιότερα το συγκεκριμένο όργανο γραφής ήταν γνωστό και ως μπικ, από το όνομα της ομώνυμης εταιρείας Bic, χρήση που τείνει όμως να εκλείψει. Στην ίδια οικογένεια: στιλ, στιλίστας, στιλιστικός, στιλάτος, στιλιζαρισμένος.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
Ως τυπικό σύγχρονο δάνειο, δεν κλίνεται ούτε έχει πληθυντικό, αλλά συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο ως ο στιλός, του στιλού, ακόμα και στον πληθυντικό τα στιλά, με παιχνιδιάρικη διάθεση. Παλαιότερα το συγκεκριμένο όργανο γραφής ήταν γνωστό και ως μπικ, από το όνομα της ομώνυμης εταιρείας Bic, χρήση που τείνει όμως να εκλείψει. Στην ίδια οικογένεια: στιλ, στιλίστας, στιλιστικός, στιλάτος, στιλιζαρισμένος.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.