Η φράση αυτή, που είναι μετάφραση της αρχαίας «ές κόρακας», έχει αρκετές εκδοχές προέλευσης. Οι Βυζαντινοί την έλεγαν μονολεκτικά «Κόραξι» (στους κόρακες) κι εμείς «άι στον κόρακα».
Όταν πρόκειται για κατάρα, «φεϋγ’ ές κόρακας», «πήγαινε στον κόρακα. Πολλές οι γνώμες για την προέλευση της φράσης. Ο Θεός χρησμοδότησε τους Βοιωτούς, να κατοικήσουν εκεί που θα βλέπανε λευκά κοράκια. Βλέποντας κοντά στον Παγασητικό να πετάνε άσπρα κοράκια, που, όμως, τα είχαν βάψει τα παιδιά με γύψο, εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν το χωριό «Κόρακας». Ύστερα οι Αιολείς τούς έβγαλαν από κει και έστελναν στο μέρος αυτό τους εξόριστους και τους καταδικαζόμενους με κακουργήματα.
Όταν έπεφτε λοιμός, οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα κοράκια, που τα εξάγνιζαν και τα άφηναν να πετάξουν, λέγοντας στο λοιμό «φεϋγ’ ές κόρακας».
Αλλά και ο Αίσωπος έφτιαξε ένα μύθο με μια καρακάξα ή καλιακούδα (κολοιόν) που αρπάχτηκε με κοράκια, αλλά αυτά τον νικήσανε και γύρισε στους συντρόφους του, οι οποίοι τον έδιωξαν, λέγοντάς του: «φεύγ’ ές κόρακας».
‘Αλλη εκδοχή είναι αυτή, που σημαίνει κάτι ανάλογο με το σημερινό «γκρεμίσου», επειδή τα κοράκια ζουν σε απόκρημνα βράχια. Άλλοι, ότι το «ές κόρακας" προήλθε από τον Κόρακα, γιο της Νύμφης Αρεθούσας από την Ιθάκη, ο οποίος κυνηγώντας, γκρεμίστηκε από ένα φοβερό βράχο.
‘Αλλοι πάλι, που λένε τη φράση αυτή, εννοούν, ότι ο καταραμένος μένει άταφος και γίνεται έτσι τροφή για τα κοράκια.
Ο Αριστοφάνης, μάλιστα, σατιρίζοντας την ανταμοιβή των Αθηναίων στους δούλους εκείνους, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Αργινουσών, δίνοντάς τους την ελευθερία, γράφει στην αρχή των «Βατράχων» του ένα χαριτωμένο λόγο μεταξύ του Θεού Διόνυσου και του δούλου του Ξανθία:
«Δ: Άκου εκεί αυθάδεια και τεμπελιά. Εγώ ο Διόνυσος, του Σταμνίου ο γιος, να πηγαίνω πεζός και να κατακόβομαι και να έχω τούτον καβάλα, για να μην ταλαιπωρείται και να μη σηκώνει βάρος!
Ξ: Δε σηκώνω βάρος εγώ;
Δ: Πώς σηκώνεις, αφού πας καβάλα; (Ο Ξ. είναι φορτωμένος με ένα σακούλι στον ώμο).
Ξ: Τούτο δώ δεν το σηκώνω;
Δ: Με ποιον τρόπο;
Ξ: Με μεγάλο κόπο.
Δ: Αλλά το βάρος τούτο, που σηκώνεις εσύ, δεν το σηκώνει ο γάιδαρος;
Ξ: ‘Οχι βέβαια, τούτο, που έχω εγώ και το σηκώνω στον ώμο μου, μα το Δία, όχι.
Δ: Και πώς το σηκώνεις εσύ, αφού σηκώνει εσένα;
Ξ: Δεν ξέρω, μονάχα πως τσακίστηκε ο ώμος μου.
Δ: Αφού λες, λοιπόν, ότι το γαϊδούρι σε τίποτα δε σ’ ωφελεί, κατέβα και φορτώσου εσύ το γάιδαρο να τον πηγαίνεις.
Ξ: Αλί μου, ο κακορίζικος· γιατί να μη λάβω κι εγώ μέρος στη ναυμαχία; Θα σ’ άφηνα να ξεφωνίζεις όσο θέλεις».
Ξ: Όχι, μα τον Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια.
ΧΑΡΩΝ: Ποιος έρχεται σε τόπο αναπαύσεως, μακριά απ’ τις πίκρες και τα βάσανα του κόσμου, της Λήθης την πεδιάδα, στην Ονοκούρα, στους Κερβερίους, στον Κόρακα, στον Ταίναρο.
Δ:Εγώ.
Χ: Έμπα γρήγορα μέσα.
Δ: Λες να μας πας αλήθεια στον Κόρακα;
Χ: Ναι, μα το Δία, εσένα δηλαδή. Μείνε, λοιπόν.
Δ: ‘Ελα, παιδί μου.
Χ: Το δούλο δεν τον παίρνω, εκτός αν έλαβε μέρος στη ναυμαχία για το πετσί του.
Ξ: Όχι, μα το Δία, γιατί έτυχε να μου πονάν τα μάτια»...
Την ίδια φράση «άι στον κόρακα» τη συναντάμε και σε άλλους λαούς. Οι Γάλλοι π.χ. λένε «Ω κορμπώ». Και η εξήγησή της: «να σε φάνε τα όρνια» (να πεθάνεις), έτσι να σε βρουν άταφο στους δρόμους. Η αταφία, μάλιστα, για τους αρχαίους ήταν η μεταθανάτια ατίμωση, όπως είδαμε και στον Αριστοφάνη και αλλού.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.