Η λέξη ψάρι προέρχεται από το αρχαίο οψάριον, υποκοριστικό του όψον, που σημαίνει μαγειρεμένο φαγητό, ό,τι τρώγεται μαζί με ψωμί.
Στην αρχαία Ελλάδα το ψάρι ήταν αγαπημένος μεζές, και γι’ αυτό κατά την ελληνιστική εποχή η λέξη ὄψον κατέληξε να σημαίνει ‘ψάρι’.
Στη λέξη ὄψον προστέθηκε η παραγωγική κατάληξη -άριον, προέκυψε δηλαδή ο τύπος ὀψάριον (το ίδιο έγινε και στη λέξη πόδι, από την οποία προέκυψε ο τύπος ποδάριον).
Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε: το αρκτικό φωνήεν αποβλήθηκε, από την κατάληξη -ιον έμεινε μόνο το -ι, και έτσι από τον αρχαίο τύπο ὄψον φτάσαμε στο νεοελληνικό ψάρι.
ψάρι < μεσαιωνική ελληνική ψάρι(ν) < μεταγενέστερη ελληνική ὀψάριον < υποκοριστικό του ὄψον + (κατάληξη υποκοριστικού) -άριον, προσφάγι < αρχαία ελληνική ἕψω.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
Στην αρχαία Ελλάδα το ψάρι ήταν αγαπημένος μεζές, και γι’ αυτό κατά την ελληνιστική εποχή η λέξη ὄψον κατέληξε να σημαίνει ‘ψάρι’.
Στη λέξη ὄψον προστέθηκε η παραγωγική κατάληξη -άριον, προέκυψε δηλαδή ο τύπος ὀψάριον (το ίδιο έγινε και στη λέξη πόδι, από την οποία προέκυψε ο τύπος ποδάριον).
Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε: το αρκτικό φωνήεν αποβλήθηκε, από την κατάληξη -ιον έμεινε μόνο το -ι, και έτσι από τον αρχαίο τύπο ὄψον φτάσαμε στο νεοελληνικό ψάρι.
ψάρι < μεσαιωνική ελληνική ψάρι(ν) < μεταγενέστερη ελληνική ὀψάριον < υποκοριστικό του ὄψον + (κατάληξη υποκοριστικού) -άριον, προσφάγι < αρχαία ελληνική ἕψω.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.