ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Εισαγωγή
Το Ελληνικό Βασίλειο με τους 800.000 κατοίκους, που ιδρύθηκε το 1832, περιλάμβανε την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τις Σποράδες, τις Κυκλάδες και τη Στερεά Ελλάδα μέχρι τη γραμμή του Αμβρακικού-Παγασητικού. Το νεοσύστατο αυτό κράτος ήταν πρωτοποριακό κατά τούτο: αποτελούσε το πρώτο εθνικό κράτος σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες στον ευρωπαϊκό χώρο (Ρωσία, Αυστρία κ.α.).
Παρά ταύτα 3 εκατομμύρια Έλληνες στα Βαλκάνια και τη Μ. Ασία βρίσκονταν και μετά το 1830 υπό οθωμανικό ζυγό. Από την ίδρυσή του, λοιπόν, το Ελληνικό Κράτος είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των υπόδουλων Ελλήνων, των αλύτρωτων αδελφών. Η απελευθέρωσή τους θα αποτελέσει το κύριο αντικείμενο της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του για ένα αιώνα. Την περίοδο αυτή, άλλοτε με διπλωματικά μέσα (Θεσσαλία, Επτάνησα) και άλλοτε με τα όπλα (Βαλκανικοί πόλεμοι, 1912-1913), η Ελλάδα κατάφερε να απελευθερώσει την Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Βασικά στοιχεία της ελληνικής επιτυχίας στους Βαλκανικούς πολέμους ήταν η εθνική ομοψυχία και ο πόθος για την εδαφική ολοκλήρωση του Ελληνικού Έθνους. Με τη συνθήκη των Σεβρών (1920) το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας φαινόταν ότι θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Ο Εθνικός όμως διχασμός, ένας αλόγιστος ανταγωνισμός των οπαδών του Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, σε συνάρτηση με τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που δεν επιθυμούσαν, για διάφορους λόγους την επικράτηση μιας Μεγάλης Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, οδήγησαν στη μικρασιατική καταστροφή. Η στρατιωτική, γεωπολιτική και διπλωματική παρουσία της Ελλάδας μειώθηκε. Κατά συνέπεια, στα Μουδανιά, χωρίς να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα κλήθηκε απλώς να συνυπογράψει την ανακωχή (11 Οκτωβρίου 1922). Με την απώλεια της Ανατολικής Θράκης απομονώθηκε, τουλάχιστον γεωγραφικά, ο μεγάλος Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης από το Ελληνικό Κράτος. |
Έλληνες αξιωματικοί σε ερείπια αρχαίας ελληνικής πόλης στη Μικρασία |
Συνθήκη της Λοζάνης (1923)
Το μικρασιατικό δράμα έμελλε να λυθεί στην Ελβετία, όπου ο οραματιστής της Μεγάλης Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κλήθηκε από την αυτοεξορία, για να περισώσει ότι ήταν δυνατό στο διπλωματικό τραπέζι.
Η συνδιάσκεψη της Λοζάνης άρχισε τις εργασίες της στις 21 Νοεμβρίου 1922 και διήρκεσε έξι μήνες περίπου. Στις διαπραγματεύσεις πήραν μέρος, εκτός από τους Έλληνες και τους Τούρκους, οι νικητές του Α' παγκόσμιου πολέμου. Στόχος τους ήταν να καθορίσουν τα σύνορα της νέας Τουρκίας και να τακτοποιήσουν τα μειονοτικά, ανθρωπιστικά και νομικά προβλήματα, που είχε προκαλέσει ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (1919-1922), σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λοζάνη η τουρκική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού πρόβαλλε παράλογες αξιώσεις, επικαλούμενη τη νίκη της στη μικρασιατική αναμέτρηση. Οι Σύμμαχοι από την πλευρά τους επιδίωκαν την ταχύτερη δυνατή ρύθμιση των ελληνοτουρκικών διαφορών και πίεζαν την Ελλάδα διαρκώς να κάνει νέες παραχωρήσεις. Η ελληνική αντιπροσωπεία έδωσε σκληρή μάχη, για να εξουδετερώσει τις τουρκικές απαιτήσεις και τις συμμαχικές πιέσεις για παραχωρήσεις στα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη. Η δεξιότητα του Ελ. Βενιζέλου περιόρισε σημαντικά τις υπερφίαλες τουρκικές αξιώσεις και οδήγησε στη σύναψη μιας έντιμης συνθήκης. Τη διπλωματική μάχη του Βενιζέλου ενίσχυσε και η αναδιοργάνωση της Στρατιάς του Έβρου, η οποία σε περίπτωση ναυαγίου των διαπραγματεύσεων ήταν έτοιμη να ανακαταλάβει την Ανατολική Θράκη. Με την τελική Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923, ρυθμίστηκε το εδαφικό καθεστώς της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα έχανε οριστικά την Αν. Θράκη, αλλά διατηρούσε τη Δυτική, που της είχε παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Νειγύ (1919). Διατηρούσε ακόμα τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο. Οι Τούρκοι διεκδίκησαν τα νησιά αυτά για στρατηγικούς λόγους παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός τους ήταν σχεδόν εξολοκλήρου Ελληνορθόδοξος. Για να εξασφαλιστεί ο εθνικοθρησκευτικός χαρακτήρας των νησιών αυτών παραχωρήθηκε ειδικό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 14). Τέλος, τα Δωδεκάνησα αναγνωρίστηκαν ως ιταλική κτήση και η Τουρκία αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία. Σε χωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση, που υπογράφτηκε στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των μειονοτικών πληθυσμών, για να δημιουργηθούν έτσι ομοιογενή εθνικά κράτη. Αποτέλεσμα της σύμβασης ήταν να ανταλλαγούν περίπου 480.000 μουσουλμάνοι και να επισφραγιστεί και ολοκληρωθεί το ξερίζωμα περίπου 1.290.000 Ελλήνων της Μικρός Ασίας και της Ανατολικής ΘΡΑΚΗΣ. |
Υποδοχή Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919). |
Η μετακίνηση τόσων ανθρώπων υπήρξε πραγματική τραγωδία. Μακροπρόθεσμα πάντως είχε και ευνοϊκά αποτελέσματα για την Ελλάδα: Η μαζική εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και Θράκη ενίσχυσε αποφασιστικά το ελληνικό στοιχείο στις παραμεθόριες περιοχές. (Λεπτομέρειες για το ζήτημα αυτό στα δύο πρώτα κεφάλαια αυτού του συλλογικού τόμου).
Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκε ένα μέρος των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι της Ελληνικής Θράκης. Η ελληνοτουρκική σύμβαση ενσωματώθηκε στη γενική Συνθήκη της Λοζάνης. Στην τελευταία προστέθηκαν και ειδικά άρθρα (37-45), που αφορούσαν τις μειονότητες. Συγκεκριμένα: την προστασία της ζωής, της ελευθερίας, της γλώσσας και της θρησκείας. Το σεβασμό της λατρείας. Ισότητα απέναντι στους νόμους, στο επάγγελμα κ.ά. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν να αποδεχθούν τη συνολική παραμονή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που το 1922, σύμφωνα με εκτιμήσεις των Βρετανών, έφθαναν στους περίπου 400.000, ενώ οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης δεν ξεπερνούσαν τους 86.793. Η Συνδιάσκεψη για να τους ικανοποιήσει έδωσε αναδρομική ισχύ στην ανταλλαγή. Έτσι, έμειναν στην Κωνσταντινούπολη μόνο όσοι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί σ' αυτήν ως τις 30/10/1918 (etablis), δηλαδή πριν αρχίσει συρροή εκεί άλλων Ελλήνων από Μικρασία και Θράκη. Οι Τούρκοι εθνικιστές προσπάθησαν στη Λοζάνη να επιτύχουν και την απομάκρυνση του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Η δήλωση του Βενιζέλου ότι η βίαιη απομάκρυνση του Πατριαρχείου θα αποτελούσε αιτία για νέο πόλεμο και η επιμονή των Άγγλων, των Αμερικανών και των αντιπροσώπων των Βαλκανικών χωρών ανάγκασαν τους Τούρκους να υποχωρήσουν.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1930
Η συνθήκη της Λοζάνης έδωσε τέλος στις εδαφικές αντιδικίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όμως παρά την αμοιβαία αποδοχή της συνέχισαν και μετά το 1923 να υπάρχουν εγγενείς ανασταλτικοί παράγοντες για την αποκατάσταση των σχέσεων και τη συνεργασία των δύο γειτονικών κρατών. Η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εκτίμηση των περιουσιών περίπου δύο εκατομμυρίων προσφύγων προξένησαν πολλά σοβαρά προβλήματα. Η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών, που είχε αναλάβει, με βάση το άρθρο 11 της σύμβασης της Λοζάνης, τη ρύθμιση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων, αποτελματώθηκε σε άγονες συζητήσεις. Αιτία ήταν η αναβλητική στάση των Τούρκων αντιπροσώπων και η συστηματική υπεκφυγή των εκπροσώπων των Δυνάμεων (διέθεταν 3 μέλη στην Επιτροπή) να πάρουν πρωτοβουλίες για διευθέτηση των επίμαχων θεμάτων.
Συχνά τα προβλήματα αυτά προέκυπταν εξαιτίας της κακόπιστης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων της Λοζάνης από την Τουρκία: |
Πρόσφυγες στα Μουδανιά έτοιμοι για επιβίβαση
Μικρασιάτες Έλληνες οδηγούνται από τους Τούρκους σε στρατόπεδο εργασίας |
Ελευθέριος Βενιζέλος
|
- Για να μειώσει τους Έλληνες της Πόλης αρνήθηκε να δεχτεί ως etablis ένα μεγάλο αριθμό. Ακόμα και ο Πατριάρχης Κων/νος ΣΤ' απελάθηκε, ως μη νόμιμος Τούρκος υπήκοος.
Στις αρχές του 1928 οι δύο χώρες βρίσκονταν στα πρόθυρα πολέμου.- Προσπάθησε να υποσκάψει τον οικουμενικό χαρακτήρα του πατριαρχείου και να παρεμποδίσει τις σχέσεις Φαναριού και Ελληνισμού της Κων/λης. - Ίδρυσε «Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο» και αναγνώρισε «Τουρκορθόδοξο Πατριάρχη» τον τουρκόφωνο Μικρασιάτη ιερέα παπα-Ευθύμ. Ο τελευταίος μέχρι το θάνατο του (1968) και στη συνέχεια οι γιοί του έκαναν ότι μπορούσαν για να ταπεινώσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ελληνική ομογένεια. - Απαιτούσε να παραγραφούν οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποζημιώσεων, αν και ήταν γνωστό ότι η αξία των ελληνικών περιουσιών ήταν πολλαπλάσια από εκείνη των ανταλλάξιμων Τούρκων. Τρεις φορές Αθήνα και Άγκυρα έφτασαν στα πρόθυρα επίλυσης των προβλημάτων αυτών (1924, 1925 και 1926), αλλά οι συμφωνίες που σύναψαν παρέμειναν ανεκτέλεστες. Σ' αυτό συνετέλεσε, πέρα από τις υπερβολικές τουρκικές απαιτήσεις, και ο - τότε στρατηγός και αργότερα (1925-26) - δικτάτορας Θ. Πάγκαλος, που απειλούσε συνεχώς με νέο πόλεμο, για την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης.
Η προσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας και η περίοδος 1930-1945
Η άνοδος του Βενιζέλου και του Φιλελεύθερου Κόμματος στην εξουσία το 1928 σηματοδότησε μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Βενιζέλος, πιεζόμενος από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, θέλησε να ρυθμίσει τις εκκρεμότητες με την Άγκυρα και εγκαινίασε μια πολιτική προσέγγισης προς την Τουρκία.
Τον Ιούνιο του 1930 υπογράφτηκε στην Άγκυρα η συμφωνία Πολυχρονιάδη- Αράς, με την οποία ρυθμίστηκε το ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων. Για να επιτευχθεί η συμφωνία, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Η Τουρκία πουλούσε ακριβά τη φιλία της. Ένα έμμεσα ευεργετικό αποτέλεσμα της νέας πολιτικής ήταν ο τερματισμός του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού των ναυτικών εξοπλισμών στο Αιγαίο και ο χαρακτηρισμός ως etablis όλων των Ελληνορθοδόξων που βρίσκονταν κατά την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βενιζέλος, την ίδια χρονιά, επισκέφτηκε επίσημα την Άγκυρα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του υπογράφτηκαν (30/10/1930) οι παρακάτω συμβάσεις: α. Σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας, διαλλαγής και διαιτησίας. β. Πρωτόκολλο περί «περιορισμού ναυτικών εξοπλισμών». γ. Σύμβαση εμπορίου, εγκατάστασης και ναυτιλίας. |
Τον επόμενο χρόνο ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού με τον υπουργό εξωτερικών Ρουστή Αράς επισκέφτηκαν την Αθήνα. Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν ρυθμίστηκαν όλες οι εκκρεμότητες με εξαίρεση ορισμένα θέματα που αφορούσαν τις μειονότητες. Βασικός στόχος της προσέγγισης με την Τουρκία ήταν η στήριξη της ελληνικής αμυντικής πολιτικής σε ένα ελληνοτουρκικό διπλωματικό και στρατιωτικό άξονα, που θα ενεργούσε ως αντιστάθμισμα στις πιέσεις από τους βόρειους γείτονες (Βουλγαρία προς Θράκη, Γιουγκοσλαβία προς Μακεδονία). Την πολιτική της φιλίας προς την Τουρκία ακολούθησε και η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, που ανέλαβε την εξουσία μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1933. Το Σεπτέμβριο 1933 υπέγραψε στην Άγκυρα νέο «Σύμφωνο φιλίας, μη επιθέσεως και ουδετερότητας», που είχε χαρακτήρα αμυντικής συμμαχίας. Ο ελληνοτουρκικός αμυντικός άξονας υπήρξε ο προάγγελος ενός διευρυμένου βαλκανικού αμυντικού συνασπισμού έναντι της αναθεωρητικής Βουλγαρίας και της επεκτατικής φασιστικής Ιταλίας. Αποκορύφωμα της συνεννόησης αυτής αποτελεί η σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 1934 από τη Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία. Οι τέσσερις χώρες εγγυήθηκαν αμοιβαία την ασφάλεια και την ακεραιότητα των βαλκανικών συνόρων. Οι ιταλοβουλγαρικές βλέψεις στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία, σε συνδυασμό με την ανάληψη της εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση από το Στάλιν, παρέσυραν την Ελλάδα και την Τουρκία προς την αγγλογαλλική διπλωματική συμπαράταξη, λίγο πριν από την έναρξη του Β' παγκοσμίου πολέμου. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι ήταν η διεθνής συγκυρία και η νέα πραγματικότητα στα Βαλκάνια που επέβαλαν, κατά τη δεκαετία του 1930, την ελληνοτουρκική συμφιλίωση και όχι η εξάλειψη του παραδοσιακού ανταγωνισμού και της δυσφορίας μεταξύ των δύο λαών. Έτσι, πριν στεγνώσει η μελάνη της συμφωνίας Βενιζέλου-Ατατούρκ, η τουρκική εθνοσυνέλευση ψήφισε ειδικό νόμο, το 1932, με τον οποίο απαγόρευε στους ξένους υπηκόους την άσκηση των περισσοτέρων επαγγελμάτων στην Τουρκία. Εξαναγκάστηκαν τότε 10.000 Έλληνες να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά η Άγκυρα επιτρέπει στον ταραχοποιό παπα-Ευθύμ να συνεχίζει την αντιπατριαρχική του δράση. Το 1934 απαγορεύτηκε στους χριστιανούς κληρικούς να φέρουν εκτός εκκλησίας το ράσο, με εξαίρεση τους αρχηγούς των θρησκευμάτων. Δυο χρόνια μετά, το τουρκικό κράτος θέτει υπό τον έλεγχο του τη διαχείριση των ομογενειακών κοινοτικών ιδρυμάτων. Αλλά και στην Ελληνική Θράκη η τουρκική πολιτική παρέμεινε αναλλοίωτη. Στόχος της ήταν η διείσδυση του τουρκικού εθνισμού στην περιοχή και η ενσωμάτωση των μη τουρκογενών εθνικών ομάδων της Θρακικής μειονότητας στον τουρκικό πολιτιστικό κορμό. Η πλειοψηφία των εκεί μουσουλμάνων θεωρούσε το |
κεμαλικό κράτος αντίθετο προς το δόγμα του Κορανίου και ξένο προς την ισλαμική παράδοση. Στις διαπραγματεύσεις Βενιζέλου-Ινονού στην Αθήνα ο δεύτερος ζήτησε να απομακρυνθούν από την ελληνική Θράκη 150 ηγετικές προσωπικότητες της μουσουλμανικής μειονότητας που θεωρούσε εχθρούς του κεμαλισμού. Ο Βενιζέλος, πιστός στην πολιτική ειρήνης και συνεργασίας με την Τουρκία, δέχτηκε το αίτημα. Το κενό που δημιουργήθηκε στην ηγεσία της μειονότητας με τις απελάσεις αυτές, καλύφθηκε από μια μικρή αλλά δραστήρια ομάδα σκληροπυρηνικών εθνικιστών, που στόχευε στη μετάδοση του τουρκισμού στη μουσουλμανική μειονότητα. Ιδιαίτερα επιφυλακτικοί προς το κεμαλικό καθεστώς υπήρξαν οι πομακικής καταγωγής Θρακιώτες μουσουλμάνοι, που αποτελούσαν ξεχωριστή εθνική ομάδα με ιδιόμορφη γλωσσική και κοινωνική ρίζα. Μετά το θάνατο του Ατατούρκ (Νοέμβριος 1938) η στάση της Άγκυρας στο μειονοτικό σκλήρυνε περισσότερο. Η πολιτική αυτή κορυφώνεται με την επιβολή έκτακτου περιουσιακού φόρου (Βαρλίκ Βεργκισί) το Νοέμβριο του 1942, που στρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων. Οι περίπου 110.000 ελληνορθόδοξοι της Κων/λης, που αποτελούσαν το 0,5% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, υποχρεώθηκαν να πληρώσουν περίπου το 20% του συνολικού φόρου. Φυλετικό χαρακτήρα είχε επίσης η επιστράτευση 20 κλάσεων μη μουσουλμάνων της Κων/λης το Μάιο του 1941 και ο εκτοπισμός τους σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας στα βάθη της Ανατολίας. Ήδη οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχαν ψυχρανθεί μετά από την απόφαση της δεύτερης να ακολουθήσει αυστηρή ουδετερότητα στο Β' παγκόσμιο πόλεμο, παρά τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει τόσο από το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 όσο και από την αγγλογαλλοτουρκική συμμαχία του 1939. Οι καιροσκοπικοί χειρισμοί της τουρκικής διπλωματίας συνεχίστηκαν τον Ιούνιο του 1941, όταν η Τουρκία έσπευσε να υπογράψει σύμφωνο φιλίας και εμπορικών σχέσεων με τη Γερμανία. Νωρίτερα είχε υπογράψει κοινή δήλωση με τη Βουλγαρία, μετά από την οποία τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν από τη Βουλγαρία για να επιτεθούν κατά της Ελλάδας. Ταυτόχρονα η Άγκυρα διαπραγματευόταν την έξοδό της στον πόλεμο, τόσο με την Αγγλία όσο και με τη Γερμανία με πιθανά εδαφικά ανταλλάγματα. Στις διαπραγματεύσεις, κατά τον Αμερικάνο ιστορικό Frank Weber, οι Τούρκοι ζήτησαν όχι μόνο εδάφη, όπως τη Βουλγαρική Θράκη, την Κριμαία, την Υπερκαυκασία, αλλά και δικαιώματα με το αναχρονιστικό σύστημα των «εντολών» στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Αλβανία. Εξέφρασαν ακόμα την επιθυμία να αποκτήσουν ελληνοκατοικημένες περιοχές, όπως τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και, επιπλέον, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την ώρα ακριβώς που οι Έλληνες έδιναν ηρωικές μάχες κατά του Άξονα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, κατά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, η ουδέτερη Τουρκία προσπάθησε να επωφεληθεί από τις εδαφικές ανακατατάξεις που επέρχονταν |
σε εποχή παγκόσμιας σύρραξης και να αποδεσμευτεί οριστικά από τους περιορισμούς που της είχαν τεθεί με τη συνθήκη της Λοζάνης, τόσο στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια όσο και στη Μέση Ανατολή.
Ελληνοτουρκική και Νατοϊκή Συμμαχία (1946-1954)
Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Τουρκία τήρησε μια στάση χαμηλών τόνων με σκοπό να λησμονηθεί η πολιτεία της κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εξάλλου, οι ηγεμονικές φιλοδοξίες του Σοβιετικού ηγέτη Στάλιν στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου οδήγησαν στην επιδείνωση των τουρκοσοβιετικών σχέσεων το 1945-1948. Η ένταση μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας κορυφώθηκε με την αξίωση της Σοβιετικής Ένωσης για την επιστροφή των περιοχών Καρς και Αρνταχάν και την παραχώρηση ναυτικών βάσεων (στην ΕΣΣΔ) στα Στενά. Η τουρκική κυβέρνηση έντρομη από τη σοβιετική απειλή έσπευσε να ζητήσει τη βοήθεια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά η συμφορά της Κατοχής (1941-1944) και του Εμφύλιου πολέμου (1945-1949) και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, σφράγισαν την προθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να ενταχθεί στην κοινότητα των δυτικών χωρών και στους συμμαχικούς στρατιωτικούς συνασπισμούς. Επιπλέον η Μόσχα είχε υποστηρίξει το 1945-1946 τις διεκδικήσεις της κομμουνιστικής Βουλγαρίας για διέξοδο στο Αιγαίο.
Οι φιλοδοξίες του Στάλιν σε βάρος της Τουρκίας και της Ελλάδας οδήγησαν την αμερικανική κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει την ανάγκη επέμβασης στην περιοχή αυτή. Με το Δόγμα Τρούμαν (Μάρτιος 1947) οι Αμερικάνοι εγγυήθηκαν την εδαφική ακεραιότητα Ελλάδας και Τουρκίας και δεσμεύονταν να τις ενισχύσουν οικονομικά και στρατιωτικά. Εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη διευθέτηση του θέματος της Δωδεκανήσου. Η Τουρκία είχε εκφράσει ενδιαφέρον για τα νησιά αυτά κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ακόμη και όταν ήλθε η ώρα της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου, κινήθηκε παρασκηνιακά ζητώντας τουλάχιστον τη διανομή των νησιών ανάμεσα στην Ελλάδα και σ' αυτήν. Όλα όμως τα στοιχεία ήταν εναντίον της: - Δεν είχε πάρει μέρος στον Β' Παγκόσμιο, αντίθετα με την Ελλάδα. - Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Δωδεκανήσου ήταν Έλληνες. - Οι δωδεκανησιακές οργανώσεις στις ΗΠΑ είχαν διαφωτίσει σχετικά την αμερικανική κοινή γνώμη. - Ήταν διπλωματικά απομονωμένη και κάτω από διαρκή σοβιετική απειλή. Έτσι, όταν η Συνδιάσκεψη του Παρισιού παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα (1947), δεν αντέδρασε, δημόσια τουλάχιστον. Το 1946-1947 ο κοινός κομμουνιστικός κίνδυνος και η σταδιακή προσχώρηση |
της Ελλάδας και της Τουρκίας στην κοινότητα των δυτικών χωρών σηματοδότησαν μια νέα περίοδο ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία υπαγορεύτηκε από διαφορετικούς όρους σε σχέση με εκείνους της συμφωνίας Βενιζέλου-Ατατούρκ. Το 1930 στόχος της ελληνοτουρκικής φιλίας ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής ενδοβαλκανικής συμμαχίας και η αποφυγή εμπλοκής στους συνασπισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Το 1947, με το Δόγμα Τρούμαν, ο ελληνοτουρκικός χώρος μετατρεπόταν σε προπύγιο της αμυντικής ασπίδας του δυτικού κόσμου.
Νέα ώθηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δόθηκε μετά την εκλογική νίκη στην Τουρκία του δυτικόφιλου Αντνάν Μεντερές (1950). Ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέφτηκε το 1952 την Τουρκία και λίγο αργότερα ανταπέδωσε την επίσκεψη ο Μεντερές. Ακολούθησαν, την ίδια χρονιά, επισκέψεις σε επίπεδο αρχηγών κρατών: Το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας επισκέφτηκε επίσημα την Κων/λη και ο Τούρκος πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ την Αθήνα. Και οι δυο χώρες επιθυμούσαν να ενταχθούν στο NATO που είχε ιδρυθεί το 1949. Η κυβέρνηση Μεντερές αποφασίζει την αποστολή μιας ταξιαρχίας στην Κορέα, για να ενισχύσει τις εκεί επιχειρήσεις του ΟΗΕ. Η Ελλάδα ακολουθεί το παράδειγμά της. To NATO όμως δε θέλει την είσοδο της Τουρκίας στους κόλπους του. Έτσι, απορρίπτει δυο αιτήσεις της με το αιτιολογικό ότι γεωγραφικά και ιδεολογικά βρισκόταν έξω από τα όρια που η Συμμαχία είχε κληθεί να υπερασπιστεί. Τελικά, με τη συμπαράσταση των ΗΠΑ, το NATO δέχεται την Τουρκία μαζί με την Ελλάδα (1952). Η εντυπωσιακή βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λειτούργησε ευεργετικά για τους μειονοτικούς πληθυσμούς και το οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι συνθήκες διαβίωσης του Ελληνισμού της Κων/λης βελτιώθηκαν σημαντικά: Στους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, της εκπαίδευσης και της διαχείρισης της κοινοτικής περιουσίας και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων παραχωρήθηκε μεγαλύτερη ελευθερία.
Επίδραση του Κυπριακού ζητήματος στα Ελληνοτουρκικά
Παρά τους επιφανειακούς άριστους οιωνούς το οικοδόμημα της ελληνοτουρκικής φιλίας δεν είχε στέρεες βάσεις. Το κυπριακό ζήτημα έφερε στην επιφάνεια όλες τις εγγενείς αδυναμίες της. Ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων με παντουρκικές τάσεις με την παρότρυνση της αγγλικής κυβέρνησης ανακίνησε το κυπριακό στην Τουρκία και κατάφερε να ενεργοποιήσει την τουρκική κοινή γνώμη ως αντίρροπη δύναμη στον ελληνοκυπριακό αγώνα για την Ένωση.
Με πρωτοστάτη την εθνικιστική εφημερίδα «Χουρριέτ» και την ακραία παντουρκική οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ξεκίνησε το 1954 μια εκστρατεία |
εναντίον της Ελλάδας, του Ελληνισμού της Κύπρου και της Κων/λης, καθώς και του Πατριαρχείου.
Ο Μεντερές ενθάρρυνε τις ακραίες εκδηλώσεις για δυο λόγους. Πρώτο, για να δώσει ένα παλλαϊκό αυθορμητισμό στη νομικά ανεδαφική θέση, ότι δηλαδή σε περίπτωση αλλαγής του καθεστώτος της Κύπρου, αυτή έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία, γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η πρώην κυρίαρχος της. Δεύτερο, για να αποπροσανατολίσει την τουρκική κοινή γνώμη με το ανθελληνικό μένος, διοχετεύοντας στο κυπριακό τη δυσαρέσκεια για τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της χώρας του. Η θέση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα στο μειονοτικό ζήτημα ήταν πλεονεκτική. Ο Ελληνισμός της Κων/λης είχε υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο. Επιπλέον, υπήρχε το Πατριαρχείο και η ανεκτίμητη περιουσία των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης υστερούσαν κατά πολύ σε όλα. Κατά συνέπεια, τα μέσα πίεσης που διέθετε η Τουρκία ήταν ισχυρότερα από τα τυχόν αντίποινα, τα οποία μπορούσε να λάβει η Ελλάδα. Στα τέλη του 1954, όταν αρχίζει η κυπριακή κρίση, η Άγκυρα επαναφέρει στο προσκήνιο το μειονοτικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μια ισχυρή πίεση πάνω στην ελληνική μειονότητα και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θα καθιστούσε την ελληνική κυβέρνηση πιο ευάλωτη, ενδοτικότερη και υποχωρητικότερη στο θέμα της Κύπρου. Από το 1955, λοιπόν, το μειονοτικό έμελλε να απασχολήσει επανειλημμένα τις δύο κυβερνήσεις. Ειδικότερα, η σταδιακή διαρροή του ελληνικού στοιχείου της Τουρκίας οδήγησε στη ριζική ανατροπή της πληθυσμιακής ισορροπίας πάνω στην οποία στηριζόταν το ελληνοτουρκικό μειονοτικό καθεστώς που είχε επιβάλει η Συνθήκη της Λοζάνης (1923).
Τα σεπτεμβριανά επεισόδια του 1955
Η ελληνοτουρκική ρήξη στο κυπριακό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι επί μία δεκαετία ομαλές σχέσεις της ομογένειας με την κυβέρνηση της Άγκυρας. Ο τουρκικός τύπος, επιδιώκοντας την εμπλοκή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην κυπριακή διαμάχη, ζητούσε καθημερινά από τον Πατριάρχη να ανακαλέσει στην τάξη τον «ιεραρχικά» υφιστάμενο του Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να καταγγείλει δημόσια τον αγώνα των Ελλήνων για την Ένωση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας απέφυγε προσεκτικά κάθε ανάμειξη. Η συνθήκη, εξάλλου, της Λοζάνης μόνο πνευματικές και εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες παραχωρούσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στο Λονδίνο η τριμερής διάσκεψη (Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία) για το κυπριακό κινδύνευε να ναυαγήσει. Και αυτό γιατί η Τουρκία ζητούσε εγγυήσεις ότι ποτέ δε θα δινόταν αυτονομία στο νησί. Για ενίσχυση των τουρκικών θέσεων στη διάσκεψη και εκφοβισμό των Ελλήνων οργανώθηκαν ταραχές στην Κων/λη σε βάρος |
της ελληνικής μειονότητας. Αφορμή για την εκδήλωσή τους έδωσε η έκρηξη δυο βομβών ανάμεσα στο τουρκικό προξενείο της Θεσ/νίκης και το σπίτι που είχε γεννηθεί ο Κεμάλ. Τις βόμβες, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τις είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι. Έτσι, το βράδυ της 6/9/1955 ο τουρκικός όχλος με επικεφαλής φανατικούς φοιτητές και με την ανοχή των αρχών έσπειραν τον τρόμο στους 100.000 ομογενείς της Κων/λης. Τούρκος συγγραφέας, γράφοντας σχετικά με τα αιματηρά γεγονότα, σε εφημερίδα κατέληγε: Η νύχτα εκείνη έμοιαζε με τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Η νύχτα του Αγ. Βαρθολομαίου είχε αρχίσει με εντολή του Καρόλου IX. Η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου είχε αρχίσει με το πρόσταγμα του Δημοκρατικού κόμματος... Στόχος της λεηλασίας ήταν οι Ρωμιοί της Πόλης. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, 16 Έλληνες σκοτώθηκαν εκείνη την νύχτα και τριάντα δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Κατοικίες, καταστήματα, εργοστάσια, ξενοδοχεία, εστιατόρια, κοινοτικά ιδρύματα, ναοί, μοναστήρια ακόμα και τάφοι καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν. Οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Μόνο οι καταστροφές στις ελληνικές εκκλησίες ξεπερνούσαν τα 150.000.000 δολάρια. Το ανθελληνικό μένος έλαβε τέτοιες διαστάσεις, ώστε η κυβέρνηση, βλέποντας ότι έχανε τον έλεγχο, αναγκάστηκε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο στις τρεις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Για να τηρήσει μάλιστα τα προσχήματα συνέλαβε 2.214 διαδηλωτές. Αργότερα, ο οργανωτής των καταστροφών αποκάλυψε ότι το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου συναντήθηκε στην Κων/λη με τον Τούρκο πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό για την κατάστρωση του σχεδίου, με βάση το οποίο οργανώθηκαν οι ανθελληνικές ταραχές. Αμέσως μετά τις καταστροφές η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη, προβάλλοντας ως υπευθύνους για τις ταραχές τους κομμουνιστές, οι οποίοι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Μεντερές: «Οργάνωσαν κίνημα για ανατροπή του αστικού καθεστώτος στην Τουρκία». Ταυτόχρονα σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στους δημοσιογράφους και φωτογράφους που επιχείρησαν να περιγράψουν ή να απαθανατίσουν τα φοβερά γεγονότα. Ο εκδότης της ελληνόφωνης εφημερίδας της Κων/λης «Ελεύθερη Φωνή» και ο ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας «Έθνος» φυλακίζονται. Οι βιαιότητες στην Κων/λη προκάλεσαν σε όλο τον Ελληνισμό ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα εθνικής φιλοτιμίας, το οποίο σημάδεψε για δεκαετίες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν υποτονική. Η αντιπολίτευση ζήτησε την παραίτησή της, ενώ στο Παρίσι (8/9/1955), σε έκτακτη συνεδρίαση, οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των κρατών-μελών του NATO συζήτησαν την ελληνοτουρκική κρίση. Δέκα μέρες αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Φόστερ Ντάλλας με ταυτόσημες επιστολές του προς την Αθήνα και την Άγκυρα, καλούσε κυνικά τους θύτες και τα θύματα, χωρίς να κάνει διάκριση, να συμφιλιωθούν «για το συμφέρον του ελεύθερου κόσμου». Μακροπρόθεσμα η στάση της Δύσης, η οποία για λόγους σκοπιμότητας έκλεισε τα μάτια μπροστά στις |
εγκληματικές καταστροφές της Κων/λης, συντέλεσε στο να κερδίσει έδαφος στην Ελλάδα η ουδετεροφιλία.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους πρωθυπουργός στην Ελλάδα έγινε ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος δηλώνει ότι θα αποχωρήσει από τις προγραμματισμένες ασκήσεις τού NATO στην Ανατολική Μεσόγειο. Αποτέλεσμα της σκλήρυνσης της στάσης της νέας κυβέρνησης ήταν να υποχρεωθεί η Άγκυρα, ύστερα από υπόδειξη της Ουάσιγκτον, να δώσει ηθική ικανοποίηση στην Ελλάδα, τιμώντας σε ειδική τελετή στη Σμύρνη την ελληνική σημαία. Από την πλευρά του ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών αρκέστηκε στη συμφιλιωτική αυτή χειρονομία και δήλωσε, για άλλη μια φορά, ότι η αφοσίωση στη νατοϊκή συμμαχία αποτελούσε τον κύριο άξονα γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η ελληνική εξωτερική πολιτική. Η δήλωση αυτή ήταν εναρμονισμένη στις σχετικές συστάσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών.
Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης (1957-1987)
To NATO δεν κατάφερε να εξομαλύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες παρέμειναν και μετά το 1955 σε κατάσταση μόνιμης οξύτητας. Καθώς η Τουρκία αναλάμβανε όλο και περισσότερο το ρόλο του στρατιωτικού κρίκου του NATO στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, απαιτούσε και μεγαλύτερα ανταλλάγματα για τις υπηρεσίες της. Συγκεκριμένα, μετά το 1955 επιδίωκε την εύνοια των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Οι ταυτόσημες επιστολές του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών προς την Αθήνα και την Άγκυρα, που εξίσωναν θύτες και θύματα, αμέσως μετά τις ανθελληνικές βιαιότητες στην Τουρκία, και η απροθυμία του NATO να καταδικάσει τους τουρκικούς βανδαλισμούς, δείχνουν ότι η Συμμαχία δεν κρατούσε, όπως όφειλε, ίσες αποστάσεις στην ελληνοτουρκική διένεξη.
Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχε δυσάρεστες επιπτώσεις στον Ελληνισμό της Πόλης. Η τουρκική κυβέρνηση, αδιαφορώντας για το δυσμενή απόηχο που είχαν στη διεθνή κοινή γνώμη τα «Σεπτεμβριανά», συνέχισε την ανθελληνική εκστρατεία της. Έτσι, στις αρχές του 1957 έδωσε το πράσινο φως για νέα έκτροπα στην εθνικιστική οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική». Ταυτόχρονα, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν τα δώδεκα μέλη του Φιλολογικού 6υλλόγου της «Ελληνικής Ένωσης Κωνσταντινούπολης» και τα φυλάκισαν σε στρατιωτικές φυλακές με την κατηγορία διενέργειας κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας και της χρηματοδότησης της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Από το 1957-59 απελάθηκαν 57 ηγετικές προσωπικότητες της ελληνικής μειονότητας και με δικαστική απόφαση διαλύθηκε η Ελληνική Ένωση και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά της στοιχεία. Καθώς τα έτη 1957 και 1958 οι διακοινοτικές σχέσεις στην Κύπρο επιδεινώθηκαν για μια ακόμα φορά, στην Κων/λη ξέσπασε νέο κύμα ανθελληνικών εκδηλώσεων και εθνικιστικού μένους. Οι αφίσες που παρότρυναν τους Τούρκους να αποφεύγουν τα ελληνικά καταστήματα, και οι παρατηρήσεις στους |
μειονοτικούς που μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Κάτω από τις αντίξοες αυτές συνθήκες, ο Ελληνισμός άρχισε να εγκαταλείπει την Κων/λη. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε τους Τούρκους ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να αντιδράσει δυναμικά σε περίπτωση που επαναλαμβάνονταν οι ανθελληνικές εκδηλώσεις του 1955. Ταυτόχρονα άρχισε να εξετάζει το ενδεχόμενο ανταλλαγής των Ελλήνων της Κων/λης με τους Τούρκους της Κύπρου, ως εναλλακτική λύση για τη διευθέτηση τόσο του κυπριακού όσο και του μειονοτικού ζητήματος. Οι Τούρκοι όμως ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν μόνο μια ανταλλαγή μεταξύ Ελλήνων της Κων/λης και μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης. Μετά την υπογραφή των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας βελτιώθηκαν ως ένα βαθμό. Ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών επισκέφτηκαν την Άγκυρα. Με εισήγηση του πρώτου ορίστηκαν δύο πρέσβεις (Μπίτσιος-Κούνεραλπ), για να συζητήσουν το μειονοτικό ζήτημα και να υποβάλουν στις κυβερνήσεις τους κοινή έκθεση για την επίλυση των διαφορών. Με βάση την έκθεση αυτή διεξήχθησαν νέες συνομιλίες, όταν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επισκέφτηκε επίσημα την Ελλάδα (Οκτώβριος 1960). Νέος κύκλος ελληνοτουρκικών διαβουλεύσεων άρχισε τον Αύγουστο του 1962 σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών στην Άγκυρα. Όμως το στρατιωτικό καθεστώς δεν ήταν διατεθειμένο να υιοθετήσει τα πορίσματα της έκθεσης Μπίτσιου-Κούνεραλπ για ομογενειακά προβλήματα (νομική υπόσταση κοινοτήτων, ενίσχυση Πατριαρχείου, απομάκρυνση παπα-Ευθύμ), αλλά έλαβε και νέα περιοριστικά μέτρα σε βάρος της μειονότητας. Πέρα από το μειονοτικό ζήτημα και διάφορα μικροεπεισόδια μάστιζαν τις σχέσεις Αθήνας-Αγκυρας σε μια εποχή που υπήρξε ύφεση στο κυπριακό (1959- 63): απόβαση Τούρκων στο Καστελόριζο και, ένα χρόνο μετά, βύθιση ελληνικού πετρελαιοκίνητου σκάφουςαπό τουρκικό περιπολικό μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Οι ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες παρέμειναν άλυτες ως τη νέα έξαρση του κυπριακού ζητήματος (Δεκέμβριος 1963). Για μια ακόμα φορά η τουρκική διπλωματία χρησιμοποίησε το μειονοτικό χαρτί εκβιάζοντας ποικιλοτρόπως την Αθήνα, άλλοτε με την απειλή απομάκρυνσης του Πατριαρχείου από το Φανάρι και άλλοτε με τη μαζική απέλαση των Ελλήνων από Κων/λη, Ίμβρο και Τένεδο. Έτσι, καταγγέλλει (Μάρτιος 1964) την ελληνοτουρκική σύμβαση εγκατάστασης του 1930, με το πρόσχημα ότι «δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις παρούσες συνθήκες». Αμέσως μετά την καταγγελία οι τουρκικές αρχές, επικαλούμενες «λόγους ασφάλειας και δημόσιας τάξης», άρχισαν να απελαύνουν τους σημαντικότερους μειονοτικούς παράγοντες με ελληνική υπηκοότητα. Τον Απρίλιο του 1966 είχαν απομείνει μόνο περίπου 500 Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες υπήκοοι, όλοι άνω των 65 ετών. Η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στον ΟΗΕ(Σεπτέμβριος 1964). Το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίασε έκτακτα, για να εξετάσει τις «μαζικές απελάσεις των Ελλήνων πολιτών από την Τουρκία», χωρίς κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. |
Συνακόλουθο του ομαδικού διωγμού των Ελλήνων υπηκόων ήταν η δέσμευση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με βάση μυστική απόφαση του τουρκικού Υπουργικού Συμβουλίου, γνωστή στην ελληνική ομογένεια της Κων/λης ως «καραρναμές». Αρχικά οι τουρκικές αρχές υπολόγισαν την περιουσία των απελαθέντων σε περίπου 500.000 δολ. Οι διωγμοί του 1964-65 δεν αποτέλεσαν καίριο κτύπημα μόνο για τους Έλληνες υπηκόους της Κων/λης αλλά και για το σύνολο της ομογένειας στην Τουρκία. Και αυτό γιατί οι οικογενειακοί και επαγγελματικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο ομάδες (Έλληνες υπήκοοι - Τούρκοι υπήκοοι) ήταν τόσο στενοί, ώστε στην πράξη η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων σήμαινε την ταυτόχρονη έξοδο ενός ίσου αριθμού Ελλήνων με τουρκική υπηκοότητα (σύζυγοι, γονείς, παιδιά, εργάτες, συνεταίροι κτλ.). Αποφασιστικό ρόλο για την έξοδο των Ελλήνων έπαιξε και η υιοθέτηση μιας σειράς νέων απαγορευτικών διαταγμάτων, που έπλητταν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της ομογένειας. Τα κυριότερα από τα απαγορευτικά μέτρα που εφάρμοσε η Άγκυρα την τριετία 1964-67 ήταν: - Παύση διευθυντών και δασκάλων ελληνικών λυκείων (1964). - Απαγόρευση εισόδου ορθόδοξων κληρικών στα ελληνικά σχολεία, διακίνησης ελληνικών βιβλίων, εορτασμού θρησκευτικών εορτών, πρωινής προσευχής, διορισμού ομογενών εκπαιδευτικών απόφοιτων ελληνικών παιδαγωγικών ακαδημιών και πανεπιστημίων, όπως και απόφοιτων της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1964, 1965). - Πίεση στους ομογενείς μαθητές να μη χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα κατά την ώρα των διαλειμμάτων. - Άρνηση χορήγησης άδειας ανοικοδόμησης σχολικών κτιρίων. - Κατάσχεση της εφημερίδας «Ελεύθερη Φωνή» και απαγόρευση εισαγωγής ελληνικών εφημερίδων στην Τουρκία (1965). - Απόλυση 39 εκπαιδευτικών και απαγόρευση λειτουργίας έξι ελληνικών δημοτικών σχολείων (1967) και του Ορφανοτροφείου Πριγκίπου (1964). - Είσπραξη 5% επί των εισοδημάτων των κοινωφελών ιδρυμάτων της ελληνικής μειονότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό στοιχείο της Κων/λης παρουσίασε μια δραματική πληθυσμιακή πτώση, που διαφαίνεται και από τις επίσημες τουρκικές στατιστικές. Έτσι, ενώ το 1955 υπήρχαν στην Κων/λη 80.000 ελληνόφωνοι κάτοικοι, δέκα χρόνια αργότερα είχαν μειωθεί στις 48.000. Αν και με τη συρρίκνωση των Ελλήνων της Κων/λης, Ίμβρου και Τενέδου η ανταλλακτική αξία της ομογένειας εξατμιζόταν με γοργό ρυθμό, οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφυγαν να επανεξετάσουν τη μειονοτική πολιτική τους και προσπάθησαν να διατηρήσουν τον Ελληνισμό στην Τουρκία, έστω και με τεχνητή αναπνοή, προβαίνοντας σε σημαντικές παραχωρήσεις στο χώρο της ελληνικής Θράκης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πνεύματος αυτού αποτελεί η ελληνοτουρκική μορφωτική |
συμφωνία το Δεκέμβριο του 1968. Η συμφωνία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση των τουρκικών μαθημάτων και στη διείσδυση Τούρκων μετακλητών εθνικιστών διδασκάλων στα μουσουλμανικά μειονοτικά σχολεία της ελληνικής Θράκης. Αντίθετα, τα τουρκικά ανταλλάγματα ήταν πενιχρά και περιορίζονταν σε ορισμένους επαναδιορισμούς ομογενών διδασκάλων.
Η μεγάλη παράλειψη της συμφωνίας αυτής ήταν ότι αγνόησε πλήρως την κατάργηση της ελληνικής παιδείας στην Ίμβρο και Τένεδο, γεγονός που είχε καταστρεπτικές συνέπειες για τον Ελληνισμό των νησιών αυτών. Το 1971 οι τουρκικές αρχές απαγόρευσαν τη λειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης και ανάγκαζαν τα Ελληνόπουλα να αρχίζουν κάθε πρωί τα μαθήματά τους με τον τουρκικό όρκο «Είμαι Τούρκος» και να τελειώνουν με το «Είμαι ευτυχής που γεννήθηκα Τούρκος». Η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση του Ελληνισμού της Κων/λης ολοκληρώθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και την κρίση στο Αιγαίο (1975-76). Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παραμένουν στην Κων/λη περίπου 3.000 ομογενείς. Οι νεοπρόσφυγες των τριάντα τελευταίων ετών υπολογίζονται γύρω στις 80.000 και έχουν συγκεντρωθεί σε ορισμένες περιοχές της Αθήνας (Παλαιό Φάληρο, Καλαμάκι και Νέα Σμύρνη).
Ίμβρος - Τένεδος (1964-1987)
Η αναζωπύρωση του κυπριακού ζητήματος το 1964 διέκοψε απότομα τις ομαλές συνθήκες που είχαν επικρατήσει στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Η τουρκική κυβέρνηση, με τον ισχυρισμό ότι οι Έλληνες κακομεταχειρίζονταν τους ομογενείς τους στην Κύπρο και στην ελληνική Θράκη, άρχισε αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων των νησιών αυτών. Η Συνθήκη της Λοζάνης, που παραχωρούσε τοπική αυτοδιοίκηση στα νησιά, αλλά και το ίδιο το τουρκικό Σύνταγμα, παραβιάστηκαν κατάφωρα.
Την ίδια στιγμή που η Άγκυρα, καταγγέλλοντας το ελληνοτουρκικό σύμφωνοεγκατάστασης του 1930, άρχιζε τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων της Πόλης, ο τουρκικός τύπος έγραφε για την «απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο». Και προειδοποιούσε ότι η Ελλάδα εποφθαλμιούσε τα νησιά αυτά, στα οποία βρίσκονταν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Η τάση για αγορά ακινήτων και η αύξηση του ελληνικού στοιχείου κατά τη δεκαετία του 1950 δεν άρεσαν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, στην τουρκική κοινή γνώμη. Τα πρώτα συντονισμένα μέτρα των τουρκικών αρχών για τον εκτουρκισμό της Ίμβρου και της Τενέδου άρχισαν να εφαρμόζονται από τον Απρίλιο του 1964. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν: |
Κλειστά παραμένουν τα σχολεία της Ίμβρου από το 1964
Το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας στο Κάστρο της Ίμβρου μένει εγκαταλειμμένο όπως και οι περισσότερες άλλες εκκλησίες.
|
1. Στην πρωτεύουσα της Ίμβρου Παναγία ιδρύθηκε διδασκαλείο - οικοτροφείο για σπουδαστές από την Τουρκία, στρατόπεδο χωροφυλακής και μουσουλμανικό τέμενος, του οποίου η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1970. 2. Εξαγγέλθηκε πρόγραμμα εποικισμού 3.000 εποίκων Τούρκων προσφύγων από τη Βουλγαρία και Τούρκων-Λαζών από τον Πόντο. Ανεγέρθηκαν συνοικισμοί και παραχωρήθηκε γη στους Τούρκους εποίκους. 3. Η τουρκική Εθνοσυνέλευση κατήργησε το ισχύον από το 1951 εκπαιδευτικό σύστημα και ενεργοποίησε παλαιότερες διατάξεις (1927), με αποτέλεσμα να διακοπεί η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα νησιά. 4. Δημεύτηκαν όλα τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία και το ελληνικό ημιγυμνάσιο της Ίμβρου μετατράπηκε σε οικοτροφείο για σπουδαστές από την Τουρκία (1966). 5. Απαγορεύτηκε η λειτουργία του μοναδικού μειονοτικού σχολείου της Τενέδου (1964). Η στέρηση της ελληνικής εκπαίδευσης ανάγκασε τους νησιώτες να μετακομίζουν μαζικά στην Κων/λη και στο εξωτερικό, όπου τα Ελληνόπουλα θα είχαν τη δυνατότητα να λάβουν ελληνική μόρφωση. Ο σπουδαιότερος, όμως, παράγοντας που ώθησε τους Ιμβρίους να εγκαταλείψουν το νησί τους υπήρξε η δημιουργία ανοικτής αγροτικής φυλακής για βαρυποινίτες που προέρχονταν από την ηπειρωτική Τουρκία. Για τη δημιουργία της φυλακής αυτής απαλλοτρίωσαν 8.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης στην πεδιάδα του Σχοινουδίου. Στους 900 Έλληνες ιδιοκτήτες δόθηκε η εξευτελιστική αποζημίωση της μιας τουρκικής λίρας (2 δρχ.) για κάθε τετραγωνικό μέτρο. Από το 1966 άρχισαν νέες απαλλοτριώσεις για τη δημιουργία ενός κρατικού κτήματος αγροτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα το 1968 να έχουν απαλλοτριωθεί 27.354 στρέμματα γης από το σύνολο των 34.000 καλλιεργήσιμης της Ίμβρου. Από τα υπόλοιπα ένα μέρος απαλλοτριώθηκε για την κατασκευή φράγματος στους Αγίους Θεοδώρους, ενώ τα τελευταία 956 δημεύτηκαν με απόφαση της νομαρχίας Δαρδανελίων (1984). Μετά τις απαλλοτριώσεις αυτές το εισόδημα των νησιωτών στηριζόταν αποκλειστικά στην κτηνοτροφία. Ούτε όμως και αυτή επιτρεπόταν στους Έλληνες της Ίμβρου. Το 1983-84, 43.000 στρέμματα βοσκοτόπων του νησιού χαρακτηρίστηκαν δάση ή αναδασωτέες περιοχές, με αποτέλεσμα το τουρκικό υπουργείο Γεωργίας να απαγορεύσει τη βοσκή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Ίμβριοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να πωλήσουν έναντι εξευτελιστικής τιμής τα 44.500 αιγοπρόβατά τους σε Τούρκους κτηνοτρόφους της ηπειρωτικής Τουρκίας. Η στέρηση των μέσων συντήρησης που προκάλεσαν οι απαλλοτριώσεις ελληνικών ιδιοκτησιών, σε συνδυασμό με την κατάργηση της ελληνικής παιδείας και την εισαγωγή τουρκικών ηπειρωτικών πληθυσμών, επέφεραν σημαντικές δημογραφικές μεταβολές στα νησιά. Έτσι, η Ίμβρος, που σύμφωνα |
με την τουρκική απογραφή του 1927, είχε 6.762 Έλληνες κατοίκους, στην αντίστοιχη απογραφή του 1980 είχε μόλις 800, ενώ σήμερα οι γηγενείς Ίμβριοι των έξι χωριών του νησιού (Παναγία, Σχοινούδι, Γλυκύ, Κάστρο, Αγρίδι και Άγιοι Θεόδωροι) ανέρχονται σε 300 γέροντες. Από την άλλη πλευρά στην Ίμβρο υπάρχουν 7.150 Τούρκοι έποικοι, που εγκαταστάθηκαν από το 1963 και εξής στα κτήματα και στα σπίτια των ξεριζωμένων ομογενών. Στην Τένεδο από τους περίπου 2.500 οικονομικά ευκατάστατους ομογενείς αμπελουργούς, σήμερα παραμένουν 150. Υπάρχουν ακόμα, εκτός από 600 αυτόχθονες Τούρκους, και περίπου 1.000 έποικοι. Από τα μέσα του 1964 η Αθήνα επιχείρησε να διεθνοποιήσει το θέμα της καταπίεσης των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου. Διαμαρτυρήθηκε έγγραφα προς την Άγκυρα για την παραβίαση της συνθήκης της Λοζάνης (άρθρο 40), που κατοχύρωνε το δικαίωμα της μειονοτικής εκπαίδευσης και για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, με εξευτελιστική τιμή, που ήταν αντίθετες με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης για προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων (1950). Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε στον ΟΗΕ, απευθύνοντας σε τακτά διαστήματα ενημερωτικά μνημόνια και επιστολές προς το Γενικό Γραμματέα. Με αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης, η 13η Γενική Συνέλευση της UNESCO συζήτησε (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1964) την ελληνική προσφυγή κατά της κατάργησης της ελληνικής παιδείας και του εκτουρκισμού των ελληνικών μειονοτικών σχολείων της Ίμβρου και της Τενέδου. Η απόφαση που πάρθηκε ομόφωνα ήταν απογοητευτική. Η Γ. Συνέλευση ζητούσε από Ελλάδα και Τουρκία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα, για να μπορέσουν οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων και στις δύο χώρες να έχουν εκπαίδευση που να ταιριάζει στην πολιτιστική τους ταυτότητα. Η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εξαιτίας της πάγιας αρχής των δυτικών χωρών να αποφεύγουν κάθε ανάμειξη στα ελληνοτουρκικά. Την ίδια ακριβώς θέση υιοθέτησε και το NATO. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Άγκυρα ανενόχλητη συνέχισε την πολιτική της, που στόχευε στη δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού της Ίμβρου και την πλήρη εξάλειψη των Ελλήνων της Τενέδου. Γνωρίζοντας, παράλληλα, την ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης στο θέμα της ομογένειας στην Τουρκία, προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί. Ήταν κοινή πεποίθηση στους τουρκικούς διπλωματικούς κύκλους πως η χρήση του μειονοτικού χαρτιού θα καθιστούσε την ελληνική κυβέρνηση πιο ευάλωτη στο ζήτημα της Κύπρου. Η τελευταία μαζική έξοδος των Ιμβρίων συνέπεσε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974). Οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι, που είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα, αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα δικαιώματα των κατοίκων των νησιών τους, ίδρυσαν ένα σωματείο στην Αθήνα και ένα στη Θεσ/νίκη. Άλλα ισχυρά σωματεία ιδρύθησαν στις ΗΠΑ, Αυστραλία και Νότια Αφρική. Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ιμβρίων στη Ν. Υόρκη, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ιμβριακής καταγωγής Αρχιεπισκόπου |
Βόρειας και Νότιας Αμερικής Ιακώβου, αριθμεί 3.500 μέλη. Πρωταρχικός στόχος των σωματείων αυτών παραμένει η διατήρηση των παραδόσεων των δύο νησιών, που υπήρξαν θύματα, πάνω από όλα, της γεωγραφικής τους τοποθεσίας.
Οι μουσουλμάνοι της ελληνικής Θράκης
Οι Έλληνες, αν και συγκλονίστηκαν με τα δεινά των ομογενών στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, δεν κατέφυγαν σε αντίποινα. Γεγονότα παρόμοια με τα Σεπτεμβριανά δεν υπήρξαν σε βάρος των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης. Αλλά ούτε και απελάσεις μουσουλμάνων έγιναν, προκειμένου να διατηρηθεί η αρχή της πληθυσμιακής ισορροπίας των μειονοτήτων, την οποία επίμονα είχε υποστηρίξει και πετύχει στη Λοζάνη το 1923 ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ισμέτ Ινονού. Αντίθετα, την ίδια περίοδο που οι Τούρκοι καταργούσαν την ελληνική παιδεία στην Ίμβρο και στην Τένεδο, η ελληνική κυβέρνηση επέτρεπε την ανοικοδόμηση και λειτουργία νέου μειονοτικού Λυκείου στην Ξάνθη, σε οικόπεδο του ελληνικού δημοσίου: Τα παραπάνω δείχνουν πόσο διαφορετικά αντιμετώπιζαν τις μειονότητες Έλληνες και Τούρκοι.
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ελληνικής Θράκης με την απογραφή του 1961 αριθμούσε 105.000, ενώ το 1981 είχε αυξηθεί περίπου σε 120.000 άτομα. Απ' αυτούς το 45% είναι τουρκόφωνοι, 36% Πομάκοι και το 18% Αθίγγανοι. Η τουρκική κυβέρνηση, ενώ καταπίεζε την ελληνική μειονότητα, άρχισε να δείχνει ενεργά το ενδιαφέρον της για την τύχη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (1957). Λίγα χρόνια μετά (1964), αφού με τις μαζικές απελάσεις των Ελλήνων από την Πόλη είχε ανατραπεί η πληθυσμιακή ισορροπία των μειονοτήτων, πρόβαλε και συγκεκριμένες απαιτήσεις. Στόχος της ήταν να εξαλείψει την παλαιομουσουλμανική ηγεσία της μειονότητας, που δεν επιθυμούσε την κεμαλική διείσδυση στη Δ. Θράκη, να εκτουρκίσει το πομακικό στοιχείο και να οργανώσει συμπαγή τουρκικό πληθυσμό μέσα στο ελληνικό έδαφος. Με την εισβολή στην Κύπρο (1974) αρχίζει η τρίτη φάση της τουρκικής πολιτικής για το θέμα της ελληνικής Θράκης και κλιμακώνεται με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Στη φάση αυτή προβάλλουν, με κάθε τρόπο, στη διεθνή κοινή γνώμη την ιδέα της ύπαρξης «τουρκικής-μουσουλμανικής κοινότητας» στη Θράκη, που καταπιέζεται από τους Έλληνες. Από το 1989 μάλιστα έβαλαν σκληροπυρηνικούς να ιδρύσουν δικά τους κόμματα, για να εκλέγονται ανεξάρτητοι βουλευτές στην ελληνική βουλή. Οι βουλευτές αυτοί, εκμεταλλευόμενοι τις ελευθερίες που τους παρείχε το ελληνικό δημοκρατικό πολίτευμα, δυσφημούσαν την ελληνική διοίκηση καταφεύγοντας, κατά καιρούς, σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς (ΔΑΣΕ, Συμβούλιο Ευρώπης) για δήθεν καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρά τις προσπάθειες όμως της τουρκικής διπλωματίας να εδραιώσει τον έλεγχό |
της πάνω στο μειονοτικό τύπο και τους τουρκόφωνους δασκάλους, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της περιοχής προτιμούν την ελληνική διοίκηση. Μετά μάλιστα από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την εξύψωση του οικονομικού επιπέδου της επαρχίας, που τους επέφερε πολλαπλά οφέλη. Για το λόγο αυτό οι σκληροπυρηνικοί δεν κατάφεραν να διαταράξουν τις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού και του μουσουλμανικού στοιχείου της Θράκης.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Σε περιόδους έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων οι Τούρκοι εθνικιστές στρέφονταν πρώτιστα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι, από τις πρώτες ημέρες της νέας κυπριακής κρίσης (Χριστούγεννα 1963) ο τουρκικός τύπος κατηγόρησε τον πατριάρχη Αθηναγόρα Α' ότι διατηρούσε «μυστικές διασυνδέσεις» με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Η δημοσιογραφική αυτή εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα να φανατιστεί ο τουρκικός όχλος της Πόλης και να προβεί σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον των ελληνορθόδοξων κληρικών. Το επίσημο τουρκικό κράτος βρήκε την ευκαιρία να πάρει μια σειρά από περιοριστικά μέτρα σε βάρος του Πατριαρχείου. Στόχος του ήταν να το αποδυναμώσει και να το ταπεινώσει. Συγκεκριμένα απαγόρευσε: Τη λειτουργία του πατριαρχικού τυπογραφείου. Την έκδοση των θρησκευτικών περιοδικών. Την είσοδο των ελληνορθόδοξων κληρικών στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία. Τη διδασκαλία των θρησκευτικών σ' αυτά. Την επίσκεψη των μαθητών στους ναούς. Την πρωινή προσευχή. Την εγγραφή αλλοδαπών στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το διορισμό των αποφοίτων της στα ελληνικά σχολεία. Τέλος, απέκλεισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τον καθεδρικό ναό του Αγ. Γεωργίου. Παράλληλα το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού αφαίρεσε την τουρκική ιθαγένεια από τους μητροπολίτες Σελεύκειας και Φιλαδέλφειας, τους απέλασε. Οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν αόριστες («δράση εναντίον των τουρκικών συμφερόντων») και παρέμειναν αναπόδεικτες. Η ενέργεια στόχευε στη δημιουργία της εντύπωσης ότι η Άγκυρα είχε σκοπό να απομακρύνει το Πατριαρχείο. Η παραμονή του στην Πόλη αποτελούσε πάντα γι' αυτήν ισχυρό διπλωματικό όπλο, που το χρησιμοποιούσε για να κάμπτει κάθε ελληνική αντίσταση στο κυπριακό ζήτημα. Για τον ίδιο στόχο η Άγκυρα ανακάλυψε και πάλι το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο και ενθάρρυνε τον αυτοτιτλοφορούμενο αρχιεπίσκοπο παπα-Ευθύμ να κατηγορεί το Φανάρι ότι «εργάζεται για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων και της Μεγάλης Ιδέας» και να απειλεί τον Αθηναγόρα με καθαίρεση, την Ιερή Σύνοδο με διάλυση και το Πατριαρχείο με κλείσιμο. Τελικά, ο παπάς αυτός μαζί με τους γιους του κατέλαβε δυο ελληνορθόδοξους ναούς (1965) της περιοχής Γαλατά. Το Πατριαρχείο κατέφυγε στην τουρκική δικαιοσύνη και |
η ελληνική κυβέρνηση στον ΟΗΕ. Τα τουρκικά δικαστήρια μόλις το 1973 αποφάσισαν ότι οι ναοί ανήκουν στους Τουρκορθόδοξους, και ο ΟΗΕ έκρινε σκόπιμο να μην εξετάσει το θέμα. Μετά απ' αυτό όλα τα ελληνικά ιδρύματα της περιοχής του Γαλατά (ναοί, σχολεία, ακίνητα) πήγαν στα χέρια της οικογένειας του παπα-Ευθύμ. Ο τελευταίος χειροτόνησε Επίσκοπο τον πρωτότοκο γιο του (Τουρκούτ), ο οποίος και τον διαδέχτηκε (ως Ευθύμ Β ) στην ηγεσία του τουρκορθόδοξου κινήματος (1968).
Η τουρκική κυβέρνηση, για να περιορίσει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα διαχείρισης των ελληνικών κοινοτικών ιδρυμάτων, απαγόρευσε τη δημιουργία νέων βακουφιών και επέβαλε νέο φόρο στα μειονοτικά ιδρύματα. Και τέλος τον Ιούλιο του 1971, με το αιτιολογικό ότι απαγορευόταν η λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων σχολών, έκλεισε το πανεπιστημιακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Και όμως το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λοζάνης έδινε το δικαίωμα στους μειονοτικούς να ιδρύουν σχολεία όποιας βαθμίδας επιθυμούσαν. Παρά τα σκληρά μέτρα και τους περιορισμούς ο θεσμός αυτός της Ορθοδοξίας κατάφερε να επιβιώσει. Σ' αυτό συνέβαλε πολύ η προσωπικότητα και οι αγώνες του Πατριάρχη Αθηναγόρα (1949-1972) και των διαδόχων του Δημητρίου (1972-1991) και Βαρθολομαίου. Πρέπει κάποτε η Τουρκία να αντιληφθεί ότι η νομική αναγνώριση της πνευματικής και εκκλησιαστικής οικουμενικότητας του πατριαρχικού θεσμού θα την ωφελήσει και θα της δώσει κάποια ευρωπαϊκή εικόνα στη Δύση.
ΘΕΜΑΤΑ ΑΙΓΑΙΟΥ
1. Οχύρωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου
α. Τα νησιά Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία
Τα νησιά αυτά ελευθερώθηκαν από το ελληνικό ναυτικό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912), αλλά ο οριστικός τίτλος ελληνικής κυριαρχίας σε αυτά καθορίστηκε με το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λοζάνης (1923). Το άρθρο 13 της ίδιας Συνθήκης πρόβλεπε το μερικό αφοπλισμό τους. Η όξυνση που προκάλεσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το Κυπριακό και η ίδρυση της τουρκικής στρατιάς του Αιγαίου (120.000 στρατός, 120 αποβατικά σκάφη) απέναντι από τα ελληνικά νησιά υποχρέωσαν την ελληνική πλευρά να πάρει μέτρα για την οχύρωση των νησιών αυτών. Η τουρκική πλευρά ισχυρίζεται ότι παραβιάζεται έτσι το άρθρο 13 της Συνθήκης της Λοζάνης. Έχει όμως άδικο, γιατί το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ δίνει σε κάθε κράτος το απόλυτο δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, όταν απειλείται. |
β. Τα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη
Με τη Σύμβαση της Λοζάνης περί του καθεστώτος των Στενών (άρθρο 4) καθιερώθηκε η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών Λήμνου, Σαμοθράκης, Ίμβρου, Τενέδου και της περιοχής Βοσπόρου και Ελλησπόντου. Επρόκειτο για μια συνολική ρύθμιση. Το 1936, με πρωτοβουλία της Τουρκίας, αντικαταστάθηκε στο σύνολο της η Σύμβαση αυτή των Στενών με τη Σύμβαση του Μοντραί. Έτσι, οι στρατιωτικοί περιορισμοί έπαψαν να υπάρχουν. |
Σήμερα η Τουρκία απαιτεί την εξαίρεση της Λήμνου από τις Νατοϊκές ασκήσεις με το αιτιολογικό ότι η Σύμβαση του Μοντραί δεν περιλάμβανε τα δύο ελληνικά νησιά, για τα οποία ισχύει ακόμα το άρθρο 4 της Σύμβασης της Λοζάνης. Υπάρχουν όμως χειροπιαστά στοιχεία που αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο:
- Πριν από την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντραί, η τουρκική πρεσβεία της Αθήνας διαβεβαίωνε τον Έλληνα πρωθυπουργό, με επιστολή, για το δικαίωμα των ελληνικών νησιών να εξοπλιστούν ταυτόχρονα με τα τουρκικά. - Ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών, λίγο μετά τη Σύμβαση του Μοντραί, δήλωσε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι με τη νέα Σύμβαση καταργήθηκαν και οι διατάξεις της Σύμβασης της Λοζάνης που αναφέρονταν (περιοριστικά) στα ελληνικά νησιά. (Βλέπε σχετικά τεκμήρια). γ. Δωδεκάνησα Με τη Συνθήκη της Λοζάνης (άρθρο 15) η Τουρκία παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας από την κυριαρχία των Δωδεκανήσων. Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα (Συνθήκη Παρισίων, 1947), ως ανταμοιβή για τη συμβολή της στη νίκη. Σύμφωνα με το άρθρο 14 της συνθήκης αυτής, η Ελλάδα υποχρεωνόταν να διατηρεί τα Δωδεκάνησα αποστρατιωτικοποιημένα. Η ίδρυση, όμως, της τουρκικής στρατιάς του Αιγαίου την ανάγκασε να μεριμνήσει για την άμυνα των νησιών αυτών, όπως ακριβώς έκανε και για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
2. Υφαλοκρηπίδα - Χωρικά ύδατα
Η Τουρκία επιδιώκει τη διανομή της υφαλοκρηπίδας, δηλαδή του βυθού και του υπεδάφους του Αιγαίου, με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα προτείνει την οικονομική συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων του υπεδάφους του βυθού, που πολιτικά σημαίνει συγκυριαρχία στο Αιγαίο. Την επιχειρηματολογία της στηρίζει σε γεωπολιτικά και γεωφυσικά κριτήρια και θεωρεί ότι τα νησιά του Αιγαίου ανήκουν στην υφαλοκρηπίδα της Μικράς Ασίας. Αρνείται να δεσμευτεί με τις διατάξεις των διεθνών Συμβάσεων της Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα (1958) και του Δικαίου της Θάλασσας (1982), που αναγνωρίζουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας στα νησιά.
Το 1973, η τουρκική κυβέρνηση παραχώρησε στην κρατική εταιρεία πετρελαίων το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην υφαλοκρηπίδα του βόρειου και κεντρικού Αιγαίου. Η αντίδραση του τότε δικτατορικού ελληνικού καθεστώτος υπήρξε χλιαρή. Μετά την πτώση της δικτατορίας, η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε (1975) να επιζητηθεί η διαιτησία του Διεθνούς • Δικαστηρίου της Χάγης για το όλο θέμα. Η Άγκυρα αρνήθηκε να υπογράψει |
το συνυποσχετικό και προχώρησε αυθαίρετα σε έρευνες για εντοπισμό πετρελαίου με το ωκεανογραφικό πλοίο «Σισμίκ». Το 1976, η Αθήνα κατέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επειδή και τα δύο δήλωσαν αναρμοδιότητα, άρχισε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Το 1987, η απόφαση της Άγκυρας να επαναλάβει τις έρευνες στο Αιγαίο έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου. Συναφές με το ζήτημα της Υφαλοκρηπίδας είναι και αυτό των ελληνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδας ζώνης), που είναι η θαλάσσια ζώνη κυριαρχίας γύρω από τις ακτές. Από το 1936, η έκτασή τους είχε καθοριστεί στα 6 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, 1982), κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι 12 μίλια. Η Τουρκία αρνείται το δικαίωμα αυτό της Ελλάδας στο Αιγαίο. Μάλιστα απειλεί ότι κάθε πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση θα εκληφθεί ως αιτία πολέμου (casus belli). Η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα της επέκτασης σε 12 μίλια, αλλά δεν προχωρεί στην εφαρμογή του για γενικότερους πολιτικούς λόγους.
3. Εθνικός Εναέριος χώρος - F.I.R. Αθήνας
Η Ελλάδα, από το 1931, όρισε σε 10 ναυτικά μίλια το πλάτος της εναέριας ζώνης της ως προς τα ζητήματα αεροπορίας και αστυνομίας αυτής. Η Τουρκία, ενώ μέχρι το 1975 δεν είχε εκφράσει καμιά αντίρρηση, έκτοτε ζητεί επίμονα από την ελληνική πλευρά να μειώσει στα 6 ναυτικά μίλια το πλάτος της ζώνης αυτής.
Η Σύμβαση του Σικάγου πρόβλεπε και το διαχωρισμό του εναέριου χώρου σε περιοχές άσκησης αποκλειστικής δικαιοδοσίας για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας. Οι περιοχές αυτές που ελέγχονται από τα κράτη τα οποία υπέγραψαν τη Σύμβαση ονομάζονται Περιοχές Πληροφοριών Πτήσεως (Flight Information Region ή F.I.R.). Μέσα στις περιοχές αυτές κάθε εναέρια κίνηση πρέπει να δηλώνεται και να ελέγχεται από το συγκεκριμένο κράτος, που δίνει πληροφορίες στους πιλότους για ορατότητα κ.ά. Τα ανατολικά όρια του F.I.R. Αθήνας, που καθορίστηκαν από Ευρωπαϊκές Διασκέψεις (1952 και 1958), συμπίπτουν με τα όρια των ανατολικότερων ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Η Τουρκία, την ίδια εποχή που έθετε θέμα υφαλοκρηπίδας, εξέδωσε και μια αγγελία προς τους αεροναυτιλομένους (ΝΟΤΑΜ). Με αυτήν επιχειρούσε να μεταβάλει μονομερώς το ισχύον καθεστώς πτήσεων, διχοτομώντας τον εναέριο χώρο του Αιγαίου. Αξίωνε δηλαδή από όλα τα αεροσκάφη που θα διέσχιζαν το ανατολικό Αιγαίο να ελέγχονται από τις τουρκικές αρχές. Η Αθήνα ζήτησε να ανακληθεί η ΝΟΤΑ και επειδή η Άγκυρα αρνήθηκε, κήρυξε ανασφαλείς τους αεροδρόμους που κατευθύνονταν προς την Τουρκία. Η Άγκυρα βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε να ανακαλέσει την παράνομη ΝΟΤΑΜ (1980). |
Έως το 1996 οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο αφορούσαν μόνο το θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και εναέριο χώρο, που ανήκε στην ελληνική κυριαρχία ή έλεγχο. Τον Ιανουάριο του 1996 όμως η Τουρκία επέκτεινε τις διεκδικήσεις της και σε ελληνικό κυρίαρχο έδαφος με την αμφισβήτηση της κυριότητας της Ελλάδας πάνω στις δύο βραχονησίδες Ίμια, που βρίσκονται κοντά στην Κάλυμνο. Επεισόδιο προκλήθηκε, όταν τούρκοι δημοσιογράφοι κατέβασαν την ελληνική σημαία σε μια από τις δύο αυτές βραχονησίδες. Οι έλληνες στρατιώτες έσπευσαν να υψώσουν ξανά την ελληνική σημαία, αλλά η Τουρκία έθεσε θέμα, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, κυριότητας στα Ίμια και απείλησε την Ελλάδα με πόλεμο. Η κρίση εκτονώθηκε με αμερικάνικη παρέμβαση, όμως η τουρκική διεκδίκηση όχι μόνο δεν αποσύρθηκε, αλλά συνοδεύτηκε με άλλες διεκδικήσεις σε πάνω από 130 βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα τουρκική δέσμη διεκδικήσεων στο Αιγαίο καθώς η Τουρκία χαρακτήρισε μονομερώς και αυθαίρετα μια σειρά βραχονησίδων, που εδώ και χρόνια αποτελούσαν ελληνικό νησιωτικό έδαφος, ως «γκρίζες ζώνες». Η Ελλάδα, αφού απέρριψε κατηγορηματικά τις νέες τουρκικές αξιώσεις, απάντησε προβάλλοντας «βέτο» στην οικονομική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς Τουρκία, στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου με βάση την Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσης την παραπομπή του θέματος των Ίμια στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για να λυθεί με ειρηνικό τρόπο η διένεξη αυτή. Η Τουρκία όμως αρνείται να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο και προτιμά να διατηρεί την ένταση και την αντιπαλότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με την προσδοκία ότι αργά ή γρήγορα η Αθήνα θα υποχρεωθεί, υπό την πίεση των τουρκικών απειλών, να καθίσει στην Τράπεζα των διαπραγματεύσεων και να συζητήσει τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. |
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ
ΜΕΡΟΣ Α'
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
Άρθρον 1
Από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, η κατάστασις Ειρήνης θα αποκατασταθή οριστικώς μεταξύ της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδος, της Ρουμανίας, του Σερβο-Κροατο-Σλοβε- νικού Κράτους, αφ' ενός, και της Τουρκίας, αφ' ετέρου, ως και μεταξύ των οικείων υπηκόων. Εκατέρωθεν θα υφίστανται επίσημοι σχέσεις, εν ταις οικείαις δε χώραις, οι διπλωματικοί και προξενικοί πράκτορες θα απολαύωσιν, υπό την επιφύλαξιν συναφθησομένων ιδιαιτέρων συμφωνιών, των καθιερωμένων προνομιών υπό των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου.
ΤΜΗΜΑ Α' 1.
ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
Άρθρον 2
Από του Ευξείνου Πόντου προς το Αιγαίον τα σύνορα της Τουρκίας ορίζονται ως έπεται: (όρα χάρτην υπ' αρ. 1). 1ον) Μετά της Βουλγαρίας: Από της εκβολής του Ρέζβαγια μέχρι του Έβρου, το σημείον ενώσεως των συνόρων Τουρκίας, Βουλγαρίας και Ελλάδος: τα νότια σύνορα της Βουλγαρίας, ως είναι νυν καθωρισμένα. 2ον) Μετά της Ελλάδος: Εκείθεν μέχρι της συμβολής του Αρδα και του Έβρου: ο ρους του Έβρου Εκείθεν προς τα άνω του Άρδα μέχρι σημείου επί του ποταμού τούτου ορισθησομένου επί του εδάφους εγγύτατα προς το χωρίον Τσουρέκ-κιοι: ο ρους του Άρδα |
Εκείθεν Νοτιοανατολικώς μέχρι σημείου επί του Έβρου εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου προς τα κάτω του Βόσνα-κιοι:
γραμμή αισθητώς ευθεία αφίνουσα εν Τουρκία το χωρίον Βόσνα-κιοϊ. Το χωρίον Τσουρέκ-κιοϊ θα παραχωρηθή εις την Ελλάδα ή εις την Τουρκίαν, καθ' όσον η πλειονότης του πληθυσμού ήθελεν αναγνωρισθή ελληνική ή τουρκική υπό της εν τω άρθρω 5 προβλεπομένης Επιτροπής, μη συνυπολογιζομένων των μεταναστευσάντων εις το χωρίον τούτο μετά την 11ην Οκτωβρίου 1922' Εκείθεν μέχρι του Αιγαίου: ο ρους του Εβρου.
Άρθρον 3
Από της Μεσογείου μέχρι της μεθορίου της Περσίας, τα σύνορα της Τουρκίας καθορίζονται ως εξής:
1ον) Μετά της Συρίας:
Τα εν τω άρθρω 8 της Γαλλοτουρκικής Συμφωνίας της 20ης Οκτωβρίου 1921 καθοριζόμενα σύνορα.
2ον) Μετά του Ιράκ:
Η μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ μεθόριος θέλει καθορισθή συμβιβαστικώς μεταξύ Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας εντός προθεσμίας εννέα μηνών. Μη επερχομένης συμφωνίας μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, η διαφορά θέλει αχθή ενώπιον του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών. Αι Κυβερνήσεις Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας υποχρεούνται αμοιβαίως όπως, μέχρις ου ληφθή η επί του ζητήματος της μεθορίου απόφασις, εις ουδεμίν προβώσι στρατιωτικήν ή άλλην κίνησιν, δυναμένην να επιφέρη οιανδήποτε μεταβολήν εις την παρούσαν κατάστασιν των εδαφών, ων η οριστική τύχη θέλει εξαρτηθή εκ της αποφάσεως ταύτης.
Άρθρον 4
Τα υπό της παρούσης Συνθήκης διαγραφόμενα σύνορα είναι κεχαραγμένα επί των συνημμένων τη παρούση Συνθήκη χαρτών υπό κλίμακα 1/1.000.000. Εν περιπτώσει διαφοράς μεταξύ του κειμένου και του χάρτου, θέλει ισχύει το κείμενον.
Άρθρον 5
Επιτροπή οροθετήσεως θέλει επιφορτισθή να χαράξη επί του εδάφους τα εν τω άρθρω 2 εδ. 2 περιγραφόμενα σύνορα. Η Επιτροπή αύτη θα αποτελεσθή εξ ενός αντιπροσώπου της Ελλάδος, ενός αντιπροσώπου της Τουρκίας και ενός Προέδρου εκλεγομένου υπ' αυτών μεταξύ των υπηκόων τρίτης Δυνάμεως. Η Επιτροπή θέλει, κατά πάσας τας περιπτώσεις, καταβάλει προσπάθειαν όπως ακολουθή, όσον ένεστι ακριβέστερον, τους εν τη παρούση Συνθήκη ορισμούς, λαμβάνουσα υπ' όψιν κατά το δυνατόν τα διοικητικά όρια και τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα. |
Αι αποφάσεις της Επιτροπής θα λαμβάνωνται κατά πλειοψηφίαν και θα ώσιν υποχρεωτικοί δια τα ενδιαφερόμενα Μέρη.
Αι δαπάναι της Επιτροπής θα βαρύνωσιν εξ ίσου τα ενδιαφερόμενα Μέρη.
Αρθρον 6
Όσον αφορά εις τα καθοριζόμενα υπό του ρου ποταμού και ουχί υπό των οχθών αυτού σύνορα, οι όροι «ρους» ή «αύλαξ» ων γίνεται χρήσις εν τη παρούση Συνθήκη, σημαίνουσι δια μεν τους μη πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν αυτών ή του κυρίου αυτών βραχίονος, δια δε τους πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν της κυρίας αύλακος ναυσιπλοίας. Εν τούτοις, εναπόκειται εις την Επιτροπήν να καθορίση ειδικώτερον, εάν η συνοριακή γραμμή θα ακολουθήση, εις τας ενδεχομένας αυτής μετατοπίσεις, τον ούτω προσδιορισθέντα ρουν ή την αύλακα, ή εάν θα καθορισθή οριστικώς εκ της θέσεως του ρου ή της αύλακος κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.
Εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα θαλάσσια όρια περιλαμβάνουσι τας νήσους και νησίδια τας κειμένας εις απόστασιν μικροτέραν των τριών μιλίων από της ακτής.
Άρθρον 7
Τα ενδιαφερόμενα Κράτη υποχρεούνται να παρέχωσιν εις την οροθετικήν Επιτροπήν πάντα τα αναγκαία διά το έργον αυτής έγγραφα, ιδία δε επίσημα αντίγραφα των πρακτικών καθορισμού των σημερινών ή παλαιών συνόρων, πάντας τους υφισταμένους χάρτας μεγάλης κλίμακος, τα γεωδαιτικά διδόμενα, τα εκτελεσθέντα και μη δημοσιευθέντα σχεδιαγραφήματα, τας πληροφορίας περί των πλημμυρών των μεθοριακών ποταμών. Οι χάρτα», τα γεωδαιτικά διδόμενα, και τα σχεδιαγραφήματα. έστω και μη δημοσιευθέντα, τα ευρισκόμενα εις την κατοχήν των τουρκικών Αρχών, δέον να παραδοθώσιν εν Κωνσταντινουπόλει εις τον Πρόεδρον της Επιτροπής εντός της βραχυτέρας προθεσμίας από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.
Τα ενδιαφερόμενα Κράτη υποχρεούνται, επί πλέον, να δώσωσι διαταγάς εις τας τοπικός Αρχάς, όπως ανακοινώσιν εις την Επιτροπήν παν έγγραφον, ιδία σχέδια, κτηματολόγια και κτηματικά βιβλία, παρέχωσι δε, επί τη αιτήσει ταύτης, πάσαν πληροφορίαν περί της ιδιοκτησίας, των οικονομικών συνθηκών και λοιπός χρησίμους πληροφορίας.
Αρθρον 8
Τα ενδιαφερόμενα κράτη υποχρεούνται να συντρέχωσι την οροθετικήν Επιτροπήν είτε απ' ευθείας, είτε διά μέσου των τοπικών Αρχών, εν παντί τω αφορώντι εις την μετακίνησιν, την κατοικίαν, τους εργάτας, τα αναγκαία προς εκπλήρωσιν της αποστολής της υλικά (πασσάλους, ορόσημα).
Ειδικώς η οθωμανική κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παράσχη, εάν δεήση, το τεχνικόν προσωπικόν, το ικανόν να βοηθήση την οροθετικήν Επιτροπήν εις την εκπλήρωσιν του έργου της. |
Άρθρον 9
Τα ενδιαφερόμενα κράτη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν να καθιστώσι σεβαστά τα τιθέμενα υπό της Επιτροπής τριγωνομετρικά σημεία, σήματα, πασσάλους ή ορόσημα.
Άρθρον 10
Τα ορόσημα θέλουσι τεθή εις ορατήν απ' αλλήλων απόστασιν, θα ώσιν ηριθμημένα, η δε τοποθεσία και ο αριθμός αυτών θα σημειώνται εν χαρτογραφικώ πινάκι.
Άρθρον 11
Τα οριστικά πρωτόκολλα οροθετήσεως, οι επισυναπτόμενοι χάρται και έγγραφα θα γίνωσιν εις τρία πρωτότυπα, ων δύο θα διαβιβασθώσιν εις τας Κυβερνήσεις των ομόρων κρατών, το δε τρίτον εις την κυβέρνησιν της Γαλλικής Δημοκρατίας, ήτις θέλει επιδόσει επίσημα τούτων αντίγραφα εις τας υπογραψάσας την παρούσαν Συνθήκην Δυνάμεις.
Άρθρον 12
Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την ελληνικήν κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.
Άρθρον 13
Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η ελληνική κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου. 2. Θα απαγορευθή εις την ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η οθωμανική κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων. 3. Αι ελληνικοί στρατιωτικοί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τόν συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υττηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ' ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην. |
Άρθρον 14
Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύωσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελουμένης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν δι' ότι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και των περιουσιών. Η διατήρησις της τάξεως θα εξασφαλίζηται εν αυταίς δι' αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τας διαταγάς της οποίας θα διατελή.
Αι συνομολογηθείσαι ή συνομολογηθησόμεναι μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίαι, αι αφορώσαι την ανταλλαγήν των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, δεν θα εφαρμοσθώσιν εις τους κατοίκους των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.
Αρθρον 15
Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου (όρα χάρτην υπ' αρ. 2).
Άρθρον 16
Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί τών νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων.
Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουσι τας συνομολογηθείσας ή συνομολογηθησομένας ιδιαιτέρας συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και των ομόρων χωρών λόγω της γειτνιάσεως αυτών.
Άρθρον 17
Η παραίτησις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί της Αιγύπτου και επί του Σουδάν θεωρείται γενομένη από της 5ης Νοεμβρίου 1914.
Άρθρον 18
Η Τουρκία απαλλάσσεται πάσης υποχρεώσεως αφορώσης εις τα οθωμανικά δάνεια τα ηγγυημένα διά του αιγυπτιακού φόρου, ήτοι τα δάνεια του 1855, 1891 και 1894. Των διά την υπηρεσίαν των τριών τούτων δανείων γενομένων υπό της Αιγύπτου ετησίων καταβολών, αποτελουσών σήμερον μέρος της υπηρεσίας του Δημοσίου Αιγυπτιακού Χρέους, η Αίγυπτος απαλλάσσεται πάσης άλλης υποχρεώσεως ως προς το Δημόσιον Οθωμανικόν Χρέος.
Άρθρον 20
Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της βρεττανικής κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914.
|
Άρθρον 21
Οι Τούρκοι υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ' οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν. Θα δύνανται, εν τούτοις, επί δύο έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να ασκήσωσι δικαίωμα επιλογής υπέρ της τουρκικής ιθαγενείας εν τοιαύτη περιπτώσει, δεόν να εγκαταλείψωσι την Κύπρον εντός δώδεκα μηνών, αφ' ης ημέρας ασκήσωσι το δικαίωμα της επιλογής.
Ωσαύτως αποβάλλουσι την τουρκικήν ιθαγένειαν, οι Τούρκοι υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, οίτινες κατά την εποχήν αυτήν έχουσιν αποκτήσει ή πρόκειται να αποκτήσωσι την βρεττανικήν ιθαγένειαν, συνεπεία αιτήσεως υποβληθείσης κατά τας διατάξεις της εγχωρίου νομοθεσίας. Εννοείται ότι η κυβέρνησις της Κύπρου θα δύναται να αρνηθή την βρεττανικήν ιθαγένειαν εις τους αποκτήσαντος, άνευ της αδείας τους τουρκικής κυβερνήσεως, πάσαν άλλην ιθαγένειαν εκτός της τουρκικής.
Άρθρον 22
Υπό την επιφύλαξιν των γενικών διατάξεων του άρθρου 27, η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την οριστικήν κατάργησιν παντός δικαιώματος ή προνομίου πάσης φύσεως, ων απήλευεν εν Λιβύη, δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάννης της 18ης Οκτωβρίου 1912 και των συναφών Πράξεων.
Σύμβαση του Μοντρέ για τα Στενά (20 Ιουλίου 1936)
Προοίμιο: Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς των Βουλγάρων, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας... Αποφάσισαν να υποκαταστήσουν με την παρούσα Σύμβαση τη σύμβαση που υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923 και διόρισαν ως πληρεξούσιους τους...
Επιστολή του Τούρκου πρέσβη προς τον Ελληνα πρωθυπουργό 6 Μαΐου 1936
Τα ελληνικά νησιά των οποίων ο εξοπλισμός πρόκειται να αντιμετωπιστεί είναι τα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη. Είμαστε απόλυτα σύμφωνοι για τον εξοπλισμό των δύο αυτών νησιών ταυτόχρονα με αυτόν των Στενών...
Δήλωση του Τούρκου υπουργού εξωτερικών Rustu Aras στη Μεγάλη τουρκική Εθνοσυνέλευση στις 31 Ιουλίου 1936
Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα και που ήταν αποστρατιωτικοποιημένα, με βάση τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης, καταργούνται και αυτές από τη συνθήκη του Μοντρέ...
|