«Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος».
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστοριογράφους, ο Γεώργιος Καραισκάκης εγεννήθη τω 1782 εις Σκουλυκαρύαν (ή Σκωληκοκαρυάν) της επαρχίας Άρτης». Στην Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, ο Γαζής επίσης αναφέρει ότι κατήγετο από την Άρταν (εξ Αμφιλοχίας), από χωρίον Σκουληκαρυιάν». Κατά τον ίδιο (1) «η μητέρα του ήτον αδελφή του Κώνστα Διμισκή και πρώτη εξαδέλφη του Καπετάν Γώγου Μπακώλα». Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του καπετάνιου. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν τον αναγράφουν, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές: Το Μαυρομμάτι, το γειτονικό χωριό Μουζάκι και την Σκουληκαριά Άρτας. (3) Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του αρματολού. Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στο νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα. (3)
Ο Περραιβός γράφει: «Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας, και έτεκε τον Καραϊσκάκην», ενώ ο Παπαρρηγόπουλος αφήνει κάπως ανοιχτό το ζήτημα: «τις ήτο ο πατήρ αυτού, άδηλον». Ο Βλαχογιάννης κάνει λόγο και για άλλον πατέρα: «Η παράδοση τονέ λέει γυιο του παλιού κλέφτη Καραΐσκου. Άλλη παράδοση τονέ λέει γυιο του καπετάν Αραπογιάννη.» Νεαρός κλέφτης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και φυλακίζεται (έμεινε δυό χρόνους στην καδένα). Εκεί μαθαίνει λίγα γράμματα. Εμπλέκεται ακόμη στο φόνο του τρομερού Βεληγκέκα, αν δεν τον σκότωσε ο ίδιος. Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Φαίνεται ότι προσέλαβε την άκρατον αθυροστομίαν από τη μάνα του και σαφώς δεν αρνιόταν την καταγωγή του:
«Η μοναχή εκείνη δεν έκρυπτε το αμάρτημά της· εξεναντίας πασίγνωστος απέβη εις πολλάς επαρχίας δια την περί την γλώσσαν και τον τρόπον τόλμην, εξ ου πρωϊμώτατα έλαβε μεν ο παις το επώνυμον του γιου της καλογραίας, όπερ βραδύτερον εκ διαλειμμάτων απεδίδετο αυτώ, προσέλαβε δε και την άκρατον αθυροστομίαν, ην μέχρι τέλους της ζωής διετήρησεν. Εκ τούτων δε εννοείται ήδη ότι ούδ’ ο Καραϊσκάκης δεν ηρνείτο την καταγωγήν του• εκαυχάτο μάλιστα επ’ αυτή και έλεγεν ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων». Άλλοτε, με το γνωστό ύφος έλεγε ότι η μάνα του έφαγε δέκα χιλιάδες π….ες για να τον γεννήσει• συναντήθηκε κάποτε με τον πατέρα του αλλά δεν έδωσαν γνωριμιά.
Τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη;
Όπως και να’ χει, ο πρώην κλέφτης, αληπασαλής και αρματολός, ήταν μούλος, νόθος δηλαδή, και επομένως δεν διέθετε συγγενικό δίκτυο και κληρονομημένο αρματολίκι. Είναι γνωστό ότι τα κλέφτικα και αρματολικά σώματα επανδρώνονταν με βάση συγγενικά ή τοπικά δίκτυα (σαράντα κλέφτες ήμασταν όλοι αδελφοξαδέλφια). Ο καπετάν Καραΐσκος έπρεπε να στηριχθεί στις προσωπικές του ικανότητες. Ο διάλογος με τον Αλή πασά είναι χαρακτηριστικός:
«Πάντοτε δε ο Αλή πασάς έδειξεν ευμένειαν τινά προς τον Καραϊσκάκην, ευμένειαν δηλαδή όσης ήτο δεκτική η μέλαινα εκείνη ψυχή. Και λέγεται ότι ηρώτησεν αυτόν ποτέ, είτε εις την προκειμένην, είτε εις άλλην περίστασιν• τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη; ο δε, μετά της πεποιθήσεως ανέκαθεν είχε προς την ιδίαν αξίαν, αλλά και μετά της ευλαβείας ην δεν ελησμόνει ότι ώφειλε να δεικνύη ως προς δεσπότην δύσπιστον απεκρίθη: «αν με γνωρίζης άξιον δι’ αυθέντην, απεκρίθη, κάμε με αυθέντην αν με γνωρίζης άξιον δια χουσμεκιάρην (υπηρέτην), κάμε με χουσμεκιάρην• αν με γνωρίζης ανάξιον του παντός, ρίψε με εις λίμνης των Ιωαννίνων τον γυαλόν.»(4).
Εις εκ των ανδρειοτάτων
Ο αυστηρός και παρατηρητικός Φίνλεϋ -αυτόπτης μάρτυς στην πολιορκία της Ακρόπολης που υπηρετούσε τότε ως εθελοντής ναύτης υπό τον στρατηγό Γόρδωνα – γνώρισε από κοντά όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων, μάς παραδίδει και μια φυσιογνωμική περιγραφή του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού: «Ήτο εις εκ των ανδρειοτάτων και δραστηριωτάτων ανδρών ων είχε φεισθή ο πόλεμος […] αι στρατιωτικαί αρεταί του ήσαν αι εμπρέπουσαι εις αρχηγόν ατάκτων συμμοριών. […]»
«Κατά την όψιν και το παράστημα ήτο μεσαίου αναστήματος, ισχνός, μελαψός και βλοσυρός, με λαμπρόν εμψυχωμένον όμμα, όπερ κατεμαρτύρει την ύπαρξιν βοημικού αίματος εις τας φλέβας του. Οι χαρακτήρες του εν αναπαύσει ανελάμβανον την όψιν της ταλαιπωρίας, την οποίαν συνήθως διεδέχετο γοργόν, ανήσυχον βλέμμα.»
Ο Κόκκινος στην Ιστορία του γράφει: «Ο Καραϊσκάκης είχεν μέτριο ανάστημα, ήτο μελαψός, με πρόσωπον στεγνωμένον από τη διαβρωτικήν χρονίαν του ασθένειαν (σ.σ. φυματίωση), με μάτια λάμποντα κάτω από πλατειά φρύδια εις το βάθος βαθουλωμένων κογχών, μύτην λεπτήν, με το άκρον και τους ρώθωνας ελαφρώς ανασηκωμένους και λεπτόν μουστάκι.[…]
Κατά την συνομιλίαν είχε ελευθεροστομίας αμέτρους. Εχρωμάτιζε την φρασεολογίαν του επί προσώπων και καταστάσεων με λέξεις ωμάς, των οποίων η κοσμιωτέρα ήτο εκείνη του Καμπρόν.» (Ο Πιέρ Καμπρόν (1770-1842) ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα. Στη μάχη του Βατερλό φέρεται ότι στη φράση Γενναίοι Γάλλοι, παραδοθείτε! αποκρίθηκε: – Σκατά!) Όταν συνωμιλούσε με επιφανείς ξένους, οι διερμηνείς συχνά έφθανανεις αμηχανίαν και όταν τα καυστικά λόγια του εξώργιζαν, είχε την δεξιότητα να στρέφη την συνομιλίαν προς την αστειολογίαν, αλλ’ αφού είχεν είπει όσα ήθελε. Έτσι ο Καραϊσκάκης εδημιουργούσεν εχθρούς. Ο Παναγιώτης Σούτσος σε πανηγυρικό λόγο (5 Μαρτίου 1846) περιγράφει τον ηθικόν και φυσικόν χαρακτήρα του μεγάλου Καραΐσκου:
«Ο ανήρ αυτός έχων νουν ακατέργαστον, αλλά γεννητικώτατον και οξύτατον, άμοιρος ων παιδείας, αλλ’ αγαπών και τιμών τους πεπαιδευμένους, φιλάσθενος, αλλά καρτερικώτατος εις τας σκληραγωγίας, δαπανών αφειδώς την ιδίαν περιουσίαν εις τας δημοσίας ανάγκας, εκθέτων τους περί αυτόν εις τους υπέρ πατρίδος κινδύνους και πρώτος αυτός εκτιθέμενος, στρατηγηματικώτατος απάντων και των πάντων τας στρατιωτικές γνώμας ακούων και σταθμίζων, ακόρεστος δόξης και ονόματος…. Ανάστημα μέτριον, σώμα ισχνόν, χρώμα υπομέλαν, μέτωπον πλατύ, ευρεία εστία σκέψεως, όφρεις πυκναί και πλήρεις μερίμνων, ελαιόμαυροι και μικροί οφθαλμοί, αλλ’ αστράπτοντες, αιθέριον τι πνεύμα υποφουσκώνον τους μυκτήρας του και διακεχυμένον εις όλον το πρόσωπον αυτού… κόμη ως χαίτη λέοντος . . .»
Η Μαριώ
Μια νεαρή πρώην μουσουλμάνα (νεοφώτιστος Χριστιανή), η πολυθρύλητη Μαριώ ακολουθούσε παντού τον καπετάνιο, οπλισμένη και ντυμένη σαν άντρας:
«Είναι αληθές ότι περί τα μέσα της επαναστάσεως, διατελών εξ ανάγκης μακράν της οικογενείας του, προσέλαβε παρ’ αυτώ νεοφώτιστον τινά νέαν, την εν τοις στρατοπέδοις πολυθρύλλητον γενομένην Μαριών, ήτις φέρουσα το ιμάτιον και τον οπλισμόν του στρατιώτου, παρηκολούθησεν αυτόν καθ’ όλας τας τελευταίας της ζωής του εκστρατείας. Αλλά δεν ηλάττωσε την προς την σύζυγον στοργήν ή της προσκαίρου εκείνης συντρόφου παρουσία, ήτις άλλως τε κατήντησεν αναπόφευκτος εις αυτόν, δια την ανάγκην ην είχεν ιδιαζούσης διηνεκούς περιποιήσεως, ένεκα της κακής καταστάσεως της υγείας του.»
Πρόσεχε τον Καραισκάκην!
Ωκύπους, με τόλμη που άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων. Ο έμπειρος αρχικλέφτης Κολοκοτρώνης – συνήθιζε να παρακολουθεί τις μάχες με κιάλι από ψηλές κορυφές και γενικώς δεν λέρωνε τα χέρια του με αίματα- τον ορμηνεύει δια χειρός του γραμματικού Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη…
Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέρδαις – άμιλλας – επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ’ εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ’ αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένη ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Αναμφίβολα ο Θοδωράκης είχε δίκιο και μάλιστα προφητικό· τα ασύνταχτα και κατά κανόνα απειθάρχητα επαναστατικά στρατεύματα θα διαλύονταν με τον ενδεχόμενο θάνατο του επικεφαλής, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις.
Ο θρασύς πολεμιστής
Είναι γνωστό ότι ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε εις την φύσιν εφαρμόζοντας κανονικό ψυχολογικό πόλεμο: «Από όσους πολέμους έκαμε, σημαντικότερος εστάθη εκείνος εις το Κουμπότι, όπου νικήσας τον εχθρόν και τρέψας εις φυγήν, ανέβη εις μίαν πέτραν και ύβριζε τους Τούρκους μεγαλοφώνως· και δια να τους ατιμάση και εξουδενώση περισσότερον, έδειξεν αυτοίς και τον πρωκτόν του γυμνόν. Ένας Τούρκος Γκέκας, κρυμμένος εις κάποια κλαδιά, τον ετυφέκισε, και τον ελάβωσεν εις τους δύο μηρούς και εις την μέση του καυλού.»
«Τούτο το έκαμεν όχι ως αισχρουργός, αλλά διά να προξενή και θάρσος εις τους εδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεις χιλιάδες Τούρκοι ενικήθησαν εξαιτίας του, από πολλά ολίγον αριθμό Ελλήνων.»
Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει επίσης το περιστατικό: «O Καραϊσκάκης τότε εδραμεν εις Μακρυνόρος και εν αρχή του Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε της περί το Κομπότιον προς τον Ισμαΐλ πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθό δεν ηρκέσθη να αγωνισθή εκθύμως, άλλ’ έδωκε και περιττόν τι ανδρείας δείγμα, το οποίον δεν αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον του ανδρός. Τω όντι, τραπέντων των πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις υψωμά τι και ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως• δεν περιωρίσθη δε εις τούτο, αλλ’ ίνα δείξη έτι πλείονα προς αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έτρεψεν αυτοίς τα οπίσθια Τότε όμως Γκέγκας τις, κεκρυμμένος εκεί που πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τους δύο μηρούς και εις έτι καιριώτερον τι μέρος· προς ίασιν δε της πληγής ταύτης ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής μας να μείνει εις Λουτράκιον.»
Πολλά από τα αποσπάσματα με ύβρεις του Καραΐσκάκη είναι κατασκευές των καλαμαράδων ή και απλών (ευφάνταστων) συγγραφέων. Οι έμμετρες λ.χ. απαντήσεις που βάζει ο Γαζής στο στόμα του αρχηγού ανταποκρίνονται μεν στο όλον ύφος του, νομίζω όμως ότι δεν ειπώθηκαν ακριβώς έτσι:
«Μού γράφεις ένα μπουιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασιά μου, ρώτησα τον π….. μου τον ίδιον
κι αυτός μού αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω!
κι αν έλθης καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!
Στο τέλος μπλέκει και τους Αρχαίους, κατά τη συνήθεια των γραμματιζούμενων της εποχής: «Αυτή η απόκρισις στοχάζομαι να υπερβαίνει την του Λεωνίδου μολών λαβέ (τα όπλα δηλ.).»
Πηγαίνετε όπου αγαπάτε
Ο Παπαρρηγόπουλος παραθέτει τα λόγια του καπετάνιου, όταν στρατιώτες είχαν αρχίσει να λιποτακτούν από το στρατόπεδο, με προτροπή κάποιων μπουλουκτσήδων: «Αλλά εν τω μεταξύ γινομένων τούτων των oμιλιών, ανηγγέλλετο ακαταπαύστως των στρατιωτών η λιποταξία και τίνες των αυθαδεστέρων αξιωματικών ετόλμησαν, του αρχηγοί παρόντος, να είπωσι, προτρέποντες και τους άλλους εις φυγήν, ότι αυτοί δεν κάθηνται να γίνωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη. Ο στρατηγός ούτος, ούτε τον Πλούταρχον ανέγνωσεν, ούτε την νεωτέραν ιστορίαν και όμως μάρτυρες αξιόπιστοι βεβαιούσιν ότι εν τη ευλόγω αυτού αγανακτήσει είπε τότε λέξεις τινάς, αίτινες ενθυμίζουσιν τον τε λόγον του Σύλλα εν τω Ορχομενώ, και τόν του Σουβόρωφ εν Ελουητία, διότι ψυχαί ανάλογοι εις αναλόγους ευρισκόμεναι περιστάσεις, δεν είναι άπορον αν υπό των αυτών κατέχονται ιδεών. «Πηγαίνετε, ανέκραξεν, όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του και ας χαθή. Όταν όμως σάς ερωτήσωσιν οι άνθρωποι, τι εκάματε τον αρχηγόν σας, ειπέτε, ότι τον παρεδώσαμεν εις τους εχθρούς, διότι δεν ηθέλησε να γίνη αρχηγός της λειποταξίας.» Αι λέξεις αύται, εκφωνηθείσαι με τόνον και με πάθος, επροξένησαν ζωηράν εντύπωσιν εις άπαντας τους παρευρεθέντας αξιωματικούς και στρατιώτας, αλλά δεν ηδυνηθησαν ν’ αναχαιτίσωσι την αρξαμένην λειποταξίαν, και το πλείστον του στρατοπέδου μετέβη τω όντι εις Σαλαμίνα.»
Εισβολή των κερατάδων
Την άνοιξη του 1823, ο αρματολός Ράγκος (αυτομόλησε αργότερα) πείθει τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα να μεταβεί στα Άγραφα, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσει έτσι την οργή των Τούρκων και θα θέσει σε δυσμένεια τον εχθρό του Καραΐσκάκη. Ο τελευταίος γράφει στον Στορνάρη, εσωκλείοντας ειδικό γράμμα για τους εισβολείς:
«Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μού γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού.
Καραισκάκης.»
Στους Τζαβελλαίους γράφει: «Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί, έμαθα το πέρασμά σας εις Ασπροπόταμον. Πού πάτε, κλέφτες, λησταί της πατρίδος και προδότες, παληοτσάρουχα; τρακόσοι άνθρωποι θα μάς φέρετε την ελευθερίαν; Ή θαρρείτε δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας; Επουλήσατε την πατρίδα σας και τώρα τρέχετε εδώ να χαλνάτε τον κόσμον;
Όχι. Αν είναι το Ρωμέικον να μάς το φέρετε εσείς οι διακόσιοι άνθρωποι, δεν σας θέλομεν. Έχομεν και στράτευμα και άλλες δυνάμεις, όταν μάς διορίσει το έθνος να βαρέσωμεν. Διά τούτο άμα λάβετε το γράμμα, αμέσως να φύγετε, διότι… να μη μάς κάμετε άπιστους.» (20 Απρίλη 1823)
Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη;
Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης κι ο αρματολός Νικόλας Στορνάρης επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη για να τον αποχαιρετήσουν. Ο διάλογος σώζεται ατόφιος από τον αγωνιστή Κασομούλη στα απομνημονεύματά του:
«-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δεν σας ερωτώ διά πού.
-Και ημείς δεν ηξεύρομεν, του απάντησε ο Νότης. Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
– Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ – εφέντη ο τεσσαρομάτης;»
«Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά (σ.σ. δηλ. εύκολα), ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ο Μακρής, ο μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν την υπέγραψεν ο μπούτζος μου την εκστρατείαν σας.» Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Βλαχογιάννη, Ρεΐζ – εφέντης είναι ο υπουργός εξωτερικών του Σουλτάνου, τεσσαρομάτη αποκαλεί τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτος επειδή φορούσε γυαλιά, ξυνογαλά λέει τον Τσιόγκα που είχε Σαρακατσάνικη καταγωγή, ενώ ο Μακρής ήταν ψηλόλιγνος και συγκαταβατικός. Αν και η αυθεντική ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής ήταν ξεκάθαρα όπλο στον επαναστατικό πόλεμο, οι γραμματικοί – από εθνική αιδημοσύνη – δεν κατέγραψαν ούτε λίγες αράδες από τους βροντερούς λόγους του Κολοκοτρώνη που έκαναν τα παλικάρια να χλιμιντρίζουν. Αγωνιστές που δεν φοβήθηκαν τα φουσάτα του Δράμαλη και τις τούρκικες αρμάδες οπισθοχώρησαν αμαχητί μπροστά στα απαρέμφατα και τις μετοχές των διδασκάλων.
Ἔφκειασαν τὴν Συνέλεψη, διορίσαν τὸν ναύαρχον τὸν νέον, ὅτι γέρασε ὁ Μιαούλης, τὸν ἀρχιστράτηγον, ὅτι δὲν δύνεται ὁ Καραϊσκάκης, καὶ γράψαν μίαν διαταγὴ εἰς τὸν Καραϊσκάκη οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τόλεγαν, ὅταν κιντύνευε ἡ πατρίς, ὅταν νάστιβε ὁ Καραϊσκάκης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ τὰ πουκάμισά τους, ἐκίναγε τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν Ἀράχωβα, ἀπὸ τὸν Ἔπαχτο, ἀπὸ τὸ Δίστομον κι᾿ ἀπὸ τὸν καθημερινὸ πόλεμο, τότε ἔγραψαν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τόπαιρναν τὰ συχαρίκια ὅτι διορίσαν τὸν Τζούρτζη – κι᾿ αὐτὸς νὰ εἶναι εἰς τὴν ὁδηγίαν του. Στοχαστῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀναγνώστες· αὐτείνη τὴν ἐποχὴ ποιὸς εἶχε γνώση διὰ νὰ σώση τὴν πατρίδα – καὶ ποιὸς νὰ τὴν χάση. Μὲ τόση δύναμη ὁ Καραϊσκάκης δὲν τοὺς ἔφκειανε φλούδα ὅλους αὐτούς;
Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα.
Η τιμή και το κέρατο
Άρρωστος και αψύς, θα ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες με απειλές (Πηγαίνετε κι εγώ το ντουφέκι σάς το βάνω από τις πλάταις…) και θα λάβει ανάλογη σύμφωνη με τα κλέφτικα ήθη: «Δεν φταίγεις εσύ, φταίγομεν εμείς οπού σου δίνομεν την τιμή αυτήν με την επίσκεψίν μας, και εις ανταμοιβήν ακούμε τας ύβρεις σου. Ήξευρε λοιπόν ότι κανενού δεν γάμησες το κέρατον, παρά όλοι σού εγαμήσαμεν το κέρατο, και πάλιν θα σε γαμήσωμεν.»
Σε άλλο γράμμα, τον Απρίλη του 1824, πάλι ο Στορνάρης συμβουλεύει τον γιό της καλογριάς να μείνει ασφαλής στο Γαρδίκι με μερικούς συνδρόφους και να διατάξει τους υπόλοιπους άντρες του να χτυπήσουν τα Τρίκαλα: «[…] τους δε λοιπούς στείλε τους να ενωθούν με ημάς, να ριχθούμεν μια νύχτα εις τα Τρίκκαλα, να τα καύσωμεν, να πετάξωμεν τους Τούρκους από αυτού να τους χαλάσουμε την φωλεάν και να προχωρήσουμε προς τη Λάρισσαν.
ο φίλος σου αδελφός Ν. Στορνάρης.»(7)
Στέλνει μάλιστα ρεχέμι, (όμηρο, ενέχυρο) τον υιόν του Γιαννιόν, πράγμα υποτιμητικό για έναν καπετάνιο και δείγμα σεβασμού. Ο Καραισκάκης κλινήρης και εξαντλημένος (…ημιθανής, κατάκοιτος, τρέχεις εις τα χιόνια απάνω εις το κραββάτι) τού απαντά:
«Γενναιότατε Καπετάν Νικόλα,
Έλαβα το γράμμα σου· είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (τούρκικα όργανα του ιππικού), έχει και τρουμπέταις (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντηση του γράμματός σου.
Καραισκάκης.»
Γνωστοί είναι και οι στίχοι του τραγουδιού που έγραψε ο Νίκος Καλογερόπουλος για την ταινία Οι ιππείς της Πύλου:
«Γαμώ την πίστη σας και τον Μωχαμέτη σας.
Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε «από ημάς» συνθήκην με «έναν» κόντζια σκατο-Σουλτά Μαχμούτην;
Να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρη σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα …την πουτάνα!
Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω θα μου κλάσουν τον πούτσο.»
Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω θα μου κλάσουν τον πούτσο.»
«Πες τους ρε φίλε Πανουργιά,
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.
Άκου ρε γιε της καλογριάς,
ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς
και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα
απ’ ολουνούς σε ξέρει.
ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς
και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα
απ’ ολουνούς σε ξέρει.
Λένε πως παίζεις με χανουμάκια,
με τουρκοπούλες και καλογριές
και σ’ αραδιάζουνε βρισιές.
Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες,
με ντερβισάδες στήνεις χορό
και με ρωτάν και τι να πω;
με τουρκοπούλες και καλογριές
και σ’ αραδιάζουνε βρισιές.
Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες,
με ντερβισάδες στήνεις χορό
και με ρωτάν και τι να πω;
Λένε πως έχεις αλισβερίσι,
μ’ Αλή Πασάδες κάνεις χωριό
και σε ρωτάω τι να τους πω.
μ’ Αλή Πασάδες κάνεις χωριό
και σε ρωτάω τι να τους πω.
Πες τους ρε φίλε Πανουργιά,
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.
Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω
και αν αργήσω δώσ’ τους κι αυτό,
είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο.
και αν αργήσω δώσ’ τους κι αυτό,
είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο.
Όπως στα λέω να τους τα γράψεις,
όπως στα λέω να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης σεβνταλής,
Καραϊσκάκης μπεσαλής.
όπως στα λέω να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης σεβνταλής,
Καραϊσκάκης μπεσαλής.
Καραϊσκάκης γεια χαρά,
γεια σου ρε γέρο του Μοριά
και γεια που σ’ αγαπάνε.
Γεια τους που δε λυγίζουνε
και που δεν προσκυνάνε.
γεια σου ρε γέρο του Μοριά
και γεια που σ’ αγαπάνε.
Γεια τους που δε λυγίζουνε
και που δεν προσκυνάνε.
Λένε για μένα τα καρακόλια,
άκου τι λένε να μη γαμεί,
μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.
άκου τι λένε να μη γαμεί,
μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Κολοκοτρώνης και Γιωργής,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Κολοκοτρώνης και Γιωργής,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
Γεια σου ρε Ανδρούτσο, γεια χαρά,
γεια σας παιδιά μου αητόπουλα,
που ‘χετε αητό πατέρα
κι όποιος δε με κατάλαβε,
τότε ας μας κάνει αέρα.
γεια σας παιδιά μου αητόπουλα,
που ‘χετε αητό πατέρα
κι όποιος δε με κατάλαβε,
τότε ας μας κάνει αέρα.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
μαζί τους είμαστε κι εμείς
μαζί σας είμαστε κι εμείς.»
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
μαζί τους είμαστε κι εμείς
μαζί σας είμαστε κι εμείς.»
Ε, ρε Μαυροκορδάτε!
Στην περίφημη δίκη του, ελάχιστοι πήραν σοβαρά τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν δια στόματος Στορνάρη: Σ’ ερωτώ. Αντενεργούσες με γράμματα την εκστρατείαν. Το ηξεύραμεν τούτο, πλην δε μάς έμελεν. Είδες ότι δεν επιτυχαίνεις – επιχειρίσθης όσα κακά ημπόρεσες κατά του Έθνους και της Διευθύνσεως. Ο οπλαρχηγός δικάστηκε με παρόν το ένοπλο σώμα του και κανείς δεν τόλμησε να εφαρμόσει την ποινή της φυλάκισης. Ο Καραϊσκάκης ουσιαστικά παροπλίζεται. Η επιστολή του Ανδ. Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1- 1827).Αναχωρώντας γράφει για τον ποστέλνικο: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσία μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σού τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανή ποιός είσαι.»(7)
Το τέλος
Είναι γνωστό ότι μετά τον θάνατο του στρατηγού, οι ελληνικές δυνάμεις επιχείρησαν σε ανοικτό πεδίο και κατακόπηκαν από το τούρκικο ιππικό. Ξέρουμε ακόμη ότι το στρατιωτικό σχέδιο του καπετάνιου να αποκόψει τις εφεδρείες και να προχωρήσει με ταμπούρια θα συνέτριβε κυριολεκτικά τον Κιουταχή. Θριαμβευτής στην περίφημη μάχη της Αράχωβας (χάλασε 1500 Τούρκους και έστησε πυραμίδα-τρόπαιο) ο Γεώργιος Καραισκάκης ήταν ίσως ο μόνος άντρας των όπλων που μπορούσε να ελευθερώσει τη Ρούμελη και να σώσει την Επανάσταση. Σκοτώθηκε σε αψιμαχία κατά την πολιορκία της Ακρόπολης ή κατ’ άλλους δολοφονήθηκε για να παραμείνει το νεοσύστατο κράτος στα όρια της Πελοποννήσου.
Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε: «Ὅτι τὴν πατρίδα τὴν ἤθελαν ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, ὄχι ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Ρούμελη. Καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη, ὁποῦ δούλευε νὰ ξαναλευτερώση τὴν Ρούμελη. Καθὼς κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.» Και αλλού: «Ἐνέργειες τοῦ Μαυροκορδάτου μόνον ἤξεραν, ὅπου ἔβαλε τὸν Κουντουριώτη νὰ φκειάση τὸν Σκούρτη ἀρχιστράτηγον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς στεριανοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦνε ὄρτζια καὶ πόντζα. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πιάτζας καὶ συντροφιά τους, ὅπου κατόρθωσαν τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρχηγίες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤφεραν ξένα φῶτα κι᾿ ἀντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, ἀρχιστρατηγίαν, θέλαν νὰ χαλάσουν τὴν ὄρεξίν του Καραϊσκάκη κι᾿ ἄλλων ἀρχηγῶν, ὁποῦ πολεμοῦσαν τὸ χειμώνα διὰ νὰ ματαλευτερώσουν τὴν πατρίδα τους, ὅπου ξανατούρκεψε ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες αὐτήνων τῶν ἀγαθῶν πατριώτων. Ὁδήγησαν καὶ τὸν ἀθῶον καὶ γενναῖον Μπούρμπαχη νὰ πάγη εἰς τὸν Καραϊσκάκη αὐτὸς – χορτάτος κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης νηστικός, καὶ νὰ σκοτωθοῦν.» Ο ίδιος – αυτόπτης- σώζει τα τελευταία λόγια του καπετάνιου: «Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψη ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. – Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.»
[…] «Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη – καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήση αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος.»
Ο γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν, στην ολιγοσέλιδη βιογραφία του αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και σημειώνει ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα τα εξής: «…Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον.» Έτσι ή αλλιώς, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών…οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή.»
Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας…[…] Ο γιος της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο (αγγείον αλαβάστρινον) και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του (ου το κάλλος δεν ηδύνατο να αποβή κατάδηλον ειμή ότε ήπτετο φλόξ εντός αυτού..[…] Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης.) (6) Οι φλόγες του Αγώνα, οι έσχατοι κίνδυνοι της πατρίδας και η φιλοτιμία ανέδειξαν πράγματι το πατριωτικό ανάστημα του ανδρός.
Λίγο πριν οι τύχες του αγωνιζόμενου έθνους περάσουν οριστικά στα χέρια των πολιτικών, ο μεγάλος επαναστάτης θα συλλάβει βαθύτερα το νόημα του εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα: «Η πατρίς είναι μία· παντού είναι ο αυτός αγών· ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος, το ίδιο κάνει!»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
(1) Γεώργιος Γαζής : Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828, σ.17
(2) Γεώργιος Καραϊσκάκης, Κυρομάνος 1990, σ.23
(4) Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, 1867
(5) Δημήτριος Αινιάν (1903). Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του Δ. Αινιάνος. Εκ του Τυπογραφείου Γ. Σ. Βλαστού, Αθήνα 1903. σσ. 107. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
(6) Η παρομοίωση αποδίδεται στον Λόρδο Βύρωνα, δεν αναφέρεται όμως ο Άγγλος ποιητής στον Καραϊσκάκη (Είπε που ο Βύρων, περί εαυτού ή περί άλλου, καλώς δεν ενθυμούμεθα…)
(7)Τα καπάκια, Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Κωστή Παπαγιώργης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003