Η γαλλική λέξη “vulcanisateur” παράγεται από το ρήμα “vulcaniser”, από το αγγλικό “vulcanize”, που σημαίνει «εκτελώ βουλκανισμό», επεξεργάζομαι το καουτσούκ με θείο, με θειάφι, για να αποκτήσει ελαστικότητα και στεγανότητα.
Αυτή η χημική επεξεργασία λέγεται και θείωση του ελαστικού, στα γαλλικά “vulcanisation”, από το λατινικό “Vulcanus”, που είναι ο Ήφαιστος, αλλά και η φωτιά. Ομόρριζη με το “βουλκανιζατέρ” είναι και η λέξη “βολκάνο”, που σημαίνει ηφαίστειο.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.