Πόντος
Πόντος ονομάζεται μια ιστορική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), στο σημερινό Βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Βόρεια βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο (απ’ όπου πήρε και το όνομά της), ενώ στα Ανατολικά οριζόταν από την Κολχίδα, στα Δυτικά από την Παφλαγονία και στα Νότια από την Καππαδοκία.
Ο Πόντος αναφέρεται με αυτήν την ονομασία κατά τους ελληνιστικούς χρονους, οπότε απέκτησε και σημαντική αυτόνομη ιστορία. Προηγουμένως αποτελούσε μέρος της Καππαδοκίας και ονομαζόταν Καππαδοκία η προς Πόντω. Ο Πόντος, όμως, ήταν μάλλον πολιτική παρά γεωγραφική έκφραση. Έτσι ονομάστηκε το βασίλειο που έγινε γνωστό με τον Μιθριδάτη ΣΤ’ τον Ευπάτορα (120-68 π.Χ.), και από τότε Πόντος ονομάστηκε η παραλιακή χώρα προς τον Εύξεινο Πόντο, ανάμεσα στην Παφλαγονία και την Κολχίδα. Το δυτικό τμήμα του το έλαβε ο ηγεμόνας της Γαλατίας Δηιόταρος από το γνωστό Ρωμαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη Πομπήιο (63 ή 62 π.Χ.) και ονομάστηκε Πόντος Γαλατικός, ενώ το τμήμα από τον ποταμό Ίρι (Γιεσίλ – Ιρμάκ) έως τη Φαρνακία (τη σημερινή Κερασούντα), το έδωσε ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος στον εγγονό του Μιθριδάτη, Πολέμωνα Α’, γι’ αυτό ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός. Τέλος, το ανατολικό μέρος μέχρι τον ποταμό Ύσσο (Καρά – ντερέ) το κατέλαβε ο Αρχέλαος, ο ηγεμόνας της Καππαδοκίας και ονομάστηκε Πόντος Καππαδοκικός.
Υπό τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, που ονομάστηκε «Μέγας», το βασίλειο του Πόντου περιλάμβανε όχι μόνο την Ποντική Καππαδοκία, αλλά και ολόκληρη την παραλία από τα σύνορα της Βιθυνίας μέχρι την Κολχίδα, όπως και μέρος της Παφλαγονίας και τη Μικρή λεγόμενη Αρμενία. Όταν ο Πομπήιος κατέστρεψε αυτό το βασίλειο του Πόντου (64 π.Χ.), ένας μέρος του προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και ενώθηκε με τη Βιθυνία σε διπλή επαρχία που ονομαζόταν «Πόντος και Βιθυνία». Αυτή περιλάμβανε (κυρίως από το 40 π.Χ.) μόνο την παραλία μεταξύ της Ηράκλειας (Βιθυνίας) ή Ποντοηράκλειας (στα τουρκικά Ερέγλι) και της Αμισσού (Σαμψούντα) κι ονομαζόταν Ποντική περιφέρεια. Μετά από αυτά το απλό όνομα Πόντος το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να υποδηλώσουν το μισό της επαρχίας αυτής. Έτσι χρησιμοποιείται και στην Καινή Διαθήκη.
Υπό τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, που ονομάστηκε «Μέγας», το βασίλειο του Πόντου περιλάμβανε όχι μόνο την Ποντική Καππαδοκία, αλλά και ολόκληρη την παραλία από τα σύνορα της Βιθυνίας μέχρι την Κολχίδα, όπως και μέρος της Παφλαγονίας και τη Μικρή λεγόμενη Αρμενία. Όταν ο Πομπήιος κατέστρεψε αυτό το βασίλειο του Πόντου (64 π.Χ.), ένας μέρος του προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και ενώθηκε με τη Βιθυνία σε διπλή επαρχία που ονομαζόταν «Πόντος και Βιθυνία». Αυτή περιλάμβανε (κυρίως από το 40 π.Χ.) μόνο την παραλία μεταξύ της Ηράκλειας (Βιθυνίας) ή Ποντοηράκλειας (στα τουρκικά Ερέγλι) και της Αμισσού (Σαμψούντα) κι ονομαζόταν Ποντική περιφέρεια. Μετά από αυτά το απλό όνομα Πόντος το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να υποδηλώσουν το μισό της επαρχίας αυτής. Έτσι χρησιμοποιείται και στην Καινή Διαθήκη.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Χώρα ορεινή, ο Πόντος, διατέμνεται κατά μήκος από την οροσειρά του Παριάνδρου (στα τουρκικά Μπαρχάλ νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και αποτελεί διαχωριστική γραμμή του Παραλιακού από τον Μεσογειακό Πόντο. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, μικρούς και μεγάλους, όπως ο Άλυς (στα τουρκικά Κιζίλ-ιρμάκ), ο Ίρις (τουρκικά Γεσίλ-ιρμάκ, δηλαδή πράσινος ποταμός), ο Δαφνοπόταμος (τουρκικά Ντεγιρμέν ντερεσί, ο Πυξίτης των αρχαίων Ελλήνων), ο Λύκος (τουρκικά Κελκίτ-ιρμάκ) και οι παραπόταμοί τους, όπως κι άλλοι μικρότεροι ποταμοί, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Φάσις, ΒΑ παραμεθόριος ποταμός της Μικράς Ασίας προς την Κολχίδα και ο γνωστός από το μύθο των Αμαζόνων ποταμός Θερμώδων (τουρκικά Τέρμε τσάι).
Το κλίμα των παραλίων με την πλουσιότατη βλάστηση είναι υγρό και ομιχλώδες, ενώ αντίθετα των μεσογείων, Νότια του Παριάνδρου, είναι ηπειρωτικό. Τα προϊόντα της χώρας είναι: κρασί, δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, αραβοσίτι, οπωρικά (μήλα, αχλάδια, κεράσια, ροδάκινα, βερίκοκκα, δαμάσκηνα, βύσσινα, λεπτοκάρυα), όσπρια, καπνά, ψάρια, αλίπαστα και κυρίως ξυλεία, λόγω των απέραντων δασών που υπάρχουν στην περιοχή. Αξιόλογος είναι και ο πλούτος του υπεδάφους, που εγκλείει κοιτάσματα άνθρακα, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου και αργύρου. Από τους αρχαίους χρόνους τα μεταλλεία αποτελούσαν τον κυριότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο των κατοίκων της περιοχής.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Πόντο, χρησιμοποίησαν τους Έλληνες για την εξόρυξη της μεταλλοφόρας γης, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν την ειδικότητα αυτή, και έτσι εξηγείται η παροχή προνομίων στους μεταλλουργούς. Ονομαστά ήταν τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας, η οποία από τον 16ο αιώνα και εξής έγινε το καταφύγιο των διωκομένων Χριστιανών. Από όλα τα μέρη του Πόντου κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν τις πιέσεις των Τούρκων. Κέντρο των μεταλλευτικών εργασιών ήταν το σαντζάκιο (διοίκηση) Γκιουμουσχανέ (=οίκος αργύρου, αργυρείο), που και σήμερα ακόμα αποτελεί τον ομώνυμο νομό (βιλαγέτ) της σύγχρονης Τουρκίας. Το Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) είναι πόλη βρίσκεται 122 χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας.
Από τον 18ο αιώνα, όταν εξαντλούνταν τα μεταλλεία στην περιοχή της Αργυρούπολης, οι κάτοικοι άρχισαν να μεταναστεύουν και να αναζητούν άλλες μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου ή έξω από αυτόν. Έτσι εξελληνίστηκαν όχι μόνο οι παραλιακές περιοχές των Κοτυώρων (Ορντού) και της Σαμψούντας, αλλά και περιφέρειες έξω από τον Πόντο, όπως αυτές του Ικονίου, της Άγκυρας, Ακ-νταγκ-μαντενί, του Μπουλγκάρ-μαντενί, ακόμα και μέχρι το Ντιαρμπεκίρ προς τα Ανατολικά και της Νικομήδειας και της Προύσας προς τα Δυτικά. Τον 19ο αιώνα οι μεταλλουργικές εργασίες του Πόντου παραμελήθηκαν από την τότε τουρκική κυβέρνηση, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν και άρχισε ο διωγμός των κρυπτοχριστιανών του Ακ-νταγκ. Τα τελευταία όμως χρόνια η εκμετάλευση των μεταλλείων αναπτύχθηκε σημαντικά και μετά την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, κατά την οποία όλοι οι Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Χώρα ορεινή, ο Πόντος, διατέμνεται κατά μήκος από την οροσειρά του Παριάνδρου (στα τουρκικά Μπαρχάλ νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και αποτελεί διαχωριστική γραμμή του Παραλιακού από τον Μεσογειακό Πόντο. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, μικρούς και μεγάλους, όπως ο Άλυς (στα τουρκικά Κιζίλ-ιρμάκ), ο Ίρις (τουρκικά Γεσίλ-ιρμάκ, δηλαδή πράσινος ποταμός), ο Δαφνοπόταμος (τουρκικά Ντεγιρμέν ντερεσί, ο Πυξίτης των αρχαίων Ελλήνων), ο Λύκος (τουρκικά Κελκίτ-ιρμάκ) και οι παραπόταμοί τους, όπως κι άλλοι μικρότεροι ποταμοί, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Φάσις, ΒΑ παραμεθόριος ποταμός της Μικράς Ασίας προς την Κολχίδα και ο γνωστός από το μύθο των Αμαζόνων ποταμός Θερμώδων (τουρκικά Τέρμε τσάι).
Το κλίμα των παραλίων με την πλουσιότατη βλάστηση είναι υγρό και ομιχλώδες, ενώ αντίθετα των μεσογείων, Νότια του Παριάνδρου, είναι ηπειρωτικό. Τα προϊόντα της χώρας είναι: κρασί, δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, αραβοσίτι, οπωρικά (μήλα, αχλάδια, κεράσια, ροδάκινα, βερίκοκκα, δαμάσκηνα, βύσσινα, λεπτοκάρυα), όσπρια, καπνά, ψάρια, αλίπαστα και κυρίως ξυλεία, λόγω των απέραντων δασών που υπάρχουν στην περιοχή. Αξιόλογος είναι και ο πλούτος του υπεδάφους, που εγκλείει κοιτάσματα άνθρακα, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου και αργύρου. Από τους αρχαίους χρόνους τα μεταλλεία αποτελούσαν τον κυριότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο των κατοίκων της περιοχής.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Πόντο, χρησιμοποίησαν τους Έλληνες για την εξόρυξη της μεταλλοφόρας γης, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν την ειδικότητα αυτή, και έτσι εξηγείται η παροχή προνομίων στους μεταλλουργούς. Ονομαστά ήταν τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας, η οποία από τον 16ο αιώνα και εξής έγινε το καταφύγιο των διωκομένων Χριστιανών. Από όλα τα μέρη του Πόντου κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν τις πιέσεις των Τούρκων. Κέντρο των μεταλλευτικών εργασιών ήταν το σαντζάκιο (διοίκηση) Γκιουμουσχανέ (=οίκος αργύρου, αργυρείο), που και σήμερα ακόμα αποτελεί τον ομώνυμο νομό (βιλαγέτ) της σύγχρονης Τουρκίας. Το Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) είναι πόλη βρίσκεται 122 χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας.
Από τον 18ο αιώνα, όταν εξαντλούνταν τα μεταλλεία στην περιοχή της Αργυρούπολης, οι κάτοικοι άρχισαν να μεταναστεύουν και να αναζητούν άλλες μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου ή έξω από αυτόν. Έτσι εξελληνίστηκαν όχι μόνο οι παραλιακές περιοχές των Κοτυώρων (Ορντού) και της Σαμψούντας, αλλά και περιφέρειες έξω από τον Πόντο, όπως αυτές του Ικονίου, της Άγκυρας, Ακ-νταγκ-μαντενί, του Μπουλγκάρ-μαντενί, ακόμα και μέχρι το Ντιαρμπεκίρ προς τα Ανατολικά και της Νικομήδειας και της Προύσας προς τα Δυτικά. Τον 19ο αιώνα οι μεταλλουργικές εργασίες του Πόντου παραμελήθηκαν από την τότε τουρκική κυβέρνηση, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν και άρχισε ο διωγμός των κρυπτοχριστιανών του Ακ-νταγκ. Τα τελευταία όμως χρόνια η εκμετάλευση των μεταλλείων αναπτύχθηκε σημαντικά και μετά την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, κατά την οποία όλοι οι Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Στον Πόντο ζούσε ο πιο συμπαγής και πιο πυκνός ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι από τον πληθυσμό των 2.000.000 κατοίκων περίπου του Πόντου (1912-13), οι 450.000 ήταν Έλληνες. Κυριότερα αστικά κέντρα των περιφερειών του παραλιακού Πόντου, από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά, με έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, ήταν τα εξής: η Σινώπη, η Πάφρα, η Σαμψούντα, η Οινόη, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τρίπολη, η Τραπεζούντα, η Ριζούντα. Στον μεσογειακό Πόντο, η Αμάσια, η Τοκάτη,το Άκνταγ Μαντέν, η Σεβάστεια, η Νεοκαισάρεια, το Σεμπίν Καραχισάρ και η Αργυρούπολη. Σήμερα, μετά από την εξολόθρευση των Αρμενίων και τη φυγή των Ελλήνων στην Ελλάδα, έμεινα μόνον οι Μουσουλμάνοι, που όμως δεν είναι ομοιογενείς (Τούρκοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κούρδοι, Τάταροι, Κιζιλμπάρηδες κπλ.). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι Δυτικά και Ανατολικά της Τραπεζούντας, στις περιοχές Τόνιας (Θοανίας) και Οφ (Όφεως), υπάρχουν μέχρι σήμερα οικισμοί με ελληνικά ονόματα στους οποίους κατοικούν ελληνόφωνοι Τούρκοι που μιλούν πολύ καθαρά την ποντιακή διάλεκτο. Όπως ομολογούν και οι ίδιοι, οι πρόγονοί τους εξισλαμίστηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα.
Εκκλησιαστικά, ο Πόντος ανήκε στις εξής 6 μητροπόλεις: Αμάσιας, Κολωνίας και Νικόπολης, Νεοκαισάρειας, Ροδόπολης, Τραπεζούντας, Χαλδίας και Χεριάνων.
Εκκλησιαστικά, ο Πόντος ανήκε στις εξής 6 μητροπόλεις: Αμάσιας, Κολωνίας και Νικόπολης, Νεοκαισάρειας, Ροδόπολης, Τραπεζούντας, Χαλδίας και Χεριάνων.
Πολύ νωρίς, και πριν τους ιστορικούς χρόνους ακόμα (Αργοναυτική εκστρατεία στην Κολχίδα), ο μεταλλευτικός πλούτος της περιοχής προσέλκυσε Έλληνες αποίκους τόσο από την κυρίως Ελλάδα, όσο και από τις ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο συστηματικός αποικισμός του Πόντου όμως άρχισε από τους Έλληνες τον 8ο αιώνα π.Χ. Οι Μιλήσιοι, από τη Μίλητο της Ιωνίας, ίδρυσαν την πρώτη αποικία στη Σινώπη, στην παραλία της Παφλαγονίας. Ύστερα από δεκαετίες, η Σινώπη αποίκισε στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, ενώ η Μίλητος ίδρυσε μια νέα αποικία, την Αμισό (Σαμψούντα). Οι ελληνικές πόλεις του Πόντου αρχικά ήταν ανεξάρτητες. Η καθεμία είχε δικό της πολίτευμα, κατά το πρότυπο της μητρόπολης. Κατά την ακμή της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι αποικίες αυτές είχαν υποταχθεί τυπικά στην Περσία, διατηρούσαν όμως την εσωτερική τους αυτονομία.
Ο Πόντος επί των Μιθριδρατών και ΡωμαίωνΜέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες κατείχαν μόνο τα παράλια. Στους μετέπειτα όμως χρόνους, άρχισαν να εξαπλώνονται στην ενδοχώρα. Οι λαοί που κατοικούσαν εκεί υπέκυψαν στην υπέρτερη δύναμη του ελληνικού στοιχείου κι εξελληνίστηκαν. Κατά την περίοδο των πολέμων μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, ο Μιθριδάτης που καταγόταν από Πέρσες ευγενείς, κατόρθωσε να ιδρύσει βασίλειο στην περιοχή του Πόντου, γι’ αυτό κι ονομάστηκε «Κτίστης» (301 π.Χ.), με αλληλοδιάδοχες πρωτεύουσες στην Αμάσια, τη Σινώπη και την Αμισό. Μετά από αυτόν βασίλευσαν οι ομώνυμοι διάδοχοί του (δυναστεία Μιθριδατών). Το βασίλειο έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα. Το κράτος του Πόντου εκτεινόταν από τη Βιθυνία μέχρι τον Κιμμέριο Βόσπορα (Κερτς) και είχε πληθυσμό κατά μεγάλο μέρος βαρβαρικό, που αποτελείτο από διάφορα φύλα που μιλούσαν 22 γλώσσες. Οι Ρωμαίοι όμως κατέλυσαν το κράτος του, το 65 π.Χ., μετά από μακρούς αγώνες (Μιθριδατικοί πόλεμοι), και κατέστησαν τον Πόντο ρωμαϊκή επαρχία, από την οποία παραχώρησαν μερικά τμήματα σε ντόπιους ηγεμόνες. Σιγά-σιγά όμως όλα τα τμήματα του Πόντου προσαρτήθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, και αποτέλεσαν μέρος της Γαλατίας.
Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και ο χριστιανισμός που απλώθηκε γρήγορα στον Πόντο, με τη βοήθεια των ελληνικών γραμμάτων, συνέβαλε στον πλήρη εξελληνισμό των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στο εσωτερικό της χώρας. Διοικητής της όλης επαρχίας, κατά την εποχή εκείνη ήταν ο διάσημος Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός Πλίνιος ο Νεώτερος.
Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και ο χριστιανισμός που απλώθηκε γρήγορα στον Πόντο, με τη βοήθεια των ελληνικών γραμμάτων, συνέβαλε στον πλήρη εξελληνισμό των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στο εσωτερικό της χώρας. Διοικητής της όλης επαρχίας, κατά την εποχή εκείνη ήταν ο διάσημος Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός Πλίνιος ο Νεώτερος.
Βυζαντινή περίοδοςΣτη βυζαντινή εποχή, κατά τη διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (8ος αιώνας), ο Πόντος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους, με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια (εκεί γεννήθηκε ο Μέγας Βασίλειος). Άλλη σπουδαία πόλη ήταν η Ευδοκιάς (Τοκάτη). Ο Πόντος αποτελείτο από τα θέματα της Κολωνίας με έδρα τη Νικόπολη, του Αρμενιακού που περιλάμβανε μέρος του Πόντου και της Μικρής Αρμενίας, όπως και της Χαλδίας, με έδρα την Τραπεζούντα, που επί Ιουστινιανού είχε οριστεί πρωτεύουσα του Πόντου. Αυτή, κατά τους μετέπειτα πολέμους του Βυζαντίου κατά των Περσών, ήταν η βάση των πολεμικών επιχειρήσεων. Πιο ανατολικά από αυτήν, η Ροιζούς (σήμερα τουρκικά Ριζέ), ήταν ο δεύτερος σταθμός εξόρμησης, που είχε οχυρωθεί με όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Ως ο κύριος λαός της περιοχής εμφανίζονται οι Λαζοί, που ανήκουν στη λεγόμενη ιβηρική ομοφυλία του Καυκάσου. Οι Λαζοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό επί Ιουστινιανού (6ο αιών). Λόγω της σπουδαιότητας των περιοχών του Πόντου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες παραχώρησαν σ’ αυτές μεγάλη διοικητική αυτονομία. Οι διοικητές του έφεραν τον τίτλο του Δούκα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμελιζόταν, ο Αλέξιος Α’ ο Μέγας Κομνηνός κατέλαβε με λίγους οπαδούς του την Τραπεζούντα. Ο λαός, βλέποντας τις πολιτικές μεταβολές που δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και επειδή φοβήθηκε νέους κινδύνους, χαιρέτησε τον Αλέξιο ως νόμιμο κληρονόμο του βυζαντινού κράτους. Έτσι ιδρύθηκε η «αυτοκρατορία» της Τραπεζούντας. Αυτό το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που επέζησε 257 χρόνια, καταλύθηκε το 1461 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Ο Πόντος επί Τουρκοκρατίας
Πρώτο αποτέλεσμα της άλωσης της Τραπεζούντας και της κατάκτησης του Πόντου από τους Τούρκους ήταν να ακολουθήσουν βίαιοι εξισλαμισμοί και διώξεις του ελληνικού στοιχείου. Έτσι, άρχισε η φυγή των κατοίκων από τα παράλια. Οι τόποι που έσφυζαν από ζωή ερημώθηκαν. Για να σωθούν οι Χριστιανοί κατέφυγαν στα δάση και στα βουνά. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας, όπου σιγά-σιγά αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο ομόθρησκο πληθυσμό. Άλλοι εγκαταστάθηκαν μετά από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από τις πρώτες σφαγές και λεηλασίες, ο σουλτάνος Μωάμεθ ζητούσε να προσελκύσει εποίκους από τις επαρχίες για να αυξήσει τον πληθυσμό της τότε πρωτεύουσας της Τουρκίας. Ο χριστιανικός όμως πληθυσμός του Πόντου μειώθηκε και από τους χριστιανούς εκείνους που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, θέλοντας να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους ή για να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς. Ακολούθησαν αιώνες θεληματικής αφάνειας, για να μη προκαλέσουν την προσοχή του κατακτητή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι Τούρκοι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι είχαν συμφέρον να ανέχονται τους Έλληνες, κυρίως για να έχουν φορολογικό υλικό και δεύτερον επειδή είχαν ανάγκη από επαγγελματίες και τεχνίτες.
Πρώτο αποτέλεσμα της άλωσης της Τραπεζούντας και της κατάκτησης του Πόντου από τους Τούρκους ήταν να ακολουθήσουν βίαιοι εξισλαμισμοί και διώξεις του ελληνικού στοιχείου. Έτσι, άρχισε η φυγή των κατοίκων από τα παράλια. Οι τόποι που έσφυζαν από ζωή ερημώθηκαν. Για να σωθούν οι Χριστιανοί κατέφυγαν στα δάση και στα βουνά. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας, όπου σιγά-σιγά αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο ομόθρησκο πληθυσμό. Άλλοι εγκαταστάθηκαν μετά από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από τις πρώτες σφαγές και λεηλασίες, ο σουλτάνος Μωάμεθ ζητούσε να προσελκύσει εποίκους από τις επαρχίες για να αυξήσει τον πληθυσμό της τότε πρωτεύουσας της Τουρκίας. Ο χριστιανικός όμως πληθυσμός του Πόντου μειώθηκε και από τους χριστιανούς εκείνους που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, θέλοντας να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους ή για να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς. Ακολούθησαν αιώνες θεληματικής αφάνειας, για να μη προκαλέσουν την προσοχή του κατακτητή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι Τούρκοι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι είχαν συμφέρον να ανέχονται τους Έλληνες, κυρίως για να έχουν φορολογικό υλικό και δεύτερον επειδή είχαν ανάγκη από επαγγελματίες και τεχνίτες.
Έτσι άρχισε να παρατηρείται κάποια πρόοδος στο εμπόριο, στα επαγγέλματα και τις τέχνες. Αλλά αυτή η σχετική ευημερία των Χριστιανών είχε σαν συνέπεια διωγμούς εκ μέρους των Τούρκων, λόγω πλεονεξίας και αρπακτικών διαθέσεων. Η κατάσταση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της τον 17ο αιώνα, όταν εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι ντερεμπέηδες, ανυπότακτοι τιμαριούχοι, που εξεγείρονταν όχι μόνο κατά της σουλτανικής εξουσίας, αλλά καταδυνάστευαν και τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό και άρχισε πάλι η μετανάστευση τους στη Ρωσία και Μολδοβλαχία και ο εξισλαμισμός. Τέτοιοι αρνησίθρησκοι ήταν οι Έλληνες της περιοχής του Όφι, οι Οφίτες, που μέχρι και τον περασμένο αιώνα διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα, ακόμα και τα ελληνικά ονόματα των χωριών, τα πατροπαράδοτα έθιμα και μερικές συνήθειες της χριστιανικής θρησκείας. Παρατηρήθηκε επίσης ότι, στις περιφέρειες όπου υπήρχαν μοναστήρια, οι Έλληνες έμειναν πιστοί στη θρησκεία των προγόνων τους, παρά τα δεινά της δουλείας. Οι κατακτητές σεβάστηκαν τα θρησκευτικά ιδρύματα όπου έβρισκαν άσυλο οι Χριστιανοί. Τέτοια μοναστήρια ήταν: Παναγίας Σουμελά, Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστεριώτη, Αγίου Ιωάννη Γουντουρά, Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά και Παναγίας Γουμερά.
Εκτός από τους Έλληνες που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους, υπήρχαν και αυτοί που φαινομενικά ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, για να αποφύγουν τους διωγμούς, στην πραγματικότητα όμως διατηρούσαν τη χριστιανική πίστη. Ήταν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι ποντιακά λέγονταν κλωστοί ή γυριστοί. Αυτοί στα μεν χωριά με μικτό ή αμιγή πληθυσμό ήταν γνωστοί στους κατοίκους ομόθρησκούς τους, ενώ στις πόλεις έκρυβαν τη χριστιανική τους θρησκεία και από τους Χριστιανούς. Μόνο ο αρχιερέας τους γνώριζε και μέσω αυτού και μερικοί έμπιστοι ιερείς, δια των οποίων οι κρυφοί αυτοί Χριστιανοί ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Όταν η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι, για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στις χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να διακηρύξει μερικές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και κυρίως ανεξιθρησκεία, οι πιο πολλοί κρυπτοχριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να διακηρύξουν την αληθινή τους θρησκεία. Αυτό όμως ξεσήκωσε τον τουρκικό φανατισμό. Επειδή ούτε οι σκοτωμοί ούτε οι παραπειστικές ενέργειες είχαν αποτέλεσμα, οι τουρκικές αρχές άρχισαν διωγμούς και αντεκδικήσεις. Από το 1856, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να ξεχάσει τις υποσχέσεις της για ανεξιθρησκεία. Δεν αναγνώρισε τους κρυπτοχριστιανούς ως Έλληνες, αλλά τους δεχόταν ως Χριστιανούς στο θρήσκευμα, αλλά Τούρκους στην εθνικότητα, και τους ονόμαζε «τενεσούρ», δηλαδή αρνησίθρησκουςμουσουλμάνους και τους κατέγραψε με δύο ονόματα, ένα τούρκικο και ένα χριστιανικό, θέλοντας έτσι να τους υποχρεώνει στη στρατιωτική θητεία, από την οποία απαλλάσσονταν γενικά οι Χριστιανοί έναντι χρηματικού ποσού. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε κατά καιρούς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρις ότου, όταν αποκαταστάθηκε το Σύνταγμα στην Τουρκία και επακτάθηκε η στρατιωτική θητεία και στους Χριστιανούς, έπαψε να υπάρχει ζήτημα κρυπτοχριστιανών.
Ανεξάρτητα όμως απ’ το ζήτημα αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου άρχισαν κάπως να προοδεύουν μετά την έστω και ατελή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Υψηλής Πύλης επί Αβδούλ Μετζίτ Α’, όπως το Χάττι-σερίφ (1839) και το Χάττι-χουμαγιούν (1856) που αναγνώρισαν ισοπολιτεία στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διασφάλιζαν τη θρησκευτική ελευθερία, την περιουσία και την τιμή, εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ακμής και για τους Έλληνες του Πόντου. Δραστήριοι, φιλοπρόοδοι και εργατικοί όπως ήταν, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στην εμπορική και οικονομική κίνηση του τόπου τους. Και όταν μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) αναπτύχθηκε η ατμοπλοΐα στον Εύξεινο πόντο, η Τραπεζούντα έγινε και πάλι κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου προς τη Μεσοποταμία (Ιράκ) και την Περσία. Δεύτερη ερχόταν η Αμισός (Σαμψούντα) ως επίνειο της Καππαδοκίας και τρίτη η Κερασούντα, λιμάνι της επαρχίας της Κολωνίας. Στη Σαμψούντα προσελκύστηκαν πολλοί Έλληνες από την Καισάρεια κι άλλες πόλεις και χωριά της Καππαδοκίας, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη.
Εκτός από τους Έλληνες που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους, υπήρχαν και αυτοί που φαινομενικά ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, για να αποφύγουν τους διωγμούς, στην πραγματικότητα όμως διατηρούσαν τη χριστιανική πίστη. Ήταν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι ποντιακά λέγονταν κλωστοί ή γυριστοί. Αυτοί στα μεν χωριά με μικτό ή αμιγή πληθυσμό ήταν γνωστοί στους κατοίκους ομόθρησκούς τους, ενώ στις πόλεις έκρυβαν τη χριστιανική τους θρησκεία και από τους Χριστιανούς. Μόνο ο αρχιερέας τους γνώριζε και μέσω αυτού και μερικοί έμπιστοι ιερείς, δια των οποίων οι κρυφοί αυτοί Χριστιανοί ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Όταν η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι, για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στις χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να διακηρύξει μερικές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και κυρίως ανεξιθρησκεία, οι πιο πολλοί κρυπτοχριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να διακηρύξουν την αληθινή τους θρησκεία. Αυτό όμως ξεσήκωσε τον τουρκικό φανατισμό. Επειδή ούτε οι σκοτωμοί ούτε οι παραπειστικές ενέργειες είχαν αποτέλεσμα, οι τουρκικές αρχές άρχισαν διωγμούς και αντεκδικήσεις. Από το 1856, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να ξεχάσει τις υποσχέσεις της για ανεξιθρησκεία. Δεν αναγνώρισε τους κρυπτοχριστιανούς ως Έλληνες, αλλά τους δεχόταν ως Χριστιανούς στο θρήσκευμα, αλλά Τούρκους στην εθνικότητα, και τους ονόμαζε «τενεσούρ», δηλαδή αρνησίθρησκουςμουσουλμάνους και τους κατέγραψε με δύο ονόματα, ένα τούρκικο και ένα χριστιανικό, θέλοντας έτσι να τους υποχρεώνει στη στρατιωτική θητεία, από την οποία απαλλάσσονταν γενικά οι Χριστιανοί έναντι χρηματικού ποσού. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε κατά καιρούς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρις ότου, όταν αποκαταστάθηκε το Σύνταγμα στην Τουρκία και επακτάθηκε η στρατιωτική θητεία και στους Χριστιανούς, έπαψε να υπάρχει ζήτημα κρυπτοχριστιανών.
Ανεξάρτητα όμως απ’ το ζήτημα αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου άρχισαν κάπως να προοδεύουν μετά την έστω και ατελή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Υψηλής Πύλης επί Αβδούλ Μετζίτ Α’, όπως το Χάττι-σερίφ (1839) και το Χάττι-χουμαγιούν (1856) που αναγνώρισαν ισοπολιτεία στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διασφάλιζαν τη θρησκευτική ελευθερία, την περιουσία και την τιμή, εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ακμής και για τους Έλληνες του Πόντου. Δραστήριοι, φιλοπρόοδοι και εργατικοί όπως ήταν, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στην εμπορική και οικονομική κίνηση του τόπου τους. Και όταν μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) αναπτύχθηκε η ατμοπλοΐα στον Εύξεινο πόντο, η Τραπεζούντα έγινε και πάλι κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου προς τη Μεσοποταμία (Ιράκ) και την Περσία. Δεύτερη ερχόταν η Αμισός (Σαμψούντα) ως επίνειο της Καππαδοκίας και τρίτη η Κερασούντα, λιμάνι της επαρχίας της Κολωνίας. Στη Σαμψούντα προσελκύστηκαν πολλοί Έλληνες από την Καισάρεια κι άλλες πόλεις και χωριά της Καππαδοκίας, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη.
Και η πνευματική ανάπτυξη των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου ήταν αυτήν την εποχή αξιοσημείωτη. Ήδη από τον 18ο αιώνα άκμαζε στην Τραπεζούντα το ομώνυμο «Φροντιστήριο», που εξελίχθηκε σε τέλειο γυμνάσιο. Όμοιο με 3 τάξεις γυμνασίου (τετρατάξιο) ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στην Αργυρούπολη της Χαλδίας, και πλήρες γυμνάσιο στην Αμισό και ημιγυμνάσιο στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα και τη Σινώπη. Η πρόοδος συνεχίστηκε και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, μέχρι το 1909, όταν παγιώθηκε το νεοτουρκικό καθεστώς κι άρχισε τους διωγμούς και τον πόλεμο κατά του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη την Τουρκία, και ειδικά στον Πόντο.
Τελευταίος σταθμός της προόδου υπήρξε η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος (1914) αποτέλεσαν ορόσημο των δεινών του ελληνισμού του Πόντου. Η συστηματικά επιδιωκόμενη εξόντωση των Ελλήνων εντάθηκε ιδίως στις παραμονές και στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ήδη απ’ τις αρχές του 1914 άρχισε με εντολή του Κεντρικού Κομιτάτου των Νεότουρκων, που είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη, ο εμπορικός αποκλεισμός κατά του ελληνικού εμπορίου, τον οποίον όμως ματαίωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι έμποροι της Τραπεζούντας, επειδή φοβήθηκαν αντίποινα των ελληνικών εμπορικών και τραπεζικών οίκων σε περίπτωση αλλαγής καθεστώτος. Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος, οι Τούρκοι, με υποκίνηση των Γερμανών και με το πρόσχημα της ασφάλειας των παραλίων, οι Τούρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν τους ομαδικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων προς το εσωτερικό της χώρας.
Τότε συνέβηκαν και οι εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων σ’ όλη τη Μικρά Ασία και στον Πόντο – στη διάρκεια των οποίων ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος καθώς και πολλοί πρόκριτοι Έλληνες έκαναν πολλές ενέργειες για να σώσουν όσουν Αρμένιους μπορούσαν. Όταν δε πλησίαζε η 16η Απριλίου 1916 για την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό, ο Τούρκος γενικός διοικητής (βαλής) αναχώρησε και άφησε τη διοίκηση της περιοχής σε μια προσωρινή μικτή κυβέρνηση υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Στις 18 Απριλίου οι Ρώσοι προέλασαν από ανατολικά μέσω ξηράς έως την Αργυρούπολη και εισήλθαν στην Τραπεζούντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της επαρχίας αυτής μερίμνησε, να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη, αλλά να σχηματιστεί σιγά-σιγά ένα αυτόνομο κράτος, που να διοικείται από Έλληνες και Μουσουλμάνους.
Τότε συνέβηκαν και οι εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων σ’ όλη τη Μικρά Ασία και στον Πόντο – στη διάρκεια των οποίων ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος καθώς και πολλοί πρόκριτοι Έλληνες έκαναν πολλές ενέργειες για να σώσουν όσουν Αρμένιους μπορούσαν. Όταν δε πλησίαζε η 16η Απριλίου 1916 για την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό, ο Τούρκος γενικός διοικητής (βαλής) αναχώρησε και άφησε τη διοίκηση της περιοχής σε μια προσωρινή μικτή κυβέρνηση υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Στις 18 Απριλίου οι Ρώσοι προέλασαν από ανατολικά μέσω ξηράς έως την Αργυρούπολη και εισήλθαν στην Τραπεζούντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της επαρχίας αυτής μερίμνησε, να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη, αλλά να σχηματιστεί σιγά-σιγά ένα αυτόνομο κράτος, που να διοικείται από Έλληνες και Μουσουλμάνους.
Μετά τη Ρωσική επανάσταση, οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο ρωσικός στρατός δεν επρόκειτο να πολεμήσει και εξαπέλυσαν κατά της Τραπεζούντας στίφη άτακτων «Τσέτηδων», τους οποίους αντιμετώπισαν με επιτυχία τα ελληνικά χωριά της Τραπεζούντας. Πολλοί ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα που εγκατέλειπαν τον Πόντο το 1917 και μετανάστευσαν στη Ρωσία. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, οι τουρκικές αρχές εγκαταστάθηκαν και πάλι. Όταν, τέλος, τον Οκτώβριο του 1918 έγινε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας, η Εκκλησία του Πόντου, που πίστεψε στις υποσχέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την Αγγλία και την Αμερική, άρχισε να ελπίζει για μια καλύτερη τύχη του ελληνικού λαού του Πόντου. Στις αρχές του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος κλήθηκε στο Παρίσι για να εργαστεί μαζί με μια επιτροπή από αντιπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση των πόθων του Ελληνισμού. Η επιτροπή δεν απέκλειε τη συνδιοίκηση του Πόντου από Έλληνες και Μουσουλμάνους της χώρας, όπως και συνεργασία του Πόντου με την τότε Αρμενία (σχέδιο που τελικά απέτυχε) υπό μορφή ομοσπονδίας. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβριο του 1919, δεν αρνήθηκε να διαπραγμματευθεί με Τούρκους γνώριμούς του, την αυτονομία του Πόντου με ισοτιμία Ελλήνων και Μουσουλμάνων, υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Οι όροι της συνεννόησης αυτής, που γινόταν με την έγκριση και του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλουπροέβλεπαν ότι: 1) Στην Τουρκία, που θα απέμενε μετά την ειρήνη, θα γινόταν δεκτή η «εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών, 2) θα δινόταν ελευθερία στην ανάπτυξη των κοινοτήτων, 3) οι δίκες για προσωπικές υποθέσεις θα υπάγονταν στο αρμόδιο δικαστήριο κάθε κοινότητας, 4) τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια θα απαρτίζονταν κατά το ήμισυ από Μουσουλμάνους και κατά το ήμισυ από Έλληνες, 5) η εκλογή των βουλευτών θα γινόταν αναλογικά κλπ.
Τον Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος, αφού επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Γεωργίας κι από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας, κι ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε, τον Ιανουάριο του 1920, με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για Ποντο-Αρμενική Ομοσπονδία που ακολούθησε η σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας, κατά την οποία ελληνικά στρατεύματα, που θα αποβιβάζονταν στην Τραπεζούντα, θα προέλευναν μέχρι το Ερζιντζάν και Ερζερούμ, για την προστασία των Έλληνων του Πόντου και για να αντιμετωπίσουν κάθε κινδύνο που θα προερχόταν από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ ο αρμενικός στρατός θα βοηθούσε στα σύνορα του Καυκάσου και στο Ερζερούμ.
Τον Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος, αφού επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Γεωργίας κι από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας, κι ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε, τον Ιανουάριο του 1920, με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για Ποντο-Αρμενική Ομοσπονδία που ακολούθησε η σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας, κατά την οποία ελληνικά στρατεύματα, που θα αποβιβάζονταν στην Τραπεζούντα, θα προέλευναν μέχρι το Ερζιντζάν και Ερζερούμ, για την προστασία των Έλληνων του Πόντου και για να αντιμετωπίσουν κάθε κινδύνο που θα προερχόταν από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ ο αρμενικός στρατός θα βοηθούσε στα σύνορα του Καυκάσου και στο Ερζερούμ.
Όλα αυτά τα ματαίωσε η στάση των Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων, που άφησαν καθηλωμένο για μήνες τον ελληνικό στρατό, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, και ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον Μουσταφά Κεμάλ να οργανώσει το στρατό του, για να μη πραγματοποιηθεί ο διαμελισμός της Τουρκίας που είχαν υπογράψει με τη συνθήκη των Σεβρών, εξαπατώντας έτσι τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τους Αρμένιους και τους Κούρδους. Στο μεταξύ ο αρμενικός στρατός προσπάθησε να δράσει μόνος του προελαύνοντας προς το Ερζερούμ, αλλά συντρίφτηκε από τη στρατιά του Κιαζίμ Καρά Μπεκίρ πασά, κατά τις μάχες που διεξήχθηκαν από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο του 1920. Οι Αρμένιοι, που έμειναν μόνοι τους, τη νύχτα της 2 Δεκεμβρίου αναγκάστηκαν να υπογράψουν με την κυβέρνηση του Κεμάλ τη συνθήκη του Γκιουμρού, κατά την οποία η Αρμενία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους Τούρκους τις περιοχές του Καρς και του Αρνταχάν, που είχαν κατακτήσει οι Ρώσοι κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, την εκχώρηση των οποίων στην Τουρκία δήλωσε ότι αναγνωρίζει και η Σοβιετική κυβέρνηση τον Μάιο του 1953.
Ενώ αυτά συνέβαιναν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τις 2 Αυγούστου 1919 στον Καύκασο και την Τουρκία επιτροπή για τη μελέτη της όλης κατάστασης και της δυνατότητας να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» για την Αρμενία και τον Πόντο. Η επιτροπή περιόδευσε τον Καύκασο, τον Πόντο και άλλες ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και αργότερα πήγε στο Σιβάζ (Σεβάστεια), όπου συνομίλησε με τον Κεμάλ, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του ανέπτυξε στον πρόεδρο της επιτροπής στρατηγό Τζέιμς Χάρμπορντ τους σκοπούς και την οργάνωση του κινήματός του. Σχεδόν ταυτόχρονα οι Άγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Μερζιφούν (του Πόντου), και μετά από λίγο εκκένωναν και τη Σαμψούντα και εκδήλωναν φιλία προς τον Κεμάλ.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης της κατάστασης στη Μικρά Ασία ήταν οι εξοντωτικοί διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις του Πόντου και ο αγώνας για την εξόντωση των Ποντίων που είχαν καταφύγει στα βουνά. Οι κακουχίες από τους διωγμούς και τις ομαδικές σφαγές αποδεκάτισαν τον ελληνισμό του Πόντου: περίπου 200.000 υπολογίστηκε ότι ήταν τα θύματα. Οι Πόντιοι που απέμειναν μετά από τους διωγμούς εκείνους, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες, κατέφυγαν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης της 30ης Ιανουαρίου του 1923 περί αμοιβαίας ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Από τους Πρόσφυγες του Πόντου οι μεν αστικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα, την Ξάνθη και σε μερικές άλλες πόλεις, ενώ οι γεωργικοί κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία, διατηρώντας αλησμόνητη την ανάμνηση των ιστορικών αυτών εστιών.
Ενώ αυτά συνέβαιναν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τις 2 Αυγούστου 1919 στον Καύκασο και την Τουρκία επιτροπή για τη μελέτη της όλης κατάστασης και της δυνατότητας να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» για την Αρμενία και τον Πόντο. Η επιτροπή περιόδευσε τον Καύκασο, τον Πόντο και άλλες ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και αργότερα πήγε στο Σιβάζ (Σεβάστεια), όπου συνομίλησε με τον Κεμάλ, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του ανέπτυξε στον πρόεδρο της επιτροπής στρατηγό Τζέιμς Χάρμπορντ τους σκοπούς και την οργάνωση του κινήματός του. Σχεδόν ταυτόχρονα οι Άγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Μερζιφούν (του Πόντου), και μετά από λίγο εκκένωναν και τη Σαμψούντα και εκδήλωναν φιλία προς τον Κεμάλ.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης της κατάστασης στη Μικρά Ασία ήταν οι εξοντωτικοί διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις του Πόντου και ο αγώνας για την εξόντωση των Ποντίων που είχαν καταφύγει στα βουνά. Οι κακουχίες από τους διωγμούς και τις ομαδικές σφαγές αποδεκάτισαν τον ελληνισμό του Πόντου: περίπου 200.000 υπολογίστηκε ότι ήταν τα θύματα. Οι Πόντιοι που απέμειναν μετά από τους διωγμούς εκείνους, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες, κατέφυγαν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης της 30ης Ιανουαρίου του 1923 περί αμοιβαίας ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Από τους Πρόσφυγες του Πόντου οι μεν αστικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα, την Ξάνθη και σε μερικές άλλες πόλεις, ενώ οι γεωργικοί κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία, διατηρώντας αλησμόνητη την ανάμνηση των ιστορικών αυτών εστιών.
Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της ελληνικής γλώσσας, που διασώζει και διατηρεί μερικά λείψανα και γραμματικούς τύπους της αρχαίας Ιωνικής διαλέκτου, καθώς και πολλά αρχαϊκά και μεσαιωνικά (βυζαντινά) στοιχεία, και μπορεί από την άποψη αυτή να συγκριθεί με την Τσακωνική διάλεκτο που την μιλούν στην Κυνουρία της Αρκαδίας. Η διατήρηση αρχαίων τύπων και λέξεων, από τις οποίες πολλές δεν βρίσκονται σε καμιά άλλη ελληνική διάλεκτο, οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της απόκεντρης γεωγραφικής θέσης του Πόντου, η λαλιά του, που αποχωρίσθηκε από τη γλώσσα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου, τράπηκε σε ξεχωριστή εξέλιξη, χωρίς να υποστεί πολύ τις αλλοιώσεις και παραλαγές, που μετέβαλαν τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα. Την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν διαδεδομένη περίπου σε 800 χωριά, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), μεταξύ Σινώπης στα Δυτικά και της Ριζούντας στα Ανατολικά. Τη μιλούσαν ακόμα οι Έλληνες της νότιας και ΝΑ Ρωσίας. Η ποντιακή μιλιέται από τους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1923, όσους Πόντιους έμειναν στην Τουρκία, τους ελληνόφωνους Τούρκους και από τους Πόντιους της Ρωσίας. Μπορεί να χωριστεί σε 3 ομάδες: τα οινουντιακά (ποντιακά της Δύσης), τα τραπεζουντιακά (ποντιακά της Ανατολής) και τα χαλδιώτικα (των ΝΑ περιοχών). Η λεπτομερής ανάλυση της φωνητικής καθώς και των γλωσσικών στοιχείων της Ποντιακής, που απασχόλησαν ειδικά τόσο τους δικούς μας όσο και τους ξένους γλωσσολόγους, φεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.
Στη φωνηεντική, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (α) Διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως e: νύφε < νύφη, άκλερος < άκληρος, ανόετος < ανόητος, ανοεσία < ανοησία. (β) Τα συμπλέγματα ία και eo με άτονο ι συναιρέθηκαν σε ä, ö: κορίτζä < κορίτσι, σπέλöν < σπήλαιο. Αν τονίζονται τα ι, e, τα συμπλέγματα ία, eα κλπ. μένουν ασυνίζητα: καρδία, παντρεία, βασιλέας. (γ) Διατηρείται το τελικό ν (όπως και στα Κυπριακά) στα δευτερόκλιτα ουδέτερα: άλογον, ξύλον, δένδρον, βούδιν, εγγόνιν, παιδίν, από τα οποία το ν επεκτάθηκε και στα τριτόκλιτα ουδέτερα: χώμαν, στόμαν, γάλαν, γράμμαν, πείσμαν. (δ) Το χ προφέρται σαν παχύ σ πριν από ε, ζ: έσει < έχει, βέσετε < βήχετε. (ε) Τροπή του σφσε σπ: σπίγγω < σφίγγω, σπιντόνα < σφεντόνα. (στ) Αποβολή του τ στα εμπρόθετα άρθρα στα, στον κλπ.: ση μάναν, σα κλαδία. (ζ) Η δίφθογγος «αυ» προφέρεται αναλυμένη «αου». Λένε π.χ. οι Πόντιοι: ατός < αυτός, άλλοτε όμως το «αυτός» το προφέρουν αούτος (που ίσως να είναι το ούτος).
Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (1) Η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας. (2) Τα έναρθρα αρσενικά σε –ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε –ον: ο λύκον, ο διάβολον. (3) Η κατάληξη του παρατατικού –(ι)να: εχτίζ(ι)να < έχτιζα, και του παθητικού αορίστου σε –θα(στην αρχαία –θην), αντί του κοινού –κα: εκοιμήθα < κοιμήθηκα, εγεννέθα < γεννήθηκα, εφέρθα < φέρθηκα. (4) Η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε –κούμαι, –ίσκουμαι, –ίουμαι, και των σε –ώνω σε –ούμαι: γράφκουμαι < γράφομαι, ανακατούμαι < ανακατώνομαι. (5) Τα θηλυκά επίθετα σε –εσσα, –ισσα, –ιαινα: ασπρέσσα < άσπρη, αγριέσσα < άγρια, ασκεμέσσα < άσχημη, μεγάλισσα < μεγάλη, ανοιχτομάταινα < ανοιχτομάτα, αλλά και μετοχές: χτυπημένεσσα < χτυπημένη. (6) Η κατάληξη της γενικής των δευτερόκλιτων σε –ονος: τι κόσμονος < του κόσμου. (7) Η διάσωση της κατάληξης –ας, της αιτιατικής πληθυντικού των πρωτοκλίτων και τριτοκλίτων, αντί της κατάληξης –ες, που χρησιμοποιείται σήμερα: αυλάς < αυλές, ημέρας < ημέρες, γυναίκας < γυναίκες, μήνας< μήνες, φοράς < φορές. (8) Το μόριο κι (= δεν), από το ιωνικό ουκί. (9) Διασώζονται οι κτητικές αντωνυμίες τ’ εμόν, τ’ εσόν, τ’ εμέτερον, όπως άλλωστε σε διαλέκτους της Καππαδοκίας λένε τ’ ομό, το σο, το κείνου. (10) Διατηρούνται αρχαΐζοντες τύποι ρημάτων: πενητιώ < στερούμαι, σκωληκιώ < σκουληκιάζω, φτεριώ < φθείρω, και των μέσων ρημάτων σε –όομαι, –ούμαι, αντί του – ώνομαι: απλούμαι < απλώνομαι, πλερούμαι < πληρώνομαι, στεφανούμαι < στεφανώνομαι. (11) Η προστακτική του αορίστου σε –σον και –θετε (αρχαίο –θητι): βλάψον < βλάψε, κράξον < κράξε, ποίσον (ποίησον) < ποίησε, ευρέθετε < ευρεθείτε, φο(β)έθετε < φοβηθείτε. (12) Τα ενεργητικά και παθητικά απαρέμφατα: ανασκάψαι, ανασκαφτήναι, αναστέσναι (αναστηθήναι).
Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (1) Η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας. (2) Τα έναρθρα αρσενικά σε –ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε –ον: ο λύκον, ο διάβολον. (3) Η κατάληξη του παρατατικού –(ι)να: εχτίζ(ι)να < έχτιζα, και του παθητικού αορίστου σε –θα(στην αρχαία –θην), αντί του κοινού –κα: εκοιμήθα < κοιμήθηκα, εγεννέθα < γεννήθηκα, εφέρθα < φέρθηκα. (4) Η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε –κούμαι, –ίσκουμαι, –ίουμαι, και των σε –ώνω σε –ούμαι: γράφκουμαι < γράφομαι, ανακατούμαι < ανακατώνομαι. (5) Τα θηλυκά επίθετα σε –εσσα, –ισσα, –ιαινα: ασπρέσσα < άσπρη, αγριέσσα < άγρια, ασκεμέσσα < άσχημη, μεγάλισσα < μεγάλη, ανοιχτομάταινα < ανοιχτομάτα, αλλά και μετοχές: χτυπημένεσσα < χτυπημένη. (6) Η κατάληξη της γενικής των δευτερόκλιτων σε –ονος: τι κόσμονος < του κόσμου. (7) Η διάσωση της κατάληξης –ας, της αιτιατικής πληθυντικού των πρωτοκλίτων και τριτοκλίτων, αντί της κατάληξης –ες, που χρησιμοποιείται σήμερα: αυλάς < αυλές, ημέρας < ημέρες, γυναίκας < γυναίκες, μήνας< μήνες, φοράς < φορές. (8) Το μόριο κι (= δεν), από το ιωνικό ουκί. (9) Διασώζονται οι κτητικές αντωνυμίες τ’ εμόν, τ’ εσόν, τ’ εμέτερον, όπως άλλωστε σε διαλέκτους της Καππαδοκίας λένε τ’ ομό, το σο, το κείνου. (10) Διατηρούνται αρχαΐζοντες τύποι ρημάτων: πενητιώ < στερούμαι, σκωληκιώ < σκουληκιάζω, φτεριώ < φθείρω, και των μέσων ρημάτων σε –όομαι, –ούμαι, αντί του – ώνομαι: απλούμαι < απλώνομαι, πλερούμαι < πληρώνομαι, στεφανούμαι < στεφανώνομαι. (11) Η προστακτική του αορίστου σε –σον και –θετε (αρχαίο –θητι): βλάψον < βλάψε, κράξον < κράξε, ποίσον (ποίησον) < ποίησε, ευρέθετε < ευρεθείτε, φο(β)έθετε < φοβηθείτε. (12) Τα ενεργητικά και παθητικά απαρέμφατα: ανασκάψαι, ανασκαφτήναι, αναστέσναι (αναστηθήναι).
Η λύρα των Ποντίων (κεμεντζές) έχει μακρόστενο ηχείο (μήκος περίπου 50-60 cm και πλάτος στο μέσο περίπου 6-8 cm), διαθέτει τρεις χορδές (παλαιότερα μετάξινες ή εντέρινες, σήμερα από μέταλλο ή πλαστική ύλη), κουρδίζεται κατά τέταρτες καθαρές και παίζεται με καμπυλωτά δοξάρια. Κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα (μουριά, αχλαδιά, καρυδιά κ.α.). Είναι επίσης διαδεδομένη στους Τούρκους της περιοχής του Πόντου, στους Γεωργιανούς (Καύκασος) και σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας (Καππαδοκία). Ο κεμεντζετζής πατάει με τα ίδια δάκτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή όταν παίζει μια μελωδία. Έτσι αυτή συνοδεύεται από μια τέταρτη χαμηλότερα. Η πρωτόγονη αυτή αντιστικτική συνοδεία δεν αλλοιώνει το μονοφωνικό χαρακτήρα της ποντιακής λύρας και, γενικότερα, της ποντιακής μουσικής. Η ποντιακή λύρα παίζεται μόνη της, χωρίς συνοδεία άλλου οργάνου. Για λόγους ακουστικής, παίζουν δύο ή και τρεις λύρες μαζί, όταν συνοδεύουν χορούς σε πολυάριθμα γλέντια ή πανηγύρια.
Στην οικογένεια της λύρας του Πόντου ανήκουν δύο άλλοι τύποι: η λύρα της Καππαδοκίας(μεσαίου μεγέθους – περίπου 10-12 cm – και μεγαλύτερη από τη λύρα του Πόντου) και ο κεμανές, που παιζόταν επίσης στην Καππαδοκία και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (έχει μήκος 98 cm, πλάτος 12 cm και βάθος του ηχείου 9 cm). Ο κεμανές έχει 6 χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές. Κάτω από την ταστιέρα (τη γλώσσα) υπάρχουν άλλες 6 συμπαθητικές χορδές, οι οποίες δονούνται όταν παίζονται οι επάνω χορδές. Το κεφάλι είναι όπως αυτό του βιολιού και όχι τριγωνικό. Το ίδιο και τα κλειδιά.
Στην οικογένεια της λύρας του Πόντου ανήκουν δύο άλλοι τύποι: η λύρα της Καππαδοκίας(μεσαίου μεγέθους – περίπου 10-12 cm – και μεγαλύτερη από τη λύρα του Πόντου) και ο κεμανές, που παιζόταν επίσης στην Καππαδοκία και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (έχει μήκος 98 cm, πλάτος 12 cm και βάθος του ηχείου 9 cm). Ο κεμανές έχει 6 χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές. Κάτω από την ταστιέρα (τη γλώσσα) υπάρχουν άλλες 6 συμπαθητικές χορδές, οι οποίες δονούνται όταν παίζονται οι επάνω χορδές. Το κεφάλι είναι όπως αυτό του βιολιού και όχι τριγωνικό. Το ίδιο και τα κλειδιά.
Ποντιακοί χοροί
Είναι είδη χορών που έχουν την καταγωγή τους στις περιοχές του Πόντου. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), την οποίαν συνήθως παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμή ασκί (ασκομαντούρα) και τον ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι.
Είναι είδη χορών που έχουν την καταγωγή τους στις περιοχές του Πόντου. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), την οποίαν συνήθως παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμή ασκί (ασκομαντούρα) και τον ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι.
Ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός είναι η αέρα – από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα – που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χορεύουν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο, και με όπλα. Στην πρώτη στροφή οι χορευτές, πιασμένοι με τα χέρια υψωμένα, χορεύουν ομαλά. Στη δεύτερη στροφή, εκτελούν ρυθμικές κινήσεις μπροστά-πίσω με τα χέρια, ενώ σκύβουν κάνοντας μικρά κοφτά βήματα. Στην τρίτη στροφή ορθώνονται και αναπηδούν. Κατά τη διάρκεια της στροφής αυτής ένας χορευτής, συνήθως ο πρωοχορευτής, βγάζει κάθε τόσο μια πολεμική ιαχή. Η αέρα ονομάζεται και λάζικος χορός. Μικρές παραλλαγές της αποτελούν τα οφίτικο, σαρακοστιανό, αρδασσινό, της Κώστερες κ.α.Πολύ διαδεδομένος είναι και ο ομάλ, επίσης κυκλικός χορός, που χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Παραλλαγές του είναι οι ομάλ κερασουντέικος, ομάλ σαμψουντέικος ή κοτσιχτόν ομάλ και τραπεζουντέικος (με το τραγούδι Λεμόνα). Άλλος χορός είναι το τίκ, μονό (λαγκεφτόν) ή διπλό. Χορεύεται σε γραμμή ή σε κύκλο από γυναίκες και άντρες, κοντά ο ένας στον άλλον, με τους αγκώνες λυγισμένους προς τους ώμους. Άλλοι χοροί είναι οι τρυγόνα, είκοσι ένα, σερανίτσα ή ψευτοσέρα, κότσαρι, παϊπούτ, λετσίνα κ.α.