Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Λειψίας – τιμής ένεκεν – και αντεπιστέλλον μέλος των Βασιλικών Ακαδημιών του Βερολίνου και του Μονάχου, ο Κωνσταντίνος Κούμας υπήρξε μια εξέχουσα προσωπικότητα των Ελλήνων του Διαφωτισμού. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές της νεότερης Ελλάδας, ο οποίος, διαπνεόμενος από βαθύτατο πατριωτισμό και φλογερή αγάπη για τους σκλαβωμένους του αδελφούς, πόθησε να μεταλαμπαδεύσει από την Ευρώπη – το λίκνο της ελεύθερης επιστημονικής σκέψης – τα φώτα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην πατρίδα του. Εξέχων λόγιος και ρηξικέλευθος δάσκαλος, με πλούσιο συγγραφικό έργο, σπάνια πανεπιστημιακή μόρφωση και σημαντική φιλοσοφική κατάρτιση, υπήρξε φίλος και ένθερμος υποστηρικτής των θέσεων του Κοραή. Ως εκ τούτου, δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με την κατεστημένη εκκλησιαστική αντίληψη στον χώρο της παιδείας προωθώντας αλλαγές προς ένα «θετικού» τύπου εκπαιδευτικό πρότυπο.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Κούμας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Ο πατέρας του ήταν σχετικά εύπορος και ασχολιόταν με το εμπόριο γουναρικών. Λέγεται ότι ο μικρός Κωνσταντίνος πέρασε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κλεισμένος στο σπίτι από τον φόβο των Γενίτσαρων, στερούμενος το σχολείο. Τα πρώτα του μαθήματα θα τα παρακολουθήσει στον Τύρναβο, όπου καταφεύγει η οικογένειά του το 1787, λόγω του ότι ξέσπασε πανώλη στη Λάρισα. Εκεί μαθαίνει γραφή κι ανάγνωση για πρώτη φορά. Από το 1790 και μετά αρχίζει να επιδίδεται στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Η πρόοδός του ήταν εντυπωσιακή, γι’ αυτό και οι γονείς του φρόντισαν να τον παραδώσουν, δεκαπενταετή ήδη, στη φροντίδα του σχολείου όπου δίδασκε ο Ιωάννης Πέζαρος. Από τον Πέζαρο άκουσε, έκτος των άλλων, και «Ευγενίου Λογικήν και Μεταφυσικήν, τα κατ’ Ευκλείδην Γεωμετρικά στοιχεία, τον κατά Νικηφόρον τον Θεοτόκη, Φυσικήν και άλλα τινά».
Πλάι στον πρώτο του δάσκαλο, ο Κούμας κατάφερε μέσα σε έξι χρόνια να ολοκληρώσει το πρόγραμμα σπουδών του αποκτώντας τη φήμη του διακεκριμένου μαθητή. Το 1797 τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη πλάι στον μητροπολίτη Λαρίσης Διονύση Καλλιάρχη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μεγάλο Διερμηνέα, Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Όταν, μάλιστα, ο Υψηλάντης ανακηρύχτηκε ηγεμόνας, του πρότεινε να τον προσλάβει στις υπηρεσίες του, αλλά ο Κούμας προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου έγινε διδάσκαλος στο σχολείο της Τσαριτσάνης.
Εκεί αναλαμβάνει όλα τα διδασκαλικά του καθήκοντα και φροντίζει να φέρει στο σχολείο παιδιά από όλες τις γύρω περιοχές. Διδάσκει ελληνικά και μαθήματα των θετικών επιστημών και φροντίζει να εμπλουτιστεί η σχολή με επιστημονικά βιβλία και όργανα. Επίσης, είναι ο πρώτος που καθιερώνει στο σχολείο του τη διδασκαλία της Άλγεβρας και από άμβωνος κηρύττει το Ευαγγέλιο, το οποίο μεταφράζει στην κοινή γλώσσα για να το καταλαβαίνει ο κόσμος.
Στα 1799, ο Κούμας αποκτά μια κόρη, χάνει όμως τη γυναίκα του. Συντετριμμένος καταφεύγει στα Αμπελάκια, όπου δίδασκαν ο Κωνσταντάς και ο Ασάνης. Μάλιστα, μαζί με τον Ασάνη μεταφράζουν το έργο του Abbe de la Caille «Περί κωνικών τομών». Το κείμενο θα τυπωθεί στη Βιέννη το 1803. Καλό είναι να σημειώσουμε ότι τόσο η Σχολή του Τύρναβου όσο και αυτή των Αμπελακίων θεωρούνταν οι κορυφαίες στην Ανατολική Θεσσαλία. Το 1804 αποδεικνύεται μια καθοριστική χρονιά για τη μετέπειτα διαμόρφωση του Κούμα. Είναι τότε που καταφθάνει στα Αμπελάκια ο Αθανάσιος Γαζής, ο οποίος προσπαθεί να μαζέψει χρήματα προκριμένου να τυπωθεί στη Βιέννη ένα ελληνικό λεξικό. Τότε προτείνει στον Κούμα να μεταβεί στην αυστριακή πρωτεύουσα για να συνεργαστούν στη συγγραφή του λεξικού. Η ευκαιρία ήταν σπάνια για τον ίδιο που, όπως γράφει, ποθούσε να γνωρίσει «τη φωτισμένη Ευρώπη».
Η Βιέννη
Στα τέλη του 1804 εγκαταλείπει τα Αμπελάκια και μέσω Σμύρνης και Τεργέστης φτάνει στην αυστριακή πρωτεύουσα στις 11 Νοεμβρίου. Εκεί, ο Κούμας θα βρεθεί στο κέντρο του κόσμου. Με έντονο τον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, η Βιέννη ξεχειλίζει από ελευθερία, είναι κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης, διαθέτει πανεπιστήμιο ήδη από το 1365, ενώ τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά κυκλοφορούν σε διάφορες γλώσσες!
Εκείνη την εποχή, ο απόδημος ελληνισμός στη Βιέννη αριθμούσε 4.000 άτομα. Με δυο λόγια, η Βιέννη για τους Έλληνες υπήρξε το κέντρο μιας σημαντικής πνευματικής προσπάθειας για τον διαφωτισμό των ραγιάδων, για την εκλαΐκευση των γαλλικών δημοκρατικών ιδεών. Αντίθετα, στην υπόδουλη Ελλάδα επικρατούσε η θρησκοληψία, η μοιρολατρία και η αμάθεια, «η θυγάτηρ αυτή της άγριας και ωμής τυραννίδος, η οποία ουδέποτε βαδίζει άνευ δεισιδαιμονίας», όπως επισήμαινε ο Κοραής. Εκεί, ο Κούμας διορίστηκε ιδιαίτερος διδάσκαλος του εύπορου εμπόρου Χατζή Μόσχου και ταυτόχρονα γράφεται φοιτητής στο πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας κυρίως Μαθηματικά.
Ο εικοσιεπτάχρονος Κούμας, το δίχως άλλο, επηρεάζεται βαθύτατα από το νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Εδώ συνειδητοποιεί για πρώτη φορά τον ρόλο που καλείται να παίξει στον αγώνα για την πνευματική αναγέννηση της πατρίδας. Μαθαίνει Γερμανικά και έρχεται σε επαφή με τη φιλοσοφία του Καντ, «του αθανάτου αυτού κλέους της Γερμανίας και του δεύτερου Σωκράτη». Ο Γερμανός φιλόσοφος θα επιδράσει καθοριστικά στην πνευματική του συγκρότηση. Στη Βιέννη έρχεται και για πρώτη φορά σε επαφή με τον Κοραή, γίνεται γνώστης του έργου του και ενστερνίζεται τις γλωσσικές και εκπαιδευτικές του απόψεις.
Στο τομέα της γλώσσας, ο Κούμας, ως ο πλέον ένθερμος και συνεπέστερος οπαδός του Κοραή, παραμένει πιστός υποστηρικτής της καθομιλουμένης, αντίπαλος της αρχαΐζουσας και των υποστηρικτών της, τους οποίους θα πολεμήσει στο πρόσωπο του Νεόφυτου Δούκα με συνέπεια και επιστημονικά επιχειρήματα.
Νέα Δημόσια Σχολή της Σμύρνης
Εκείνη την εποχή ακριβώς δημιουργήθηκε η Νέα Δημόσια Σχολή της Σμύρνης και τον καλούν να αναλάβει τη διεύθυνσή της· μάλιστα, του αποστέλλουν και χρήματα για την αγορά των απαραίτητων επιστημονικών βιβλίων και πειραματικών οργάνων. Ο Κοραής παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις αυτές και επικροτεί με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία των Σμυρναίων συμπατριωτών του. Ο Κούμας μετά και την έντονη προτροπή του Κοραή δέχεται την πρόσκληση και ξεκινά με ενθουσιασμό τη νέα του αποστολή. Στο έργο του παραστάτη έχει τον Κωνσταντίνο Οικονόμου και την πολύτιμη εκπαιδευτική εμπειρία και μόρφωση που απέκτησε στη Βιέννη.
Καταφθάνει στη Σμύρνη έχοντας στις αποσκευές του, εκτός από τα νέα βιβλία και τα σύγχρονα επιστημονικά όργανα, τις γνώσεις του στη διδασκαλία των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Χημείας αλλά και τις νεωτεριστικές ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη διδασκαλία. Όλα αυτά θα τον φέρουν σύντομα σε οξεία σύγκρουση με το σκοταδιστικό και αντιδραστικό κατεστημένο του κλήρου καθώς ήρθαν να αντικαταστήσουν το… Οχταήχι, το… Ψαλτήρι και τα… Μηνιαία! Η αντίδραση του κλήρου ήταν σφοδρή, πλήρης μίσους και φανατισμού. Στην αρχή κρυφά και κατόπιν φανερά αρχίζει λυσσαλέος αγώνας από του άμβωνος για το κλείσιμο της Σχολής, «πρωτοστατούντος» του μητροπολίτη Σμύρνης, των συν αυτώ και των προεστών της πόλης. «Η Μητρόπολη» γράφει ο Στέφανος Οικονόμου «έδειχνε πάντοτε εχθρωδεστάτη διάθεση».
Από τη μεριά του, ο Κούμας είναι ανελέητος απέναντι στους παιδαγωγούς εκείνους που, αντί να διδάσκουν τα επιστημονικά μαθήματα, «διδάσκουσι τους παίδας ν’ αναγιγνώσκουσι μηχανικώς την Οχτάηχον και το Ψαλτήριον». Όσους, δε, καταφρονούν την επιστημονική παιδεία τούς χαρακτηρίζει «τέρατα αλλόκοτα»…
Το συνολικό πνευματικό έργο του Κούμα εμπνέεται από τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του ορθού λόγου. Επίσης σαφής είναι και η επίδραση που άσκησε στην πνευματική του ολοκλήρωση η γερμανική παιδεία και κυρίως η φιλοσοφία του Καντ. Ως τυπικός θιασώτης του Κοραή, πίστευε στον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας και θεωρούσε πως στην επίτευξη αυτού του στόχου συντελεί με αποφασιστικό τρόπο η διδασκαλία σε μια γλώσσα περισσότερο οικεία.
Ο Κούμας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Ο πατέρας του ήταν σχετικά εύπορος και ασχολιόταν με το εμπόριο γουναρικών. Λέγεται ότι ο μικρός Κωνσταντίνος πέρασε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κλεισμένος στο σπίτι από τον φόβο των Γενίτσαρων, στερούμενος το σχολείο. Τα πρώτα του μαθήματα θα τα παρακολουθήσει στον Τύρναβο, όπου καταφεύγει η οικογένειά του το 1787, λόγω του ότι ξέσπασε πανώλη στη Λάρισα. Εκεί μαθαίνει γραφή κι ανάγνωση για πρώτη φορά. Από το 1790 και μετά αρχίζει να επιδίδεται στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας. Η πρόοδός του ήταν εντυπωσιακή, γι’ αυτό και οι γονείς του φρόντισαν να τον παραδώσουν, δεκαπενταετή ήδη, στη φροντίδα του σχολείου όπου δίδασκε ο Ιωάννης Πέζαρος. Από τον Πέζαρο άκουσε, έκτος των άλλων, και «Ευγενίου Λογικήν και Μεταφυσικήν, τα κατ’ Ευκλείδην Γεωμετρικά στοιχεία, τον κατά Νικηφόρον τον Θεοτόκη, Φυσικήν και άλλα τινά».
Πλάι στον πρώτο του δάσκαλο, ο Κούμας κατάφερε μέσα σε έξι χρόνια να ολοκληρώσει το πρόγραμμα σπουδών του αποκτώντας τη φήμη του διακεκριμένου μαθητή. Το 1797 τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη πλάι στον μητροπολίτη Λαρίσης Διονύση Καλλιάρχη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μεγάλο Διερμηνέα, Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Όταν, μάλιστα, ο Υψηλάντης ανακηρύχτηκε ηγεμόνας, του πρότεινε να τον προσλάβει στις υπηρεσίες του, αλλά ο Κούμας προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου έγινε διδάσκαλος στο σχολείο της Τσαριτσάνης.
Εκεί αναλαμβάνει όλα τα διδασκαλικά του καθήκοντα και φροντίζει να φέρει στο σχολείο παιδιά από όλες τις γύρω περιοχές. Διδάσκει ελληνικά και μαθήματα των θετικών επιστημών και φροντίζει να εμπλουτιστεί η σχολή με επιστημονικά βιβλία και όργανα. Επίσης, είναι ο πρώτος που καθιερώνει στο σχολείο του τη διδασκαλία της Άλγεβρας και από άμβωνος κηρύττει το Ευαγγέλιο, το οποίο μεταφράζει στην κοινή γλώσσα για να το καταλαβαίνει ο κόσμος.
Στα 1799, ο Κούμας αποκτά μια κόρη, χάνει όμως τη γυναίκα του. Συντετριμμένος καταφεύγει στα Αμπελάκια, όπου δίδασκαν ο Κωνσταντάς και ο Ασάνης. Μάλιστα, μαζί με τον Ασάνη μεταφράζουν το έργο του Abbe de la Caille «Περί κωνικών τομών». Το κείμενο θα τυπωθεί στη Βιέννη το 1803. Καλό είναι να σημειώσουμε ότι τόσο η Σχολή του Τύρναβου όσο και αυτή των Αμπελακίων θεωρούνταν οι κορυφαίες στην Ανατολική Θεσσαλία. Το 1804 αποδεικνύεται μια καθοριστική χρονιά για τη μετέπειτα διαμόρφωση του Κούμα. Είναι τότε που καταφθάνει στα Αμπελάκια ο Αθανάσιος Γαζής, ο οποίος προσπαθεί να μαζέψει χρήματα προκριμένου να τυπωθεί στη Βιέννη ένα ελληνικό λεξικό. Τότε προτείνει στον Κούμα να μεταβεί στην αυστριακή πρωτεύουσα για να συνεργαστούν στη συγγραφή του λεξικού. Η ευκαιρία ήταν σπάνια για τον ίδιο που, όπως γράφει, ποθούσε να γνωρίσει «τη φωτισμένη Ευρώπη».
Η Βιέννη
Στα τέλη του 1804 εγκαταλείπει τα Αμπελάκια και μέσω Σμύρνης και Τεργέστης φτάνει στην αυστριακή πρωτεύουσα στις 11 Νοεμβρίου. Εκεί, ο Κούμας θα βρεθεί στο κέντρο του κόσμου. Με έντονο τον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, η Βιέννη ξεχειλίζει από ελευθερία, είναι κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης, διαθέτει πανεπιστήμιο ήδη από το 1365, ενώ τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά κυκλοφορούν σε διάφορες γλώσσες!
Εκείνη την εποχή, ο απόδημος ελληνισμός στη Βιέννη αριθμούσε 4.000 άτομα. Με δυο λόγια, η Βιέννη για τους Έλληνες υπήρξε το κέντρο μιας σημαντικής πνευματικής προσπάθειας για τον διαφωτισμό των ραγιάδων, για την εκλαΐκευση των γαλλικών δημοκρατικών ιδεών. Αντίθετα, στην υπόδουλη Ελλάδα επικρατούσε η θρησκοληψία, η μοιρολατρία και η αμάθεια, «η θυγάτηρ αυτή της άγριας και ωμής τυραννίδος, η οποία ουδέποτε βαδίζει άνευ δεισιδαιμονίας», όπως επισήμαινε ο Κοραής. Εκεί, ο Κούμας διορίστηκε ιδιαίτερος διδάσκαλος του εύπορου εμπόρου Χατζή Μόσχου και ταυτόχρονα γράφεται φοιτητής στο πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας κυρίως Μαθηματικά.
Ο εικοσιεπτάχρονος Κούμας, το δίχως άλλο, επηρεάζεται βαθύτατα από το νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Εδώ συνειδητοποιεί για πρώτη φορά τον ρόλο που καλείται να παίξει στον αγώνα για την πνευματική αναγέννηση της πατρίδας. Μαθαίνει Γερμανικά και έρχεται σε επαφή με τη φιλοσοφία του Καντ, «του αθανάτου αυτού κλέους της Γερμανίας και του δεύτερου Σωκράτη». Ο Γερμανός φιλόσοφος θα επιδράσει καθοριστικά στην πνευματική του συγκρότηση. Στη Βιέννη έρχεται και για πρώτη φορά σε επαφή με τον Κοραή, γίνεται γνώστης του έργου του και ενστερνίζεται τις γλωσσικές και εκπαιδευτικές του απόψεις.
Στο τομέα της γλώσσας, ο Κούμας, ως ο πλέον ένθερμος και συνεπέστερος οπαδός του Κοραή, παραμένει πιστός υποστηρικτής της καθομιλουμένης, αντίπαλος της αρχαΐζουσας και των υποστηρικτών της, τους οποίους θα πολεμήσει στο πρόσωπο του Νεόφυτου Δούκα με συνέπεια και επιστημονικά επιχειρήματα.
Νέα Δημόσια Σχολή της Σμύρνης
Εκείνη την εποχή ακριβώς δημιουργήθηκε η Νέα Δημόσια Σχολή της Σμύρνης και τον καλούν να αναλάβει τη διεύθυνσή της· μάλιστα, του αποστέλλουν και χρήματα για την αγορά των απαραίτητων επιστημονικών βιβλίων και πειραματικών οργάνων. Ο Κοραής παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις αυτές και επικροτεί με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία των Σμυρναίων συμπατριωτών του. Ο Κούμας μετά και την έντονη προτροπή του Κοραή δέχεται την πρόσκληση και ξεκινά με ενθουσιασμό τη νέα του αποστολή. Στο έργο του παραστάτη έχει τον Κωνσταντίνο Οικονόμου και την πολύτιμη εκπαιδευτική εμπειρία και μόρφωση που απέκτησε στη Βιέννη.
Καταφθάνει στη Σμύρνη έχοντας στις αποσκευές του, εκτός από τα νέα βιβλία και τα σύγχρονα επιστημονικά όργανα, τις γνώσεις του στη διδασκαλία των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Χημείας αλλά και τις νεωτεριστικές ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη διδασκαλία. Όλα αυτά θα τον φέρουν σύντομα σε οξεία σύγκρουση με το σκοταδιστικό και αντιδραστικό κατεστημένο του κλήρου καθώς ήρθαν να αντικαταστήσουν το… Οχταήχι, το… Ψαλτήρι και τα… Μηνιαία! Η αντίδραση του κλήρου ήταν σφοδρή, πλήρης μίσους και φανατισμού. Στην αρχή κρυφά και κατόπιν φανερά αρχίζει λυσσαλέος αγώνας από του άμβωνος για το κλείσιμο της Σχολής, «πρωτοστατούντος» του μητροπολίτη Σμύρνης, των συν αυτώ και των προεστών της πόλης. «Η Μητρόπολη» γράφει ο Στέφανος Οικονόμου «έδειχνε πάντοτε εχθρωδεστάτη διάθεση».
Από τη μεριά του, ο Κούμας είναι ανελέητος απέναντι στους παιδαγωγούς εκείνους που, αντί να διδάσκουν τα επιστημονικά μαθήματα, «διδάσκουσι τους παίδας ν’ αναγιγνώσκουσι μηχανικώς την Οχτάηχον και το Ψαλτήριον». Όσους, δε, καταφρονούν την επιστημονική παιδεία τούς χαρακτηρίζει «τέρατα αλλόκοτα»…
Το συνολικό πνευματικό έργο του Κούμα εμπνέεται από τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του ορθού λόγου. Επίσης σαφής είναι και η επίδραση που άσκησε στην πνευματική του ολοκλήρωση η γερμανική παιδεία και κυρίως η φιλοσοφία του Καντ. Ως τυπικός θιασώτης του Κοραή, πίστευε στον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας και θεωρούσε πως στην επίτευξη αυτού του στόχου συντελεί με αποφασιστικό τρόπο η διδασκαλία σε μια γλώσσα περισσότερο οικεία.