Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η «Αντίφαση της Ευρώπης» και η δυναμική της Ενοποίησης
Από την Ευρώπη ξεκίνησε η δημοκρατική προσπάθεια ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του ανθρώπου με τη δημιουργία πολιτισμού. Αφετηρία της υπήρξε η αρχαία ελληνική σκέψη, ο ελληνικός πολιτισμός. Άλλωστε, η λέξη Ευρώπη είναι ελληνική. Ελλάδα, λοιπόν, και Ευρώπη είναι έννοιες αλληλένδετες. Η Ευρώπη ως πολιτιστική έννοια γεννήθηκε στην Ελλάδα και Ελλάδα χωρίς Ευρώπη, όπως και το αντίθετο, δε νοείται.
Και σε άλλες περιοχές αναπτύχθηκαν πολιτιστικά συστήματα αξιών και θεσμών. Κανένα όμως εκτός από αυτό που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, με αφετηρία την ελληνική σκέψη και εμπλουτισμένο με τη ρωμαϊκή και χριστιανική, δεν έβαλε ως βασικό του στόχο το σεβασμό και την ολοκλήρωση του ανθρώπου, μέσα από την ελεύθερη έκφραση και δράση του. Χαρακτηριστικό της Ευρώπης είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία των ιδεών. Έτσι, παράλληλα με το σεβασμό και την ελευθερία του ατόμου καλλιέργησε τον ολοκληρωτισμό, το φασισμό και τον κομμουνισμό. Φρόντισε τη δημοκρατία, αλλά γνώρισε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρξε, κατά συνέπεια, ένας χώρος «δημιουργικής αντίφασης». Παρά τις κοινές πολιτιστικές ρίζες, η ιστορία της Ευρώπης ως το 1945 είναι γεμάτη από αιματηρές συγκρούσεις. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά επικρατεί ειρήνη και σταθερότητα. Εξαιρέσεις αποτελούν η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο (1974) και η πρόσφατη εμφύλια γιουγκοσλαβική διαμάχη. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, που συντέλεσαν στην ειρηνική συνύπαρξη των ευρωπαϊκών λαών, είναι αναμφισβήτητα η προώθηση της ενοποίησής τους. Με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.), αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στους πολέμους και να αναζητήσουν τρόπους συνεργασίας για την επίλυση των προβλημάτων και την προαγωγή των κοινών στόχων και συμφερόντων. Για να επιτευχθεί η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, χρειάζεται, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, να δημιουργηθούν: θεσμοί για επίλυση των προβλημάτων και προαγωγή κοινών συμφερόντων. Μια ενιαία εσωτερική αγορά. Κοινή πολιτική σε ορισμένους τομείς (γεωργία, εμπόριο, μεταφορές). Ενιαίο νόμισμα-Ευρώ. Απώτερος σκοπός είναι η εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε |
ομοσπονδιακές βάσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Αυτό σε καμιά περί-πτωση δε σημαίνει την εξαφάνιση των εθνικών κρατών ούτε την εξάλειψη των εθνικών πολιτιστικών ταυτοτήτων. Η Ένωση προβάλλεται αναγκαία, γιατί σήμερα κανένα εθνικό κράτος δεν μπορεί από μόνο του να επιλύσει τα περίπλοκα προβλήματα (οικονομία, περιβάλλον, τεχνολογία, ναρκωτικά, μετανάστευση κ.ά.). Αυτή, κατά συνέπεια, θα συμβάλει στην εμπέδωση της ειρήνης και στη μεγιστοποίηση της ευημερίας.
Η Δημιουργία και Εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης είναι αρκετά παλιά. Εμφανίζεται το 14ο αιώνα (Π. Ντυμπουά) και ενισχύεται ιδίως μετά τη δημιουργία των Η.Π.Α. (τέλος του 18ου αι.). Κατά το δέκατο ένατο αιώνα, παράλληλα με την άνδρωση των εθνικών κρατών, προσωπικότητες (όπως: Προυντόν, Β. Ουγκώ, Μανζίνι) υποστηρίζουν την αναγκαιότητα της. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου (1919-39) έγιναν ορισμένες προσπάθειες για την Ενοποίηση (Διακήρυξη του Γάλλου πρωθυπουργού Μπριαν, αγγλικό Κίνημα για ομοσπονδιακή Ένωση) χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, εμφανίστηκαν ιδεολογίες που «νομιμοποίησαν» την ισχυροποίηση και την παρουσία του κράτους σ' όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής (φασισμός, κομμουνισμός).
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε το μεγάλο σταθμό. Η ευρωπαϊκή οικονομία με τις πολεμικές δαπάνες είχε καταρρεύσει. Η βιομηχανία είχε διαλυθεί. Μέχρι τότε το παγκόσμιο σύστημα ισορροπίας ήταν «ευρωκεντρικό». Με το τέλος, όμως, του πολέμου δυο νέες δυνάμεις, οι Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση, αρχίζουν να κυριαρχούν στο διεθνή χώρο. Η Ευρώπη είχε ηττηθεί. Για πρώτη φορά, τα κέντρα πολιτικής δύναμης (Ουάσιγκτον, Μόσχα) έχουν μεταφερθεί έξω από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Πολιτικά και στρατηγικά, ο ευρωπαϊκός χώρος είχε ισοπεδωθεί. Γι' αυτό όλες σχεδόν οι χώρες του άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι μόνο «Μια Ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να αποκαταστήσει στους λαούς, από κοινού, μέρος από τη δύναμη και ίσως από τις κτήσεις που καθένας ξεχωριστά είχε χάσει». Παράλληλα, ο ρόλος του εθνικού κράτους άρχισε να αμφισβητείται ως πλαίσιο και μέσο που εξασφάλιζε διεθνή σταθερότητα, ειρήνη, ευημερία και πρόοδο. Εκτός από τις πολιτικοοικονομικές συνέπειες του πολέμου, τη μετατόπιση των διεθνών κέντρων εξουσίας και την αμφισβήτηση του παραδοσιακού ρόλου του εθνικού κράτους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δύο επιπλέον συντελεστές έπαιξαν θετικό ρόλο στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: α. Η πολιτική κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Ευρώπη σε συνάρτηση με την εμφάνιση του ψυχρού πολέμου, κατέστησε την ενότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αναγκαία για την αντιμετώπιση του σοβιετικού επεκτατισμού. |
β. Ο έλεγχος της τότε Δυτικής Γερμανίας (αιματοκύλησε στους δυο παγκόσμιους πολέμους την Ευρώπη) και η οριστική συμφιλίωσή της με τη Γαλλία (η διαμάχη τους υπήρξε πηγή αστάθειας και δεινών επί αιώνες για τη γηραιά ήπειρο) κρίθηκε ότι μπορούν ταυτόχρονα να επιτευχθούν με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι πρώτες προσπάθειες για ενοποίηση έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αντιστασιακές οργανώσεις πρώτες υποστήριξαν ότι τα εθνικά σύνορα έπρεπε να αντικατασταθούν από ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο προχώρησαν σε μια τελωνειακή ένωση (Benelux), ενώ ο Ζαν Μοννέ πρότεινε γαλλοβρετανική ένωση (1940). Μετά τον πόλεμο (1946) ο Τσώρτσιλ τόνισε, σε λόγο που εκφώνησε στη Ζυρίχη, την ανάγκη «δημιουργίας ενός είδους Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» για την αποτροπή νέων συγκρούσεων. Δυο χρόνια μετά, έγινε το Συνέδριο της Χάγης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και παράλληλα άρχισε η δημιουργία οργανισμών συνεργασίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες (Συμβούλιο Ευρώπης, NATO). Το 1947 οι ΗΠΑ, με το σχέδιο Μάρσαλ, προσπάθησαν να βοηθήσουν στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης. Για το σκοπό αυτό ζήτησαν από τους Ευρωπαίους συνεργασία. Έτσι δημιουργήθηκε ένας πρώτος οργανισμός, ο οποίος μετεξελίχθηκε αργότερα στο γνωστό Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Στις 9 Μαΐου 1950, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν έκανε το πρώτο επίσημο βήμα για τη δημιουργία ευρωπαϊκής ομοσπονδίας κρατών. Πρότεινε με διακήρυξή του να τεθεί η γαλλική και γερμανική παραγωγή άνθρακα και χάλυβα κάτω από τον κοινό έλεγχο μιας Ανώτατης Εξουσίας «στα πλαίσια μιας οργάνωσης ανοιχτής και σ' άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Η Γερμανία, η Ιταλία και σι τρεις χώρες της Benelux, δέχτηκαν την πρόταση και υπέγραψαν τη Συνθήκη των Παρισίων (1951), με την οποία δημιουργήθηκε η ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα). Το πρώτο θεσμικό βήμα για την ενοποίηση της Ευρώπης είχε γίνει. Μια προσπάθεια για πολιτική ένωση των έξι αυτών κρατών, που έγινε το 1954, απέτυχε. Το επόμενο έτος, οι υπουργοί των εξωτερικών τους συνήλθαν στη Μεσσήνη της Ιταλίας, για να εξετάσουν νέους τρόπους προώθησης της ευρωπαϊκής ενότητας. Λίγο αργότερα (1957), οι ίδιοι υπέγραφαν στη Ρώμη τις Συνθήκες για τη δημιουργία δύο νέων Κοινοτήτων: της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ). Έδρα των Κοινοτήτων ορίστηκε να είναι οι Βρυξέλλες. Η λειτουργία τους άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1958. Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, στην Ευρώπη υπήρχαν τρεις Κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ). Η Βρετανία που κλήθηκε να πάρει μέρος σ' αυτές, όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά με τη συμμετοχή κυρίως των Σκανδιναβικών χωρών δημιούργησε (1960) την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). |
To 1967, ουσιαστικά, τρεις Κοινότητες συγχωνεύτηκαν, από πολιτική και θεσμική πλευρά, σε μία: την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Επειδή μάλιστα η ΕΟΚ άρχισε να ασκεί από το 1970 και πολιτικές λειτουργίες, εγκαταλείφθηκε ο επιθετικός προσδιορισμός «οικονομική». Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1992) θεσπίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετήθηκε και επίσημα η ονομασία: Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) και εγκαταλείφθηκε αυτή της ΕΟΚ. Η νέα συνθήκη του Άμστερνταμ που άρχισε να ισχύει από το 1999 προσδίδει ευρύτερο δημοκρατικό και κοινωνικά περιεχόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο ρόλος που άρχισε να διαδραματίζει η ΕΚ για την εδραίωση της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ασφάλειας της Ευρώπης οδήγησε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να ζητήσουν την ένταξή τους. Το 1973, η Βρετανία, η Δανία και η Πορτογαλία (1986) και η Αυστρία, Φιλανδία και Σουηδία (1995). Έτσι, η Κοινότητα των έξι διευρύνθηκε βαθμιαία σε Ένωση δεκαπέντε χωρών - μελών. Σήμερα το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών επιθυμούν να ενταχθούν σ' αυτήν. Πολλά κράτη (Ελβετία, Κύπρος, οι δέκα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, Μάλτα, Τουρκία) έχουν ήδη υποβάλει επίσημες αιτήσεις ένταξής τους ή έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις. Η διεύρυνση της Κοινότητας συνοδεύτηκε με επέκταση των αρμοδιοτήτων της. Έτσι, από το 1987, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ), στους αρχικούς στόχους της προστέθηκαν νέοι. Και τέλος, με τη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992), θεσπίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση με δύο κύριους άξονες: την εγκαθίδρυση της πλήρους Οικονομικής και Νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) και την προώθηση της Πολιτικής Ένωσης. Τέλος με τη συνθήκη του Άμστερνταμ διευρύνεται το δημοκρατικό και κοινωνικό περιεχόμενο της Ε.Ε.
Χαρακτήρας, Θεσμοί και Περιεχόμενο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι χώρες-μέλη της αποφάσισαν να εκχωρήσουν εξουσίες σ' ορισμένους θεσμούς, για να οικοδομήσουν την Ενωμένη Ευρώπη ως βάση ενός πολιτικού συστήματος, το οποίο θα λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα. Ενός, δηλαδή, συστήματος υπερεθνικού, με τελικό στόχο την εξέλιξή του σε Ευρωπαϊκή Ένωση ομοσπονδιακής οργάνωσης. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που επιχειρείται κάτι τέτοιο.
Το δίκαιο που δημιουργείται στο υπερεθνικό αυτό σύστημα, από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι ισχυρότερο από το δίκαιο που δημιουργείται από τα εθνικά πολιτικά συστήματα των δεκαπέντε κρατών-μελών. Τα κύρια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παίρνουν τις αποφάσεις και διαχειρίζονται τις πολιτικές είναι: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ε.Ε., το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εκτός από τα |
κύρια αυτά όργανα υπάρχουν και άλλα επικουρικά: η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), κ.ά. α. Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Αποτελείται από 20 μέλη (από δύο η Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ισπανία και από ένα οι υπόλοιπες χώρες), που διορίζονται με κοινή συμφωνία. Ένα από τα μέλη αυτά, που πρέπει να είναι προσωπικότητα διεθνούς κύρους, εκλέγεται πρόεδρος για πέντε χρόνια. Τα μέλη της Επιτροπής δεν εκπροσωπούν τις χώρες τους, είναι ανεξάρτητα και προωθούν το γενικότερο «ευρωπαϊκό συμφέρον». Στις βασικές λειτουργίες -της Επιτροπής περιλαμβάνονται: η διασφάλιση της εφαρμογής των κοινοτικών Συνθηκών από τις χώρες-μέλη, η διαχείριση της κοινοτικής πολιτικής, δράσης, προϋπολογισμού, ταμείων κ.ά. β. Συμβούλιο της Ε.Ε.: Το απαρτίζουν οι υπουργοί των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Η σύνθεσή του ποικίλλει ανάλογα με το θέμα που εξετάζει. Το Συμβούλιο γενικών Υποθέσεων, που συγκροτείται από τους υπουργούς Εξωτερικών θεωρείται το πιο σημαντικό. Στην προεδρία του Συμβουλίου εναλλάσσονται ανά εξάμηνο τα κράτη-μέλη. Η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων είναι η σπουδαιότερη από τις ομάδες που προετοιμάζουν τις εργασίες του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο είναι το κύριο νομοθετικό όργανο της Κοινότητας. Οι αποφάσεις παίρνονται ομόφωνα (για σπουδαία θέματα), κατά πλειοψηφία ή με ειδική πλειοψηφία. γ. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: Είναι το ανώτατο πολιτικό όργανο της Ένωσης. Συστήθηκε το 1974 και αποτελούν οι αρχηγοί των κρατών-μελών. Προεδρεύετε από τη χώρα που ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών. Συνέρχεται τουλάχιστον 2 φορές το χρόνο ή σε έκτατη ανάγκη. δ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Τα μέλη του (626) εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες των χωρών-μελών για πενταετή θητεία. Οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σήμερα, είναι σημαντικές: Μπορεί να συμμετέχει στη νομοθετική διαδικασία, συνεργαζόμενο με το Συμβούλιο Υπουργών. Δίνει την τελική έγκριση του κοινοτικού προϋπολογισμού και έχει το δικαίωμα του ελέγχου της Επιτροπής και του Συμβουλίου Υπουργών. Αποτελεί τον κατ' εξοχή, δημοκρατικό θεσμό της Κοινότητας και τον καλύτερο σύμμαχο των ασθενέστερων από τις χώρες-μέλη. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Αποτελείται από 12 δικαστές και 9 γενικούς εισαγγελείς, που διορίζονται για έξι χρόνια, με κοινή συμφωνία των κρατών-μελών. Σκοπός του Δικαστηρίου είναι να εξασφαλίσει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου και την εφαρμογή των Συνθηκών. Το βοηθούν στο έργο του και έξι εισαγγελείς. Το περιεχόμενο και οι Στόχοι της Ένωσης: Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ρώμης, η Ένωση έχει ως αποστολή «με τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς και |
την προοδευτική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, να προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας, τη συνεχή και ισόρροπη επέκταση της οικονομίας, αυξημένη σταθερότητα, επιταχυνόμενη ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και σχέσεις περισσότερο στενές μεταξύ των κρατών που συνενώνει». Η υλοποίηση των παραπάνω στόχων επιχειρείται από την Κοινότητα με: - την κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών-μελών και τη θέσπιση κοινού δασμολογίου προς τρίτες χώρες, - την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων μεταξύ των κρατών-μελών, - τη θέσπιση κοινής πολιτικής στον τομέα γεωργίας και μεταφορών, - την εξασφάλιση ανόθευτου συναγωνισμού μέσα στην κοινή αγορά, - το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών και την άρση των διαταραχών στην ισορροπία των ισοζυγίων πληρωμών τους, - την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών, που απαιτείται για την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς, - την ίδρυση Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, - τη σύνδεση με τις υπερπόντιες χώρες για αύξηση των συναλλαγών και προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Μέχρι σήμερα η Κοινότητα έχει ιδιαίτερα δραστηριοποιηθεί στην κοινή αγροτική πολιτική. Στην πολιτική για τις μεταφορές, το περιβάλλον, την ενέργεια, την έρευνα και την τεχνολογία. Στην πολιτική για οικονομική ενίσχυση των λιγότερο πλούσιων κρατών-μελών (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ελλάδα). Στη λήψη μέτρων υπέρ των νέων, σπουδαστών-φοιτητών. Για τη χρηματοδότηση των παραπάνω στόχων η Ένωση διαθέτει προϋπολογισμό. Σ' αυτόν εντάσσονται τα διάφορα κοινοτικά ταμεία και μεταφράζεται σε ECU (Ευρωπαϊκές Νομισματικές Μονάδες). Η ECU είναι λογιστικό χρήμα και συμμετέχουν σ' αυτό όλα τα νομίσματα των κρατών-μελών, ανάλογα με το μέγεθος της οικονομίας (ποσοστό συμμετοχής Ελλάδας: 0,7). Η Κοινότητα, σήμερα, είναι η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη. Ελέγχει τα περίπου 32% του παγκόσμιου εμπορίου και διαθέτει γύρω στα 400 εκατομμύρια καταναλωτές με σχετικά υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα. Για το λόγο αυτό το σύνολο των χωρών της υφηλίου επιθυμεί ανάπτυξη εμπορικών και άλλων συμβατικών σχέσεων μαζί της. Τα κράτη-μέλη της Ένωσης το 1970 δημιούργησαν το μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ) για μια κοινή εξωτερική πολιτική, τουλάχιστον στα μεγάλα θέματα. Και αυτό, γιατί η Συνθήκη της Ρώμης δεν κάλυπτε τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας. |
Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που υποστήριξαν την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου επικρότησαν με ενθουσιασμό τις πρώτες σκέψεις για ενοποίηση, που διατυπώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Η ελληνική αίτηση για σύνδεση υποβλήθηκε, λίγους μήνες μετά την έναρξη λειτουργίας της Κοινότητας, από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή (Ιούνιος 1959). Η συμφωνία σύνδεσης υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961 («Συμφωνία Αθηνών»), Το γεγονός ότι μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, αποφάσιζε να συνδέσει την πολιτική και οικονομική πορεία της με αυτή της κοινότητας, αποτελούσε έκφραση εμπιστοσύνης προς το νεοσύστατο οργανισμό. Το παράδειγμά της ακολούθησαν αργότερα και άλλα κράτη, όταν πια είχε φανεί καθαρά ότι η Κοινότητα αναπτυσσόταν σε ισχυρό οικονομικό παράγοντα. Η Κοινότητα δέχτηκε την ελληνική αίτηση με ενθουσιασμό, όχι μόνο για λόγους πολιτικούς αλλά και οικονομικούς: Η ελληνική αγορά απορροφούσε εξαγωγές ίσης σχεδόν αξίας μ' αυτές που απορροφούσε η Ιαπωνία, η Αυστραλία ή ο Καναδάς. Έπειτα, με την Ελλάδα, διεύρυνε την επιρροή της στο μεσογειακό και τον αραβικό κόσμο. Για την Ελλάδα η απόφαση σύνδεσης ήταν μια πράξη πολιτικού προσανατολισμού. Ήταν η αρχή της διαδικασίας για πλήρη ενσωμάτωσή της στην Κοινότητα. Με άλλα λόγια, η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981 είχε αποφασιστεί είκοσι χρόνια πριν, ταυτόχρονα δηλαδή με τη δημιουργία της ίδιας της Κοινότητας. Οι λόγοι που διαμόρφωσαν τη θετική ελληνική θέση απέναντι στην Κοινότητα εκτός από πολιτικοί ήταν και οικονομικοί: Με τη σύνδεση και την προοδευτική εγκαθίδρυση μιας τελωνειακής ένωσης, η Ελλάδα προσδοκούσε οφέλη για την οικονομία της και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού της. Η συμφωνία σύνδεσης περιείχε τις ρυθμίσεις εκείνες που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της Κοινότητας. Συγκεκριμένα προέβλεπε: - Τελωνειακή ένωση Ελλάδας-Κοινότητας, σε μεταβατικό στάδιο 22 ετών. - Κοινές ενέργειες και εναρμόνιση της πολιτικής Ελλάδας-Κοινότητας σε διάφορους τομείς και κυρίως στη γεωργία. - Τη διάθεση στην Ελλάδα κονδυλίων για επιτάχυνση της οικονομικής της ανάπτυξης. Οι ρυθμίσεις αυτές ανταποκρίνονταν απόλυτα στα ελληνικά συμφέροντα. Δυστυχώς όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί η ΕΟΚ «πάγωσε» τη συμφωνία, για να εκφράσει την αποδοκιμασία της προς τη στρατιωτική δικτατορία, που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα το 1967. |
Όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία (1974), ξανάρχισε η διαδικασία της σύνδεσης. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν το Μάιο του 1979 με την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης. Την 1η Ιανουαρίου 1981, έγινε επίσημα το δέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων, ορισμένες πολιτικές δυνάμεις ήταν αντίθετες με την ένταξη. Σήμερα το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων της χώρας υποστηρίζει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σ' αυτό συνετέλεσαν αναμφισβήτητα τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη που αποκόμισε η χώρα από την Κοινότητα. Συγκεκριμένα: 1. Ενίσχυσε το ρόλο της σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί να επηρεάζει τη διαμόρφωση της κοινοτικής πολιτικής. Έχει τη δυνατότητα, με την υποστήριξη των κοινοτικών της εταίρων, να προωθεί τους εθνικούς της στόχους (τουλάχιστον ως θεωρητική προσδοκία). 2. θωράκισε την εξωτερική ασφάλεια και ανεξαρτησία της. Με τη μετεξέλιξη της Κοινότητας σε Ευρωπαϊκή Ένωση «τα σύνορα της Ελλάδας γίνονται σύνορα της Ενωμένης Ευρώπης». Έτσι, διασφαλίζεται η εδαφική της ακεραιότητα και η επιβίωση μέσα στην ασταθή και ρευστή γεωγραφική περιοχή όπου βρίσκεται. 3. Συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης, όταν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, μαζί και οι βαλκάνιοι γείτονες, θέλουν να ενταχθούν στην Κοινότητα. 4. Εδραίωσε το δημοκρατικό της πολίτευμα και τους θεσμούς, γιατί η Κοινότητα αποτελείται από δημοκρατικές χώρες-μέλη, με προσήλωση στις ανθρωπιστικές αξίες και τα ατομικά δικαιώματα. 5. Άντλησε από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τα κοινοτικά ταμεία, μεταξύ των ετών 1981 και 1991, δωρεάν χορηγήσεις 2.458 τρισεκατομμύρια δραχμές. Οι πόροι αυτοί, συνεχώς αυξανόμενοι, της επιτρέπουν να προχωρήσει σε οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό και να προσεγγίσει τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες-μέλη, σε επίπεδο ανάπτυξης και επιβίωσης. 6. Απέκτησε την τεράστια κοινοτική αγορά για την ανάπτυξη της οικονομίας της, την προώθηση των εξαγωγών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Να σημειωθεί εδώ ότι περίπου τα 65% των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών προέρχονται από ή κατευθύνονται προς τις χώρες-μέλη της Κοινότητας. Για όλους αυτούς τους λόγους η Ελλάδα υποστηρίζει την εξέλιξη της Κοινότητας σεΕυρωπαϊκή Ένωση σε ομοσπονδιακές βάσεις με: - κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, - πολιτικές και μέσα ενίσχυσης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, |
- ανάπτυξη των θεσμών σε δημοκρατικές βάσεις και - ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Στα σαράντα περίπου χρόνια της ζωής της, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε ουσιαστικά στην εδραίωση της ειρήνης και τη συμφιλίωση ανάμεσα στις χώρες- μέλη. Στην ευημερία και στην διεθνή συνεργασία και ανάπτυξη. Εκπλήρωσε, κατά συνέπεια, τους βασικούς στόχους της. Η οικονομική ενοποίηση με τη δημιουργία της μεγάλης, ενιαίας αγοράς, της «Ευρώπης χωρίς σύνορα», είναι πια γεγονός αναμφισβήτητο.
Τα τελευταία χρόνια, με την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τερματίστηκε η περίοδος του ψυχρού πολέμου και η διαίρεση της Ευρώπης. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί την πορεία προς τη δημοκρατία, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της πολιτικής πολυφωνίας (του πλουραλισμού), της κοινωνικής δικαιοσύνης' προς τη συνεργασία και τις ειρηνικές σχέσεις. Περικλείει όμως και κινδύνους όπως η αναβίωση του εθνικισμού, του ρατσισμού και της αστάθειας, που έχουν γίνει ήδη ορατοί (Βαλκάνια, Κεντρική Ευρώπη, πρώην ΕΣΣΔ). Τα φαινόμενα αυτά μπορεί και πρέπει να τα αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό, γιατί όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ζητούν να γίνουν πλήρη μέλη της. Καλείται συνεπώς να διαδραματίσει ένα νέο ιστορικό ρόλο: να συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας «νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής», σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να προχωρήσει στην ενοποίηση με την ανάπτυξη των θεσμών και της πολιτικής της. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να επιτύχει με τη συνθήκη που υπέγραψαν οι χώρες-μέλη της στο Maastricht της Ολλανδίας, το Φεβρουάριο του 1992 και τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Με τις συνθήκες αυτές εγκαθιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση με ειδικότερους στόχους: 1. τη θέσπιση ενιαίου νομίσματος (νομισματική ένωση), 2. τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής ιθαγένειας σε όλους τους πολίτες των χωρών- μελών, 3. την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, 4. την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στις χώρες-μέλη για καίρια προβλήματα (τρομοκρατία, ναρκωτικά, μετανάστευση κ.ά.), 5. την ανάπτυξη νέας πολιτικής στους τομείς παιδείας, πολιτισμού, προστασίας καταναλωτών και βιομηχανίας. 6. τον εκδημοκρατισμό των κοινοτικών θεσμών με την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η συνθήκη αυτή τροποποιήθηκε με νεότερη (Άμστερνταμ 2-10-1997) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προοπτική να διευρύνει τον αριθμό των μελών της |
σταδιακά σε 24. Έτσι, θα καταστεί το θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση της Ευρώπης στο μέλλον. Και θα αποτελέσει ένα από τα τρία ισχυρά πολιτικά κέντρα (τα άλλα δύο είναι οι Η ΠΑ και η Ιαπωνία) για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας. Είναι, κατά συνέπεια, απαραίτητη για την ειρήνη, τη σταθερότητα, την ευημερία και την ποιότητα ζωής. Η Ελλάδα υποστηρίζει, με κάθε τρόπο, την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το μέλλον μας». |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1993.2. Π.Κ. Ιωακειμίδη, Η συνθήκη του Άμστερνταμ, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998. 3. Π. Καζάκος, Η Ελλάδα ανάμεσα σε Προσαρμογή και Περιθωριοποίηση, Αθήνα, Διάττων, 1991. Περισσότερα αφιερώματα εδώ. |