Η παρέμβαση για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων εξαρτάται, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, από το είδος των δυσχερειών που εμφανίζονται και από τα πιθανά αίτια στα οποία οφείλονται. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική παρέμβαση πρέπει να έχει εξατομικευμένο χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να υπάρξουν εύκολα γενικεύσιμες πρακτικές. Μπορούν ωστόσο, να αναφερθούν ορισμένες βασικές αρχές.
Η παρέμβαση πρέπει να εστιάζεται στη διαδικασία στην οποία συναντάται το πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάγνωση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί οι σχετικές ελλείψεις και αδυναμίες των παιδιών με όσο το δυνατόν πιο σαφή τρόπο. Έτσι, η προσπάθεια αντιμετώπισης των υπαρχόντων προβλημάτων θα εστιαστεί ακριβώς στις ανάγκες του κάθε ατόμου, θα υπάρξει εξοικονόμηση χρόνου και θα εφαρμοστούν οι κατάλληλοι για κάθε περίπτωση τρόποι βοήθειας. (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2010).
Σε γενικές γραμμές η διδασκαλία των μαθηματικών για τους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στηρίζεται στην αξιοποίηση των περισσότερων στοιχείων των «νέων μαθηματικών», όπως η σύνδεση των μαθηματικών με καταστάσεις της καθημερινής ζωής, η έμφαση στην επίλυση προβλημάτων, η χρήση της προηγούμενης γνώσης στην οικοδόμηση της νέας γνώσης, η εξοικείωση των μαθητών με ποικιλία αναπαραστάσεων μαθηματικών εννοιών και πράξεων, η διδασκαλία στρατηγικών μάθησης, η «μοντελοποίηση» διαδικασιών, η καλλιέργεια μεταγνωστικών δεξιοτήτων και η υλοποίηση ομαδικοσυνεργατικών δραστηριοτήτων. (Ζησιμόπουλος, 2007), (Πατσιοδήμου, Γεωργαλά, 2008).
Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες προκειμένου να κατακτήσουν μια δεξιότητα (σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα) συνήθως χρειάζονται περισσότερο διδακτικό χρόνο, τόσο στην εισαγωγή της κατά τη σύνδεσή της με προηγούμενες γνωστικές τους δομές, όσο και κατά την ανάλυσή της σε επιμέρους βήματα/στάδια (ανάλυση έργου), καθώς και στην εμπέδωσή της και εξάσκηση. Κατά συνέπεια, η διάταξη της ύλης που λειτουργεί αποτελεσματικά για τους τυπικούς μαθητές, μπορεί να μην επιτρέψει στους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες να δουλέψουν πράγματι σε βάθος και αντίθετα να τους δεσμεύσει σε επιφανειακή κάλυψη μεγάλου εύρους δεξιοτήτων και γνώσεων. (Πατσιοδήμου, Γεωργαλά, 2008). Αν διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι οι δυσκολίες που συναντά το παιδί σχετίζονται με τη μέτρηση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ασκήσεις που το διευκολύνουν στη μάθηση των αριθμών και στην αντιστοίχησή τους προς τα πράγματα. Ο συνδυασμός των αριθμών με εικόνες που περιέχουν αντίστοιχου πλήθους αντικείμενα και η χρήση διαφόρων παιχνιδιών με αριθμούς που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μπορεί να αποδειχθούν πολύ βοηθητικές δραστηριότητες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και η άσκηση στη χρήση των δακτύλων κατά τα πρώτα στάδια κατάκτησης της αρίθμησης, καθ’ όσον πρόκειται για μία τεχνική την οποία ανακαλύπτουν αυτόματα τα παιδιά που δεν έχουν δυσκολίες. (Westwood, 2001).
Οι στρατηγικές τις οποίες χρησιμοποιούν από μόνα τους τα παιδιά χωρίς Μαθησιακές Δυσκολίες προκειμένου να μάθουν να μετρούν, να προσθέτουν και να αφαιρούν, μπορούν να εφαρμοστούν και στα παιδιά με δυσκολίες μάθησης. Η επανάληψη, επίσης, ορισμένων σχετικών ασκήσεων και δραστηριοτήτων μπορεί να βοηθήσει την υπέρβαση των προβλημάτων. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα κατάλληλες ασκήσεις και παιχνίδια στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή άλλου είδους δραστηριότητες, που παρέχουν τη δυνατότητα αξιοποίησης συγκεκριμένων αντικειμένων (π.χ. χάντρες, ξυλάκια, μπάλες κ.λπ.). (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2010). Όσον αφορά στις δραστηριότητες με τη χρήση αντικειμένων, αυτές διευκολύνουν πολύ τη μαθησιακή διαδικασία αυτής της μερίδας των μαθητών, οι οποίοι έχουν ανάγκη από συσχετισμό αντικειμένων ή πράξεων πάνω στη φυσική πραγματικότητα προκειμένου να προχωρήσουν σε αφηρημένες νοητικές αναπαραστάσεις και στη χρήση συμβόλων και για αυτό προτείνονται και στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. (Πατσιοδήμου, Γεωργαλά, 2008). Παρόλα αυτά ο τρόπος λειτουργίας αυτών των δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι διαφορετικός από εκείνον των τυπικών συμμαθητών τους. Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες επωφελούνται στην κατανόηση μαθηματικών εννοιών όχι από την καθ’ αυτή ενασχόλησή τους με τα αντικείμενα, αλλά από τη σαφή και συγκεκριμένη διδασκαλία από τον εκπαιδευτικό που προσδιορίζει επακριβώς τη σχέση των αντικειμένων και των πράξεων με συμβολικές διαδικασίες. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη πως στην αναλυτική μέθοδο οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες συχνά δυσκολεύονται να παρατηρήσουν τις σχέσεις και να τις γενικεύσουν και πρέπει να παρέχουν σε αυτούς ειδική λεκτική επεξήγηση κατά τις δραστηριότητες, καθώς και να τις ενσωματώσουν στο κατάλληλο σημείο της διδασκαλίας ανάλογα με τις απαιτήσεις λογικομαθηματικού συλλογισμού στις οποίες βασίζονται. (Ζησιμόπουλος, 2007), (Bender, 2004).
Υποβοηθητικές στη μάθηση της αρίθμησης και των αριθμητικών πράξεων έχουν, επίσης, αποδειχθεί ενέργειες όπως η άσκηση στην εφαρμογή συγκεκριμένων στρατηγικών (π.χ. το να μετρούν τα παιδιά τα στοιχεία κάθε σειράς για να μπορούν ναν πουν ποια έχει περισσότερα), η επισήμανση και η συζήτηση των λαθών όταν ακολουθείται εσφαλμένη διαδικασία, καθώς και η φωναχτή απαρίθμηση των ενεργειών που ακολουθούνται για την εύρεση της λύσης σε ένα πρόβλημα. (Bley & Thornton, 1995).
Ως γενική αρχή για την επιτυχή υποστήριξη των παιδιών που συναντούν δυσκολίες στην αριθμητική θεωρείται η αναπαράσταση των βασικών μαθηματικών εννοιών και διαδικασιών πρώτα σε πραξιακό, κατόπιν σε εικονιστικό και τέλος σε συμβολικό επίπεδο. Η εξοικείωση των παιδιών με τις βασικές μαθηματικές έννοιες και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται πρέπει να γίνεται σταδιακά και να προχωρεί από το πολύ συγκεκριμένο προς το αφηρημένο. (Henley & Ramsey & Algozzine, 2006).
Η επιδίωξη της αποστήθισης ορισμένων κανόνων καθώς και των πινάκων της προπαίδειας προκειμένου να αναπτυχθούν αυτοματοποιημένες διαδικασίες στην εκτέλεση των αριθμητικών πράξεων ή στην επίλυση προβλημάτων, πρέπει να βασίζεται στην ουσιαστική κατανόησή τους. Αν δε συμβαίνει κάτι τέτοιο και η αντίστοιχη μάθηση παραμένει σε μηχανιστικό επίπεδο, είναι επόμενο να υπάρξουν δυσκολίες στα μαθηματικά. (Αγαλιώτης, 2000).
Αν οι δυσκολίες αφορούν στην κατανόηση της διατύπωσης μαθηματικών προβλημάτων, τότε η εξάσκηση των μαθητών στην ανάλυση του προβλήματος (ποια είναι τα δεδομένα και ποια τα ζητούμενα του προβλήματος, ποια τεχνική μπορεί να εφαρμοστεί για να βρεθεί το ζητούμενο κ.λπ.) συμβάλλει θετικά στην υπέρβαση των σχετικών δυσκολιών. (Magne, 2003).
Η σύνδεση της διδασκαλίας των βασικών αριθμητικών πράξεων και της επίλυσης σχετικών προβλημάτων με καταστάσεις από την καθημερινή ζωή, οι οποίες προκαλούν το ενδιαφέρον των παιδιών, τα βοηθά να κατανοήσουν την πρακτική τους χρησιμότητα και να αντιμετωπίσουν ευχερέστερα τις δυσκολίες τους.
Εξυπακούεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις είναι επιβεβλημένες τόσο η ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στη μαθησιακή διαδικασία όσο και η υποβοήθησή τους προκειμένου να δώσουν προσωπικό νόημα σε αυτό που προσπαθούν να μάθουν. Η επίτευξη αυτής της προϋπόθεσης ενισχύει τα κίνητρα για μάθηση, ισχυροποιεί την προσπάθεια, μειώνει την ανία που πιθανόν να προκαλεί η απλή και μονότονη εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και συντελεί στην άμβλυνση των σχετικών δυσκολιών. (Magne, 2003).
Η συνεχής παρακολούθηση της προόδου των παιδιών και η συνακόλουθη διαρκής διορθωτική ανατροφοδότηση της προσπάθειάς τους αποδεικνύονται, σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές, ιδιαίτερα χρήσιμες σε μαθητές που συναντούν δυσκολίες στη μάθηση των βασικών μαθηματικών γνώσεων. (Αγαλιώτης, 2000).
Η βοήθεια στους μαθητές που συναντούν δυσκολίες στα βασικά μαθηματικά έχει καλύτερα αποτελέσματα αν συνδυάζεται με τη χρήση ποικιλίας διδακτικών μεθόδων και την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας να εκφράσουν με ποικίλους τρόπους τις απαντήσεις τους στα ερωτήματα ή στα προβλήματα που τους τίθενται. Αυτή η θέση στηρίζεται στην υπόθεση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερα η εναρμόνιση του διδακτικού ύφους με το μαθησιακό ύφος των διδασκομένων, γεγονός που διευκολύνει την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων και μειώνει τιε αντίστοιχες μαθησιακές δυσκολίες. Απαραίτητες προϋποθέσεις βέβαια, όπως και στις άλλες περιπτώσεις εκδήλωσης Μαθησιακών Δυσκολιών είναι η ενίσχυση και η συνεχή ενθάρρυνση των μαθητών καθώς και η δημιουργία θετικών στάσεων σε αυτούς στο προς μάθηση αντικείμενο. (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2010).
Συμπερασματικά, μερικοί από τους βασικότερους διδακτικούς σκοπούς των παρεμβάσεων στους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά είναι η παροχή εκπαιδευτικής στήριξης κατά τη συγκρότηση της έννοιας του αριθμού, η αυτοματοποίηση των βασικών αριθμητικών δεδομένων (ευχερή ανάκληση των αποτελεσμάτων των πράξεων με δύο μονοψήφιους αριθμούς) και η χρήση βασικών υπολογιστικών στρατηγικών. (Πατσιοδήμου, Γεωργαλά, 2008).
Από την πτυχιακή εργασία της Παρασκευής Τάσση.
Περισσότερες συμβουλές εδώ.