Ο Δημήτρης Σαρδούνης ή Σαρντούνης (Πάτρα, 1859 - Πάτρα, 1912), γνωστός ως Μίμαρος, ήταν από τους μεγαλύτερους Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες. Σε αυτόν αποδίδεται η μεταμόρφωση του τουρκικού θεάτρου σκιών σε «ελληνική τέχνη», γι' αυτό και αναγνωρίστηκε από τον τύπο της εποχής ως «ο εφευρέτης του Καραγκιόζ».
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Πάτρα, μάλλον το 1859, και πέθανε εκεί, πιθανότατα το 1912. Ήταν εξώγαμο παιδί μιας Πατρινιάς, η οποία ανήκε στην «καλή κοινωνία» της πόλης. Μεγάλωσε στο Μεσολόγγι με τη μητέρα και τον πατριό του. Σπούδασε βυζαντινή μουσική και το 1882 έγινε ψάλτης στο μητροπολιτικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Ευαγγελίστρια), στην Πάτρα. Το 1888 ανακάλυψε τον Καραγκιόζη και έκτοτε αφιερώθηκε στην τέχνη του. Το 1894 ήταν ήδη γνωστός και καταξιωμένος καραγκιοζοπαίκτης στην Πάτρα. Στις παραστάσεις του, πέρα από τα λαϊκά στρώματα, σύχναζαν πλέον -σύμφωνα με σχετική αναφορά στον τύπο- «και αστοί σοβαρευόμενοι, έμποροι και επιστήμονες συν γυναιξί και τέκνοις».
Το 1899 ο Μίμαρος επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα και έδωσε σειρά παραστάσεων, από τα μέσα Αυγούστου έως τα τέλη Οκτωβρίου. Οι εμφανίσεις του ξεκίνησαν από την περιοχή της πλατείας Βάθης και τερματίστηκαν με παραστάσεις στη θεατρική αίθουσα «Πολυθέαμα», απέναντι από το Σταθμό Λαυρίου, κοντά στην Ομόνοια. Εμφανίστηκε ξανά στην ελληνική πρωτεύουσα το 1901 (Ιούλιος-Αύγουστος) και πάλι τον Ιούλιο του 1902, όπου έδωσε παραστάσεις στο θέατρο «Αθήναιον». Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού Καραγκιόζη που ένα «κανονικό» θέατρο χρησιμοποιείτο για το σκοπό αυτό. Αν και ορισμένοι αναφέρουν και μεταγενέστερες επισκέψεις στην Αθήνα, αυτές δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Πιθανότερη εκδοχή για τη χρονολογία του θανάτου του θεωρείται το 1912. Λέγεται ότι πέθανε αλκοολικός.
Συμβολή στην τέχνη του Καραγκιόζη
Ο Μίμαρος απάλλαξε τον ελληνικό Καραγκιόζη από τις βωμολοχίες και τις ανηθικότητες του τουρκικού προκατόχου του. Έκανε μια σειρά από καινοτομίες στην τέχνη του θεάτρου σκιών. Χρησιμοποίησε πρώτος την ασετιλίνη ως μέσο φωτισμού, σχεδιάζοντας και φτιάχνοντας μόνος του τη συσκευή. Επίσης, κατασκεύασε φιγούρες από χαρτόνι, διεύρυνε το πλάτος της σκηνής από 2 σε 4 μέτρα, έχοντας πλέον χώρο για να προσθέσει στον μπερντέ διάφορα τοπία, ανάλογα με την παράσταση. Αυτός, ακόμα, επεξεργάστηκε μορφολογικά και καθιέρωσε την καλύβα του Καραγκιόζη και το σαράι του Πασά και τα τοποθέτησε αντικριστά, όπως τα γνώρισαν οι μεταγενέστεροι. Ο Μίμαρος επινόησε τη φιγούρα του Μπαρμπα-Γιώργου, η οποία ωστόσο τελειοποιήθηκε ως χαρακτήρας και καθιερώθηκε όπως είναι γνωστή από το σπουδαίο Ρουμελιώτη καραγκιοζοπαίχτη Γιάννη Ρούλια. Επίσης, εμπλούτισε το «ηρωικό», «αρματωλικό» δραματολόγιο του θεάτρου σκιών με έργα για τον Καραϊσκάκη, τον Αθ. Διάκο και τον Μάρκο Μπότσαρη.
Μαθητές
Ο Μίμαρος δημιούργησε την δική του «σχολή», τη λεγόμενη «της Πάτρας». Όσοι καραγκιοζοπαίκτες ακολουθούσαν το ύφος και τα «καλαμπούρια» του, λεγόταν πως έπαιζαν «α λα Μίμαρου». Από τους μαθητές του ξεχώρισαν οι: Βασίλης Αγαπητός, Δημήτρης Μπέκος, Θόδωρος Θεοδωρέλλος, Δημήτρης (Μήτσος) Πάγκαλος, Θανάσης Δεδούσαρος, Μήτσος Μανωλόπουλος, Παντελής Μελίδης, Βάγγος Κορφιάτης κ.άλ. Μαθητής του Μίμαρου υπήρξε και ο σπουδαίος τραγουδιστής, ζωγράφος και σκηνοθέτης του Καραγκιόζη Κώστας Καράμπαλης.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.