Γράφει ο Γιώργος Μαντάς.
Μέρα πρώτη. Πάνω στην καρέκλα του γραφείου ξεκουράζονται τα άπλυτα ρούχα. Ο αφρός απ’ τον χθεσινό καφέ έχει ξεραθεί στο ποτήρι πλάι στο ποντίκι του υπολογιστή, δίπλα απ’ το γεμάτο με αποτσίγαρα τασάκι. Στο τραπέζι της κουζίνας μία πλαστική σακούλα δεσπόζει αρχοντικά. Είναι τα σκουπίδια απ’ τη χθεσινή παραγγελία, αναγκαστική επιλογή αφού δεν υπήρχε φαγητό έτοιμο.
Έχουν περάσει πέντε μέρες τώρα και τα άπλυτα έχουν ξεχειλίσει απ’ τον κάδο του πλυντηρίου, η σακούλα με τα αποφάγια έγιναν πλέον σακούλες και το γραφείο έχει γεμίσει με πράγματα που θέλουν πέταμα. Είναι ώρα για καφέ, αλλά δεν υπάρχει καθαρό ποτήρι. Μια παραγγελία θα δώσει και πάλι τη λύση.
Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που δεν είναι και τόσο ευχάριστες. Μια απώλεια, ένας χωρισμός που δε θέλαμε να έρθει, μια κακοτοπιά στη δουλειά, μια κακή στιγμή, ένα γεγονός ικανό να ρίξει την ψυχολογία πιο κάτω κι απ’ τα πατώματα. Σε ρίχνει τόσο που παγώνει κάθε σκέψη, ενέργεια κι όρεξη, έχοντας σαν αποτέλεσμα να μένουν όλα πίσω. Κι αναβάλλονται διαρκώς όλο και περισσότερα μέσα στην καθημερινότητα, τόσα που γίνονται πια αποπνικτικά.
Μέρα δέκατη τρίτη. Η τηλεόραση τόσες μέρες δουλεύει ασταμάτητα. Τα σκουπίδια έχουν αρχίσει και μυρίζουν. Το σπίτι έχει μετατραπεί σε απορριμματοφόρο απ’ τις σακούλες και τα πλαστικά ποτήρια με τους μισοτελειωμένους καφέδες, μπλούζα καθαρή δεν υπάρχει, ο νεροχύτης γεμάτος άπλυτα πιάτα κι οι τέσσερις τοίχοι γίνονται όλο και πιο στενοί.
«Άσ’ τα όπως είναι, θα τα μαζέψω αύριο, δεν έχω όρεξη τώρα, κι αύριο μέρα είναι». Κοντεύει μήνας κι οι βόλτες έχουν ακυρωθεί. Το πρόγραμμα δουλειά-σπίτι έχει γίνει πλέον αυστηρή καθημερινότητα. Μόνη συντροφιά εκείνη η αρνητική ψυχολογία που έχει ρημάξει κάθε σκέψη και τρώει λίγο-λίγο και το σώμα. Άχαρο κι άτονο, χωρίς ίχνος ενέργειας, περιφέρεται απ’ τον καναπέ του σαλονιού στο κρεβάτι, αναγκαστικά στη δουλειά και πάλι στην ίδια λούπα. Καναπές-τηλεόραση-κρεβάτι-δουλειά. Αυτή η ζωή έχει μπει σε κατάσταση χειμερίας νάρκης και δε λέει να βγει. Η αναβολή, της αναβολής, την αναβολή, ω αναβολή.
Δευτέρα και φεύγοντας για τη δουλειά παρατηρείς το χάος που αφήνεις πίσω σου. Συνειδητοποιείς πως αναβάλλεις συνεχώς τα πάντα εδώ κι ένα μήνα τώρα. Το σπίτι σου, τον εαυτό σου, τις υποχρεώσεις σου, τη δημιουργικότητά σου κι όλα αυτά εξαιτίας μια κακής ψυχολογίας. Σε έχει κατασπαράξει ο αρνητισμός σου, ζεις και ξαναζείς την ίδια μέρα σε επανάληψη, παθητικά, χωρίς να υπάρχεις ουσιαστικά πουθενά μέσα σε αυτή. Η αρνητική σου διάθεση επηρεάζει την καθημερινότητά σου χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι. Και για αυτήν την ψυχολογία ο μόνος υπεύθυνος είσαι εσύ. Όσο μαύρα κι αν φαίνονται όλα δίπλα σου, μια ζωή σαν θεατής δεν είναι ζωή.
Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να αλλάξεις αντίληψη, στάση ζωής. Ό,τι και να έγινε που σε επηρέασε τόσο αρνητικά, αντιμετώπισέ το με χαμόγελο και θάρρος. Γιατί θέλει θάρρος να πάρεις ένα άσχημο γεγονός που σε καταβάλει και να το αγκαλιάσεις, να του δώσεις το πένθος που του αρμόζει, αλλά να το αφήσεις στο παρελθόν, εκεί που ανήκει. Σαφώς, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δύσκολη είναι, αλλά αυτό δεν προδικάζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει.
Είναι σαν να οδηγείς και να κοιτάζεις μονίμως απ’ τον καθρέφτη προς τα πίσω. Θα τρακάρεις. Λίγες ματιές στο παρελθόν, στον καθρέφτη, είναι αναγκαίες κι ικανές να διασφαλίσουν ότι οδηγείς τη ζωή σου μπροστά με πλήρη έλεγχο -όσο έλεγχο μπορεί να έχει ένας οδηγός. Τα υπόλοιπα, τα εξωτερικά, τα μη ελεγχόμενα τα δίνει η ζωή κι απλά τα δέχεσαι.
Για να ξεκινήσεις να οδηγείς ξανά χρειάζεται να βάλεις πρώτη ταχύτητα. Σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, αφιέρωσε χρόνο στον εαυτό σου δημιουργικά. Τακτοποίησε τις δουλειές που έχεις αναβάλει, κάνε κάτι θετικό και μετά βάλε δευτέρα. Και θα τσουλήσει αυτό το όχημα που λέγεται «ζωή» πιο γρήγορα και πιο άνετα. Ένα χαμόγελο, μια καλή πράξη κι η ψυχολογία δε θα είναι πλέον αρνητική.
Κι αν παραμένει αρνητική και δε λέει να ξεκολλήσεις, βάλε και τρίτη και τετάρτη. Σε αυτή τη ζωή δεν ξέρεις πόσα καύσιμα έχεις. Για αυτό κοίτα να φτάσεις όσο πιο μακριά μπορείς. Άλλαξε την ψυχολογία σου ξεκινώντας από κάπου. Μην αναβάλεις τη ζωή σου, γιατί θα σε αναβάλει κι εκείνη!
Βάλε τέρμα το κασετόφωνο και ρόκαρε!