Παρ’ όλη τη φρενήρη πρόοδο της ανθρωπότητας σε πολλαπλά επίπεδα, όπως η επιστήμη και η τεχνολογία, με καινοτομίες και τεχνικές σχετικά με τη βελτίωση της διαβίωσης στον πλανήτη να λαμβάνουν χώρα καθημερινώς και να αναπτερώνουν το ηθικό των αδυνάτων, ένα μεγάλο μέρος των τμημάτων τους παραμένει ανεξερεύνητο και άγνωστο στο ευρύ κοινό, δημιουργώντας συνεχώς ερωτήματα και απορίες, άγνοια και αποστροφή. Ο τομέας της ιατρικής, συγκεκριμένα, κρίνεται υπεύθυνος για ορισμένες από τις πιο καινοτόμες θεωρίες και αναλύσεις συνδρόμων και παθήσεων, σπαταλώντας, φυσικά, αφοσίωση και πρακτική μελετώντας και εξετάζοντας ασθενείς. Με αυτόν τον τρόπο, νέα αντιβιοτικά, νέες προοπτικές και δυνατότητες παρουσιάστηκαν σταδιακά, καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη των παθόντων προς τους ειδικευόμενους γιατρούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν πλέον ικανοί να ανιχνεύουν την ανωμαλία πριν αυτή επιφέρει τα δυσμενή συμπτώματά της.
Όσον αφορά το ευρύτερο κομμάτι της ψυχολογίας, η λύση και η επίσημη αναγνώριση των εκάστοτε παρεκκλίσεων του ανθρώπινου ψυχικού οργανισμού, δεν προέκυπτε πάντοτε μέσω της ενασχόλησης με τον ίδιο τον παθόντα, αλλά ενίοτε απαιτούσε και διαφορετικές διεξόδους. Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα διαδραματίστηκαν αρκετά πειράματα, άρτια προσαρμοσμένα στις ανάγκες της κατάστασης, με απώτερο στόχο την ανακάλυψη του «γιατί;», γύρω από το οποίο διαπράχθηκαν ορισμένα από τα πιο ανεξήγητα φαινόμενα στην ιστορία, όπως η υπακοή των ταγμάτων των SS στις αποτρόπαιες διαταγές των ανωτέρων, όπως η αδιαφορία των θεατών-περαστικών στη θέαση ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Ένα από τα πιο διάσημα πειράματα είναι αυτό του πανεπιστημίου του Stanford…
To 1971, o καθηγητής ψυχολογίας, Philip Zimbardo, του πανεπιστημίου του Stanford στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α, αποφάσισε να ενασχοληθεί με τα πολλαπλά βίαια περιστατικά στο χώρο των εθνικών φυλακών, να διερευνήσει τον λόγο πρόκλησής των αλλά και να επιφέρει κάποιου είδους λύτρωση, τόσο στους φυλακισμένους όσο και στους αστυνομικούς. Έτσι, ανακοίνωσε πως θα κινούσε τάχιστα τις ενέργειες για τη διοργάνωση ενός κοινωνικού πειράματος, όπου θα λάμβαναν μέρος 24 από τους φοιτητές του, ως εθελοντές και ως… “πειραματόζωα”, στους λογαριασμούς των οποίων θα χορηγούνταν από 15 δολάρια ημερησίως, το ύστατο «ευχαριστώ» στην παράτολμη κίνησή τους. Στη συνέχεια, και αφού τους ανακοίνωσε πως το εν λόγω εγχείρημα θα διαρκούσε 2 εβδομάδες, χρησιμοποιήθηκε άμεσα ο χώρος του τμήματος ψυχολογίας του πανεπιστημίου, ο οποίος θα προσαρμοζόταν στις περιγραφές ενός συνηθισμένου σωφρονιστικού ιδρύματος, ενώ παράλληλα οι εθελοντές διαχωρίστηκαν σε 2 ομάδες, φυλακισμένοι και δεσμοφύλακες, απαρτιζόμενες από 12 άτομα αμφότερες. Σε λίγες ημέρες όλα θα ήταν έτοιμα. Ήταν;
Αρχικά, κρίθηκε απαραίτητο να «συλληφθούν» οι «φυλακισμένοι», με την κατηγορία της ένοπλης ληστείας να εφευρίσκεται, ώστε να διαμορφωθεί μια αληθοφανής υπόσταση, μια πολιτική απόσπασης και αποπροσωποποίησης, που θα βοηθούσε τους «δεσμοφύλακες» να δρουν, σχεδόν, ασυναίσθητα. Μάλιστα, στα πλαίσια εδραίωσης της παραπάνω σκέψης, τελέστηκαν στην εντέλεια όλες οι πρότερες του εγκλεισμού ενέργειες, όπως διαδικασίες για αποτυπώματα και φωτογραφίες, προκειμένου να δημιουργηθούν καινούριες ταυτότητες και χαρακτήρες. Επιπρόσθετα, δόθηκαν εκατέρωθεν διαταγές, για να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά η προσπάθεια του Zimbardo. Όσον αφορά τους «δεσμοφύλακες», θα έπρεπε να κάνουν αισθητή την παρουσία τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να παρακολουθούν τα κελιά διαρκώς για τυχόν μεταπτώσεις των κρατούμενων, να μην τους παρέχουν επιπλέον τρόφιμα και, κυρίως, να διατηρούν τη τάξη, με κάθε τρόπο. Για αυτό ακριβώς τους είχαν δοθεί κλομπ και ειδικές στολές, σε αντίθεση με τους «φυλακισμένους», που φορούσαν βρώμικα ρούχα, αντίστοιχα κανονικών φυλακόβιων και ήταν δεμένοι με αλυσίδες από τον αστράγαλό τους, προς αποφυγή παρεκτροπών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και απαγορεύτηκε ρητά η χρήση βίας, οι «δεσμοφύλακες» κλήθηκαν να διατηρήσουν τον έλεγχο με κάθε πιθανό τρόπο. Αν και απαγορεύτηκε ρητά η χρήση βίας…
Το πρωινό της 14ης Αυγούστου σήμανε και την έναρξη του πειράματος. Αν και η πρώτη μέρα κύλησε ουσιαστικά ομαλά, χωρίς κάποιο παράπτωμα από τους μεν και τους δε, το οποίο θα διατάρασσε την ορμή του εγχειρήματος, η δεύτερη θα σηματοδοτούσε την ολοσχερή κατάρρευσή του. Οι «δεσμοφύλακες», υλοποιώντας το ρόλο τους, άρχισαν να κάνουν επίδειξη ισχύος, να δηλώνουν την κυριαρχία τους υπονομεύοντας την άλλη ομάδα, που με τη σειρά της πέρασε στην αντεπίθεση. Συγκεκριμένα, οχυρώθηκαν στα κελιά τους χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα κρεβάτια σαν οδοφράγματα, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι «δεσμοφύλακες», σε μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της ομαλότητας, έταξαν πλουσιοπάροχα γεύματα σε όσους «φυλακισμένους» απείχαν από την… επανάσταση. Καμία απάντηση, καμία αντίδραση, καμία λύση… Η αγαθότητα της σκέψης του Zimbardo είχε μόλις μετατραπεί σε μια αδυσώπητη κόλαση.
Τη τέταρτη μέρα, και ενώ ήδη πολλοί «κρατούμενοι» είχαν αρχίσει να αποχωρούν, μην αντέχοντας τις δυσχερείς συνθήκες, οι «αστυνομικοί» πολλαπλασίασαν τα ποσοστά βιαιοπραγιών και τιμωριών, προστάζοντας τους συμφοιτητές τους να κυκλοφορούν γυμνοί και να κοιμούνται στα πατώματα του κτιρίου, σε μια ένδειξη συμμόρφωσης. Σύμφωνα με ακόλουθες καταγραφές, 1 στους 3 «δεσμοφύλακες» φανέρωσε τις σαδιστικές του τάσεις στους «κρατούμενους», κάτι που επιβεβαιώνεται και από την δυσαρέσκεια τους όταν το συγκεκριμένο πείραμα έλαβε τέλος πρόωρα, 6 ημέρες αργότερα. Οι «φυλακισμένοι» αρνούνταν να υπακούσουν, οι «αστυνομικοί» βεβήλωναν τη ψυχική και σωματική τους ακεραιότητα, και κάπου εκεί, πίσω από μια τεράστια προστατευτική τζαμαρία, ο ιθύνων νους του εγκλήματος, Philip Zimbardo, έστεκε ενεός και αδιάφορος, απομακρυσμένος και ψυχρός. Απλά παρατηρούσε. Το πείραμα, μετά και την παρέμβαση της μέλλουσας συζύγου του, Christina Maslach, τερματίστηκε άδοξα στις 20 Αυγούστου, μια εβδομάδα πριν την προγραμματισμένη του ολοκλήρωση, με δεκάδες τραυματίες και ψυχικά διαταραγμένα , πλέον, άτομα να το ξεπροβοδίζουν.
Η ψυχολογία, ωστόσο, βγήκε κερδισμένη, με τις αποκαλύψεις της απόπειρας του πανεπιστημίου του Stanford, καθώς απεδείχθη πως ο παράγοντας «εξουσία», που δηλώνεται μέσω του μαγνητισμού που αποπέμπει η στολή, επηρεάζει τον εκάστοτε αστυνομικό προσφέροντάς του αυτόματα πολλά δικαιώματα και… άφεση αμαρτιών, εν αντιθέσει με τους φυλακισμένους κάθε λογής, που ως μόνο τους καταφύγιο έχουν τη σιωπή και τις ενδόμυχες σκέψεις τους. Επίσης, το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του πειράματος, οι ειδικευμένοι ψυχολόγοι παρακολουθούσαν κάθε βήμα των συμμετεχόντων, ώθησε τους «δεσμοφύλακες» στις προαναφερθείσες ενέργειες, προσπαθώντας κατά μια έννοια να εντυπωσιάσουν τον παράγοντα θεατή. Σύντομα, και αφού διαπίστωσαν πως είναι κατώτεροι ηθικά και ιεραρχικά, αφού κανείς δεν επενέβη για να επιπλήξει κάποιο σφάλμα, οι «κρατούμενοι» θεωρούσαν οποιαδήποτε τιμωρία ως αντάξια της τάξης και της φήμης τους. Και οι δυο ομάδες πρωταγωνιστούσαν τώρα σε μια παράσταση με περιορισμένο αριθμό θεατών, με την ασφάλεια της πλειονότητας να μην μπορεί να πιστοποιηθεί. Τέλος, οι στόχοι είχαν διαφοροποιηθεί. Η μεν «αστυνομική» τάξη προσπαθούσε να αφανίσει κάθε αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό των… αντιπάλων, ενώ οι δε «κρατούμενοι» πάλευαν με τη λογική και το δίκαιο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια για λύτρωση από τα βασανιστήρια που διαδραματίζονταν.
Αν και το πείραμα καταπάτησε τις ανθρώπινες αξίες, δωρίζοντας ένα ανοιχτό πεδίο στην ανεξέλεγκτη καταπάτηση των δικαιωμάτων και στη διαιώνιση του καταναγκασμού, μάλλον κατόρθωσε να πετύχει εν τέλει το στόχο του, που δεν ήταν άλλος από τη μελέτη της ανθρώπινης φυλής. Τα σωφρονιστικά ιδρύματα ασχολήθηκαν με ζήλο με τα αποτελέσματα της προσπάθειας του Zimbardo και των φοιτητών του, για να βελτιώσουν σταδιακά τις συνθήκες που διαδραματίζονται στους χώρους της φυλακής, αλλά και τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Από την άλλη μεριά, κάποιοι φοιτητές δεν κατάφεραν να συνέλθουν ποτέ από το σοκ που βίωσαν τις μέρες εκείνες, ενώ τα υψηλότατα επίπεδα σαδισμού που εφαρμόστηκαν, δημιουργούν ερωτήματα για το ποιόν της φύσης και των ορμών μας.