Ιώσηπος Μοισιόδακας
Βασικά βιογραφικά στοιχεία
Γράφει ο Χαράλαμπος Σπυρόπουλος
1. Τα πρώτα χρόνια – Η κλίση του προς την παιδεία
Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιώσηπου Μοισιόδακα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία μας είναι γνωστά. Αλλά και για την υπόλοιπη σταδιοδρομία του σχεδόν η μόνη πηγή πληροφοριών μας είναι το έργο του Απολογία του 1780. Ο σύγχρονος βιογράφος του Πασχάλης Κιτρομηλίδης τον αναφέρει χαρακτηριστικά ως τον «μεγάλο άγνωστο της νεοελληνικής παιδείας». Ακόμα και το πραγματικό του όνομα δεν μας είναι με βεβαιότητα γνωστό. Κατά μία εκδοχή, ονομάζονταν Ιωάννης. Το Ιώσηπος είναι το όνομα που πήρε όταν χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και το Μοισιόδακας είναι δηλωτικό της εθνικής του προέλευσης.
Από μια αναφορά του Ρήγα Βελεστινλή στη Μεγάλη Χάρτα μαθαίνουμε ότι το χωριό Τσερναβόδα στη νότια όχθη των εκβολών του Δούναβη, στην περιοχή της Δοβρουτσάς είναι η «πατρίς Ιωσήπου του Μοισιόδακος». Η αρχαιοελληνική ονομασία της περιοχής είναι Μοισία και στα νεότερα χρόνια στην περιοχή αυτή κατοικούσαν βλάχικα φύλα που μιλούσαν μια λατινογενή διάλεκτο συγγενική με τη διάλεκτο των «Δακών», όπως ονόμαζαν τότε οι Έλληνες λόγιοι τους λατινόφωνους κατοίκους της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Οι λατινόφωνοι Ρουμάνοι, κάτοικοι αυτής της περιοχής ονομάζονταν Μοισιόδακες.
Για τη χρονολογία που γεννήθηκε δεν μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά. Συμβατικά αναφέρεται ότι γεννήθηκε το 1725. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και δεν είχαν τη δυνατότητα να του προσφέρουν την αναγκαία οικονομική στήριξη για σπουδές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Π. Κιτρομηλίδης, για τα είκοσι επτά πρώτα χρόνια της ζωής του Ιώσηπου τίποτα δεν είναι γνωστό. Για τις συνθήκες, τις εμπειρίες και τα βιώματα που σφυρηλάτησαν την έντονη ευαισθησία του και μια ατομικότητα με έντονη την τάση αναζήτησης του συγκεκριμένου εγώ και της αυτονόμησης της προσωπι-κότητας, οι πηγές που έχουμε ελάχιστα μπορούν να μας φωτίσουν. Την ελληνική γλώσσα και τα εγκύκλια γράμματα θα πρέπει να τα διδάχτηκε σε κάποιο κέντρο της Βλαχίας ή της Θράκης. Η μέθοδος με την οποία διδάχτηκε τα πρώτα αυτά γράμματα, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι η παραδοσιακή και ο δάσκαλός του ήταν ιερωμένος. Οι αναμνήσεις του από τα χρόνια της εγκύκλιας μόρφωσης δεν είναι οι αγαθότερες. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ενθυμούμαι εγώ πως, όταν παρά την τρυφεράν ηλικίαν μου με εκάλει ο παιδαγωγός, ώστε να ειπώ αυτώ το μάθημα, άνθρωπος αυτός με όψιν βλοσυράν, και με ένα πώγωνα άγριον, ενόμιζον πως με καλεί κανένα θηρίον, και από τον φόβον έχανον το μάθημα».
Τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια συμπεριφορά στις ψυχές των μικρών παιδιών και στη σχέση τους με τα γράμματα θα μπορούσε να είναι τραυματικά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει πάλι ο ίδιος:
«Εκείνη η βλοσυρά όψις, η τραχεία φωνή, η δριμύτης του ξύλου, όσα όλα παρακολουθούσι τοις φοβεροίς, πράγματα πάντα ασυνήθη τοις παιδίοις, καταστρέφουσιν αυτά εξ ολοκλήρου: επομένως ένα από τα δύο, ή ότι ταπεινούται το πνεύμα αυτών, ή ότι εγχέεται αυτοίς μίσος κατά της μαθήσεως, το οποίον παραμένει αυτοίς εντετυπωμένον ενίοτε παρά πάσαν την ζωήν» (Π. Κιτρομηλίδη, Ι. Μοισιόδαξ, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα, 1985).
2. Οι πρώτες αναζητήσεις για ανώτερη μόρφωση
Ευτυχώς για τα ελληνικά γράμματα, οι τραυματικές εμπειρίες που έζησε ο Μοισιόδακας στα πρώτα χρόνια της αγωγής δεν επηρέασαν τη θέλησή του για μάθηση και για ένα ανθρωπινότερο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, το 1752 τον βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα του λόγιου Ιαννακού, τον οποίο περιγράφει ως «άνδρα κατατετριφότα την ηλικίαν πάσαν εν τω αριστοτελισμό». Δεν φαίνεται όμως να τον ικανοποίησε η διδασκαλία του Ιαννακού και το 1753 πηγαίνει στη Σμύρνη να σπουδάσει στην Ευαγγελική Σχολή που μόλις είχε ιδρυθεί. Εκεί δίδασκε ο Ιερόθεος Δενδρινός, μαχητικός πρόμαχος της παράδοσης και της γραμματικής μόρφωσης.
Φαίνεται όμως πως ούτε από τη διδασκαλία του Ιερόθεου Δενδρινού έμεινε ικανοποιημένος και ζητά τη βοήθεια του μητροπολίτη Σμύρνης Νεόφυτου και των προϊσταμένων της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης να πάει για ανώτερες σπουδές στην Πάδοβα. Στην επιλογή του όμως αυτή αντιδρά ο Ιερόθεος Δενδρινός με το αιτιολογικό ότι «αθεΐζουσι όσοι σπουδάζουσιν εν τη Φραγγία και μετά την επιστροφή αυτών συναθεΐζουσι και ετέρους». (Π. Κιτρομηλίδη, 1985).
Αποτέλεσμα της αντίδρασης του Ιερόθεου ήταν να μη δοθεί στο Μοισιόδακα η οικονομική στήριξη να συνεχίσει τις σπουδές στην Πάδοβα και στρέφεται για την ικανοποίηση των πνευματικών του αναζητήσεων στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Η Αθωνιάδα πρόσφατα είχε αναδιοργανωθεί από τον Ευγένιο Βούλγαρη, ο οποίος κλήθηκε το 1753 από τον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής. Με την καθοδήγηση του Βούλγαρη, αρχίζει η πιο λαμπρή φάση στην ιστορία της Αθωνιάδας, η οποία διαρκεί περίπου για μια δεκαετία.
Ο Βούλγαρης αν και είναι σχετικά νέος ακόμα βρίσκεται ωστόσο στην επιστημονική του ωριμότητα. Στον ανώτερο κύκλο φιλοσοφικών μαθημάτων ο Βούλγαρης δίδασκε φιλοσοφία και μαθηματικά. Τα φιλοσοφικά μαθήματα περιλάμβαναν λογική, εισαγωγή στη φιλοσοφία και μεταφυσική, ενώ από τους κλάδους των μαθηματικών δίδασκε αριθμητική, γεωμετρία, φυσική και κοσμογραφία. Τα μαθήματα γίνονταν με βάση μεταφράσεις εγχειριδίων και επιτομών φιλοσοφικών έργων που παρουσιάζουν την νεότερη κατεύθυνση στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τη σχολαστική παράδοση. Μεταξύ των φιλοσοφικών έργων της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, όπως αυτή διαμορφώνεται κάτω από τις επιδράσεις του Διαφωτισμού, τα οποία διδάσκονταν στην Αθωνιάδα, ο Ευγένιος Βούλγαρης παρουσιάζει και το Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (An Essay Concerning Human Understanding) του John Locke.
Ο Μοισιόδακας παραμένει στην Αθωνιάδα τα έτη 1754 και 1755, δύο χρόνια που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα αναζητήσεις του. Μέσα στο κλίμα της σχολής πραγματοποιεί σε συστηματική βάση την επαφή του με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Με τον τρόπο που διδάσκει τα φιλοσοφικά μαθήματα, ο Βούλγαρης επιδιώκει να εισαγάγει τους μαθητές του σε ένα συστηματικό τρόπο σκέψης και προσπέλασης των ζητημάτων του πνευματικού βίου. Με την εισαγωγή των μαθηματικών επιστημών, πρόθεσή του ήταν να οδηγήσει τους σπουδαστές της Αθωνιάδας από την υποταγή στην αυθεντία στην άσκηση του ορθού λόγου. (Π. Κιτρομηλίδη, 1985). Τα μαθήματα του Βούλγαρη στην Αθωνιάδα φαίνεται να επηρέασαν τον Μοισιόδακα στην μελλοντική του προτίμηση προς τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες στο συγγραφικό του έργο. Στην κριτική του μάλιστα προς την παιδαγωγική μέθοδο του Βούλγαρη φαίνεται να πιστεύει ότι ο δάσκαλός του θα έπρεπε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη διδασκαλία των μαθηματικών.
3. Διεύρυνση πνευματικών οριζόντων: σπουδές στην Πάδοβα
Μετά τη διετία των σπουδών του στην Αθωνιάδα, ο Μοισιόδακας αναφέρει ότι πέρασε το έτος 1756 στα νησιά Σίφνο και Μύκονο. Η παραμονή του αυτή στα δύο νησιά πιθανόν να οφείλεται στην ανάληψη διδακτικών καθηκόντων σε σχολεία των δύο νησιών, στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει τους αναγκαίους πόρους για το ταξίδι στη Δύση. Στην Απολογία του γίνεται και μνεία παραμονής του για κάποιο διάστημα στην Αθήνα χωρίς να προσδιορίζεται χρονικά το έτος και η διάρκειά της.
Μετά από ένα διάστημα δύο ετών που δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για τη διαδρομή του, την άνοιξη του 1759 τον συναντάμε στη Βενετία. Έχει ήδη χειροτονηθεί ιεροδιάκονος εντασσόμενος στις τάξεις του άγαμου κλήρου, παίρνοντας το όνομα Ιώσηπος. Με την ένταξή του στον κλήρο αποκτά πρόσβαση στα ιερά συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας που αποτελούσαν τον πνευματικό εξοπλισμό της ιεραρχίας της Εκκλησίας. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η ένταξη στις τάξεις του κλήρου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο εκείνη την εποχή για όσους ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερη παιδεία, μια που έτσι εξασφάλιζαν το ζήτημα του βιοπορισμού. Τέτοια παραδείγματα λογίων που εντάσσονται στις τάξεις του κλήρου έχουμε και άλλα όπως π.χ. του ίδιου του Ευγένιου Βούλγαρη, του Γρηγόριου Κωνσταντά, του Βενιαμίν του Λέσβιου κ.α.
Στη Βενετία, ο Μοισιόδακας αφού άσκησε για βιοπορισμό για ένα μικρό διάστημα την άνοιξη του 1759, το λειτούργημα του ιεροκήρυκα στο ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, όπου παρακολουθεί τα μαθήματα της Ιατροφιλοσοφικής Σχολής τα έτη 1759-60 και 1760-61 πιθανόν και το 1762. Την εποχή που φοιτά ο Μοισιόδακας στην Πάδοβα, το Πανεπιστήμιο ύστερα από μια περίοδο παρακμής βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης. Στην Ιατροφιλοσοφική Σχολή, η μία από τις έδρες της αριστοτελικής φιλοσοφίας μετατρέπεται σε έδρα της «πειραματικής φιλο-σοφίας». Σ’ αυτή την έδρα παρακολούθησε μαθήματα ο Μοισιόδακας και γνώρισε το νέο επιστημονικό πνεύμα της νεότερης επιστήμης. Διευρύνει έτσι τους πνευματικούς του ορίζοντες και βρίσκει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούσαν από τις σπουδές του στην Αθωνιάδα.
Τις αναμνήσεις του από την Πάδοβα τις περιγράφει με ζωηρότητα είκοσι χρόνια αργότερα στην Απολογία του:
«Ενθυμούμαι, ενώ διέτριβον εν Παταβίω, πως, οσάκις εγίνοντο πράξεις πειραματικαί, όλον το θέατρον επληρούτο υπό ανθρώπων τεχνητών, οίτινες, καλά και οι κλεινοί διδάσκαλοι, το πρώτον ο Πωλένης και το δεύτερον ο Κολόμβος, ωμίλουν λατινιστί, και επέραινον τας διδασκαλίας αυτών γεωμετρικώς, όμως εκείνοι επέμενον ασμαίνως, και εμακάριζον τους ομιλητάς δια την κατάληψιν της πειραματικής». (Π. Κιτρομηλίδη, 1985).
Οι «κλεινοί διδάσκαλοι» Πωλένης και Κολόμβος, ήταν ο Giovanni Poleni και ο Giovanni Colombo διαπρεπείς επιστήμονες της εποχής. Η επίδραση των καθηγητών αυτών φαίνεται πως ήταν η αιτία για την στροφή του Μοισιόδακα στις θετικές επιστήμες. Τα έτη της παραμονής του Μοισιό-δακα στην Πάδοβα και τη Βενετία συνέπεσαν με τη διείσδυση του πνεύματος του Διαφωτισμού στα Βενετικά εδάφη. Οι ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών και του Descartes μαζί με τις γνωσιολογικές και παιδαγωγικές απόψεις του John Locke αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων στους ακαδημαϊκούς κύκλους του Πανεπιστημίου της Πάδοβα. Συγχρόνως, νωπές είναι ακόμα οι εντυπώσεις από τη διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ οπαδών της αρχαίας και των οπαδών της νεότερης σκέψης, στην οποία πήραν ενεργά μέρος και οι Έλληνες σπουδαστές της Πάδοβας. Αυτό το πνευματικό κλίμα του Πανεπιστημίου της Πάδοβας στα μέσα του 18ου αιώνα θα διαμορφώσει τους πνευματικούς ορίζοντες του Μοισιόδακα.
Παράλληλα με τη διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων, την ίδια εποχή γεννάται η ανάγκη να εκφραστεί μέσω του γραπτού λόγου και να μιλήσει για τα προβλήματα της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων κάτω από το πρίσμα των νέων του εμπειριών. Μέσα από τα γραπτά του προκύπτει πως η κλίση του προς το γραπτό λόγο ήταν ένα από τα συστατικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Το πρώτο γραπτό έργο που μας άφησε δεν ήταν σχετικό με τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα από το χώρο των φυσικών επιστημών, αλλά προτίμησε να μεταφράσει για τις ανάγκες της πολιτιστικής ανανέωσης της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων την Ηθική Φιλοσοφία του Ludovico Antonio Muratori. Το έργο εκδόθηκε σε δύο τόμους από το βενετικό τυπογραφείο του Αντωνίου Βόρτολη τα έτη 1761 και 1762. Η έκδοση του βιβλίου έγινε δυνατή χάρη στις γενναίες οικονομικές ενισχύσεις από Έλληνες, κυρίως Βορειοελλαδίτες, εμπόρους της Βιέννης και της Ουγγαρίας. Για το σκοπό αυτό επισκέφτηκε ο ίδιος ο Ιώσηπος τη Βιέννη και τις ελληνικές κοινότητες της Ουγγαρίας στα τέλη του 1760. Για την προθυμία των Ελλήνων εμπόρων να τον στηρίξουν αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η προθυμία οπού έχουν προς το καλόν, και η αγάπη οπού τρέφουν προς το Γένος, με εξέστησαν. Αυτοί, καν πλούσιοι, καν μετριοκατάστατοι είναι, φθάνει μόνο να ακούσουν το όνομα του κοινού καλού, και εν τω άμα συντρέχουν». (Π. Κιτρομηλίδη, 1985).
4. Επιστροφή στο χώρο της Βαλκανικής. Σχολάρχης και «φιλοσοφικός διδάσκαλος» του Γυμνασίου του Ιασίου. Βουκουρέστι, 1767 – 1776.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του Ι. Μοισιόδακα στην Πάδοβα και την έκδοση της Ηθικής Φιλοσοφίας, τα ίχνη του χάνονται για τα τρία επόμενα χρόνια. Τον συναντάμε ξανά στα 1765 να έχει επιστρέψει στο χώρο της Βαλκανικής και συγκεκριμένα στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Εκτός από το γεγονός ότι στο χώρο αυτό βρίσκεται η Τσερναβόδα, η ιδιαίτερη πατρίδα του, φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο έπαιξε στην επιλογή του το πολιτιστικό κλίμα των Ηγεμονιών, και η γειτνίασή τους με το χώρο της Κεντρικής Ευρώπης. Έτσι, στα 1765 ο Ιώσηπος εγκαθίσταται στο Ιάσιο της Μολδαβίας και επιστρατεύεται από τον ηγεμόνα Γρηγόριο Αλέξανδρο Γκίκα για να συμβάλει στο πρόγραμμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που υλοποιούσε ο μεταρρυθμιστής ηγεμόνας. Οι σπουδές του στη Δύση και η φήμη του λόγω της διάδοσης της Ηθικής Φιλοσοφίας στις Ηγεμονίες, αποτελούσαν ασφαλή εχέγγυα ότι είναι κατάλληλος για να συμβάλλει στην προσπάθεια του Ηγεμόνα.
Στο πλαίσιο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του Γκίκα, ο Μοισιόδακας διορίστηκε το 1765 σχολάρχης και «φιλοσοφικός διδάσκαλος» του νέου Γυμνασίου του Ιασίου. Το διδακτικό του έργο κάλυπτε τους τομείς της σύγχρονης «νεωτερικής» γνώσης σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή διδασκαλία, που έδινε έμφαση στη διδασκαλία των θρησκευτικών και γλωσσικών μαθημάτων παράλληλα με την αριστοτελική φιλοσοφία. Έτσι, αντί της ρητορικής και της γραμματικής της αρχαίας γλώσσας, δίδασκε νεότερα μαθηματικά και φυσική· αντί της σχολαστικής λογικής και της οντολογίας ακολουθούσε την ορθολογική μέθοδο και τον εμπειρισμό. Για τις παραδόσεις των μαθηματικών, μεταφράζει το καλοκαίρι του 1765 τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Andrè Tacquet, προσπαθώντας έτσι να βελτιώσει τις απαρχαιωμένες πηγές και μεθόδους διδασκαλίας των μαθηματικών στα ελληνικά σχολεία.
Στην έναρξη των παραδόσεων στην Ακαδημία Ιασίου το φθινόπωρο του 1765, ξεκίνησε με δύο δημόσια εναρκτήρια μαθήματα στα οποία εκφώνησε δύο ομιλίες: μία «Περί της φιλοσοφίας εν γένει» και μία «Περί της μαθηματικής ιδία». Στην ομιλία για τα μαθηματικά τοποθετούσε τα μαθηματικά ανάμεσα στους πέντε κλάδους της «φιλοσοφίας»: ηθική, φυσική, μεταφυσική, λογική, μαθηματικά. Τον λόγο περί φιλοσοφίας τον εκφώνησε στην Αυλή του ηγεμόνα της Μολδαβίας Γρηγόριου Αλέξανδρου Γκίκα. Ο λόγος αυτός αποτελεί ένα από τα γνησιότερα μανιφέστα του Διαφωτισμού στην ελληνική πνευματική ζωή. (Π. Κιτρομηλίδη, 1985). Με αφετηρία τη φιλοσοφική προβληματική και τις αντιλήψεις του John Locke, διατυπώνει τη φιλοσοφική πρόταση της «υγιούς Φιλοσοφίας, τη δυνάμει της καλλιεργείας της οποίας απεκατεστάθει το τελευταίον η Ευρώπη από τόπου δυστυχούς και αμαθούς, οποίος ήταν ούτε προ πολλού, το ευδαιμονέστερον, το περικαλέστερον, το πλέον σεσοφισμένον κλίμα από πάσης της καθ’ ημάς οικουμένης». Σύμφωνα με το Μοισιόδακα, η φιλοσοφία πρέπει να στοχεύει στην ανθρώπινη ευδαιμονία και την κοινωνική χρησιμότητα.
Ο λόγος του Μοισιόδακα για την «υγιή φιλοσοφία» αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζει μια γενική επισκόπηση των πέντε επιμέρους επιστημών που απαρτίζουν την υγιή φιλοσοφία: «η Ηθική, η Μεταφυσική, η Φυσική, η Μαθηματική, η Λογικοκριτική είναι κυρίως τα ολικώτερα μέρη αυτής». Στο δεύτερο μέρος του λόγου, προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα πως μπορεί να κατακτηθεί η «υγιής φιλοσοφία». Σύμφωνα με το Μοισιόδακα, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την υγιή φιλοσοφία είναι οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες που στηρίζουν το σκοταδισμό και την πλάνη. Για το σκοπό αυτό, την κατάκτηση δηλαδή της υγιούς φιλοσοφίας, «σχολεία, ακαδημίαι, βιβλιοθήκαι, όσα άλλα συντελούσι τη πνευματική καλλιεργία» θα πρέπει να αποδώσουν τους καρπούς τους. (Π. Κιτρομηλίδη, 1985)
Οι νεοτερικές αυτές απόψεις του Μοισιόδακα ενόχλησαν τους συντηρητικούς κύκλους των Ηγεμονιών. Χαρακτηριστικό είναι το συμβάν της σύγκρουσης μ’ ένα λόγιο ιερωμένο τον πρώτο χρόνο της σχολαρχίας του, το οποίο αναφέρει ο ίδιος ο Ιώσηπος στην Απολογία του, χωρίς να αναφέρει το όνομα του ιερωμένου. Η σύγκρουση επικεντρώθηκε γύρω από την αξία της υγιούς φιλοσοφίας. Ο ιερωμένος υποστήριζε αριστοτελικές απόψεις για θέματα των φυσικών επιστημών και ο Ιώσηπος του απάντησε χρησιμοποιώντας επιχει-ρήματα από τις ανακαλύψεις της νεώτερης φυσικής, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την εποχή εκείνη στο χώρο της Ευρώπης. Στην ανταπάντησή του, ο συντηρητικός ιερωμένος κατηγόρησε το Μοισιόδακα για λατινοφροσύνη. Για να απαντήσει σ’ αυτή τη συκοφαντία, η οποία με τον καιρό κλιμακώθηκε σε πολεμική, ο Μοισιόδακας συνέταξε έκθεση με τις θέσεις του, την οποία κυ-κλοφόρησε με φυλλάδιο σε έξι αντίγραφα στους λόγιους κύκλους του Ιασίου.
Στην έκθεσή του αυτή, ο Μοισιόδακας εκθειάζει τα επιτεύγματα του νεότερου πολιτισμού, αποδίδει την εχθρότητα των αριστοτελικών προς τους νεότερους σε άγνοια και ιδιοτέλεια καταγγέλλοντας την καπηλεία της θρησκείας μέσω της οποίας οι συντηρητικοί κύκλοι επιχειρούσαν να ασκήσουν ιδεολογικό έλεγχο. Στο τέλος, αντικρούοντας τη συκοφαντία περί λατινοφροσύ-νης διατυπώνει με σαφήνεια τις θέσεις του για τις σχέσεις της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη:
«Ναι, πανοσιότατε, μήτε ήδη συστέλλομαι να ειπώ πως έχει, έχει χρείαν η Ελλάς από της Ευρώπης, διότι ενώ η Ελλάς υστερείται από πάντων, η Ευρώπη πλουτεί από πάντων» (Π. Κιτρομηλίδη, 1985).
Το 1767, στις παραμονές της έκρηξης του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768 – 1774, θέατρο του οποίου ήταν οι παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Πελοπόννησος και η Κρήτη με τα Ορλωφικά, ο Μοισιόδακας παραιτείται από το Γυμνάσιο Ιασίου και μετακινείται στην πρωτεύουσα της Βλαχίας το Βουκουρέστι. Ρόλο στην απόφασή του αυτή φαίνεται ότι έπαιξε και η κλονισμένη υγεία του, η οποία επιβαρύνθηκε από το ανθυγιεινό κλίμα του Ιασίου. Στο Βουκουρέστι παραμένει ως το 1776 που επιστρέφει στην Ακαδημία του Ιασίου.
Για τα χρόνια της παραμονής του στο Βουκουρέστι δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες, φαίνεται όμως πως οι κύριες ασχολίες του ήταν η μελέτη των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από κοινού με τη συγγραφή. Αυτό προκύπτει τόσο από ένα χειρόγραφο κώδικα της Μονής Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, ο οποίος περιέχει ένα αντίτυπο με την πρώτη γραφή της Θεωρίας της Γεωγραφίας με χρονολογία συγγραφής το 1767, όσο και οι εκδόσεις του 1779 και το εκδοτικό πρόγραμμα του 1781, στο οποίο αναγγέλλει πως έχει έτοιμη για δημοσίευση σειρά επιστημονικών πραγματειών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των έργων, προφανώς το είχε γράψει στο Βουκουρέστι, δεν κατάφερε όμως να τα εκδώσει στις συνθήκες του ρωσοτουρκικού πολέμου και της κατοχής των ηγεμονιών από τα ρωσικά στρατεύματα σε συνάρτηση με το μόνιμο βιοποριστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Ο βιοπορισμός του στα χρόνια της διαμονής του στο Βουκουρέστι προέρχονταν από την παράδοση κατ’ οίκον μαθημάτων σε παιδιά ευγενών της φαναριώτικης κοινωνίας της Βλαχίας.
5. Σύντομη επιστροφή στο Ιάσιο, διώξεις και κρίση στις σχέσεις με το παραδοσιακό κατεστημένο της ελληνορουμανικής κοινωνίας των Ηγεμονιών
Το 1776, ο Ιώσηπος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη ζωή της μελέτης και της συγγραφής στο Βουκουρέστι και να επιστρέψει στο Ιάσιο ζητώντας την υποστήριξη του ηγεμόνα της Μολδαβίας και παλιού του προστάτη Γρηγορίου Αλεξάνδρου Γκίκα. Ο ηγεμόνας του προσέφερε ξανά την παλιά του θέση στη σχολαρχεία της Ακαδημίας του Ιασίου, που είχε πρόσφατα κενωθεί μετά την αποχώρηση του Νικηφόρου Θεοτόκη λόγω ραδιουργιών εναντίον του. Ο Μοισιόδακας στην αρχή διστάζει να αναλάβει ξανά τη διεύθυνση της Ακαδημίας μαζί με τα καθήκοντα του «φιλοσοφικού διδασκάλου», διότι, όπως με ειλικρίνεια εκθέτει στην Απολογία του, «ησθανόμην εν εμαυτό αντίθεσην τινά, ακατανίκητον σχεδόν, προς τη διδασκαλικήν επιστασίαν» και κατά δεύτερον φοβόταν πως θα γίνει στόχος ραδιουργιών των συντηρητικών κύκλων, όπως ο προκάτοχός του Νικηφόρος Θεοτόκης στο Ιάσιο και παλιότερα ο Βούλγαρης στην Αθωνιάδα.
Τελικά, οι δισταγμοί του κάμφθηκαν ύστερα από τις πιέσεις του Γκίκα και αναλαμβάνει εκ νέου καθήκοντα στην Ακαδημία του Ιασίου. Για τη διδασκαλία των φιλοσοφικών μαθημάτων, (δηλαδή των θετικών επιστημών), κρίνει αναγκαίο να μεταφράσει τη Μαθηματική Οδό του Γάλλου μαθηματικού και αστρονόμου Jean Andrè Nicolas Louis de la Caille, θεωρώντας το πιο κατάλληλο από το μαθηματικό σύγγραμμα του Tacquet, που είχε χρησιμοποιήσει στην προηγούμενη θητεία του στην Ακαδημία. Το διδακτικό του πρόγραμ-μα περιελάμβανε καθημερινές παραδόσεις, που εναλλάσσονταν κάθε δεύτερη μέρα στα αντικείμενα των μαθηματικών και της γεωγραφίας. Παρ’ όλη την επιμέλεια και μεθοδικότητα που επέδειξε στην εκτέλεση των διδακτικών του καθηκόντων, οι εχθροί της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης αντιδρούν και με διά-φορες ραδιουργίες τον εξαναγκάζουν ύστερα από τέσσερις μήνες σε παραίτηση.
Οι ίδιοι μηχανισμοί είχαν αναγκάσει νωρίτερα σε παραίτηση από την Ακαδημία Ιασίου το Νικηφόρο Θεοτόκη, άνδρα με στέρεους δεσμούς με την τότε κοινωνική και εκκλησιαστική ιεραρχία. Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, άνθρωπος χωρίς ρίζες και διασυνδέσεις με την άρχουσα τάξη της ελληνορουμανικής κοινωνίας των ηγεμονιών, ασυμβίβαστος, ιδεολόγος, υπέρμαχος της νεοτερικής φιλοσοφίας, ήταν εύκολος στόχος. Στην πρώτη σελίδα της Απολογίας του ο ίδιος ο Ιώσηπος καταγράφει ως εξής το εναντίον του κατηγορητήριο:
«Η γλωσσαλγία, λύμη σχεδόν αναπόσπαστος από των ημετέρων σχολείων, και εξόχως από των γραμματικών, δημοσίευσε και δημοσιεύουσα έπεισε: πρώτον ότι τα μαθήματά μου είναι μπακάλικα· δεύτερον, ότι συγγράφω, παραδίδω δια του ύφους του απλού, διότι δεν νοώ το ελληνικόν· και τρίτον, ότι δεν παραδίδω την Λογικήν του κλεινού Ευγενίου [Βούλγαρη], διότι ομοίως δεν νοώ αυτήν» (Π. Κιτρομηλίδη, 1985).
Η κατηγορία περί «μπακάλικων» μαθημάτων αναφέρονταν στην έμφαση που έδινε στις παραδόσεις του στα μαθηματικά, τα οποία οι «γραμματικοί» τα θεωρούσαν χρήσιμα μόνο για τους εμπόρους και τους μπακάληδες και άρα ξένα προς το περιεχόμενο της ανώτερης παιδείας. Η δεύτερη κατηγορία, σχετικά με τις γλωσσικές προτιμήσεις του, αποτελούσε και μια προσωπική αιχμή πέρα από τις διαμάχες για με το γλωσσικό ζήτημα μεταξύ των λογίων. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν υπέρ του απλού ύφους στη γλώσσα, γιατί δεν καταλάβαινε τα αρχαία ελληνικά, εξαιτίας της μη ελληνικής καταγωγής του. Εμείς όμως σήμερα ξέρουμε ότι ο Μοισιόδακας συνειδητά ήταν από τους πρώτους στοχαστές που τάχθηκε υπέρ της απλής γλώσσας του λαού, στηρίζοντας αυτή του την προτίμηση σε επιχειρήματα κοινωνικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα. Μην αντέχοντας αυτή την πολεμική εναντίον του από τους συντηρητικούς κύκλους και, παρά τη στήριξη και εμπιστοσύνη του ηγεμόνα και ενός τμήματος της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που ήταν υπέρ της πολιτιστικής ανανέωσης, παραιτείται από τη θέση του στην Ακαδημία του Ιασίου και μετακινείται το 1777 στο Brasov της Τρανσυλβανίας.
Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης αποδίδει την πολεμική εναντίον του Μοισιόδακα στο ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, που δεν συμβιβάστηκε με τις αξίες της κοινωνικής ιεραρχίας των ημιφεουδαρχικών κοινωνικών δομών που υπήρχαν στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Και πολύ ψηλά στην κλίμακα αξιών των συγκεκριμένων κοινωνικών δομών ήταν η κενόδοξη αλαζονεία και η κοινωνική υπεροψία που απέρρεε από την καταγωγή. Αποτέλεσμα των παραπάνω, ήταν σ’ αυτές τις κοινωνικές δομές να σφυρηλατηθεί ο αυταρχισμός σαν το ουσιώδες περιεχόμενο της κοινωνικής ιδεολογίας. Η κοινωνική συμπεριφορά σ’ αυτό το πλαίσιο ρυθμιζόταν με βάση πελατειακές σχέσεις και δίκτυα εξάρτησης που οικοδομούσαν την κοινωνική ιεραρχία. Ως αναμενόμενη συμπεριφορά για τους διανοουμένους από τις κοινω-νικές ιεραρχίες, ήταν να εμπλακούν στα δίκτυα των πελατειακών σχέσεων και να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο ασυμβίβαστος και «ακατάστατος» χαρακτήρας του Μοισιόδακα, όπως προανέφερα δεν του επέτρεπαν να συμβιβαστεί με την κυρίαρχη κλίμακα αξιών που επικρατούσαν στο περιβάλλον της άρχουσας ελίτ των Ηγεμονιών. (Π. Κιτρομηλίδη, 1985)
5. «αλήτης εν τοις αλλοδαπαίς»: Η περιπλάνηση στην Κεντρική Ευρώπη τα έτη 1777 – 1781 και η εκδοτική του προσπάθεια. Τα ύστερα χρόνια.
Το Brasov είναι ο πρώτος σταθμός σε μια τετράχρονη περιπλάνηση του Μοισιόδακα στην Κεντρική Ευρώπη, που τον έκανε να γράψει στην Απολογία του ότι κατήντησε «αλήτης εν ταις αλλοδαπαίς, επιθυμών πολλάκις αυτήν την επιούσιον τροφήν, γεγηρακώς παρά καιρόν υπό των κακουχιών». Ωστόσο, παρά τις κακουχίες, αυτά τα τέσσερα χρόνια υπήρξαν τα πιο γόνιμα όσον αφορά την εκδοτική του δραστηριότητα.
Κατά τις μετακινήσεις του, μετά την αναχώρησή του από το Brasov, περιόδευσε στις ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης, με σκοπό να συναντήσει τους φίλους του εμπόρους, κυρίως Μοσχοπολίτες, Σιατιστινούς, και Καστοριανούς στην Ουγγαρία. Οι άνθρωποι αυτοί, οι «τιμιώτατοι» και «πολύ-πειροι» έμποροι, που οι ανάγκες του εμπορίου και των συναλλαγών τους, τους έμαθαν να εκτιμούν τα γράμματα, τη γλωσσομάθεια και τις επιστημονικές γνώσεις, τον δέχτηκαν με εγκαρδιότητα και συμπαραστάθηκαν στις προσπάθειές του σε αντίθεση με την «κλειστή» κοινωνία των αυλικών, των μισαλλόδοξων ιερωμένων και των κενόδοξων γραμματιστών των Ηγεμονιών. Στην Πέστη συνάντησε το 1778, τους στενούς φίλους του Μοσχοπολίτες εμπόρους, Θεόδωρο Ιωάννου Γκίκα και τον Ναούμ Μιχαήλ Μόσχα. Αφού εξασφάλισε από το Θεόδωρο Γκίκα τη χρηματοδότηση για το παιδαγωγικό του σύγγραμμα Πραγματεία περί παίδων Αγωγής ή Παιδαγωγία, αναχώρησε για τη Βενετία προκειμένου να εκδώσει το έργο του στο τυπογραφείο του Γιαννιώτη Νικολάου Γλύκα. Στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας θα αναφερθώ εκτενέστερα στο έργο αυτό του Μοισιόδακα, καθώς σ’ αυτό διατυπώνει τις απόψεις του για τα ζητήματα της Αγωγής. Εδώ θα περιοριστώ μόνο να αναφέρω πως, το συγκεκριμένο σύγγραμμα αποτελούσε κήρυγμα για την ανόρθωση της ελληνικής παιδείας, που στηρίζονταν τόσο στην άμεση γνώση των προβλημάτων της ελληνικής παιδείας, όσο και στις αρχές της σύγχρονης παιδαγωγικής. Στη Βενετία, εκτός από την Παιδαγωγία εξέδωσε και ένα φυλλάδιο με μια Παραλλαγή του προς Νικοκλέα λόγου περί Βασιλείας του Ισοκράτους ή Κεφάλαια πολιτικά, στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του περί Πολιτικής.
Όταν ολοκλήρωσε την έκδοση των δύο βιβλίων του στη Βενετία στα τέλη του 1779 ή στις αρχές του 1780, μετακινείται στη Βιέννη, όπου εκείνο τον καιρό βρίσκονταν στην ακμή της η σημαντικότερη ελληνική παροικία της Κεντρικής Ευρώπης. Στη Βιέννη ο Μοισιόδακας παρέμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Κατά την παραμονή του στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, επισκέπτονταν τακτικά για μελέτη την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Αυστρίας, επιμελήθηκε την έκδοση των δύο σπουδαιότερων έργων του, της Απολογίας (1780), και της Θεωρίας της Γεωγραφίας (1781) και απέκτησε καινούριους φίλους στον κύκλο των Ελλήνων εμπόρων της Βιέννης. Χάρις στην οικονομική στήριξη αυτών των εμπόρων έγινε εφικτό να εκτυπωθούν τα δύο προαναφερόμενα έργα του. Στον πρόλογο της Απολογίας, ευχαριστεί με ιδιαίτερη θερμότητα τρεις από τους επιφανέστερους Έλληνες της Βιέννης, η βοήθεια των οποίων ήταν καθοριστική: τον έμπορο Νικόλαο Κων/νου Κωστίκα από τη Μοσχόπολη, τον Παύλο Χατζή Μιχαήλου από τη Σιάτιστα, «από των πρωτευόντων εν τη εμπορική πλατεία της Βιέννης», και τον Κων/νο Κουσκου-ρούλη από τον Τύρναβο, ιεροψάλτη της ορθόδοξης εκκλησίας της Βιέννης.
Η Απολογία είναι ένα μοναδικό όσο και ιδιότυπο, βιβλίο. Το 1780 τυπώθηκε το πρώτο μέρος του βιβλίου, ενώ το δεύτερο μέρος αν και προανα-γγέλλεται από το Μοισιόδακα εντούτοις δεν τυπώθηκε ποτέ, ούτε διασώθηκε το χειρόγραφό του. Η δομή του βιβλίου δεν είναι ενιαία, αλλά αποτελείται από έναν πρόλογο και ένα εισαγωγικό φιλοσοφικό δοκίμιο, που ακολουθούνται από μια σειρά παλιότερων αυτοτελών κειμένων του, η συγγραφή των οποίων τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 1765 και 1777. Με το εισαγωγικό δοκίμιο προσπαθεί να αποδείξει γιατί η διδασκαλία της Φυσικής και των Μαθηματικών είναι χρησιμότερη από τη διδασκαλία της Λογικής και της Μεταφυσικής. Ακολουθούν ορισμένα κείμενα από τις παραδόσεις των Μαθηματικών και της Γεωγραφίας στην Ακαδημία του Ιασίου, που συνοδεύονται από μερικές σελίδες όπου καταγράφει την πολεμική που του ασκήθηκε στο Ιάσιο και τις απα-ντήσεις που δίνει στους κατηγόρους του. Τα υπόλοιπο βιβλίο αποτελεί συλλογή διαφόρων αυτοτελών κειμένων, μεταξύ των οποίων και οι δύο εναρκτήριοι λόγοι του περί φιλοσοφίας στην Ακαδημία του Ιασίου το 1765.
Μετά την Απολογία, ο Μοισίοδακας εξέδωσε το δεύτερο σημαντικότερο έργο του τη Θεωρία της Γεωγραφίας. Πρόκειται για αναθεώρηση του χειρογράφου του 1767, ενημερωμένης με τα τελευταία πορίσματα της τρέχουσας γεωγραφικής έρευνας. Για την ενημέρωσή του πάνω στα θέματα της Γεωγραφίας, επισκέπτονταν την Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Βιέννης, και μελετούσε τα σύγχρονα συγγράμματα περί γεωγραφίας. Η πλούσια τεκμηρίωση του έργου, με βιβλιογραφικές παραπομπές και επιστημονικές παρατηρήσεις, αποδεικνύουν την σοβαρή ερευνητική του υποδομή και την επιστημονική του συνείδηση που μπορούν να συγκριθούν μ’ αυτή ενός επαγγελματία γεωγράφου.
Το βιβλίο αποτελείται από τριάντα κεφάλαια στα οποία πραγματεύεται ζητήματα που έχουν σχέση κυρίως με μαθηματικά προβλήματα της Γεωγραφίας, όπως π.χ. ο προσδιορισμός των γεωγραφικών συντεταγμένων ενός τόπου και δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στην πολιτική Γεωγραφία και την Ανθρωπογεωγραφία. (αυτές οι δύο επιστημονικές περιοχές της Γεωγραφίας θα αποτελούσαν λίγα χρόνια αργότερα αντικείμενο της Γεωγραφίας Νεωτερικής των Δανιήλ Φιλιπίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά). Στο επίμετρο εκθέτει με συντομία τις μεθόδους μέτρησης του χρόνου και αναπτύσσει τα επιχειρήματά του υπέρ του Γρηγοριανού ημερολογίου που θέσπισε ο Πάπας Γρηγόριος το 1580. Τα επιχειρήματα τα αντλεί από σχετικά έργα των Γάλλων αστρονόμων Blondel και Lalande που αναφέρονται στην κίνηση της γης, ένα επίμαχο ζήτημα για την ελληνική σκέψη της εποχής, μια που η εκκλησία δεν είχε υιοθετήσει ακόμα το ηλιοκεντρικό σύστημα του Κοπέρνικου. Γι’ αυτό και ο Μοισιόδακας στο σημείο αυτό αντιλαμβάνεται την ανάγκη τακτικών ελιγμών χωρίς στην πραγματικότητα να συμβιβάζεται με την παραδοσιακή άποψη: εκθέτει όλες τις παρατηρήσεις και τα δεδομένα που συνηγορούν υπέρ του ηλιοκεντρικού συστήματος, αφήνοντας τον αναγνώστη να καταλήξει μόνος του στο σωστό συμπέρασμα χωρίς να παίρνει ο ίδιος ανοιχτή θέση.
Η Θεωρία της Γεωγραφίας είναι αφιερωμένη σε δύο ηγεμόνες των παραδουνάβιων Ηγεμονιών: τον Κωνσταντίνο Μουρούζη, ηγεμόνα της Μολδαβίας και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ηγεμόνα της Βλαχίας, αποβλέποντας ίσως σε οικονομική στήριξη από την πλευρά τους για συνέχιση του εκδοτικού του προγράμματος που αφορούσε συγγράμματα για τις θετικές επιστήμες. Ήδη στη Θεωρία της Γεωγραφίας αναγγέλλει ότι προετοιμάζει δύο πλήρεις Οδούς Μαθηματικαίς, μαζί με δύο Οδούς Φυσικαίς και μια Επιτομή Αστρονομίας κατά τους Νεωτέρους. Οι δύο παράλληλες σειρές των Μαθηματικών και των Φυσικών Επιστημών θα προορίζονταν η μία για σχολική χρήση και η άλλη για μελέτη από τους μορφωμένους. Δυστυχώς όμως, οι συνθήκες κατά την μετέπειτα πορεία του δεν στάθηκαν ευνοϊκές για να ολοκληρώσει το εκδοτικό του πρόγραμμα, μια που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την αναγκαία οικονομική στήριξη για τις προσπάθειές του. Έτσι, η Θεωρία της Γεωγραφίας είναι στην ουσία το επιστέγασμα της εκδοτικής του προσπάθειας.
Μετά την έκδοση της Θεωρίας της Γεωγραφίας, ο Μοισιόδακας εγκαταλείπει οριστικά τη Βιέννη και επιστρέφει στο Βουκουρέστι. Το άνοιγμά του προς τους ηγεμόνες που έκανε με την αφιέρωση στη Θεωρία της Γεωγραφίας του εξασφάλισε τη θέση του οικοδιδασκάλου των γιων του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Υψηλάντη. Τον ίδιο καιρό στο Βουκουρέστι βρίσκεται στο αποκορύφωμα της διοικητικής του σταδιοδρομίας ο Δημήτριος Καταρτζής, μια άλλη μεγάλη μορφή του Διαφωτισμού στις Ηγεμονίες. Γύρω από τον Καταρτζή έχει δημιουργηθεί ένας σημαντικός κύκλος λογίων που έκανε το Βουκουρέστι το σημαντικότερο κέντρο του Διαφωτισμού προς τα τέλη του 18ου αιώνα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βρέθηκε ο Μοισιόδακας μετά την επιστροφή του από τη Βιέννη. Μετά το ταξίδι του και την πρόσφατη επιστημονική ενημέρωση στη Βιέννη, ήταν φυσικό τα νεότερα μέλη του κύκλου του Καταρτζή που είχαν επιστημονικά ενδιαφέροντα, να δεχτούν επιδράσεις από το έργο του. Μεταξύ αυτών είναι και ο νεαρός Ρήγας Βελεστινλής, που εκείνο τον καιρό βρίσκονταν στο Βουκουρέστι προστατευόμενος του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Το 1784 εκδίδει στο νεοϊδρυθέν τυπογραφείο των Νικολάου και Ιωάννου Λαζάρου στο Βουκουρέστι το τελευταίο έργο του, ένα μικρό φυλλάδιο με τίτλο Σημειώσεις Φυσιολογικαί, που σκοπό είχε να ερεθίσει την περιέργεια του αναγνωστικού κοινού να βρει χρηματοδότες για την ολοκλήρωση και του υπόλοιπου εκδοτικού του προγράμματος. Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη εφικτό. Μετά την έκδοση αυτού του φυλλαδίου, οι πληροφορίες που έχουμε για το συγγραφέα της Απολογίας είναι συγκεχυμένες. Τα τελευταία του χρόνια θα τα πέρασε ασκώντας το επάγγελμα του οικοδιδασκάλου εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα για το βιοπορισμό του, που αποτελούσε ένα πιεστικό πρόβλημα σε όλη τη διάρκεια του βίου του.
Στα 1797, ανάμεσα στους μήνες Μάρτιο και Δεκέμβριο ο Μοισιόδακας βρίσκεται, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, στο διδακτικό προσωπικό της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου με μισθό 50 τάλιρα, ενώ ο μισθός του πρώτου δασκάλου της σχολής, του Λάμπρου Φωτιάδη, ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος. Αυτή η επανεμφάνισή του στο διδακτικό προσωπικό της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου θα πρέπει να αποδοθεί στην τελευταία και σύντομη επάνοδο του παλιού του προστάτη Αλέξανδρου Υψηλάντη, στο θρόνο της Βλαχίας τα έτη 1796 – 1797.
Για το χρόνο του θανάτου του δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Ο σύγχρονός του Γεώργιος Ζαβίρας κάνει μια αόριστη αναφορά στον Ιώσηπο σε μια γραμματολογία των λογίων του Διαφωτισμού η οποία καλύπτει τα έτη 1790 – 1804. Σημειώνει λοιπόν ο Ζαβίρας για τον Μοισιόδακα «Διατρίβει τανύν ο σοφός ούτος ανήρ εν Βουκουρεστίω της Βλαχίας, εν τίνι όμως καταστάσει μου είναι άδηλον». Μια είδηση στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης Ερμής ο λόγιος, τοποθετεί το θάνατο του Μοισιόδακα στα 1800, όταν ήταν εβδομήντα πέντε ετών. Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο πολυκύμαντος βίος αυτού του σημαντικού λογίου του Διαφωτισμού, που, αν και δεν είχε ελληνική καταγωγή με τη στενή σημασία του όρου, εντούτοις μέσω της παιδείας και του έργου του, καταχωρήθηκε στη χωρία των σημαντικών Ελλήνων λογίων του 18ου αιώνα, του αιώνα του Διαφωτισμού. Ο αιώνας αυτός, με την πνευματική κατ’ αρχήν αφύπνιση και την πολιτιστική ανανέωση του υπόδουλου Γένους, προετοίμασε τις εξελίξεις του 19ου αιώνα μέσα στον οποίο οι υπόδουλοι Έλληνες θα διεκδικήσουν δυναμικά την αυτόνομη και ανεξάρτητη πολιτική τους ύπαρξη ανάμεσα στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης.
Βιβλιογραφία
- Δημαράς, Κ. Θ. (1993) Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 6η Έκδοση.
- Κιτρομηλίδης, Πασχάλης (1985) Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο αιώνα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- Κιτρομηλίδης, Πασχάλης (1996) Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Μοισιόδακας, Ιώσηπος (1779) Πραγματεία περί Παίδων Αγωγής ή Παιδαγωγία, Επανέκδοση του 1998, Κοζάνη: Ινστιτούτο Βιβλίου & Ανάγνωσης Κοζάνης.