Οι αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας για τη Μακεδονία χρονολογούνται ήδη από την εποχή της εθνογένεσής της και τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα μάλιστα, η σύγκρουσή της με την Ελλάδα για τον έλεγχο της περιοχής παίρνει τη μορφή ακήρυχτου πολέμου, με τον Μακεδονικό Αγώνα. Ωστόσο, οι προσπάθειες της Σόφιας αποδεικνύονται ατελέσφορες και καταλήγουν σε συντριπτικές ήττες στον Β’ Βαλκανικό και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυο δεκαετίες αργότερα, η ήττα του ελληνικού στρατού από τις γερμανικές δυνάμεις φάνηκε να δίνει την ευκαιρία στη Βουλγαρία, η οποία είχε στο μεταξύ προσχωρήσει στο ναζιστικό στρατόπεδο, την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε, καθώς η χώρα μας χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής – μία γερμανική, μία ιταλική και μία βουλγαρική. Το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας τίθεται υπό βουλγαρική διοίκηση.
Από το 1941 έως και το 1944, οι Έλληνες, αλλά και οι Εβραίοι της Μακεδονίας υπέστησαν πρωτοφανείς διώξεις, η αγριότητα των οποίων ξεπερνούσε σε ορισμένες περιπτώσεις τη θηριωδία των Ναζί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σύμβολο του μαρτυρίου έγινε το χωριό Δοξάτοκαι μάλιστα για δεύτερη φορά στην ιστορία του, καθώς είχε καταστραφεί από τους Βούλγαρους και κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους, στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μαζικές διώξεις υπονόμευσαν ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά όλα τα επιχειρήματα της βουλγαρικής πλευράς περί νόμιμων διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Εξ άλλου, η πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σύντομα επρόκειτο να αλλάξει και η Σόφια θα βρισκόταν παγιδευμένη στο «λάθος στρατόπεδο».
Οι επιδιώξεις των Βούλγαρων στη Μακεδονία
Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού από τις ναζιστικές δυνάμεις, η περιοχή από τον Στρυμόνα έως τον Έβρο, μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία, ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Άξονα (εκτός από 3/4 του νομού Έβρου, έπειτα από σχετική αξίωση της Τουρκίας). Έκτοτε, για τους κατακτητές ανήκαν διοικητικά στην «περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας» ή «Αιγαίου» ή «Αιγαιίδα» (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην 4η περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα – Πλόντιφ – Μπελομόρε) βουλγαρικής επικράτειας. Εδώ έγκειται και η διαφορά μεταξύ ιταλικής, γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μια ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, ενώ οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και σκόπευαν να μείνουν οριστικά.
Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε, αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες ήταν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό, λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην «περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας», κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι. Και συγκεκριμένα κατά εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Έλληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.).
Η νέα βουλγαρική κατοχήυπήρξε βαρύτερη από τις προηγούμενες (η πρώτη στους Βαλκανικούς, 1912 -1913, κι η δεύτερη στον Α’ Παγκόσμιο, το 1916 -1919), καθώς ο ελληνισμός της «βουλγαροκρατούμενης ζώνης» (514.426 Έλληνες, κατά τους Βουλγάρους) βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν επιθετικό βουλγαρικό επεκτατισμό, ανανεωμένο από τις νέες συνθήκες, λόγω της συνεργασίας του με τη Γερμανία, και αποφασισμένο με το τέλος του πολέμου να διεκδικήσει «αποκατάστασιν της εθνικής ενότητος της Βουλγαρίας».
Η μοναρχική εξουσία τουΒόρη Γ’, με την «πρόθυμη», κατά την προπαγάνδα της, συνεργασία και συμμετοχή της πολιτικής, εμποροβιομηχανικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας της Βουλγαρίας, επιχείρησε να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα και να (απο)δείξει την ενότητα της «Παλιάς Βουλγαρίας» με τα «νεο – απελευθερωμένα» εδάφη.
Προετοίμαζε την πολυπόθητη οριστική προσάρτησή τους με το να δημιουργήσει «εθνικά δίκαια» των «σκλαβωμένων για χρόνια Βουλγάρων αδελφών» στις παραχωρημένες, από τους Γερμανούς, στη Βουλγαρία περιοχές: τα σερβικά εδάφη, τη Δομβρουτσά, επαρχία ρουμανική, αλλά και «την περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας», δηλαδή τον νομό Σερρών, εκτός της περιοχής της Νιγρίτας (δηλαδή εκτός του 1/5 του νομού Σερρών), τους νομούς Δράμας – Ξάνθης – Καβάλας – Ροδόπης και Έβρου, εκτός της ουδέτερης ζώνης (δηλαδή εκτός των 3/4 του νομού Έβρου).
Παρά τις όποιες αρχικές υποσχέσεις προς τους κατοίκους για ασφάλεια, ευνομία, ζωή, τιμή και περιουσία, όλα μαρτυρούν ότι εφαρμόσθηκε στα νεοαποκτηθέντα για τη Βουλγαρία εδάφη ένα μελετημένο, και στις λεπτομέρειές του, πρόγραμμα εμφάνισης των υπό κατοχήν περιοχών με όψη και χαρακτήρα βουλγαρικό.
Στις 3 Μαΐου 1941 με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου συστάθηκε η «Διοίκηση του Αιγαίου» ως νέα διοικητική περιφέρεια της Βουλγαρίας με πρωτεύουσα την Ξάνθη.
Η «Διοίκηση του Αιγαίου» ενσωματώθηκε στην 4η περιφέρεια του βουλγαρικού κράτους (Στάρα Ζαγκόρα – Πλόβντιδ – Μπελομόριε) και διαιρέθηκε σε 11 επαρχίες (Αλεξανδρουπόλεως, Κομοτηνής, Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας, Σερρών, Σιδηροκάστρου, Ζίχνης, Θάσου, Ελευθερουπόλεως και Χρυσουπόλεως). Για να επιτευχθεί περαιτέρω διοικητική ενσωμάτωση στο βουλγαρικό κορμό ορισμένες κοινότητες της κατεχόμενης περιοχής δεν εντάχθηκαν σας επαρχίες αυτές, αλλά σε προϋπάρχουσες βουλγαρικές (Ζλάτογκραντ, Ιβαήλοβγκραντ, Σβίλεγκραντ). Η περιοχή διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις, όπου έδρευαν αντίστοιχα τρεις μεραρχίες πεζικού του βουλγαρικού στρατού, ενώ στρατιωτικές φρουρές εγκαταστάθηκαν σε όλους τους μεγάλους οικισμούς.
Ο εκβουλγαρισμός της διοίκησης επιτεύχθηκε με την εγκατάσταση νέων πολιτικών, στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών, καθώς και οικονομικών, υγειονομικών, κτηνιατρικών και γεωπονικών υπηρεσιών, σε αντικατάσταση των καταλυθέντων ελληνικών. Όλες οι υπηρεσίες ακολούθησαν τα βουλγαρικά πρότυπα και υπάχθηκαν στις αντίστοιχες του βουλγαρικού κράτους. Στις 14 Μαΐου 1941 η Βουλγαρία ανακοίνωσε επίσημα την προσάρτηση των κατακτημένων περιοχών θεωρώντας πλέον την εγκατάσταση της στην περιοχή ως οριστική.
[…]
Με απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Βουλγαρίας συστάθηκε ειδική Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αιγαίου και διαιρέθηκε σε πέντε εκπαιδευτικές επιθεωρήσεις. Για να λειτουργήσει, η βουλγαρική εκπαίδευση χρησιμοποίησε τα υπάρχοντα ελληνικά σχολικά κτίρια Οι δάσκαλοι μετατίθενταν από το εσωτερικό της Βουλγαρίας και έπαιρναν επιπλέον 50% επί του μισθού τους, ενώ παρακολουθούσαν ειδικά επιμορφωτικά σεμινάρια για να λειτουργήσουν ως θερμοί προπαγανδιστές του βουλγαρικού πολιτισμού και όργανα της αφομοιωτικής πολιτικής. Στην περιοχή ιδρύθηκαν βουλγαρικά σχολεία -δημοτικά, προγυμνάσια και γυμνάσια Ο αριθμός τους ήταν υπερβολικός για λόγους εντυπωσιασμού- 173 δημοτικά, 36 προγυμνάσια και 6 γυμνάσια- ελάχιστα, πάντως Ελληνόπουλα φοίτησαν σε αυτά και μόνο την πρώτη σχολική χρονιά της Κατοχής.
Οι Βούλγαροι προέβησαν ακόμα σε διάφορα περιοριστικά μέτρα με στόχο την ελαχιστοποίηση της παρουσίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Σε όλη τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα η βουλγαρική (12.5.1941). Στο πλαίσιο εφαρμογής του σχετικού διατάγματος: α) επιβλήθηκε στους εργαζομένους η υποχρεωτική εκμάθηση της βουλγαρικής γλώσσας· 6) οι καταστηματάρχες υποχρεώθηκαν να απευθύνονται στους πελάτες τους στα βουλγαρικά (υπέγραψαν και σχετική υπεύθυνη δήλωση)· γ) απαγορεύτηκε με ποινή προστίμου η δημόσια χρήση της ελληνικής γλώσσας. Τέθηκαν υπό στρατιωτικό έλεγχο οι βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία και τα Μουσεία Απαγορεύτηκε η έκδοση, κυκλοφορία, κατοχή και χρήση ελληνικών ιστορικών βιβλίων και εντύπων (περιοδικών, γεωγραφικών χαρτών, εφημερίδων)· οι βιβλιοθήκες των σχολείων, των συλλόγων, αλλά και των ιδιωτών είτε καταστράφηκαν είτε αρπάχτηκαν και μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία Απαγορεύτηκε η λειτουργία των ελληνικών τυπογραφείων, των στοιχειοθετικών μηχανών και η χρήση ελληνικών γραφομηχανών και πολυγράφων. Στην κατεχόμενη περιοχή κυκλοφορούσαν μόνον οι βουλγαρικές εφημερίδες της Σόφιας και ορισμένες που εκδίδονταν στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι ονομασίες πόλεων, χωριών, οδών κλπ. άλλαξαν. Με διάταγμα ορίστηκε η αντικατάσταση όλων των ελληνικών επιγραφών στους δρόμους και των ελληνικών επωνυμιών των επιχειρήσεων με βουλγαρικές. Ασβεστώθηκαν ή καταστράφηκαν οι ελληνικές επιγραφές ναών, εικονοστασίων κλπ, ενώ ακόμα και οι επιγραφές τάφων εκβουλγαρίστηκαν. Σχετικές πιέσεις του βουλγαρικού πολιτικού κόσμου και των διανοουμένων οδήγησαν ακόμη και στην προσπάθεια να μετονομαστούν οι κάτοικοι της περιοχής και να μετατρέψουν τα ελληνικά βαπτιστικά τους στα αντίστοιχα βουλγαρικά, με έγκριση μάλιστα της Συνόδου της Βουλγαρικής Εκκλησίας (Δεκέμβριος 1942). Παράλληλα, επιχειρήθηκε η αλλαγή όλων των ελληνικών επιθέτων με την προσθήκη σε αυτά βουλγαρικής κατάληξης. Τελικώς, αποφασίστηκε η μεταβολή των επωνύμων μόνον όσων δήλωναν βουλγαρική εθνικότητα.
[…]
Οικονομική πολιτική των βουλγαρικών αρχών
Η Κατοχή δεν ικανοποιούσε μόνο τις έντονες βουλγαρικές φιλοδοξίες για εδαφική επέκταση. Είχε, ταυτόχρονα, μία τεράστια οικονομική σημασία για τη Βουλγαρία. Η παραγωγή ελαίων και λαδιού, θαλασσινού αλατιού και καπνού υψηλής ποιότητας, η δυνατότητα καλλιέργειας σιτηρών και κάθε είδους λαχανικών και φρούτων και η δυνατότητα εκτεταμένης αλιείας και ανάπτυξης του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βουλγαρικής ναυπηγικής, καθιστούσαν την περιοχή ένα «Βουλγαρικό Ελντοράντο».
Η Βουλγαρία ακολούθησε πολιτική άμεσης οικονομικής ενσωμάτωσης της περιοχής. Από τα τέλη Απριλίου 1941 παραρτήματα του Υπουργείου Οικονομικών και υποκαταστήματα της Βουλγαρικής Αγροτικής Συνεταιριστικής και της Βουλγαρικής Εθνικής Τράπεζας άνοιξαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
[…]
Ταυτόχρονα με την κατάληψη της περιοχής, το βουλγαρικό δημόσιο προέβη στη δήμευση των περιουσιών των Ελλήνων που δεν βρίσκονταν στις εστίες τους, των εμπορευμάτων και της γεωργικής παραγωγής, τα οποία θεώρησε πολεμική λεία. Αργότερα (1942), κατασχέθηκε και όλο το απόθεμα ξυλείας και δημεύθηκαν όλες οι δασικές εκτάσεις και τα βοσκοτόπια της περιοχής. Δημεύθηκε, επίσης, η κινητή και ακίνητη περιουσία των Ελλήνων που απελαύνονταν ή μετανάστευαν.
Η φορολογία που επιβλήθηκε στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής ήταν ιδιαίτερα σκληρή και αυθαίρετη. Σύμφωνα με διάταγμα του βουλγαρικού Υπουργείου Εσωτερικών (29.7.1941) οι νέες δημοτικές Αρχές στις κατεχόμενες περιοχές θα εισέπρατταν εκτός από τους φόρους που προβλέπονταν από τη βουλγαρική νομοθεσία και αυτούς που επιβάλλονταν από την ελληνική. Απαιτήθηκε από το βουλγαρικό δημόσιο η πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων των ετών 1940-1941 και 1941-1942 ακόμη και από όσους είχαν ήδη πληρώσει. Τα χρέη προς τις ελληνικές τράπεζες υπολογίζονταν αυθαιρέτως και εξαναγκάζονταν σε νέα αποπληρωμή τους και οφειλέτες που είχαν τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες τους πριν από τη βουλγαρική Κατοχή.
[…]
Και οι γεωργοί δεν απέφυγαν τους περιορισμούς οικονομικής φύσεως. Οι παραγωγοί σιτηρών υποχρεώθηκαν να θερίζουν και να αλωνίζουν με αστυνομική επιτήρηση και να παραδίδουν στις αρχές το 90% της παραγωγής τους. Η εσοδεία καπνού αγοραζόταν από τους παραγωγούς σε τεχνητά χαμηλές τιμές (ίσες με το 1/3 ή 1/5 της τρέχουσας τιμής).
Οι πληθυσμιακές μεταβολές
Η κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης αναστάτωσε κυριολεκτικά τον δημογραφικό χάρτη της περιοχής, τον εθνικό χαρακτήρα της οποίας σι βουλγαρικές Αρχές προσπάθησαν συνειδητά και συστηματικά να αλλάξουν άρδην.
Πολλοί Έλληνες (ίσως 60.000) μπροστά στο φάσμα της πιθανής βουλγαρικής κατοχής διέρρευσαν ήδη τον Μάρτιο του 1941. Το μεταναστευτικό κύμα διογκώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την είσοδο του βουλγαρικού στρατού. Οι βουλγαρικές Αρχές Κατοχής όχι μόνο δεν εμπόδισαν τους Έλληνες να φύγουν, αλλά και τους διευκόλυναν, μετά από υπογραφή εκ μέρους τους δηλώσεως ότι φεύγουν εθελοντικά και παραχωρούν την περιουσία τους στο βουλγαρικό κράτος. Ταυτόχρονα, δόθηκε στις αρμόδιες Αρχές η διαταγή να περιοριστεί στο ελάχιστο η πιθανή επιστροφή των Ελλήνων που μετανάστευσαν.
Σημαντική αιτία εξόδου των Ελλήνων από τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, η οποία λειτούργησε και ως καταλύτης στην εξελισσόμενη μεταναστευτική ζύμωση, ήταν οι απελάσεις εκείνων των Ελλήνων που οι βουλγαρικές Αρχές θεωρούσαν επικίνδυνους: έφεδρους αξιωματικούς, πρώην αστυνομικούς, κρατικούς και κοινοτικούς υπαλλήλους, δραστήριους πολιτικούς παράγοντες, επιστήμονες, ιεράρχες. Οι απελάσεις αυτές δημιούργησαν αναταραχή στον υπόλοιπο πληθυσμό, αύξησαν το αίσθημα ανασφάλειας του και ενέτειναν τις τάσεις φυγής του. Η διαρροή του ελληνικού πληθυσμού αυξήθηκε και μετά τη σύσταση επιτροπών στρατολογίας,, που καλούσαν τους νέους Έλληνες στα Τάγματα Εργασίας. Πολλοί από αυτούς για να αποφύγουν την επιστράτευση περνούσαν λαθραία τα σύνορα προς την Ελλάδα ή την Τουρκία Λιγότερο πιεστική, αλλά εξίσου σημαντική αιτία εξόδου του ελληνικού πληθυσμού ήταν και τα διάφορα διοικητικά και οικονομικά μέτρα των βουλγαρικών Αρχών που προαναφέρθηκαν. Πολλοί ήταν και οι νέοι κυρίως Έλληνες που μετανάστευαν στη Γερμανία για εύρεση εργασίας.
Μαζικές έξοδοι Ελλήνων κατοίκων συνέβησαν με αφορμή δύο γεγονότα: α) Τον Νοέμβριο του 1941 εξαιτίας των τρομερών αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού που ακολούθησαν την εξέγερση της Δράμας (28-29.9.1941)· β) Το καλοκαίρι του 1942 εξαιτίας του διαβόητου βουλγαρικού Νόμου «περί υπηκοότητας στις απελευθερωθείσες κατά το 1941 χώρες» (5.6.1942). Το άρθρο 4 του νόμου όριζε κατά λέξη: «Όλοι οι Γιουγκοσλάβοι και Έλληνες υπήκοοι μη βουλγαρικής καταγωγής, οι οποίοι την ημέρα που τίθεται σε ισχύ ο νόμος έχουν ως μόνιμο τόπο κατοικίας τις απελευθερωθείσες κατά το 1941 χώρες, γίνονται Βούλγαροι υπήκοοι, εκτός αν μέχρι την 1η Απριλίου 1943 εκδηλώσουν την επιθυμία να διατηρήσουν την προηγούμενη τους υπηκοότητα ή να αποκτήσουν άλλη ξένη υπηκοότητα και μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα να μεταναστεύσουν από τα όρια του βασιλείου». Οι πιέσεις που ασκήθηκαν για την υιοθέτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας οδήγησαν πολλούς Έλληνες εκτός Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Συνολικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής την περιοχή εγκατέλειψαν πάνω από 150.000 Έλληνες, οι 70.000 «εθελοντικά». Από τους υπόλοιπους, 20.000 περίπου είναι οι απελαθέντες και 10.000 οι Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία. Αν συνυπολογιστούν και οι 60 περίπου χιλιάδες Έλληνες που εγκατέλειψαν την περιοχή τις παραμονές της εισβολής, έχουμε παθητικό για την ελληνική πλευρά πάνω από 170-200.000 άτομα…
[…]
Ήταν, επίσης» διάφοροι Βούλγαροι έμποροι και επαγγελματίες, οι οποίοι έρχονταν με το όραμα του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Ακολουθώντας στην κυριολεξία τον βουλγαρικό στρατό κατέφθασαν στην περιοχή και οι πρώτοι Βούλγαροι μετανάστες, κυρίας πρώην πρόσφυγες που είχαν ανταλλαγεί, τυχοδιώκτες και καιροσκόποι, παλαιοί κομιτατζήδες μ δράση στην περιοχή.
Εκτός από αυτήν την «αυθόρμητη» μετακίνηση πληθυσμών η βουλγαρική κυβέρνηση επιχείρησε από το φθινόπωρο το 1941 έναν οργανωμένο «σγροτικό-οικονομικό» εποικισμό. Δεδηλωμένος σκοπός του σχετικού νόμου ήταν να «ξαναδώσει στην περιοχή τον «βουλγαρικό της χαρακτήρα». Ο νόμος περιείχε εξαιρετικά δελεαστικές ρυθμίσεις; από τη δωρεάν μεταφορά των εποίκων με τα ζώα και την κινητή τους περιουσία στον τόπο του εποικισμού, ως τη μετατροπή τους από ενοικιαστές σε πλήρεις κατόχους της ακίνητης περιουσίας που τους παραχωρήθηκε στην περιοχή.
Οι πρώτοι έποικοι άρχισαν να καταφθάνουν πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος δημιουργώντας τεράστια προβλήματα ως προς την εγκατάσταση τους. Πολλοί από αυτούς ήταν εξαθλιωμένοι Βούλγαροι ή περιπλανώμενοι τσιγγάνοι της Βουλγαρίας και επιδείκνυαν μία εντελώς ληστρική συμπεριφορά Σύντομα εγκαταστάθηκαν σε σπίτια και γη που ανήκε σε ‘Έλληνες, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να συνοικήσουν μέχρι και πέντε οικογένειες μαζί σε ένα σπίτι Ο εσωτερικός αυτός εκτοπίσμός πήρε και επίσημο χαρακτήρα με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου το καλοκαίρι του 1942 για υποχρεωτική συμπίεση του ελληνικού πληθυσμού. Από τους Έλληνες αφαιρέθηκε το 1/2 του γεωργικού τους κλήρου, επίσης τα απ θέματα των ζωοτροφών τους και τα εργαλεία τους. Στους εποίκους δόθηκαν 30-50 στρέμματα εύφορης γης και στους Έλληνες απέμειναν 6-10 χέρσας. Οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν παραδώσουν τα χωράφια τους σπαρμένα και να τα καλλιεργούν στη συνέχεια για λογαριασμό των εποίκων.
Παρ’ όλα αυτά επειδή οι περισσότεροι έποικοι ήταν εξαθλιωμένοι Βούλγαροι που ήλθαν εμπνεόμενοι από καιροσκοπισμό ή είχαν επιστρατευτεί από τη βουλγαρική κυβέρνηση, εγκατάσταση τους ήταν προσωρινή. Στο δεύτερο μισό του 19 και τις αρχές του 1944 εκδηλώθηκε κύμα επιστροφής πολλοί από αυτούς στις παλαιές τους εστίες. Η ολοκληρωτική, όμως, και οριστική έξοδος των 100.000 περίπου Βουλγάρων εποίκων σημειώθηκε κατά τη διάρκεια Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1944.
Η βουλγαρική πολιτική καταπίεσης και διάκρισης σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού
Πλήθος παρεκτροπές σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού έλαβαν χώρα κατά την προέλαση του βουλγαρικού στρατού, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και περιλάμβαναν ληστείες κακοποιήσεις ατόμων και βιασμούς γυναικών. Συχνότατες ήτοι επίσης, η επιβολή προστίμων, οι συλλήψεις και οι βασανισμοί Ελλήνων με οποιαδήποτε αφορμή (ομιλία ελληνικής γλώσσας κυκλοφορία μετά τις 8 το βράδυ, ανακάλυψη ελληνικών σημαιών στα σπίτια, «απόκρυψη» τροφίμων, περίθαλψη ανταρτών).
Συχνότατα ήταν και τα φαινόμενα διαρπαγής πολύτιμων αντικειμένων, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών, δερματόδετων βιβλίων και ενδυμάτων κατά τις έρευνες που διεξήγαγε η βουλγαρική αστυνομία με την πρόφαση αναζήτησης κρυμμένου οπλισμού. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά καρπώνονταν όσοι διενεργούσαν τις έρευνες και τα εκποιούσαν στην περιοχή ή τη Βουλγαρία. Πολλά κτίρια ιδιωτικά επιτάχθηκαν για να χρησιμοποιηθούν από εποίκους ή βουλγαρικές υπηρεσίες, άλλα κατασχέθηκαν ή και κατεδαφίστηκαν με την πρόφαση εκτέλεσης έργων ρυμοτομίας, κυρίως στις πόλεις.
Ο ελληνικός πληθυσμός υποβλήθηκε επίσης σε συστηματικό υποσιτισμό. Οι Έλληνες λάμβαναν επισιτιστικό δελτίο με το οποίο δικαιούνταν ημερησίως 200 γραμμάρια καλαμποκίσιου ψωμιού οι ενήλικες και 100 γραμμάρια οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά μέχρι 15 ετών. Σπανίως γινόταν διανομή ελάχιστων ποσοτήτων ρυζιού, ζάχαρης, αλατιού, πατάτας, οσπρίων και λαδιού, προϊόντα που με αφθονία κατείχαν οι Βούλγαροι και όσοι δήλωσαν εξ ανάγκης βουλγαρική εθνική ταυτότητα.
[…]
Η αντιστασιακή δραστηριότητα κατά του καθεστώτος κατοχής
Παρά το γεγονός ότι το βουλγαρικό καθεστώς Κατοχής, στρατιωτικό και πολιτικό, ήταν από τα πιο σκληρά που επιβλήθηκαν σε κατεχόμενη περιοχή της Ευρώπης, στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη εκδηλώθηκε αντιστασιακό κίνημα ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής.
Ορισμένες ένοπλες ομάδες συστάθηκαν με την καθοδήγηση του ανεξάρτητου γραφείου του ΚΚΕ για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Άλλες πάλι ομάδες ενόπλων βγήκαν στο βουνό με επικεφαλής Ποντίους οπλαρχηγούς. Ιδιαίτερα δραστήρια υπήρξε η Κ.Ο. του ΚΚΕ Δράμας, η οποία σύστησε ένοπλη ομάδα στα όρη της Λεκάνης (Τσαλ-Νταγ) και προετοίμαζε όλο το καλοκαίρι του 1941 την ένοπλη αντικατοχική δράση. Αυτή εκδηλώθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, όταν σημειώθηκαν συντονισμένες επιθέσεις ανταρτών στην πόλη και τα χωριά της Δράμας. Η άμεση, ωστόσο, κινητοποίηση των βουλγαρικών Αρχών και τα μέτρα καταστολής και αντιποίνων σε βάρος του πληθυσμού, κατέπνιξαν την εξέγερση. Τα θύματα των ομαδικών εκτελέσεων που πραγματοποίησαν οι Αρχές ως αντίποινα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού υπολογίζονται σε 2.500 με 3.000 και προέρχονταν κυρίως από τη Δράμα και διάφορα χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας της (Δοξάτο, Χωριστή, Κύρια, Προσωτσάνη, κ.ά).
Η μικρής εμβέλειας, έντασης και διάρκειας ένοπλη αντιστασιακή δράση του Σεπτεμβρίου 1941 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υπερβάλλουσα σκληρότητα της βουλγαρικής καταστολής, όπως αυτή εκδηλώθηκε αμέσως μετά και σε όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου του 1941. Αντίθετα, είναι σαφές ότι τα βουλγαρικά μέτρα είχαν, ως κύριο στόχο τους την καταρράκωση του φρονήματος του ελληνικού πληθυσμού και την τρομοκράτηση του, ώστε να προκαλέσουν μαζικό κύμα φυγής του από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Άλλωστε, ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης είχε και παλαιότερα -το 1913 και το 1916-18- καταστεί θύμα βουλγαρικών εκκαθαρίσεων που αποσκοπούσαν στην εκδίωξη του από τα εδάφη αυτά Η σκληρή, όμως, εθνικιστική τακτική των Βουλγάρων είχε, αντίστοιχα, χαλυβδώσει την ούτως ή άλλως ισχυρή εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μέρη που δέχθηκαν τα βουλγαρικά «αντίποινα», οι Έλληνες συλληφθέντες διατράνωσαν την ελληνική τους ταυτότητα ενώπιον των βουλγαρικών εκτελεστικών αποσπασμάτων: αποποιήθηκαν τη δυνατότητα που τους δόθηκε από τους επικεφαλής Βούλγαρους αξιωματικούς να αποφύγουν την εκτέλεση δηλώνοντας βουλγαρική εθνική ταυτότητα και επέλεξαν συνειδητά την αφαίρεση της ζωής τους, ως τίμημα για την εμμονή τους στην ελληνικότητα τους.