Ο μεγάλος φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ, που γεννήθηκε σαν σήμερα 22 Απριλίου 1724, είναι ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού που συνέδεσε πρώτος τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό τον 18ο αιώνα. Ξεκινώντας από την κριτική και την αμφισβήτηση της μεταφυσικής φιλοσοφίας έστρεψε το βλέμμα πέρα από την οντολογία, στην επιστημολογία. Το κέντρο για τον Καντ ήταν η γνώση.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα πόλη του και είχε γίνει αντικείμενο σχολιασμού για την εντυπωσιακή ακρίβειά του στις κοινωνικές συναναστροφές – υπόδειγμα αυτοπειθαρχίας και παραξενιάς. Χρηματοδότησε τις σπουδές του παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα και κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο.
Το 1749 προσπάθησε να λύσει μια μαθηματική αντιδικία μεταξύ οπαδών του Καρτέσιου και του Λάιμπνιτς με σχετικοποίηση των θέσεών τους. Το 1755 δημοσίευσε ανώνυμα μια θεωρία του για τη δημιουργία του πλανητικού μας συστήματος και για την ύπαρξη γαλαξιών πέρα από το δικό μας γαλαξία. Το ίδιο έτος αναγορεύεται Διδάκτωρ και Υφηγητής του πανεπιστημίου της Καινιξβέργης. Αποδίδει δε το δώρο της γνώσης στον άνθρωπο σε θεϊκή παρέμβαση.
Το έτος 1770 έγινε τακτικός καθηγητής της Λογικής και Μεταφυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και παράλληλα έκανε παραδόσεις στη Φυσική, Κοσμολογία, Ανθρωπολογία,Θεολογία και Γεωγραφία. Κάποια εποχή δίδασκε στο πανεπιστήμιο 36 ώρες την εβδομάδα. Μετά από μερικές μικρότερες δημοσιεύσεις του για θέματα Φυσικής και Μεταφυσικής, παρουσίασε σε τρία θεμελιώδη έργα την υπερβατολογική φιλοσοφία του: «Κριτική του καθαρού Λόγου» (Kritik der reinen Vernunft, 1781), «Κριτική του πρακτικού Λόγου» (Kritik der praksischen Vernunft, 1788) και «Κριτική της κριτικής Δύναμης» (Kritik der Urteilskraft, 1790).
O Immanuel Kant έφυγε από τη ζωή, στις 12 Φεβρουαρίου του 1804, αφήνοντας ημιτελή μια τέταρτη Κριτική. Σύμφωνα με ορισμένους, πίστευε ότι το σύστημά του ήταν ανολοκλήρωτο και είχε κενά.
Ο Καντ και η φιλοσοφία του
«Η ηθική δεν είναι το δόγμα που καθορίζει πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι, αλλά πώς να είμαστε άξιοι για να γίνουμε ευτυχισμένοι».
Η ηθική ουσιαστικά μπαίνει στη σφαίρα του καθολικού νόμου και η συναισθηματική της διάσταση μένει έτσι σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο.
Ο Καντ όρισε τον διαφωτισμό (Aufklarung), στο δοκίμιό του Was ist Aufklarung? (Τι είναι Διαφωτισμός;), ως την περίοδο που χαρακτηρίζεται από το γνωμικό στη λατινική γλώσσα, «Sapere aude!» («τολμήστε να είστε σοφός» ή «τόλμησε να γνωρίζεις»).
Sepere aude! ΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ ΣΟΥ! Αυτό είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού….Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας θεωρεί το βήμα της πνευματικής τόλμης επίπονο και επιπλέον πολύ επικίνδυνο… , όμως ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος, γιατί μετά από κάποιο πέσιμο θα μάθαινε να στέκεται στα πόδια του, αλλά το δήθεν πρόσχημα του πεσίματος, τρομοκρατεί και αποτρέπει από περαιτέρω προσπάθειες.“
Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την κατάσταση της πνευματικής αδυναμίας για την οποία είναι ο ίδιος υπαίτιος. Πνευματική αδυναμία σημαίνει ανικανότητα να χρησιμοποιήσει κανείς τη νόηση του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Υπαίτιος είναι ο άνθρωπος, όταν ο λόγος της αδυναμίας δεν είναι η έλλειψη νοημοσύνης, αλλά η αναποφασιστικότητα και η δειλία να χρησιμοποιήσει τη νόηση του χωρίς τη καθοδήγηση ενός άλλου.
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από την αυτόνομη σκέψη, απαλλαγμένη από τις υπαγορεύσεις και της προκαταλήψεις της έξωθεν πολιτικής εξουσίας. Το έργο του Καντ επέχει θέση συνδετικού κρίκου μεταξύ του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού, φιλοσοφικών ρευμάτων-παραδόσεων του 18ου αιώνα. Είχε, επιπροσθέτως, αποφασιστική επίδραση στο κίνημα του Ρομαντισμού και στη φιλοσοφία του Γερμανικού Ιδεαλισμού του 19ου αιώνα. Το έργο του αποτέλεσε επίσης σημείο εκκίνησης για πολλούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα.
Οι δύο αλληλένδετοι θεμέλιοι λίθοι αυτού που ο Καντ αποκαλούσε ως την «κριτική φιλοσοφία του» – την αντίστοιχη «Κοπερνίκεια επανάσταση», που ισχυριζόταν ότι συνέθεσε για τη φιλοσοφία – ήταν η Επιστημολογία (ή αλλιώς Θεωρία της γνώσης) του Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού και η ηθική φιλοσοφία περί της αυτονομίας της αιτιολογίας (reason). Αυτές τοποθετούσαν το ενεργό, έλλογο ανθρώπινο υποκείμενο στο κέντρο του κόσμου της γνώσης και της ηθικής (την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης).
Ο Καντ επηρεάστηκε από τον σκεπτικισμό και τον αγνωστικισμό του Χιουμ και έστρεψε την προσοχή του στην ανάλυση της υποκειμενικότητας. Θεωρεί ότι κάθε γνώση εξαρτάται από την εμπειρία, επειδή στηρίζεται στις αισθήσεις μας. Τα πράγματα καθ’ εαυτά, μας είναι άγνωστα και οι εικόνες τους παράγονται από τον εαυτό μας. Το πραγματικό ον είναι απρόσιτο σ’ εμάς, διότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι τα αισθητηριακά δεδομένα και όχι τα ίδια τα αντικείμενα. Προχωρά όμως τον συλλογισμό του παραπέρα, όσον αφορά στη γνώση, υποστηρίζοντας ότι το έλλογο καθεστώς του κόσμου, όπως η επιστήμη το αντιλαμβάνεται, δεν δύναται να θεωρηθεί απλώς και μόνο ως η τυχαία συσσώρευση αισθαντικών αντιλήψεων. Αντιθέτως είναι το αποτέλεσμα μιας «συνθετικής» λειτουργίας, βασιζόμενης σε κανόνες.
Επειδή λοιπόν τα αισθητηριακά δεδομένα (αναγκαία για να αρχίσει μια διαδικασία σύνθεσης) είναι ανεξάρτητα και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, για να αντιληφθεί ο άνθρωπος ένα αντικείμενο συνολικά και όχι μόνο τις επιμέρους ιδιότητές του, σχήμα, χρώμα, υφή κλπ., απαιτείται από τον άνθρωπο μια εσωτερική λογική (υπερβατολογική) επεξεργασία, κατά την οποία ενοποιούνται τα επιμέρους στοιχεία της εμπειρίας. Αυτή αποτελείται από την εννοιολογική συνένωση (unification) και ενσωμάτωση (integration) που πραγματοποιείται από τον νου μέσω εννοιών ή των «κατηγοριών της κατανόησης» που υπάρχουν στις αντιλήψεις μέσα στα πλαίσια του χώρου και χρόνου, που δεν είναι έννοιες, αλλά μορφές αισθαντικότητας, οι οποίες αποτελούν με τη σειρά τους απαραίτητους όρους για κάθε πιθανή καταγραφή εμπειρίας. Ως εκ τούτου η αντικειμενική τάξη πραγμάτων και η αιτιώδης αναγκαιότητα που λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της πρώτης, είναι παράγωγα του νου κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασής του με ό,τι υπάρχει έξωθέν του («Ding an sich», το πράγμα αυτό καθ’ αυτό).
Παρόλα αυτά όμως, η εξακρίβωση της ύπαρξης του «πραγματικού» αντικειμένου παραμένει απρόσιτη και εμπειρικώς αδύνατη, καθότι οι αισθήσεις αποτελούν στρεβλές προσλαμβάνουσες του πραγματικούαντικειμένου και ως τέτοιες επεξεργάζονται νοητικώς, σαν να λέμε ότι ένα φοβερό μηχάνημα όπως ο νους επεξεργάζεται λανθασμένα δεδομένα, άρα παράγει ατελή αποτελέσματα.
Καντιανή Ηθική
Ο Κάντ εξηγεί με ευκρίνεια τα βασικά στοιχεία του ηθικού του συστήματος στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785). Εδώ, παρουσιάζει κριτικά τις συνθετικές a priori αρχές του Πρακτικού Λόγου, για να τις συνταιριάξει αργότερα με την κριτική παρουσίαση των συνθετικών a priori αρχών του Θεωρητικού Λόγου.
Η αφετηρία του Καντ είναι ότι το μόνο αναπόφευκτα καλό είναι η καλή βούληση. Ο χαρακτήρας, το ταλέντο, ο αυτοέλεγχος και η τύχη δεν ειναι απαραίτητα καλά. Η βούληση είναι καλή όχι εξαιτίας των επιτευγμάτων της. Το καλώς πράττειν είναι καλό καθ’εαυτό.
«Ακόμη και αν, [από] κάποια ιδιαίτερη δυσμένεια της μοίρας, ή από τη φειδωλή, σαν μητριάς, προίκα της φύσης, αυτή η βούληση δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη να εκπληρώσει τις προθέσεις της. Αν, παρά τη μέγιστη προσπάθειά της, εξακολουθεί να μην επιτυγχάνει τίποτα, και μένει μόνον η καλή βούληση… ακόμη και τότε θα έλαμπε παρ’όλα αυτά σαν κόσμημα, για το δικό της χατήρι, σαν κάτι που φέρει όλη του την αξία του μέσα του.»
Τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν προικιστεί μέσα τους με τη βούληση, για να επιδιώκουν την ευτυχία. Το ένστικτο θα ήταν πιο αποτελεσματικό γι’αυτόν το σκοπό. Ο Λόγος μας δόθηκε για να παραγάγει μια βούληση καλή, όχι ως μέσο προς κάποιον απώτερο σκοπό, αλλά καλή καθ’εαυτήν. Η καλή βούληση είναι το ύψιστο αγαθό και προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης της ευδαιμονίας.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη βούληση καλή καθ’εαυτήν; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να αναζητηθεί η έννοια του καθήκοντος: Το να πράττω από καθήκον σημαίνει να δείχνω καλή βούληση παρά τις δυσκολίες. Πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον και με κίνητρο το καθήκον. Ένας παντοπώλης εργάζεται τίμια για προσωπικό του όφελος και ένας φιλάνθρωπος χαίρεται με την ευχαρίστηση των συνανθρώπων του. Παρότι αυτές οι πράξεις είναι ορθές και ευγενείς, για τον Κάντ δεν χρίζουν ηθικής αξίας. Η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος πράττει όχι από προδιάθεση αλλά από καθήκον: ένας άνθρωπος που θέλει να αυτοκτονήσει και ποθεί το θάνατο, ωστόσο προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή σύμφωνα με τον ηθικό νόμο.
Η διδασκαλία του Καντ είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης πίστευε πως ο πραγματικά ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που απολαμβάνει να εκτελεί ενάρετες πράξεις. Ο Καντ από την άλλη θεωρεί ως πραγματική απόδειξη για την αρετή την οδύνη του καλώς πράττειν. Μόνον όταν μας κοστίσει κάτι, μόνον τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράττουμε με κίνητρο το καθήκον.
Τι σημαίνει όμως να πράττω από καθήκον; Το να πράττω από καθήκον σημαίνει να πράττω με σεβασμό στον ηθικό νόμο. Ο τρόπος για να ελέγξω το αν πράττω με σεβασμό στον ηθικό νόμο είναι να αναζητήσω τον κανόνα ή την αρχή με την οποία ενεργώ. Εάν πράττω από σεβασμό στο νόμο, τότε πράττω μόνον έτσι, ώστε να επιθυμώ η δική μου προσωπική αρχή να καταστεί καθολικός νόμος αυτή είναι η περίφημη κατηγορική προσταγή του Καντ.
Υπάρχουν δύο είδη προσταγής: η υποθετική και η κατηγορική. Η υποθετική λέει: Εάν θέλεις να επιτύχεις ένα συγκεκριμένο σκοπό, πράττε με συγκεκριμένο τρόπο. Η κατηγορική λέει: Ανεξάρτητα από το σκοπό που θες να επιτύχεις, πράττε με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν πολλές υποθετικές προσταγές, καθώς υπάρχουν αντίστοιχα και πολλοί σκοποί που θέλει κανείς να επιτύχει. Υπάρχει όμως μία κατηγορική προσταγή: η προσταγή της ηθικής. Η κατηγορική προσταγή είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου. «Άρα, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να επιθυμείς να καταστεί αυτή καθολικός νόμος.»
Οι ανωτέρω καντιανές ιδέες διαμόρφωσαν κατά πολύ όλη την επιχειρηματολογία και ανάλυση της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Οι ιδιαιτερότητες του Καντ και της φιλοσοφίας του, πυροδότησαν άμεση και διαρκή διαμάχη, έθεταν δε υπό κριτική αμφισβήτηση θεσμούς και παραδόσεις. Παρόλα αυτά, η άποψή του ότι ο νους από μόνος του συμβάλλει αποκλειστικά στη γνώση του (και ως εκ τούτου αυτή η γνώση υπόκειται σε περιορισμούς που δεν μπορεί να ξεπεράσει), ότι η ηθική έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ελευθερία, ενεργώντας αυτόνομα και σύμφωνα με έλλογες, ηθικές αρχές και ότι η φιλοσοφία εμπεριέχει αυτο-κριτικές διαδικασίες, αναδιαμόρφωσαν οριστικώς τη φιλοσοφία.