Η λέξη τσιγγούνης προέρχεται από το τουρκικό çingene, δηλαδή τσιγγάνος. Μάλιστα, η λέξη εισάγεται στη νέα ελληνική έχοντας ως ρίζα το αρχαίο ελληνικό θιγγάνω, το οποίο έγινε αθίγγανος στην ελληνιστική κοινή και ατσίγγανος στη μεσαιωνική ελληνική. Επομένως, με βάση την ετυμολογία της, η λέξη ορθογραφείται τσιγγούνης.
τσιγγούνης < τουρκική çingene (τσιγγάνος) < ουγγρική cigány < σλαβική cigan < μεσαιωνική ελληνική ἀτσίγγανος (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή).
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.