Αν και έχουν παρέλθει πάνω από 25 αιώνες από την εποχή των Περσικών πολέμων, το ιστορικό πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει αδιάπτωτο -μπορούμε να πούμε πως βαίνει αυξανόμενο- όχι μόνο μεταξύ των επιστημόνων (ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλοσόφων), αλλά και για το μέσο άνθρωπο, τον Έλληνα, τον Ευρωπαίο, τον πολίτη του κόσμου. Το διακύβευμα της κρισιμότατης δεκαετίας των Ελληνοπερσικών πολέμων ήταν αν ο Ελλαδικός – Ευρωπαϊκός χώρος θα ακολουθούσε ή όχι την τύχη της Ιωνίας, η οποία υποτάχθηκε το 493 π.χ. στις Περσικές στρατιές.
Η Μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.χ., αν και δεν κρίνεται ως αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του Ελληνοπερσικού πολέμου, αποτέλεσε έναν ευοίωνο πρόλογο για τις μάχες που ακολούθησαν. Έληξε με αποφασιστική νίκη των 10.000 Ελλήνων (Αθηναίων και Πλαταιέων) χάρη στη στρατιωτική ευφυΐα του Μιλτιάδη. Μπροστά στον κίνδυνο της νέας Περσικής εισβολής, οι Έλληνες στο Συνέδριο της Κορίνθου το 481 π.χ. παραμερίζουν τις έριδες και τους ανταγωνισμούς τους και συνασπίζονται εναντίον των Ασιατών.
Στις Θερμοπύλες (480 π.χ.), οι Έλληνες – αντιπροσωπευόμενοι από 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς- γνώρισαν την ήττα. Όμως, το όνομα του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του γράφτηκε με χρυσά γράμματα για το σθένος που επέδειξαν μπροστά στον εχθρό. Ο θάνατος των οπλιτών στις Θερμοπύλες και η αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο επιστεγάστηκαν από τον πολεμικό άθλο της Ναυμαχίας τη Σαλαμίνας (480 π.χ.), όπου κατίσχυσε η στρατηγική του Θεμιστοκλή με τα «Ξύλινα Τείχη» και τη συντριπτική νίκη των Ελλήνων υπό τον Παυσανία στις Πλαταιές (479 π.χ.).
Δεν προσχωρούμε στην «εύπεπτη» θεωρία ότι επρόκειτο περί μιας σύγκρουσης «πολιτισμού – βαρβαρότητας», με την έννοια πως ο Περσικός πολιτισμός είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα -πέραν της στρατιωτικής ισχύος-, τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά. Από την Ασιατική Δεσποτεία, όμως, απουσίαζε η πεμπτουσία που όριζε τον Ελληνικό πολιτισμό:
- Η αμφιβολία,
- Η αναζήτηση,
- Η έρευνα,
- Το συμπέρασμα.
Αυτό, δηλαδή, που αποτέλεσε το «άλας» της μεταγενέστερης δυτικής σκέψης. Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την απόφανση του θεμελιωτή της νεότερης φιλοσοφίας Φρίντριχ Χέγκελ:
«Με τις νίκες αυτές, απαλλάχθηκε η Ελλάδα από το άχθος που απειλούσε να την κατακτήσει (…) πράγματι εδώ ζύγισε η παγκόσμια ιστορία τη σημασία των δύο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά, την Ασιατική Δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο αυθέντη, και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα, πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα ατομικής ιδιοσυστασίας (…) ο πόλεμος αυτός και η εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν συνθέτουν την πιο λαμπρή ιστορική περίοδο της Ελλάδας:
Όλα τα συστατικά στοιχεία του Ελληνικού πνεύματος θα αναπτυχθούν πλέον απρόσκοπτα, για να καταστήσουν ολοζώντανη την παρουσία τους».
Περσικοί Πόλεμοι
Οι Περσικοί Πόλεμοι ή τα Μηδικά, διεξήχθησαν το πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών. Οι διαμάχες αυτές ξεκίνησαν από την κατάκτηση της Ιωνίας από τον Κύρο Β´. Η πρώτη φάση των πολέμων, η οποία αποτέλεσε και αιτία για μετέπειτα συγκρούσεις, αποτέλεσε η Ιωνική Επανάσταση, η οποία ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη, για τους Πέρσες, πολιορκία της Νάξου.
Μετά την Ιωνική Επανάσταση, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αποφάσισε να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, επειδή βοήθησαν τις ιωνικές πόλεις. Το 492 π.Χ, ο Μαρδόνιος κατέλαβε την Θράκη και τη Μακεδονία, ωστόσο ο στόλος του ναυάγησε στο Όρος Άθως. Δύο χρόνια αργότερα, ο Δάτης και ο Αρταφέρνης κατάφεραν να κατακτήσουν τις Κυκλάδες, τη Νάξο και την Ερέτρια, ωστόσο υπέστησαν βαριά ήττα στον Μαραθώνα.
Μετά τον θάνατο του Δαρείου, την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Ξέρξης, ο οποίος επιτέθηκε στην Ελλάδα, το 480 π.Χ, με σκοπό να την κατακτήσει ολόκληρη. Αν και αρχικά ο στρατός του είχε επιτυχίες (Θερμοπύλες, Αρτεμίσιο), οι Έλληνες κατάφεραν να νικήσουν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και το επόμενο έτος νίκησαν στις Πλαταιές και στη Μυκάλη.
Μετά τις τελευταίες δύο αναφερόμενες μάχες, οι Έλληνες επιτέθηκαν στη Μικρά Ασία. Τότε ιδρύθηκε η Δηλιακή Συμμαχία, η οποία συνέχισε τον πόλεμο με τους Πέρσες γι’ ακόμα τριάντα έτη. Οι Έλληνες πολέμησαν τους Πέρσες στη Θράκη, στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Μετά τις συγκρούσεις αυτές υπεγράφη η Ειρήνη του Καλλία, κάτι που σήμαινε τη λήξη των πολέμων και τη νίκη των Ελλήνων.
Μετά τις τελευταίες δύο αναφερόμενες μάχες, οι Έλληνες επιτέθηκαν στη Μικρά Ασία. Τότε ιδρύθηκε η Δηλιακή Συμμαχία, η οποία συνέχισε τον πόλεμο με τους Πέρσες γι’ ακόμα τριάντα έτη. Οι Έλληνες πολέμησαν τους Πέρσες στη Θράκη, στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Μετά τις συγκρούσεις αυτές υπεγράφη η Ειρήνη του Καλλία, κάτι που σήμαινε τη λήξη των πολέμων και τη νίκη των Ελλήνων.
Πηγές Αναφοράς για τους Περσικούς Πολέμους
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.
Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης…πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.
Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.
Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ´όλα αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.
Δυστυχώς, η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (479-431 π.Χ) περιγράφεται ελάχιστα από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας στην Ελλάδα. Η πλουσιότερη πηγή της περιόδου, και η πιο σύγχρονη, είναι η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, η οποία γενικά θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την περίοδο σε μια παρέκβαση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης στην πορεία προς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η αναφορά είναι σύντομη και στερείται βέβαιων χρονολογιών. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να καταρτίσουν ένα χρονολογικό σκελετό για την συγκεκριμένη περίοδο, στον οποίο υπάρχουν στοιχεία και από άλλες αρχαίες πηγές και συγγραφείς.
Περισσότερες πληροφορίες για αυτή την περίοδο δίνει ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι για τον Αριστείδη και για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε 600 χρόνια μετά τα γεγονότα, και θεωρείται δευτερογενής πηγή, αλλά αναφέρει ρητώς τις δικές του πηγές, οι οποίες μας επιτρέπουν να ελέγξουμε τα γραφόμενα. Στις βιογραφίες του, αντλεί πληροφορίες από αρχαίες πηγές οι οποίες δεν έχουν διασωθεί, και συχνά καταγράφονται πληροφορίες, τις οποίες παραλείπει ο Θουκυδίδης από την Ιστορία του.
Η τελευταία σημαντική πηγή για την περίοδο είναι η παγκόσμια ιστορία (Βιβλιοθήκη Ιστορική) του ιστορικού του 1ου αιώνα π.Χ, Διόδωρου Σικελιώτη. Κύρια πηγή του Διόδωρου για αυτή την περίοδο φαίνεται να είναι ο Έλληνας ιστορικός Έφορος ο Κυμαίος, ο οποίος επίσης έγραψε παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, από τα λίγα που είναι γνωστά για τον Έφορο, οι ιστορικοί υποτιμούν την ιστορία του – για αυτή την περίοδο φαίνεται να αντλεί απλά πληροφορίες από τον Θουκυδίδη, αλλά οδηγείται σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα. Τα γραφόμενα του Διόδωρου, αμφισβητούνται από τους σύγχρονους ιστορικούς και συνεπώς δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή για αυτή τη χρονική περίοδο.
Περαιτέρω διάσπαρτες περιγραφές μπορούν να βρεθούν στο Ελλάδος περιήγησις του Παυσανία, ενώ στο Βυζαντινό λεξικό του Σούδα (10ος αιώνας μ.Χ) παρουσιάζονται μερικά ανέκδοτα που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού. Μικρότερες, σε σημασία, πηγές για αυτή την περίοδο αποτελούν τα έργα του Πομπήιου Τρόγου (επιτομήθηκε από τον Ιουστίνο), του Κορνήλιου Νέπου και του Κτησία (επιτομήθηκε από τον Φώτιο), που δεν είναι στην αρχική μορφή τους. Αυτά τα έργα δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα (ειδικά ο Κτησίας) και χρήσιμα για την ανακατασκευή της ιστορίας αυτής της περιόδου.
Το Υπόβαθρο των Περσικών Πολέμων
Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι Έλληνες μετακόμισαν στη Μικρά Ασία, χωρισμένοι σε τρεις φυλές: τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Δωριείς. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου έχτισαν 12 πόλεις (Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέω, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθραί, Σάμος και Χίος). Αν και οι ιωνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες, συμμετείχαν όλες στο Πανιώνιο.
Η ανεξαρτησία των Ιωνικών πόλεων έληξε μετά την επίθεση των Λυδών, οι οποίοι έδωσαν αυτονομία στη Μίλητο, αλλά υποχρέωσαν τους Ίωνες να τους ακολουθούν στις εκστρατείες. Παράλληλα, οι Λυδοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μήδους, αλλά υπέγραψαν ειρήνη, ορίζοντας τον Άλυ ποταμό ως σύνορο των βασιλείων τους. Την ηγεσία των Λυδών ανέλαβε ο Κροίσος, ο οποίος σκόπευε να καταλάβει όλες τις Ελληνικές περιοχές στη Μ. Ασία – την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Κύρος, ο οποίος επέκτεινε το βασίλειο του. Ο Κροίσος έβλεπε την ευκαιρία να επεκταθεί χάρη στο χάος που επικρατούσε στην Περσία.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι προτού επιτεθεί, ο Κροίσος επισκέφθηκε την Πυθία, η οποία του είπε ότι αν περάσει τα σύνορα θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία (εννοώντας τη Λυδία). Ο Κροίσος, ο οποίος δεν κατάλαβε το νόημα της προφητείας, επιτέθηκε στους Πέρσες, αλλά νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε.
Ο Κύρος ζήτησε την βοήθεια των Ιώνων όταν πολεμούσε τους Λυδούς, αλλά οι Ίωνες αρνήθηκαν να βοηθήσουν. Όταν, όμως, ο Κύρος κατέλαβε τους Λυδούς, οι Ίωνες προθυμοποιήθηκαν να γίνουν υποτελείς των Περσών και να ζουν όπως οι Λυδοί. Ο Κύρος αρνήθηκε, λέγοντας ότι οι Ίωνες δεν τον είχαν βοηθήσει. Διέταξε τον Άρπαγο να επιτεθεί στην Ιωνία. Ο Άρπαγος επιτέθηκε στη Φώκαια, αλλά οι κάτοικοι της πόλης μετακόμισαν στη Σικελία – το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι κάτοικοι της Τέως. Οι υπόλοιποι Ίωνες, οι οποίοι έμειναν στις πόλεις τους, υποδουλώθηκαν. Οι Πέρσες τοποθέτησαν στην ηγεσία των Ιωνικών πόλεων διάφορους τυράννους, με τους οποίους οι Ίωνες δεν είχαν καλές σχέσεις.
Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΟΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 480 π. Χ.
Έλληνες και Βάρβαροι
Ο «Εαυτός» απαρτίζεται από πολλαπλές ταυτότητες και ρόλους – οικογενειακούς, τοπικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή καθορισμένους από το φύλο, όπως έδειξε ο A. Smith. Από πολιτική άποψη στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ένα «έθνος» αλλά ένα πλήθος πόλεων-κρατών, η καθεμία από τις οποίες προστάτευε ζηλότυπα την αυτονομία της.
Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν προηγηθεί αρκετές συζητήσεις σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη (από την πλευρά των αρχαίων Ελλήνων) της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία που αυτοί ανέπτυξαν σχετικά (οι αναφορές εδώ στους όρους Έλλην, βάρβαρος, έθνος, εθνότητα, εθνικότητα δεν έχουν εθνολογικό χαρακτήρα, καθώς δεν μπορούν να τεθούν με τους σύγχρονους όρους. αυτονόητη είναι η καταχρηστική τους χρήση, καθώς δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις σύγχρονες έννοιες περί έθνους στην αρχαιότητα).
Η E. Hall προχώρησε σε μία κατηγοριοποίηση των τεσσάρων κύριων υποθέσεων:
(1) Οι έννοιες του Έλληνος και του βαρβάρου προϋπήρχαν της ολοκλήρωσης της «Ιλιάδος».
(2) Η εμφάνιση των δύο εννοιών ήταν ταυτόχρονη και αφετηρία της κάποια στιγμή μεταξύ του ογδόου και του ύστερου έκτου αιώνος.
(3) Οι Περσικοί πόλεμοι δημιούργησαν μία συλλογική πανελλήνια ταυτότητα.
(4) Μολονότι προϋπήρχε μία αίσθηση εθνότητας στην Αρχαϊκή περίοδο, η πόλωση μεταξύ Ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε ύστερα από τους Περσικούς πολέμους.
Η Ελληνική πρόσληψη του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορία των γεγονότων. Το πρώτο κύριο γεγονός ήταν οι Περσικοί πόλεμοι, χωρίς να αποτελούν και τη μοναδική αιτία αυτής της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και την αύξηση της συνείδησης του βαρβάρου. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η εικόνα των βαρβάρων ως μίας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση περί απίστευτου πλούτου των ανατολικών μοναρχιών- προϋπήρχαν των Περσικών πολέμων.
Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων -συγκεκριμένα η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού- δεν είχαν τονισθεί πριν από αυτήν τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί πόλεμοι οργάνωσαν στερεότυπα για την ανατολή, οξύνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της Ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού και της Δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην Ελληνική ανωτερότητα.
Η Ελληνοπερσική πόλωση είχε ξεκάθαρα Αθηναϊκά χαρακτηριστικά. οι Πέρσες που ήλθαν στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. είχαν ως σύμβουλο/οδηγό τους τον εξόριστο τύραννο Ιππία. Η συνακόλουθη ανάπτυξη του αντιβαρβαρικού συναισθήματος στην Αθηναϊκή φαντασία σημειώθηκε παράλληλα με τη δαιμονοποίηση των Αθηναίων Τυράννων του 6ου αιώνα, τους Πεισιστρατίδες, και την ανάπτυξη μιας αυτοσυνειδητοποιημένης δημοκρατικής ιδεολογίας.
Ως το 500 π.Χ., ένα βασικό τμήμα του αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων δεν βασιζόταν σε κάποια κοινή πανελλήνια αίσθηση μιας συλλογικής ταυτότητας. με πολιτικούς όρους, οι Έλληνες είχαν μια αποκλειστική υποχρέωση απέναντι στην Πόλιν, στην οποία αυτοί και μόνο είχαν δικαίωμα να ανήκουν ως πλήρη μέλη της (πολίται). Με την έννοια αυτή, Έλληνες που ανήκαν σε διαφορετικές Ελληνικές πόλεις ήταν το ίδιο ξένοι, ως προς την πρόσληψη του άλλου, όσο και οι μη Έλληνες.
Οι Περσικοί πόλεμοι μετέβαλαν το τοπίο ως ένα βαθμό, αρκετά όμως ώστε να δημιουργήσουν τη δεύτερη παράμετρο που θα καθόριζε την αρνητική εικόνα του βαρβάρου. Έκτοτε, το να είναι κάποιος Έλληνας απέκτησε και μία πολιτική χροιά, η οποία προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιδεολογικοπολιτιστική.
Αυτό το παράδειγμα μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης απέκτησε σύντομα μια γλωσσική έκφραση – αναπόφευκτα, καθώς για τους Έλληνες η γλώσσα αποτελούσε ένα κριτήριο και όχι απλά μία ένδειξη για την εθνική ταυτότητα κάποιου. Οι μη Έλληνες μετετράπησαν τώρα σε βαρβάρους και οι βάρβαροι εύκολα θεωρήθηκαν βαρβαρικοί.
Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων τροφοδότησε τον Ηρόδοτο με το θέμα του· απετέλεσε, επίσης, την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο πλευρών στη μορφή «Ελληνική Ελευθερία-Βαρβαρικός Ανατολικός Δεσποτισμός», η οποία οδήγησε τον Ηρόδοτο στην έκθεση της «Ιστορίας» του. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι ο Ηρόδοτος δεν ήταν υπεράνω της έρευνας αυτής της πολωτικής διχοτόμησης, δεν ήταν και ο μυθολόγος μιας επίσημης Ελληνικής εικόνας.
Ήταν αντικειμενικός, κυρίως εξαιτίας της κανονιστικής πολιτιστικής σχετικότητάς του, που είχε γεννηθεί από τη συμπάθεια που είχε προς το κίνημα των σοφιστών, των οποίων το κέντρο ήταν η πόλη των Αθηνών. Για το μέσο Έλληνα, όπως και για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές, αυτό το οποίο ο πολιτισμός του πίστευε ως δεδομένο ήταν φυσιολογικό και το φυσιολογικό ήταν σωστό.
Απαιτείτο, επομένως, μία εξαιρετικά ισχυρή αυτοπεποίθηση, όσον αφορά στη διανόηση, για να σταθεί κάποιος κριτικά απέναντι στην καθημερινότητά του και να αμφισβητήσει ότι τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα ήταν εξ ορισμού υποδεέστερα και ανάξια λόγου. την εποχή που ο Ηρόδοτος καταγράφει την «Ιστορία» του έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Ελλάδα η διαδικασία της διαμόρφωσης του «άλλου» και της επινόησης του «βαρβάρου» ως ομογενοποιημένου στερεοτύπου, εξαιτίας ακριβώς της περιφανούς νίκης των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες εισβολείς. Για το λόγο αυτό, η στάση του απέναντι στο ξένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Ο Ηρόδοτος περιγράφει μία, με ακρίβεια καθορισμένη, εικόνα της οικουμένης και των κατοίκων της. Τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών ποικίλλουν και παρουσιάζουν διαφορές από τα αντίστοιχα Ελληνικά, σε ορισμένες δε περιπτώσεις οι διαφορές αυτές είναι ακραίες. εξίσου σημαντικό ρόλο στην περιγραφή του Ηροδότου παίζουν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των άλλων λαών.
Υπάρχει ένας βασικός τρόπος περιγραφής αυτών, βασισμένος στο φαινότυπο, στο χρώμα του τριχωτού μέρους της κεφαλής, στα στολίδια του και τα είδη ένδυσης. ο Ηρόδοτος γνωρίζει αυτές τις κατηγορίες. Στη μεγάλη παρέλαση του στρατού του Ξέρξη, η στολή και ο οπλισμός ήταν τα σημαντικότερα σημάδια αναγνώρισης και εθνικής ταύτισης του κάθε Συντάγματος
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν κριτήριο εθνογραφικού προσδιορισμού των ξένων λαών. Αυτός καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής τους (ή την έλλειψη αυτών). Όπως έγραψε ένας Πολωνός δημοσιογράφος, «η σπουδαιότερη ανακάλυψη του Ηροδότου είναι ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι και ότι καθένας είναι διαφορετικός. Και πρέπει να τους γνωρίσεις, γιατί αυτοί, οι άλλοι κόσμοι, οι άλλοι πολιτισμοί, είναι καθρέφτες, μέσα στους οποίους κοιτάζουμε τον εαυτό μας και αυτό που αντιπροσωπεύουμε».
Αυτόν τον καθρέφτη υψώνει ο Ηρόδοτος στους αποδέκτες του (Έλληνες ακροατές ή αναγνώστες του), εγκαινιάζοντας την περίφημη τα τελευταία χρόνια ρητορική της ετερότητας. Μέσα από αυτήν, παρουσιαζόταν στους Έλληνες μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες αλλά όχι πανομοιότυπες εικόνες του βάρβαρου «άλλου», στην προσπάθεια να αναγνωριστεί η «Ελληνική ταυτότητα».
Πρόκειται για τους περίφημους βαρβαρικούς λόγους του, δηλαδή εθνογραφικές περιγραφές λαών, όπως οι Πέρσες. εμφανώς προβάλλεται αυτή η εικόνα της βασικής κατάστασης αγριότητας, μέσω των προαναφερθέντων παραδειγμάτων. Στην «Ιστορία» του υπάρχει συνέχεια το θέμα της ετερότητας: το «εμείς» από τη μία, δηλαδή οι Έλληνες, και το «αυτοί» από την άλλη, μολονότι το πλαίσιο διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο.
Ακόμη και όταν το «εμείς» δεν είναι άμεσα παρόν, παρ’ όλα αυτά υπάρχει αδιόρατα. οι εθνογραφικοί λόγοι του Ηροδότου είναι ένας έμμεσος τρόπος να εστιάσει το Ελληνικό ακροατήριό του στο «εμείς».
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία του ως και την αρχή του πέμπτου καθορίζει την Ελληνικότητα προβάλλοντας το βαθμό διαφορετικότητας των άλλων. Ως Έλληνας ενδιαφερόταν ορισμένες φορές να εξηγήσει τις διαφορές, παρά να περιγράψει τα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά. Οι Έλληνες σύγχρονοί του, βέβαιοι για την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως υπεροπτικά τους ξένους λαούς. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος, παρά τη -φυσιολογική- εθνοκεντρική του τάση, δεν παρασύρεται σε μία αφ’ υψηλού αντιμετώπιση αυτής της αγριότητας.
Η ανθρωπολογική οπτική του, σε σχέση με την ιστορική μέθοδο και την εθνογραφική ερμηνεία που χρησιμοποίησε, απεικονίζεται ξεκάθαρα στο τρίτο του βιβλίο, όταν περιγράφει το ακόλουθο ανέκδοτο: όταν ο μέγας Βασιλεύς, Δαρείος Α΄, κάλεσε στα Σούσα, τη βασιλική πρωτεύουσα, μερικούς Έλληνες και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καταβροχθίσουν τους νεκρούς γονείς τους, εκείνοι αποκριθήκαν ότι κανένα ποσό στον κόσμο δεν θα τους οδηγούσε σε μία τόσο αποτρόπαιη πράξη.
Δεν θα δέχονταν ποτέ να φάνε, και να μην κάψουν, τους νεκρούς τους. Αφού οι Έλληνες καλεσμένοι τού απάντησαν, ο Δαρείος κάλεσε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι είχαν το έθιμο να τρώνε τους νεκρούς τους. επανέλαβε το ερώτημα, παρουσία των Ελλήνων, αντιστρέφοντας την πρακτική: με πόσα χρήματα θα δέχονταν να κάψουν, αντί να φάνε, τους νεκρούς γονείς τους. οι Ινδοί αντέδρασαν με ακόμη μεγαλύτερη φρίκη και αποτροπιασμό στην πρόταση αυτή.
Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και ο ίδιος, ως Έλληνας, την απέχθειά του απέναντι στην Ινδική ταφική πρακτική, χειραγωγώντας με τον τρόπο αυτό και το Ελληνικό του ακροατήριο (ή αναγνωστικό κοινό). Δεν το κάνει, όμως. Αντ’ αυτού, παραθέτει ένα στίχο του Πινδάρου (νόμον πάντων βασιλέα φήσας είναι), δηλώνοντας με τον έμμεσο αυτόν τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι, κυβερνώνται από το έθιμο (νόμος) και πιστεύουν πως οι δικές τους συνήθειες είναι καλύτερες και ανώτερες από εκείνες των υπολοίπων.
Τα ήθη και έθιμα όχι μόνο σημειώνονται εμφαντικά σε όλο το έργο του Ηροδότου, αλλά, επιπλέον, στο επεξηγηματικό σχήμα του ιστορικού φαίνεται να εξηγούν σχεδόν τα πάντα. παρ’ όλα αυτά, τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο αντίθετο προς τα αντίστοιχα της γεωγραφίας και του φυσικού περιβάλλοντος, ως τμήμα μιας ιστορικής εικόνας, στην οποία ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει μικρότερη σημασία. Στο παράδειγμα με τους Έλληνες και τους Ινδούς και τη μεταχείριση των νεκρών τους, όταν γράφει ότι ο νόμος είναι βασιλιάς όλων, φαίνεται να υπονοεί μία εναλλακτική άποψη: μήπως ο νόμος αντιτίθεται σε κάτι άλλο;
Ίωνες και Λυδοί
Κατά τον 7ο και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, η σημαντικότερη δύναμη που γειτνίαζε με τις Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας ήταν η Λυδία. Οι σχέσεις μεταξύ τους και της Λυδίας δεν ήταν πάντα καλές. ο Γύγης είχε καταλάβει την Κολοφώνα, ο διάδοχός του Άρδυς κυρίευσε την Πριήνη και, δύο γενιές αργότερα, ο Αλυάττης τη Σμύρνη. Και οι τρεις αυτοί Λυδοί βασιλείς επιτέθηκαν στη Μίλητο, ωστόσο δεν την κατέλαβαν.
Αυτοί οι πόλεμοι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τους πολέμους ανάμεσα σε γειτονικές Ελληνικές πόλεις· οι Λυδοί δεν διατηρούσαν, σε καμία περίπτωση, σταθερά εχθρικές σχέσεις με τους Έλληνες. πληροφορίες για τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στους δύο λαούς προκύπτουν από την ιστορία της νομισματικής. είναι πολύ πιθανό τα πρώτα νομίσματα στον κόσμο να κόπηκαν από τους Λυδούς γύρω στο 600, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχαίων συγγραφέων. τα παλαιότερα γνωστά νομίσματα ανακαλύφθηκαν στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και η χρήση νομισμάτων εξαπλώθηκε ταχύτατα στον Ελληνικό κόσμο.
Οι σχέσεις των Λυδών και των Ελληνικών επιθαλασσίων πόλεων κυμαίνονταν μεταξύ του οικονομικού πλαισίου (ενδεικτική είναι η ίδρυση της πόλεως της Αβύδου από τους κατοίκους της Μιλήτου, με Λυδική βοήθεια: Στράβων 13.590) και του πολιτικού (εδώ εννοούνται κυρίως οι συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν εξαιτίας των αντιθέσεων μεταξύ του δήμου των πόλεων αυτών και της Λυδικής αριστοκρατίας). ενδείξεις, ωστόσο, των στενών πολιτιστικών επαφών μεταξύ του βασιλικού οίκου της Λυδίας και της Ιωνικής αριστοκρατίας είναι αφενός τα πλούσια Λυδικά αναθήματα σε πανελλήνια ιερά και, από την άλλη, οι επιγαμίες μεταξύ Λυδών και Ιώνων (μία από τις συζύγους του Αλυάττη, πατέρα του Κροίσου, ήταν Ιωνικής καταγωγής – Ηρόδοτος).
Στα μέσα του 6ου αιώνα, ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος αποφάσισε να επιτεθεί στη μεγάλη δύναμη που εκτεινόταν στα ανατολικά του, την Περσία. μεγάλο τμήμα του πρώτου βιβλίου του Ηροδότου καταλαμβάνει η ιστορία του Κροίσου, η απόπειρά του να γνωρίσει το μέλλον συμβουλευόμενος χρησμούς, η απάντηση που έλαβε από το μαντείο των Δελφών ότι, αν επιτίθετο στους Πέρσες, θα κατέστρεφε μια μεγάλη αυτοκρατορία – τη δική του όταν ο Κροίσος προετοίμαζε την επίθεσή του εναντίον του Κύρου, οι Ιωνικές πόλεις ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν φόρο, αλλά και να ακολουθούν τον Λυδό μονάρχη στον πόλεμο.
Ο Ηρόδοτος είναι καυστικός όταν σημειώνει ότι οι Ίωνες είχαν απολέσει την προηγούμενη ελευθερία τους, καθώς τώρα ήταν αναγκασμένοι να συντάσσονται με τις επιθυμίες του Κροίσου. Βέβαια, δεν ίσχυαν οι ίδιες συνθήκες για όλες τις πόλεις: ο Ηρόδοτος και πάλι μας πληροφορεί ότι οι σχέσεις τους προς το μονάρχη διαφοροποιούνταν.
Η Μίλητος και η Έφεσος, για παράδειγμα, είχαν συνάψει ειδικές συμφωνίες (Ηρόδοτος και Πολύαινος, αντίστοιχα), άλλες πόλεις βρίσκονταν στα χέρια έντονα Λυδιζόντων πολιτικών και κάποιες είχαν Λυδικές φρουρές στο έδαφός τους, με τις οποίες διασφαλιζόταν η υπακοή τους. Η πλήρης υποταγή της Σάμου και της Χίου αποτράπηκε εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά του λυδικού στόλου (Ηρόδοτος). Παρά την αυστηρότερη σε σχέση με εκείνη των προκατόχων του πολιτική, ο Κροίσος δεν αντιμετώπισε τη συνασπισμένη αντίδραση των ιωνικών πόλεων.
Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στον έντονο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των τελευταίων, καθώς και στις συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ αυτών. για τους ίδιους λόγους, η Ιωνική θρησκευτική ένωση με έδρα τη Μυκάλη δεν εξελίχθηκε ποτέ σε μία πολιτική ένωση των πόλεων που την απάρτιζαν.
Στο πλαίσιο διασφάλισης της εξουσίας του στις Ιωνικές πόλεις ανήκουν και οι καλές σχέσεις που διατηρούσε ο Κροίσος με τα πανελλήνια ιερά των Δελφών (αναθήματα του Γύγη -Ηρόδοτος- και του Κροίσου – Ηρόδοτος) και των Διδύμων, τη Θήβα (Ηρόδοτος), καθώς και η σύναψη συνθήκης με τη Σπάρτη (Ηρόδοτος).
Η κατάσταση στη Μικρά Ασία χαρακτηρίζεται από την ίδρυση του μεγάλου Περσικού κράτους, υπό την ηγεσία του Κύρου Β’ (559 π.Χ.-530 π.Χ.), η προσωπικότητα του οποίου απετέλεσε βασικό παράγοντα της Περσικής εξάπλωσης. Κατά του Κύρου δημιουργήθηκε μία ένωση, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο Κροίσος, ο ηγεμόνας των Χαλδαίων Ναβονίδης και ο Φαραώ της Αιγύπτου Άμασις. Ο Λυδός βασιλεύς, πεπεισμένος για την υπεροχή του, ξεκίνησε τις εχθροπραξίες εναντίον των Περσών.
Ωστόσο, οι τελευταίοι αντεπιτέθηκαν και ανάγκασαν τους Λυδούς να επιστρέψουν στο αρχικό όριο μεταξύ των δύο κρατών, δυτικά του ποταμού Άλυος. Στο πλευρό του Κροίσου, κατά τη μάχη στον Άλυ το 547 π.Χ., πολέμησαν Ιωνικές δυνάμεις, όπως άλλωστε είχε συμβεί και κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Μήδων, το 585 π.Χ.. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κύρος προσπάθησε πριν από τη μάχη στον Άλυ να παρασύρει τους Ίωνες στο μέρος του, αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό.
Η νίκη στεφάνωσε τελικά τα περσικά όπλα και οι υπήκοοι του Κροίσου υπέκυψαν. Όταν το 547 π.Χ. ο Κύρος κυρίευσε το Λυδικό κράτος, κληρονόμησε και τις σχέσεις των Ελληνικών πόλεων με τη Λυδία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ήδη από τον 7ο αιώνα και οι οποίες σαφώς προϋπήρχαν της σύγκρουσης μεταξύ Περσών και Ιώνων στα τέλη του 6ου αιώνα. το βέβαιο είναι ότι η νίκη των Περσών αποδείχθηκε αποφασιστική για το ρου της Ελληνικής Ιστορίας.
Η Περσική Κατάληψη της Μικρασιατικής Ακτής
Κατά τη διάρκεια των πολέμων, οι Πέρσες και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν στρατεύματα με δόρατα και τόξα. Οι Έλληνες φορούσαν βαριές πανοπλίες, περικνημίδες και είχαν μεγάλη ορειχάλκινη ασπίδα και σιδερένιο ξίφος. Απ’ την άλλη, οι άνδρες του Περσικού πεζικού φορούσαν κυρίως δερμάτινες πανοπλίες, είχαν ξύλινη ασπίδα και κοντό δόρυ – αυτός ο εξοπλισμός ήταν κατώτερος από τον Ελληνικό, γι’ αυτό και οι Πέρσες είχαν αποτύχει στις σώμα-με-σώμα μάχες με τους Έλληνες.
Κύρια δύναμη των Περσών ήταν το ιππικό και μονάχα αυτό μπορούσε να νικήσει την Ελληνική οπλιτική φάλαγγα, όπως φάνηκε στην Ιωνική Επανάσταση. Οι δύο στόλοι αποτελούνταν από τριήρεις και κύρια τακτική τους ήταν ο εμβολισμός. Ο Περσικός στόλος αποτελούνταν από πλοία των Φοινίκων, των Αιγυπτίων, των Κιλικίων και των Κυπρίων.
Το σύνολο των πληροφοριών μας σχετικά με την Περσική κατοχή της Ιωνίας αντλείται από τον Ηρόδοτο και τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 547 π.Χ.-544 π.Χ. Η νίκη των Περσών κατά των δυνάμεων του Κροίσου το 547 π.Χ. ήταν ομολογουμένως μία μεγάλη ανατροπή του status στη Μικρά Ασία. Οι Ίωνες βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και βίωσαν πρώτοι τις συνέπειες της αλλαγής: σχεδόν το σύνολο των παραλίων Ιωνικών πόλεων υποτάχθηκε με τη βία.
Εξαίρεση στους επαχθείς όρους υποταγής απετέλεσε η κραταιά Μίλητος, η οποία έπεισε τους Πέρσες να δεχθούν την ανανέωση της συνθήκης που είχε συνάψει η πόλη με τους Λυδούς (Ηρόδοτος). Ίσως, η ευνοϊκή αντιμετώπισή της να οφείλεται στην άρνησή της να παρασυρθεί στον αντιπερσικό αγώνα του Λυδού Πακτύη, πρώην βασιλικού θησαυροφύλακα του Κροίσου, ο οποίος ξεσηκώθηκε εναντίον του Κύρου αμέσως μετά την αποχώρηση των κύριων περσικών στρατιωτικών δυνάμεων το 546 π.Χ.
Με τους θησαυρούς τού πάλαι ποτέ κραταιού Λυδού μονάρχη, ο Πακτύης κατόρθωσε να κινητοποιήσει Λυδούς και Έλληνες της Ιωνίας, οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τις Σάρδεις, στις οποίες είχε απομείνει μία μικρή περσική φρουρά. Η αποτυχία του όλου εγχειρήματος και η τιμωρία των υπαιτίων συνοδεύτηκαν από τη συστηματική ερήμωση των Ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η φιλοπερσική στάση της Μιλήτου στην εξέγερση του Πακτύη θα πρέπει να οφείλεται στους Μηδίζοντες πολιτικούς της, για τους οποίους δυστυχώς δεν γνωρίζουμε κάτι.
Παράλληλα, ιδρύθηκαν δύο νέες σατραπείες, της Λυδίας-Ιωνίας στον νότο (νομός Λύδιος και νομός Ιωνικός) και του Δασκυλείου στον Βορρά (νομός Φρύγιος), στις οποίες εντάχθηκαν οι Έλληνες της Ιωνίας και της Αιολίδος. Οι έδρες των Περσών Σατραπών βρίσκονταν στις Σάρδεις και τη Μαγνησία στον Μαίανδρο, αντίστοιχα. Σχετικά με την ανάμιξη των Περσών στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελληνικών πόλεων δεν γνωρίζουμε κάτι από τις πηγές.
Προφανώς, δεν υπήρχαν αντιπερσικές τάσεις, καθώς ακόμη και ο φόρος που πλήρωναν οι πόλεις στους Πέρσες ήταν μικρότερος από εκείνον που απέδιδαν στους Λυδούς. Ως αποτέλεσμα, παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα που επιθυμούσαν διακαώς να διασφαλίσουν τη θέση τους στις πόλεις τους προσέβλεπαν στην Περσική υποστήριξη, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν υπερβολική τοπική αντίσταση.
Οι Εξελίξεις στην Ελλάδα
Η Σπάρτη κυριαρχούσε στη Λακωνία και, με την πάροδο των ετών, στη Μεσσηνία μέσω κατακτήσεων. Η Αθήνα κυριαρχούσε στην αττική παραχωρώντας το δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της. οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη παρέμειναν κατά πολύ μικρότερες και η Σπάρτη με την Αθήνα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όρια πέραν των οποίων δεν μπορούσαν να επεκταθούν.
Ωστόσο, οι πόλεις-κράτη θεώρησαν πρόσφορη τη σύναψη διαφόρων ειδών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ τους και υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης μεγαλύτερων συνόλων, εφόσον δεν καταπιεζόταν πλήρως η ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών οι οποίες απάρτιζαν αυτά τα σύνολα. Θρησκευτικές ενώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν, όπως η αμφικτιονία εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς.
Σε ορισμένες περιοχές, όπου καμία πόλη-κράτος δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο της Σπάρτης και της Αθήνας, γειτονικές πόλεις απώλεσαν τμήμα της ανεξαρτησίας τους, σχηματίζοντας ένα ομόσπονδο κράτος. Η Σπάρτη, όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τις προσπάθειες επέκτασής της προς τα βόρεια κατά τον 6ο αιώνα, ξεκίνησε την ένωση με άλλες πόλεις-κράτη μέσω συμμαχιών, στις οποίες αυτή ήταν στην ουσία (αν όχι θεωρητικά) ο ισχυρότερος εταίρος, και στα τέλη του αιώνα προσέδωσε σε αυτή την ομάδα των συμμάχων της την οργανωτική δομή που αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Η Σπάρτη συνήψε μία σειρά συνθηκών με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι συνθήκες ενδεχομένως περιείχαν μία ρήτρα που καθόριζε ότι οι συμβαλλόμενοι θα έπρεπε «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους», η οποία κατέληξε να αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο έκφρασης της πλήρους επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. μία ρήτρα αυτού του είδους δεν σήμαινε απαραίτητα την υποταγή της μίας πόλης στην άλλη, αλλά, εάν στη διατύπωση λεγόταν ότι η άλλη πόλη θα έπρεπε να έχει κοινούς φίλους και κοινούς εχθρούς με τη Σπάρτη, κάποιοι φιλόδοξοι Λακεδαιμόνιοι ίσως να σκέφτονταν ότι η Σπάρτη θα μπορούσε να αποφασίζει ποιοι θα ήταν οι φίλοι και οι εχθροί.
Σε ένα επεισόδιο του 506 π.Χ. περίπου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης φαίνεται απλά να δίνει διαταγές· μετά την αποχώρηση της Κορίνθου και του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, αποφασίστηκε ότι στο μέλλον μόνον ένας βασιλιάς θα συμμετείχε σε κάθε εκστρατεία και η Σπάρτη οργάνωσε τους συμμάχους της στη λεγόμενη από τους σύγχρονους μελετητές Πελοποννησιακή Συμμαχία, μέσω της οποίας θα δέχονταν εκ των προτέρων συμβουλές, αλλά θα δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας. εκείνη την περίοδο η Συμμαχία αναφερόταν ως «οι Πελοποννήσιοι» ή «οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους».
Μπορούμε να δούμε τη Συμμαχία σε λειτουργία περίπου το 504 π.Χ. όταν η Σπάρτη εισηγήθηκε την αποκατάσταση του πρώην τυράννου Ιππία στην Αθήνα, στο κείμενο του Ηροδότου που ακολουθεί:
Οι Σπαρτιάτες αναζήτησαν το γιο του Πεισίστρατου, τον Ιππία από το Σίγειο, στον Ελλήσποντο και, όταν απάντησε στην πρόσκλησή τους, κάλεσαν αγγελιαφόρους από τις υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν:
«Σύμμαχοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πράξαμε ορθά. Παρακινημένοι από ψεύτικους χρησμούς, διώξαμε από τη χώρα τους άνδρες που ήταν οι πιο κοντινοί μας φίλοι και που θα έκαναν την Αθήνα υποτελή μας και, αφού τους διώξαμε, παραδώσαμε την πόλη στον αχάριστο δήμο, ο οποίος, αφού κέρδισε την ελευθερία του και ύψωσε τ’ ανάστημά του χάρη σε μας, έδιωξε με τον πιο προσβλητικό τρόπο εμάς και το βασιλιά μας (…) Γι’ αυτόν το λόγο καλέσαμε εδώ τον Ιππία και εσάς από τις διάφορες πόλεις, έτσι ώστε μετά από κοινή διαβούλευση και συνδυασμένη επιχείρηση να τον εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και συνεπώς να πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας».
Αυτά λοιπόν έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά η πλειοψηφία των συμμάχων δεν συμφωνούσε με το επιχείρημά τους. οι υπόλοιποι δεν σηκώνονταν να μιλήσουν, αλλά ο Σωκλής από την Κόρινθο μίλησε ως εξής:
«(…) Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο απεσταλμένος των Κορινθίων. Ο δε Ιππίας τού απάντησε, καλώντας τους ίδιους θεούς για μάρτυρες, ότι οι Κορίνθιοι περισσότερο από κάθε άλλον θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, τότε που θα τους ταλαιπωρούν οι Αθηναίοι, και απάντησε μιας και ήταν άνθρωπος που είχε βαθιά γνώση των χρησμών. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι στην αρχή ήταν βουβοί, αλλά, όταν άκουσαν τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, όλοι τους εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους στη γνώμη του Κορίνθιου και κάλεσαν τους Λακεδαιμόνιους να μην προβούν σε τίποτα το ριζοσπαστικό απέναντι σε Ελληνική πόλη. Έτσι έκλεισε το θέμα αυτό» (Ηρόδοτος).
Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (499 π.Χ)
Τα Γεγονότα της Εποχής
Η Ιωνική Επανάσταση ξεκίνησε το 499 π.Χ στην Ιωνία, επεκτάθηκε στην Αιολίδα, στη Δωρίδα, στην Κύπρο, στην Καρία και έληξε το 493 π.Χ με αποφασιστική νίκη των Περσών και κατάπνιξη της εξέγερσης. Αιτία της επανάστασης ήταν το μίσος των κατοίκων των ιωνικών πόλεων εναντίον των τυράννων, τους οποίους οι Πέρσες διόριζαν κυβερνήτες. Η επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Νάξου – ο Αρισταγόρας της Μιλήτου, για να γλιτώσει από την οργή του σατράπη Αρταφέρνη, κήρυξε την πόλη του δημοκρατία και έπεισε τους Ίωνες να εξεγερθούν.
Από τις Ελληνικές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδος, μονάχα η Αθήνα και η Ερέτρια δέχθηκαν να βοηθήσουν και έστειλαν 25 τριήρεις. Οι επαναστάτες έκαψαν τις Σάρδεις, ωστόσο υπέστησαν βαριά ήττα στην Έφεσο. Για τρία χρόνια, οι Πέρσες κατέπνιγαν την εξέγερση στην Καρία και το 494 π.Χ ανασυντάχθηκαν, νίκησαν τους Ίωνες στη ναυμαχία της Λάδης – μετά την αποστασία των Σαμίων – και κατέστρεψαν την Μίλητο. Αφού οι Πέρσες υπέγραψαν ειρήνη με τους Ίωνες, ετοιμάστηκαν για να επιτεθούν και να καταστρέψουν την Αθήνα και την Ερέτρια – η Ιωνική Επανάσταση αποτέλεσε αιτία για τους μετέπειτα Περσικούς Πολέμους.
Η Περσία είχε, λοιπόν, καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στη μέση ανατολή στα μέσα του 6ου αιώνα και είχε εγκολπώσει στην αυτοκρατορία της τις Ελληνικές πόλεις της δυτικής μικρασιατικής ακτής. Η επανάσταση των ετών 500 π.Χ./499 π.Χ.-494 π.Χ. κατέχει στην αρχαία παράδοση τη θέση του πρελουδίου για την επίθεση των περσών εναντίον της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο στόλος που έστειλαν οι Αθηναίοι σε βοήθειατου Αρισταγόρα της Μιλήτου ήταν η αρχή των δεινών μεταξύ Ελλήνων και Περσών.
Στην ιστοριογραφία, η επανάσταση αυτή είτε έχει συνδεθεί με την έναρξη της αποτίναξης που Περσικού ζυγού από τις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και έχει χαρακτηρισθεί ως «εθνική» αντίσταση των Ελλήνων είτε έχει αντιμετωπιστεί πιο μετρημένα, ως μία κίνηση που δεν συνδεόταν με μία πανελλήνια κινητοποίηση, πολλώ δε μάλλον στερείτο «εθνικής» συνείδησης.
Διασώζεται μία μόνο ουσιαστική περιγραφή της, στις σελίδες του Ηροδότου. Ο Ηρόδοτος διακηρύσσει στον πρόλογό του ότι το έργο του αφορά στις σπουδαίες και θαυμαστές πράξεις των Ελλήνων και των βαρβάρων και ιδιαίτερα στους λόγους για τους οποίους πολέμησαν μεταξύ τους.
Η αποκαλούμενη Ιωνική επανάσταση αποτελεί, όπως είπαμε, για τον Ηρόδοτο ένα σημαντικό προκαταρκτικό στάδιο των Περσικών πολέμων. Ωστόσο, η Ιωνική επανάσταση αποτελεί επίσης ένα παράδειγμα προς αποφυγή, όσον αφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η περιγραφή του Ηροδότου επισημαίνει τη διχόνοια των Ιώνων σε αντίθεση προς την (πολύ περιορισμένη στην πραγματικότητα) ενότητα των Ελλήνων.
Ο Ηρόδοτος θεωρεί, αναμφίβολα σωστά, την ικανότητα κάποιων Ελληνικών πόλεων να παραμερίσουν τις μεταξύ τους έχθρες και να συντονίσουν τις προσπάθειές τους ενάντια στους Πέρσες ως πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία των Ελλήνων εναντίον των Περσών εισβολέων. Για το λόγο αυτό, πολλοί μελετητές θεώρησαν την περιγραφή του για την εξέγερση των Ιωνικών πόλεων μεροληπτική, καθώς δίνει έμφαση σε προσωπικά κίνητρα σχετικά με την έναρξη της εξέγερσης και στην απροθυμία των Ιώνων να διατηρήσουν την πειθαρχία που απαιτείτο για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος.
Τα αίτια του ξεσηκωμού, μολονότι δεν μπορούν να ανιχνευθούν στη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για την επανάσταση, τον Ηρόδοτο, θα πρέπει ωστόσο να αναζητηθούν στην Περσική πολιτική απέναντι στους υποταγμένους Ίωνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Όπως προαναφέρθηκε, οι Πέρσες στήριζαν Έλληνες τυράννους στις Ελληνικές πόλεις της περιοχής, τους οποίους εμπιστεύονταν πλήρως. Σε αντάλλαγμα, οι Έλληνες τύραννοι επέβαλαν τις Περσικές επιταγές, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των βασικών αγαθών των Ελληνικών πόλεων-κρατών, δηλαδή της ελευθερίας και της αυτονομίας τους.
Ωστόσο, η θέση ενός κυβερνήτη-ανδρείκελου δεν είναι ευχάριστη. αν στα παραπάνω προστεθεί και η δραματική μείωση των εσόδων από τις επιπτώσεις της Περσικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας (αλλά των Στενών του Ελλησπόντου, μετά τη Σκυθική εκστρατεία του Δαρείου Α’) στις εμπορικές δραστηριότητες των Ιώνων -χαρακτηριστική είναι η απώλεια της ζωτικής για τη Μίλητο αγοράς του Ευξείνου Πόντου-, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ήταν ένα καζάνι που έβραζε.
Από τις αρχές του 5ου αιώνα, η κατάσταση στον κόσμο του Αιγαίου άλλαξε. Η επεκτατική τάση της Περσικής αυτοκρατορίας γίνεται περαιτέρω αισθητή στους Έλληνες. αν δεχθούμε τα όσα γράφει ο Ηρόδοτος, ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας (ο οποίος ήταν τύραννος της Μιλήτου όταν αυτή βρισκόταν υπό περσική κυριαρχία, καθώς ο πεθερός του Ιστιαίος βρισκόταν στα Σούσα θεωρητικά ως σύμβουλος και πρακτικά ως αιχμάλωτος του μεγάλου Βασιλέως), έπεισε τον Πέρση Σατράπη των Σάρδεων Αρταφέρνη -αδελφό του Δαρείου Α’- να στραφεί εναντίον της Νάξου.
Ανεξάρτητα από τα αίτια της συμπεριφοράς και της πρότασης του Αρισταγόρα για την εκστρατεία εναντίον της Νάξου, ο Αρταφέρνης διέταξε όλες τις Ιωνικές πόλεις να συνδράμουν στρατιωτικά στην επιχείρηση. το όλο εγχείρημα προφανώς θα είχε τη σύμφωνη γνώμη του Δαρείου. Ωστόσο, παρά τις προετοιμασίες και το ισχυρό Περσικό εκστρατευτικό σώμα, η προσπάθεια κατάληψης της Νάξου απέτυχε. Τόσο ο Αρταφέρνης όσο και ο Αρισταγόρας πρέπει να περιέπεσαν σε δυσμένεια.
Τότε, για λόγους που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι, ο Αρισταγόρας μετέβαλε την πολιτική του και παρότρυνε τις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας σε επανάσταση εναντίον του Δαρείου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το 499 π.Χ. ο Αρισταγόρας «πρώτα κατήργησε θεωρητικά την τυραννίδα και παρείχε ισονομία στη Μίλητο, έτσι ώστε οι Μιλήσιοι να επαναστατήσουν μαζί του με τη θέλησή τους, και κατόπιν έκανε το ίδιο και στην υπόλοιπη Ιωνία».
Η εξέγερση εξαπλώθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένδειξη που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια εναντίον των Περσών ήταν έντονη: οι διορισμένοι από τους Πέρσες κυβερνήτες των άλλων Ιωνικών πόλεων εκδιώχθηκαν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν εκλεγμένοι στρατηγοί – οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν θα αργούσαν. οι πόλεις αυτές αναφέρονται από τον Ηρόδοτο και είναι η Κύμη, τα Μύλασα, τα Τερμέρα και τα νησιά της Χίου, της Λέσβου και της Σάμου.
Η έλλειψη συντονισμού ήταν μία από τις βασικές αδυναμίες των επαναστατών, ενώ και η διοίκηση χώλαινε. ο λογογράφος Εκαταίος λέγεται ότι συμβούλευσε τους Ίωνες να μην προχωρήσουν στα σχέδιά τους, καθώς γνώριζε -ίσως λόγω των ταξιδιών του- τις τεράστιες δυνατότητες της Περσικής αυτοκρατορίας, αλλά η πρότασή του δεν εισακούστηκε. Κρίθηκε σκόπιμη η αναζήτηση βοήθειας από τη μητροπολιτική Ελλάδα.
Ο Αρισταγόρας την επισκέφθηκε, ίσως το χειμώνα του 499 π.Χ. – 498 π.Χ. αλλά οι εκκλήσεις του δεν καρποφόρησαν όσο θα επιθυμούσαν οι Ίωνες της Μικράς Ασίας: η Σπάρτη αρνήθηκε κάθε βοήθεια και μόνον η Αθήνα και η Ερέτρια έστειλαν ένα στόλο από 20 Αθηναϊκά και 5 Ερετριακά πλοία. Ο φόβος επανόδου του Ιππία στην Αθήνα με τη βοήθεια των Περσών -του Αρταφέρνη, ειδικότερα- έκανε τους Αθηναίους να συνδράμουν τη Μίλητο.
Από την άλλη, ο Ηρόδοτος και πάλι μας εξηγεί για ποιον λόγο οι Ερετριείς συντάχθηκαν με την Αθήνα και προσέφεραν υποστήριξη στους Ίωνες της Μικράς Ασίας: «Δεν εκστράτευσαν μαζί τους εξαιτίας της καλής θέλησης προς τους Αθηναίους, αλλά μάλλον για να ξεπληρώσουν ένα παλιό χρέος απέναντι στους Μιλήσιους, γιατί οι Μιλήσιοι είχαν στο παρελθόν συμμαχήσει με τους Ερετριείς στον πόλεμο εναντίον των Χαλκιδέων, οι οποίοι από τη μεριά τους είχαν τη συμπαράσταση της Σάμου» (εναντίον της Ερέτριας και της Μιλήτου).
Οι επαναστάτες αιφνιδίασαν τους Πέρσες κινούμενοι προς τις Σάρδεις, τις οποίες και πυρπόλησαν. Η εν λόγω επίθεση ήταν άσκοπα προκλητική, εκτός και αν εντασσόταν σε μία ολόθυμη προσπάθεια να πείσουν τους Πέρσες να εγκαταλείψουν ολόκληρη την περιοχή. Μια παρόμοια απόπειρα δεν θα ήταν απαραίτητα απερίσκεπτη.
Ο Δαρείος δεν είχε μία εύκολη βασιλεία: μια επιγραφή από το Bisitun (Μπεχιστούν), στην οποία αναγράφεται ο αριθμός των ανταπαιτητών της εξουσίας που είχε συντρίψει ο Δαρείος, καταδεικνύει πόσο σύνηθες φαινόμενο ήταν οι εξεγέρσεις στην Περσική αυτοκρατορία. Ωστόσο, η Περσική φρουρά της πόλεως είχε καταφύγει στην ακρόπολή της, αναμένοντας τις ενισχύσεις της. Η αντίστασή της είχε αντίστοιχο αποτέλεσμα με εκείνο της περίπτωσης του Πακτύη.
Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν ότι οι περσικές ενισχύσεις πλησίαζαν και υποχώρησαν προς τις ακτές. Οι Αθηναίοι αναχώρησαν βιαστικά από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας τους Ίωνες αδελφούς τους στη μοίρα τους. Στο μεταξύ, ο Ιωνικός στόλος είχε συμπαρασύρει το Βυζάντιο και άλλες επιθαλάσσιες πόλεις (μερικές της Καρίας και της Κύπρου) στο πλευρό των επαναστατών. Σύντομα, οι Πέρσες ανέκτησαν τον έλεγχο των περιοχών που είχαν αποσκιρτήσει. αρχικά την Κύπρο, στη συνέχεια τις Ελληνικές πόλεις στα Στενά, ενώ η Κύμη και οι Κλαζομενές δεν άργησαν να περιέλθουν και πάλι υπό Περσική κυριαρχία.
Ο Αρισταγόρας, μπροστά στην κατάρρευση της εξέγερσης (493 π.Χ.) που είχε ο ίδιος υποκινήσει, προτίμησε να φύγει μαζί με τους τελευταίους οπαδούς του στη Θρακική πόλη της Μυρκίνου, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Η προσπάθειά του για ίδρυση αποικίας στους πρόποδες του Παγγαίου κατέληξε στην ολοκληρωτική καταστροφή και το θάνατο όλων των συμμετεχόντων στο εγχείρημα, από τα χέρια των θρακών. Ο πεθερός του, ο Ιστιαίος, εστάλη από τον Δαρείο στη Μίλητο ως διπλωματικός απεσταλμένος του βασιλέως.
Αυτός, ωστόσο, τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών. οι Μιλήσιοι δεν του επέτρεψαν καν να μπει στην πόλη τους, με αποτέλεσμα αυτός να δράσει ανεξάρτητα ως πειρατής και να βρει το θάνατο όταν έπεσε στα χέρια των Περσών το 493 π.Χ. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται τραγική για τους Ίωνες. Η αντίσταση φαινόταν μάταιη απέναντι στις περσικές επιθέσεις. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, υπεβλήθη μία πρόταση για μία πολιτική ένωση των Ιώνων. ο Ηρόδοτος σημειώνει σχετικά:
«Οι Ίωνες είχαν συντριβεί, αλλά συνέχισαν να συγκεντρώνονται στο Πανιώνιο. Νομίζω ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέβαλε την πρόταση που θα ήταν πολύ χρήσιμη στους Ίωνες και που, αν την είχαν δεχθεί, θα είχαν τη δυνατότητα να γίνουν οι πιο ευτυχείς απ’ όλους τους Έλληνες. Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να αναχωρήσουν με στόλο μικτό, να πλεύσουν στη Σαρδηνία και έπειτα να ιδρύσουν μια μόνη πόλη για όλους τους Ίωνες· αν το έκαναν, θα γλίτωναν τη σκλαβιά και θα ευημερούσαν· θα ήταν οι κάτοικοι του πιο μεγάλου απ’ όλα τα νησιά και θα εξουσίαζαν τους άλλους.
Αλλά αν παρέμεναν, είπε, στην Ιωνία, δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον τρόπο θα παρέμεναν ελεύθεροι. Η πρόταση αυτή του Βία έγινε όταν οι Ίωνες βρίσκονταν σε μια διαδικασία εξόντωσης. Μια χρήσιμη πρόταση έγινε, πριν από την καταστροφή της Ιωνίας, από τον Θαλή τον Μιλήσιο που καταγόταν από τη Φοινίκη. Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα μόνο βουλευτήριο και να το εγκαταστήσουν στην Τέω, που βρίσκεται στο κέντρο της Ιωνίας: οι άλλες πόλεις να συνεχίσουν να κατοικούνται, αλλά να μην έχουν κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα, σαν να ήταν δήμοι μιας πόλης».
Αλλά αν παρέμεναν, είπε, στην Ιωνία, δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον τρόπο θα παρέμεναν ελεύθεροι. Η πρόταση αυτή του Βία έγινε όταν οι Ίωνες βρίσκονταν σε μια διαδικασία εξόντωσης. Μια χρήσιμη πρόταση έγινε, πριν από την καταστροφή της Ιωνίας, από τον Θαλή τον Μιλήσιο που καταγόταν από τη Φοινίκη. Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα μόνο βουλευτήριο και να το εγκαταστήσουν στην Τέω, που βρίσκεται στο κέντρο της Ιωνίας: οι άλλες πόλεις να συνεχίσουν να κατοικούνται, αλλά να μην έχουν κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα, σαν να ήταν δήμοι μιας πόλης».
Αν και δεν υιοθετήθηκε το σχέδιο του Θαλή, οι γιορτές στο πανιώνιο παρείχαν όντως μία ευκαιρία να συζητηθεί η πολιτική που θα ακολουθείτο σε μία μεγάλη κρίση. Περισσότερα παραδείγματα συνόδων υπάρχουν κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της Ιωνικής επανάστασης: «Οι Πέρσες εκστράτευαν εναντίον της Μιλήτου και της υπόλοιπης Ιωνίας. Οι Ίωνες, μόλις το έμαθαν, διόρισαν αντιπροσώπους [Πρόβουλοι] και τους έστειλαν στο Πανιώνιο.
Όταν αυτοί έφτασαν εκεί και άρχισαν τις συνομιλίες, αποφάσισαν να μη συγκεντρώσουν Πεζικό για να αντιπαρατεθούν στους Πέρσες· οι Μιλήσιοι θα υπεράσπιζαν τα τείχη τους μόνοι τους και [οι υπόλοιποι] θα επάνδρωναν το στόλο, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο πλοίο, και, αφού το έκαναν, θα συγκεντρώνονταν ευθύς αμέσως στη Λάδη, ένα μικρό νησί απέναντι από τη Μίλητο, και θα έδιναν ναυμαχία για τη σωτηρία της Μιλήτου»(Ηρόδοτος).
Η ναυμαχία της Λάδης (495 π.Χ.) επέφερε το αποφασιστικό χτύπημα στους Ίωνες: η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι πολιτικές διχόνοιες και η προδοσία ήταν εκείνες οι παράμετροι που καθόρισαν το αποτέλεσμά της. Λίγο αργότερα, η Μίλητος εκπολιορκήθηκε και αφέθηκε στο έλεος των νικητών Περσών (Ηρόδοτος). Οι κάτοικοι της πόλεως αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό και μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Οι Πέρσες εφάρμοσαν νέα τακτική διακυβέρνησης της Ιωνίας, επανεκτιμώντας τους φόρους -τους οποίους δεν αύξησαν- και στηρίζοντας τις λαϊκές δυνάμεις και όχι τους τυράννους. οι Σατράπες επανήλθαν στις θέσεις τους και φρόντισαν για την επιβολή και εφαρμογή ενός δίκαιου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Στη δεκαετία του 490 π.Χ., ο Πέρσης σατράπης Αρταφέρνης αγανάκτησε τόσο με το γεγονός ότι οι Έλληνες της Ιωνίας ασταμάτητα επέδραμαν στο παρελθόν οι μεν στο έδαφος των δε, ώστε τους επέβαλε να δεχθούν διαιτησία και επέμενε να καθοριστούν όρια, τα οποία κάθε πόλη όφειλε να σέβεται (Ηρόδοτος).
Οι Πέρσες ενίσχυσαν τη θέση τους στη Θράκη, στην Ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η εκστρατεία του Μαρδονίου στις περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας το 492 π.Χ. Το εκστρατευτικό σώμα (πλοία και πεζικό) που διοικούσε ξεκίνησε από την Κιλικία.
Στη διάρκεια της εκστρατείας, οι χερσαίες δυνάμεις δέχθηκαν στη Θράκη την επίθεση ντόπιων φυλών και υπέστησαν σημαντικές απώλειες, ενώ ο στόλος καταστράφηκε έξω από τη χερσόνησο του Άθω, λόγω τρικυμίας. παρ’ όλα αυτά, ο αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας, δηλαδή η εκ νέου υπαγωγή της Θράκης και της Μακεδονίας στην περσική κατοχή, είχε επιτευχθεί (Ηρόδοτος).
Η άποψη ότι αυτή, η λεγόμενη «πρώτη περσική εκστρατεία», θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια υποταγής της Αθήνας, της Ερέτριας και άλλων Ελληνικών πόλεων, όπως έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν, είναι στενά συνδεδεμένη με τις μεταγενέστερες συγκρούσεις στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και αποκύημα της ελληνικής παράδοσης μετά τους Περσικούς πολέμους.
Το Υπόβαθρο της Επανάστασης
Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι Έλληνες μετακόμισαν στη Μικρά Ασία, χωρισμένοι σε τρεις φυλές: τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Δωριείς. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου έχτισαν 12 πόλεις (Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέω, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθραί, Σάμος και Χίος). Αν και οι Ιωνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες, συμμετείχαν όλες στο Πανιώνιο.
Η ανεξαρτησία των Ιωνικών πόλεων έληξε μετά την επίθεση των Λυδών, οι οποίοι έδωσαν αυτονομία στη Μίλητο, αλλά υποχρέωσαν τους Ίωνες να τους ακολουθούν στις εκστρατείες. Παράλληλα, οι Λυδοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μήδους, αλλά υπέγραψαν ειρήνη, ορίζοντας τον Άλυ ποταμό ως σύνορο των βασιλείων τους. Την ηγεσία των Λυδών ανέλαβε ο Κροίσος, ο οποίος σκόπευε να καταλάβει όλες τις Ελληνικές περιοχές στη Μ. Ασία – την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Κύρος, ο οποίος επέκτεινε το βασίλειο του.
Ο Κροίσος έβλεπε την ευκαιρία να επεκταθεί χάρη στο χάος που επικρατούσε στην Περσία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι προτού επιτεθεί, ο Κροίσος επισκέφθηκε την Πυθία, η οποία του είπε ότι αν περάσει τα σύνορα θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία (εννοώντας τη Λυδία). Ο Κροίσος, ο οποίος δεν κατάλαβε το νόημα της προφητείας, επιτέθηκε στους Πέρσες, αλλά νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε.
Ο Κύρος ζήτησε την βοήθεια των Ιώνων όταν πολεμούσε τους Λυδούς, αλλά οι Ίωνες αρνήθηκαν να βοηθήσουν. Όταν, όμως, ο Κύρος κατέλαβε τους Λυδούς, οι Ίωνες προθυμοποιήθηκαν να γίνουν υποτελείς των Περσών και να ζουν όπως οι Λυδοί. Ο Κύρος αρνήθηκε, λέγοντας ότι οι Ίωνες δεν τον είχαν βοηθήσει. Διέταξε τον Άρπαγο να επιτεθεί στην Ιωνία. Ο Άρπαγος επιτέθηκε στη Φώκαια, αλλά οι κάτοικοι της πόλης μετακόμισαν στη Σικελία – το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι κάτοικοι της Τέως. Οι υπόλοιποι Ίωνες, οι οποίοι έμειναν στις πόλεις τους, υποδουλώθηκαν. Οι Πέρσες τοποθέτησαν στην ηγεσία των ιωνικών πόλεων διάφορους τυράννους, με τους οποίους οι Ίωνες δεν είχαν καλές σχέσεις.
Μετά από σαράντα χρόνια, οι Πέρσες είχαν διορίσει τον Αρισταγόρα τύρρανο της Μιλήτου. Ο Αρισταγόρας αντικατέστησε τον θείο του, Ιστιαίο, ο οποίος έμεινε στα Σούσα ως σύμβουλος του Δαρείου. Το 500 π.Χ, υποδέχθηκε μερικούς εξόριστους αριστοκράτες από τη Νάξο, οι οποίοι τον έπεισαν να τους βοηθήσει να αναλάβουν ξανά την ηγεσία στο νησί. Μετέπειτα, ο Αρισταγόρας έπεισε τον σατράπη της Λυδίας, Αρταφέρνη, να τον βοηθήσει και υποσχέθηκε να μοιραστούν την εξουσία στη Νάξο. Ο Αρταφέρνης δέχθηκε και, αφού έπεισε τον Δαρείο, ετοίμασε στρατό για να επιτεθεί το επόμενο έτος.
Πολιορκία της Νάξου (499 π.Χ)
Η Πολιορκία της Νάξου (499 π.Χ) αποτέλεσε μια αποτυχημένη προσπάθεια των Περσών, που επιχειρήθηκε υπό την ηγεσία του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα, ο οποίος θέλησε να αυξήσει την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή. Ο Αρισταγόρας είχε δεχτεί την επίσκεψη εξόριστων αριστοκρατών από τη Νάξο, οι οποίοι τον έπεισαν να τους βοηθήσει να ανακτήσουν την εξουσία τους στο νησί.
Ο Αρισταγόρας εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του δινόταν ζήτησε τότε τη βοήθεια του σατράπη Αρταφέρνη και έλαβε 200 τριήρεις, υπό την ηγεσία του Μεγαβάτη. Ο Αρισταγόρας και ο Μεγαβάτης είχαν πολλές διαφωνίες και οι Ναξιώτες έμαθαν – ίσως από τον Μεγαβάτη – για τα σχέδια των Περσών. Αυτό τους βοήθησε να στήσουν μια αποτελεσματική άμυνα και να αντέξουν τέσσερις μήνες πολιορκίας. Η πολιορκία της Νάξου αποτέλεσε αφορμή για την Ιωνική Επανάσταση και για τις μετέπειτα συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών.
Οι Πέρσες ετοίμασαν ένα στόλο την άνοιξη του 499 π.Χ, υπό την ηγεσία του Μεγαβάτη. Ο στόλος ενώθηκε με τα ιωνικά σώματα στη Μίλητο. Ο στόλος κινήθηκε βόρεια στον Ελλήσποντο, αλλά όταν έφθασαν στη Χίο, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκε για τη Νάξο.
Κατά τον Ηρόδοτο, ο Μεγαβάτης επιθεώρησε τα πλοία και βρήκε ένα από τη Μύνδο, το οποίο δεν είχε φύλακες. Ο Μεγαβάτης αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σκύλαξ, άρχοντα του πλοίου, γι’ αυτό τον έδεσε και τον έβαλε σε μια τρύπα με το κεφάλι έξω και το υπόλοιπο σώμα μέσα. Ο Αρισταγόρας, μόλις έμαθε το νέο, διέταξε τον Μεγαβάτη να απελευθερώσει τον Σκύλαξ – αφού ο Μεγαβάτης αρνήθηκε, ο Αρισταγόρας πήγε μόνος του και απελευθέρωσε τον Σκύλαξ.
Ο Μεγαβάτης θύμωσε με τον Αρισταγόρα και ο τελευταίος του δήλωσε ότι ο Αρταφέρνης έστειλε τον Μεγαβάτη για να τον υπηρετεί πιστά και τον κατηγόρησε ότι είναι ενοχλητικός. Ο Μεγαβάτης θύμωσε και έστειλε αγγελιαφόρους στη Νάξο για να ειδοποιήσει τους κατοίκους για την επίθεση. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν αυτή την ιστορία και αναφέρουν ότι οι Ναξιώτες κατάλαβαν από μόνοι τους τα σχέδια των Περσών και άρχισαν τις προετοιμασίες. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ναξιώτες πήραν τα πάντα από τα χωράφια και κλείστηκαν στην πόλη τους.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο στρατός της Νάξου αποτελούταν απ’ όλους τους κατοίκους της πόλης – ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οκτώ χιλιάδες άνδρες συμμετείχαν στην άμυνα της πόλης. Από την άλλη, οι Πέρσες είχαν 200 τριήρεις – η κάθε μια απ’ αυτές είχε 200 άνδρες συν 14 στρατιώτες.
Ο Ηρόδοτος μας δίνει λίγες πληροφορίες για την πολιορκία. Όταν οι Ίωνες και οι Πέρσες έφθασαν στη Νάξο, βρήκαν μπροστά τους μια πολύ καλά οργανωμένη και οχυρωμένη πόλη. Αρχικά, οι Πέρσες επιτέθηκαν, ωστόσο, οι Ναξιώτες τους απώθησαν. Οι Πέρσες ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης, η οποία διήρκησε 4 μήνες – αφού έχασαν πολλά χρήματα, οι Πέρσες αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία.
Αρχή της Ιωνικής Επανάστασης (499 π.Χ)
Εξαιτίας της ήττας στη Νάξο, ο Αρισταγόρας βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κατάλαβε ότι οι Πέρσες θα τον τιμωρούσαν επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρήματα που χρωστούσε στον Αρταφέρνη και δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη, γι’ αυτό και έπεισε τους κατοίκους της πόλης του να εξεγερθούν κατά των Περσών.
Ο Αρισταγόρας συγκάλεσε συμβούλιο με τους διανοούμενους του και όλοι, πλην του Εκαταίου της Μιλήσιου, συμφώνησαν να εξεγερθούν. Ο Αρισταγόρας παραιτήθηκε από τύραννος και κήρυξε την πόλη του δημοκρατία. Συγκέντρωσε όλους τους Έλληνες που συμμετείχαν στην πολιορκία της Νάξου, συνέλαβε τους τυράννους και τους έστειλε στις πόλεις τους, με σκοπό να κερδίσει τη στήριξη τους – αρκετοί απ’ αυτούς εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν.
Τότε, ο Αρισταγόρας ζήτησε τη βοήθεια των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδος για ν’ αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Απέτυχε να πείσει τους Σπαρτιάτες να πολεμήσουν στο πλευρό του, γι’ αυτό και πήγε στην Αθήνα. Η Αθήνα συμμετείχε στην επανάσταση των Ιώνων μετά από μεγάλη πολιτική ταραχή. Το 510 π.Χ, οι Αθηναίοι με τη βοήθεια του βασιλιά Κλεομένη έδιωξαν τον τύρρανο Ιππία, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια του Πέρση σατράπη Αρταφέρνη, αφού του υποσχέθηκε να δώσει την Αθήνα στους Πέρσες.
Παράλληλα, ο Κλεομένης προσπάθησε να προωθήσει τον Ισαγόρα στην εξουσία της Αθήνας έναντι του Κλεισθένη, ο οποίος πρότεινε την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας – αυτή η πρόταση είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του Κλεισθένη και της οικογένειας του. Ο Κλεομένης προσπάθησε με τη βία να προωθήσει τον Ισαγόρα στην εξουσία. Τότε, οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Αρταφέρνη, ο οποίος τελικά ζήτησε την υποταγή της Αθήνας στους Πέρσες.
Οι Αθηναίοι πρεσβευτές συμφώνησαν, αν και καταδικάστηκαν γι’ αυτό. Μετά από αποτυχημένη προσπάθεια να επανέλθει στην εξουσία της Αθήνας, ο Ιππίας προσπάθησε να πείσει τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα. Όταν ο Αρταφέρνης πρότεινε ξανά στους Αθηναίους να επαναφέρουν τον Ιππία στην εξουσία, οι τελευταίοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Περσία. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ερετριείς υποστήριξαν την εξέγερση επειδή οι Μιλήσιοι τους είχαν βοηθήσει σε ένα πόλεμο με τη Χαλκίδα.
Ιωνική Επίθεση (498 π.Χ)
Ο Αρισταγόρας προσπαθούσε να προωθήσει την εξέγερση, γι’ αυτό και έπεισε τους Παίονες, οι οποίοι ζούσαν στη Φρυγία, να επιστρέψουν στη Θράκη – μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να προκαλέσει την οργή της ανώτατης διοίκησης των Περσών.
Σάρδεις
Στις αρχές του 498 π.Χ, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έφθασαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με τους Ίωνες στην Έφεσο. Ο Αρισταγόρας διέταξε τον Χαροπίνο και τον Ερμόφαντο να αναλάβουν την αρχηγία του ιωνικού στρατού. Ο Ιωνικός στρατός έφθασε στις Σάρδεις, πρωτεύουσα της σατραπείας του Αρταφέρνη, χάρη στη βοήθεια των κατοίκων της Εφέσου.
Οι Ίωνες κατέστρεψαν την πόλη και την έκαψαν, αλλά υπέστησαν βαριές απώλειες και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Έφεσο. Όταν ο Δαρείος έμαθε για τον εμπρησμό των Σαρδέων, ορκίστηκε εκδίκηση και ζήτησε από ένα δούλο του να του θυμίζει κάθε μέρα τον όρκο με τα λόγια δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων (δέσποτα, να θυμάσαι τους Αθηναίους).
Μάχη της Εφέσου
Οι Πέρσες συγκέντρωσαν στρατό για να βοηθήσουν τον Αρταφέρνη. Όταν έμαθαν ότι οι Έλληνες υποχώρησαν, ακολούθησαν τα ίχνη τους και έφθασαν στην Έφεσο, αναγκάζοντας τους Έλληνες σε μάχη. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες, εξαιτίας της κούρασης και του ισχυρού περσικού ιππικού. Μετά τη μάχη αυτή, οι Ίωνες επέστρεψαν στις πόλεις τους και οι Αθηναίοι με τους Ερετριείς στην Ελλάδα.
Εξάπλωση της Επανάστασης
Οι Αθηναίοι έλυσαν τη συμμαχία τους με τους Ίωνες, καθώς οι τελευταίοι τους είχαν δώσει λάθος πληροφορίες για την Περσική δύναμη. Παρ’ ολ’ αυτά, η επανάσταση εξαπλώθηκε στην Καρία και στην Κύπρο, ενώ οι Ίωνες κατέλαβαν το Βυζάντιο και άλλες γειτονικές πόλεις.
Περσική Αντεπίθεση (497 π.Χ.- 495 π.Χ.)
Μετά, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Κύπρος ήταν ελεύθερη για ένα έτος, δηλ. μέχρι τις μάχες του 497 π.Χ. και αργότερα αναφέρει τα πάρακάτω:
Ο Δαυρίσης, ο οποίος έχει τη θυγατέρα του Δαρείου (ως σύζυγο του), και ο Υμαίης και ο Οτάνης και άλλοι Πέρσες στρατηγοί, έχοντας και αυτοί θυγατέρες του Δαρείου, αφού αιχμαλώτισαν τους Ίωνες που εκστράτευσαν στις Σάρδεις, επεκράτησαν στη μάχη και επόρθησαν τις πόλεις.
Το απόσπασμα αναφέρει ότι οι Πέρσες αντεπιτέθηκαν μετά τη μάχη της Εφέσου, ωστόσο, οι πόλεις, οι οποίες – κατά τον Ηρόδοτο – κατακτήθηκαν από τον Δαυρίση βρίσκονται στον Ελλήσποντο και συμμετείχαν στην εξέγερση μετά την μάχη της Εφέσου – άρα, οι Πέρσες στρατηγοί αντεπιτέθηκαν το 497 π.Χ, με τους ιστορικούς να χρονολογούν τις επιθέσεις στον Ελλήσποντο και στην Καρία το ίδιο έτος.
Κύπρος
Όλα τα βασίλεια της Κύπρου εξεγέρθηκαν εκτός από την Αμαθούντα. Αρχηγός της εξέγερσης στην Κύπρο ήταν ο Ονήσιλος. Ο Γόργος, αδερφός του Ονήσιλου και βασιλιάς της Σαλαμίνας, αρνήθηκε να επαναστατήσει, γι’ αυτό και εκθρονίστηκε από τον αδερφό του. Ο Γόργος κατέφυγε στους Πέρσες, ενώ ο Ονήσιλος έπεισε όλους τους Κύπριους, πλην των Αμαθουσίων, να εξεγερθούν – ο Ονήσιλος πολιόρκησε την Αμαθούντα για να πείσει τους κατοίκους της να συμμετέχουν στην εξέγερση.
Το 498 π.Χ, ενώ ο Ονήσιλος πολιορκούσε την Αμαθούντα, έγινε γνωστό ότι οι Πέρσες, υπό την ηγεσία του Αρτύβιου, έφθασαν στην Κύπρο χάρη στους Φοίνικες – γι’ αυτό και ο Ονήσιλος ζήτησε βοήθεια από τους Ίωνες, οι οποίοι έστειλαν πολλές ενισχύσεις και διέλυσαν σε ναυμαχία τους Φοίνικες. Οι Κύπριοι είχαν αρχικά την υπεροχή και είχαν σκοτώσει τον αρχηγό των Περσών, αλλά όταν ο βασιλιάς του Κουρίου Στησάνωρ και τα άρματα των Σαλαμινίων πήραν το μέρος των Περσών, οι τελευταίοι τελικά νίκησαν ενώ ο Ονήσιλος πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης.
Μετά από πολιορκία πέντε μηνών οι Πέρσες κατέλαβαν τους Σόλους, αφού άνοιξαν υπονόμους γύρω από το τείχος. Η Πάφος πολιορκήθηκε επίσης. Οι Πέρσες κατέπνιξαν την Κυπριακή εξέγερση και οι Ίωνες επέστρεψαν στις πόλεις τους. Οι συνέπειες ήταν οι φιλέλληνες βασιλείς να αντικατασταθούν με φίλια διακείμενους στους Πέρσες και οι Κύπριοι να παραχωρούν στρατιωτικές δυνάμεις στις εκστρατείες των Περσών. Έτσι κυπριακές δυνάμεις έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας (480 π.Χ.) με 150 πλοία.
Ελλήσποντος και Προποντίδα
Οι Πέρσες ανασυντάχθηκαν το 497 π.Χ. και οι στρατηγοί Δαυρίσης, Υμαίης και Οτάνης ανέλαβαν την ηγεσία του στρατού, αφού πρώτα συμφώνησαν ποιες πόλεις θα πολιορκούσαν. Ο Δαυρίσης κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο και κατέλαβε την Δάρδανο, την Άβυδο, την Περκώτη, την Λάμψακο και την Παίσο. Αργότερα, κατέπνιξε την εξέγερση στην Καρία. Ο Υμαίης κατεύθυνθηκε στην Προποντίδα και κατέλαβε την Κίο. Αργότερα, κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο και κατέλαβε πολλές αιολικές πόλεις και την Τρωάδα, αλλά αρρώστηκε και πέθανε. Παράλληλα, ο Οτάνης και ο Αρταφέρνης επιτέθηκαν στην Ιωνία.
Καρία
Μάχη του Μαρσύη
Ο Δαυρίσης, όταν έμαθε ότι οι κάτοικοι της Καρίας εξεγέρθηκαν, κινήθηκε νότια για να καταπνίξει την τοπική εξέγερση. Οι Κάρες συγκεντρώθηκαν στον ποταμό Μαρσύη και ο Πιξωδάρος τους πρότεινε να περάσουν τον ποταμό για να αποτρέψει την υποχώρηση – σχέδιο, με το οποίο οι Κάρες δεν συμφώνησαν. Η μάχη, κατά τον Ηρόδοτο, είχε διαρκέσει πολλές ώρες, αλλά οι Πέρσες νίκησαν, έχοντας πέντε φορές λιγότερες απώλειες.
Μάχη στα Λάβραυνδα
Όσοι επέζησαν τη μάχη του Μαρσύη υποχώρησαν στα Λάβραυνδα για να αποφασίσουν αν έπρεπε να παραδοθούν ή όχι. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι Κάρες δέχθηκαν ενισχύσεις από τη Μίλητο και αποφάσισαν να φύγουν. Ωστόσο, οι Πέρσες επιτέθηκαν και οι Κάρες με τους Μιλήσιους υπέστησαν βαριές απώλειες.
Μάχη στην Πηδάσο
Ο Δαυρίσης άρχισε να πολιορκεί τα οχυρά των Κάρων, γι’ αυτό και οι τελευταίοι του έστησαν παγίδα στην Πηδάσο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία για τη μάχη – μερικοί αναφέρουν ότι έγινε λίγο πιο μετά από τη μάχη στα Λάβραυνδα, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι η μάχη έγινε το επόμενο έτος, το 496 π.Χ. Οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και έχασαν πολλούς άνδρες – στη μάχη σκοτώθηκαν ο Δαυρίσης και άλλοι διοικητές.
Ιωνία
Ο Οτάνης και ο Αρταφέρνης επιτέθηκαν στην Ιωνία και στην Αιολίδα. Οι Πέρσες ανάκτησαν τις Κλαζομενές και την Κύμη, ίσως το 496 π.Χ, αν και ήταν λιγότεροι ενεργοί τα επόμενα δύο έτη λόγω της αποτυχίας στην Καρία. Παράλληλα, ο Αρισταγόρας έφυγε από την Μίλητο και πήγε στη Θράκη, αφήνοντας τη θέση του αρχηγού της εξέγερσης. Στη Θράκη, ο Αρισταγόρας έλαβε την ηγεσία της Μύρκινου και συμμετείχε σε συγκρούσεις με τον πληθυσμό της Θράκης.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ωστόσο, σκοτώθηκε, είτε το 497 π.Χ είτε το 496 π.Χ. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο θάνατος του Αρισταγόρα, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που αναλάβει την ηγεσία της εξέγερσης, προκάλεσε την τελική ήττα των Ιώνων. Ο Ιστιαίος αφέθηκε ελεύθερος από τον Δαρείο και πήγε στην Ιωνία, αφού πρώτα έπεισε τον Δαρείο ότι θα σταματήσει την επανάσταση – ο Ηρόδοτος, ωστόσο, θεωρεί ότι πραγματικός σκοπός του Ιστιαίου ήταν η αποφυγή της ισόβιας αιχμαλωσίας.
Όταν ο Ιστιαίος έφθασε στις Σάρδεις, ο Αρταφέρνης τον κατηγόρησε ευθέως για συνεργασία με τον Αρισταγόρα. Μετά, ο Ιστιαίος έπλευσε για τη Χίο και μετά βάδισε για τη Μίλητο. Αφού έφτασε στη Λέσβο, έπεισε τους κάτοικους του νησιού να του δώσουν οκτώ τριήρεις, με τις οποίες έφτασε στο Βυζάντιο – αργότερα, όμως, οι Λέσβιοι αρνήθηκαν να διασχίσουν τον Βόσπορο.
Λήξη της Επανάστασης (494 π.Χ. – 493 π.Χ.)
Ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ.)
Η Ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ) αποτελεί θαλάσσια σύγκρουση μεταξύ Ιώνων και Περσών κατά την Ιωνική Επανάσταση. Η ναυμαχία έληξε με νίκη των Περσών, η οποία είχε αποφασιστικό ρόλο στη λήξη της επανάστασης. Η επανάσταση ξέσπασε λόγω της δυσαρέσκειας των Ελλήνων της Ιωνίας με τους τυράννους που διόριζαν οι Πέρσες.
Πέντε χρόνια πριν τη ναυμαχία, ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος προσπάθησε να κατακτήσει τη Νάξο, αλλά απέτυχε και, για να μην εκτελεστεί, έπεισε τους Ίωνες να εξεγερθούν. Αρχικά, οι Ίωνες – χάρη στους Αθηναίους και τους Ερετριείς – είχαν την υπεροχή και πυρπόλησαν τις Σάρδεις. Μετά από τρία χρόνια μαχών, οι Πέρσες συγκέντρωσαν στρατό και στόλο και επιτέθηκαν στη Μίλητο. Οι Ίωνες αποφάσισαν να δώσουν ναυμαχία στη Λάδη, αφήνοντας την υπεράσπιση της Μιλήτου στους κατοίκους της.
Στην αρχή, οι Πέρσες προσπάθησαν να πείσουν τους Ίωνες να παραδοθούν, αλλά απέτυχαν. Ωστόσο, πριν την αρχή της ναυμαχίας, ο στόλος της Σάμου παραδόθηκε και απομακρύνθηκε απ’ το πεδίο της ναυμαχίας. Οι Ίωνες (και κυρίως ο στόλος της Χίου), αν και η γραμμή τους κατέρρευσε, συνέχισαν τη ναυμαχία, κατά την οποία ηττήθηκαν. Παρά τη νίκη τους, οι Πέρσες συνέχισαν να καταπνίγουν την επανάσταση και το επόμενο έτος, ενώ αργότερα εισέβαλλαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Δυνάμεις
Έλληνες
Παρακάτω παραθέτουμε τον αριθμό πλοίων από κάθε πόλη που συμμετείχε στη ναυμαχία.
- Χίος 100
- Μίλητος 80
- Λέσβος 70
- Σάμος 60
- Τέω 17
- Πριήνη 12
- Ερυθραία 8
- Μυούς 3
- Φώκαια 3
Σύνολο 353
Πέρσες
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν εξακόσια πλοία, τα οποία έλαβαν απ’ τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Κιλικία και την Κύπρο. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τα ονόματα των Περσών στρατηγών, αλλά σήμερα θεωρείται ότι την αρχηγία του στόλου ανέλαβε ο Δάτης.
Πρελούδιο
Οι Πέρσες, φοβούμενοι την ήττα απ’ τον ιωνικό στόλο και τη μετέπειτα οργή του Δαρείου, έστειλαν πρώην Ίωνες τυράννους στο ιωνικό στρατόπεδο. Οι τύραννοι είχαν πει τα εξής:
»Άνδρες Ίωνες, δείξτε ότι είστε σωστοί υπηρέτες στον οίκο του βασιλέως και αφήστε τους συμμάχους σας. Αυτή είναι η υπόσχεση μας: δεν θα πάθετε τίποτα για την εξέγερση ενώ τα σπίτια και τα ιερά σας δεν θα καούν. Αν όμως συνεχίσετε, τότε θα ευνουχίσουμε όλα τα αγόρια σας, οι κόρες σας θα σταλθούν ως αιχμάλωτες στη Βάκτρα και η γη σας θα δοθεί σ’ άλλους.»
Οι Ίωνες, ωστόσο, αρνήθηκαν να παραδοθούν, αν και κάθε ομάδα-σώμα είχε λάβει μηνύματα απ’ τους Πέρσες – φαίνεται ότι δεν ήξεραν πως υπάρχει πιθανότητα προδοσίας. Αργότερα, οι Ίωνες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τις κινήσεις τους στη ναυμαχία. Ο Διονύσιος ο Φωκαεύς, στρατηγός των Φωκαίων, είχε πει τα εξής:
Στην άκρη του ξυραφιού στέκονται τα πήγματα, άνδρες Ίωνες, είτε θα’ μαστε ελεύθεροι ή δούλοι ή και δούλοι-δραπέτες. Αν τ’ αποδεχθούμε τότε θα μοχθήσουμε για το παρόν αλλά είναι στο χέρι μας να νικήσουμε τον εχθρό και να γίνουμε ελεύθεροι. Αν όμως δείξουμε αταξία δεν έχω ελπίδα ότι θα γλιτώσουμε την τιμωρία. Εμπιστευτείτε με και σας υπόσχομαι, αν οι θεοί συμφωνήσουν, ότι ο εχθρός είτε δεν θα μας αντιμετωπίσει σε μάχη είτε θα νικηθεί ολοκληρωτικά.
Αφού οι Ίωνες δέχτηκαν, ο Διονύσιος άρχισε να προετοιμάζει τον στόλο. Αυτό γινόταν για μια εβδομάδα, αλλά οι Ίωνες προτίμησαν να μείνουν στο στρατόπεδο τους. Τότε, οι Σάμιοι αποφάσισαν να δεχτούν την Περσική προσφορά – μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Ηρόδοτος πληροφορήθηκε απ’ τους Σάμιους για τα γεγονότα της Λάδης και οι τελευταίοι επινόησαν αυτή την ιστορία για να δικαιολογήσουν τη λιποταξία τους. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι Σάμιοι έμειναν στο στρατόπεδο μέχρι την αρχή της ναυμαχίας.
Μάχη
Οι Πέρσες επιτέθηκαν στους Ίωνες, οι οποίοι παρατάχθηκαν για να τους αντιμετωπίσουν. Φαίνεται ότι υπήρξε σύγχυση, κάτι που μαρτυρεί και ο Ηρόδοτος: «οὐκ ἔχω ἀτρεκέως συγγράψαι οἵτινες τῶν Ἰώνων ἐγίνοντο ἄνδρες κακοὶ ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ· ἀλλήλους γὰρ καταιτιῶνται»(μετ. δεν μπορώ να πω ποιοι Ίωνες ήταν κακοί ή αγαθοί σ’ αυτή τη ναυμαχία – οι Ίωνες κατηγορούν ο ένας τον άλλο).
Στην αρχή της μάχης, οι Σάμιοι υποχώρησαν, αν και έντεκα πλοία απ’ τη Σάμο παρέμειναν στο πεδίο της ναυμαχίας (κάτι που αργότερα τιμήθηκε στη Σάμο) – μαζί με τα πλοία απ’ τη Σάμο υποχώρησαν και τα πλοία απ’ τη Λέσβο και έτσι η δυτική πτέρυγα της ιωνικής παράταξης κατέρρευσε. Αργότερα υποχώρησαν και άλλα ιωνικά πλοία και ο μόνο ο στόλος της Χίου έμεινε στο πεδίο της ναυμαχίας. Πολέμησαν γενναία τους Πέρσες, καταστρέφοντας πολλά περσικά πλοία, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.
Αποτελέσματα
Η ήττα των Ιώνων στη Λάδη είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην τελική κατάπνιξη της εξέγερσης. Η Μίλητος πολιορκήθηκε στενά απ’ τους Πέρσες, οι οποίοι σκότωσαν τους περισσότερους Μιλήσιους και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Οι Πέρσες πήραν υπό την κατοχή τους τα περίχωρα και το πεδίο της ναυμαχίας, ενώ η υπόλοιπη πόλη δόθηκε στους Κάρες (απ’ την περιοχή Πήδασος).
Οι αιχμάλωτοι κάτοικοι της πόλης στάλθηκαν στα Σούσα και αργότερα εγκαταστάθηκαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου. Πολλοί κάτοικοι της Σάμου έμειναν άφωνοι απ’ την προδοσία των στρατηγών τους γι’ αυτό και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Ζάγκλη, μαζί με όσους Μιλήσιους κατάφεραν να ξεφύγουν κατά την πολιορκία της πόλης. Όσον αφορά τον Διονύσιο, αυτός έπλευσε στη Σικελία, όπου έγινε πειρατής και κατέστρεφε τα πλοία των Καρχηδονίων και των Τυρσηνών.
Αφού πέρασαν τον χειμώνα στη Μίλητο, το επόμενο έτος (493 π.Χ.), οι Πέρσες κατέλαβαν τις πόλεις της Χίου, της Λέσβου και της Τένεδου, καθώς και τις υπόλοιπες ιωνικές πόλεις, οι οποίες τιμωρήθηκαν αυστηρά – όχι όμως όπως η Μίλητος. Οι Πέρσες κατέλαβαν τις περιοχές της ασιατικής Προποντίδας και τις Ευρωπαϊκές ακτές του Ελλήσποντου, κάτι που έβαλε οριστικά τέλος στην Ιωνική Επανάσταση.
Το 492 π.Χ, ο Δαρείος στέλνει τον Μαρδόνιο για να πείσει την Αθήνα και την Ερέτρια να συμμαχήσουν με την Περσία. Οι τελευταίες αρνήθηκαν, ωστόσο η Θράκη και η Μακεδονία συμμάχησαν με τους Πέρσες, η εκστρατεία των οποίων έληξε με την καταστροφή του στόλου τους στο Όρος Άθως. Δύο έτη αργότερα, οι Πέρσες επιτέθηκαν ξανά στην Ελλάδα και κατέλαβαν τις Κυκλάδες και την Ερέτρια, μέχρι να ηττηθούν στον Μαραθώνα.
Πτώση της Μιλήτου
Ουσιαστικά, η επανάσταση έληξε μετά τη ναυμαχία της Λάδης. Οι Πέρσες κατέλαβαν τη Μίλητο, σκότωσαν τους περισσότερους άνδρες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Αυτό επιβεβαιώνουν και αρχαιολογικές ανασκαφές, οι οποίες βρήκαν πολλά σημάδια της καταστροφής αυτής – η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει το μεγαλείο της. Η Μίλητος, όπως δηλώνει ο Ηρόδοτος, έμεινε χωρίς Μιλήσιους – οι Πέρσες έχτισαν δικά τους κτίρια και παρέδωσαν την υπόλοιπη πόλη στους Κάρες από την Πηδάσο.
Όσοι Μιλήσιοι αιχμαλωτίστηκαν στάλθηκαν στα Σούσα και μετά μεταφέρθηκαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου, κοντά στον ποταμό Τίγρη. Οι κάτοικοι της Σάμου, συγκλονισμένοι από την προδοσία των στρατηγών τους στη Λάδη, δέχθηκαν την πρόταση των κατοίκων της Ζάγκλης να εγκατασταθούν στις ακτές της Σικελίας, μαζί με όσους Μιλήσιους γλίτωσαν από τους Πέρσες. Η Σάμος γλίτωσε την καταστροφή χάρη στις πράξεις των στρατηγών της στη Λάδη.
Εκστρατείες του Ιστιαίου (493 π.Χ.)
Χίος
Ο Ιστιαίος, όταν έμαθε για την καταστροφή της Μιλήτου, έπλευσε στη Χίο και κατέστρεψε τα απομεινάρια του Χιακού στόλου επειδή οι Χιώτες αρνήθηκαν να τον υποδεχθούν.
Μάχη της Μαλήνης
Ο Ιστιαίος, αφού συγκέντρωσε μεγάλο στρατό από Αιολείς και Ίωνες, επιτέθηκε στη Θάσο, αλλά υποχώρησε και επέστρεψε στη Λέσβο, όταν έμαθε ότι οι Πέρσες ετοίμαζαν επίθεση στην υπόλοιπη Ιωνία. Οι Πέρσες και οι Ίωνες συναντήθηκαν στη Μαλήνη, όπου διεξήχθη σκληρή μάχη. Ωστόσο, λόγω της υπεροχής του περσικού ιππικού έναντι του ιωνικού πεζικού, η μάχη έληξε με νίκη των Περσών. Αν και ο Ιστιαίος παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Αρταφέρνης τον αποκεφάλισε και έστειλε το κεφάλι του στον Δαρείο.
Τελευταίες Επιχειρήσεις (493 π.Χ.)
Το 493 π.Χ, οι Πέρσες κατέλαβαν τη Χίο, τη Λέσβο και την Τένεδο, αφού σκότωσαν και πολλούς φυγάδες. Οι πόλεις της Ιωνίας τιμωρήθηκαν αυστηρά, όχι όμως όπως η Μίλητος – οι Πέρσες ευνούχισαν τα πιο δυνατά αγόρια, έστειλαν τα πιο όμορφα κορίτσια στο χαρέμι του βασιλικού ανακτόρου και έκαψαν τους ναούς της κάθες πόλης. Ωστόσο, οι πόλεις κατάφεραν να αποκατασταθούν και είχαν βοηθήσει με πλοία τους Πέρσες κατά τη δεύτερη Περσική εισβολή στην Ελλάδα. Ο Περσικός στρατός κατέλαβε την ασιατική πλευρά της Προποντίδας και ο στόλος την ευρωπαϊκή ακτή του Ελλήσποντο, βάζοντας τέλος στην Ιωνική Επανάσταση
Αποτελέσματα της Ιωνικής Επανάστασης
Μετά την ανάκτηση των Ιωνικών πόλεων, οι Πέρσες άρχισαν τις διαπραγματεύσεις για συμβιβασμό. Ο Αρταφέρνης κάλεσε αντιπροσώπους από κάθε ιωνική πόλη και τους ανακοίνωσε ότι οι διαφορές τους θα λύνονταν με βοήθεια δικαστών και όρισε το επίπεδο φορολογίας ανάλογα με το μέγεθος της πόλης. Ο γαμπρός του Δαρείου, Μαρδόνιος, έφθασε στην Ιωνία και κατάργησε τους τύραννους.
Ο Δαρείος επέτρεψε στους Πέρσες να συμμετέχουν στις Ελληνικές γιορτές, ειδικά σ’ αυτές που τιμούσαν τον Απόλλωνα. Χάρη στην ειρήνη αυτή, ο Δαρείος ζήτησε την υποταγή των Ελλήνων – μονάχα η Αθήνα και η Σπάρτη αρνήθηκαν. Η πρώτη εκστρατεία, η οποία διεξήχθη το 492 π.Χ, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Θράκης και της Μακεδονίας από τον Μαρδόνιο, ωστόσο ο περσικός στόλος καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή.
Η δεύτερη επίθεση διεξήχθη δύο χρόνια αργότερα, με διοικητές τον Δάτη και τον Αρταφέρνη και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Νάξου, των Κυκλάδων και τον εμπρησμό της Ερέτριας. Ωστόσο, οι Αθηναίοι πέτυχαν αποφασιστική νίκη στον Μαραθώνα και έδιωξαν τους Πέρσες απ’ την Ελλάδα.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (492 π.Χ. – 490 π.Χ.)
Η πρώτη Περσική εισβολή στην Ελλάδα διεξήχθη σε δύο φάσεις (492/490 π.Χ), κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Οι Πέρσες εισέβαλλαν στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του Δαρείου Α’, με σκοπό να τιμωρήσουν την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες κατά την Ιωνική Επανάσταση. Η πρώτη εκστρατεία, η οποία διεξήχθη το 492 π.Χ, είχε ως αποτέλεσμα τη κατάληψη της Θράκης και της Μακεδονίας από τον Μαρδόνιο, ωστόσο ο περσικός στόλος καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή.
Η δεύτερη επίθεση διεξήχθη δύο χρόνια αργότερα, με διοικητές τον Δάτη και τον Αρταφέρνη και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Νάξου, των Κυκλάδων και τον εμπρησμό της Ερέτριας. Ωστόσο, οι Αθηναίοι πέτυχαν αποφασιστική νίκη στον Μαραθώνα και έδιωξαν τους Πέρσες απ’ την Ελλάδα. Ο Δαρείος ετοιμάστηκε να επιτεθεί εκ νέου, ωστόσο η εξέγερση στην Αίγυπτο και ο θάνατος του ματαίωσαν τα σχέδια του. Την ηγεσία του περσικού στρατού και στόλου ανέλαβε ο Ξέρξης, ο οποίος επιτέθηκε στην Ελλάδα το 480 π.Χ.
Η Εκστρατεία του Μαρδόνιου (492 π.Χ.)
Την άνοιξη του 492 π.Χ, ο Μαρδόνιος συγκέντρωσε στρατό και στόλο, με σκοπό να καταστρέψει την Αθήνα και την Ερέτρια. Ο Μαρδόνιος αναχώρησε με τον στόλο από την Κιλικία, ενώ διέταξε τον στρατό του να περάσει τον Ελλήσποντο. Στον δρόμο του, ο Μαρδόνιος απομάκρυνε τους τυράννους από την Ιωνία και έδωσε την εξουσία σε δημοκρατικούς.
Από την Ιωνία, ο στόλος κινήθηκε προς τον Ελλήσποντο, ενώ ο στρατός πέρασε στα ευρωπαϊκά εδάφη και κατάφερε να ανακτήσει τη Θράκη (άνηκε στους Πέρσες από το 512 π.Χ) – επίσης ανάγκασε τη Μακεδονία να συμμαχήσει με τους Πέρσες. Παράλληλα, ο περσικός στόλος κατέλαβε τη Θάσο και μετά κινήθηκε στην Άκανθο, αλλά όταν έφτασε στο όρος Άθως διαλύθηκε λόγω θαλασσοταραχής – κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες έχασαν τριακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες άνδρες.
Χάρη στην καταστροφή αυτή και καθώς ο περσικός στρατός βρισκόταν στη Μακεδονία, οι Βρύγοι επιτέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο, σκοτώνοντας αρκετούς Πέρσες και τραυματίζοντας τον Μαρδόνιο – ωστόσο, οι Βρύγοι ηττήθηκαν. Ο περσικός στρατός και στόλος επέστρεψαν στην Ασία. Μετά την εκστρατεία του 492 π.Χ, ο Δαρείος έστειλε πρεσβευτές σ’ όλη την Ελλάδα για να ζητήσει την υποταγή των πόλεων. Όλες οι πόλεις δέχτηκαν την προσφορά του Δαρείου πλην της Αθήνας και της Σπάρτης, οι οποίες συμμάχησαν παρά τις διαφορές τους.
Η Εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη (490 π.Χ.)
Οι Πέρσες, αφού συγκέντρωσαν πολλούς άνδρες, επιτέθηκαν στη Λίνδο, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν. Ο περσικός στόλος κινήθηκε στη Σάμο και μετά επιτέθηκε στη Νάξο, με σκοπό να τιμωρήσει την πόλη για την αποτυχημένη πολιορκία, η οποία διεξήχθη εννέα χρόνια νωρίτερα. Οι Πέρσες κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη, καταστρέφοντας πολλούς ναούς. Οι Πέρσες πλησίασαν τη Δήλο, γι’ αυτό και οι κάτοικοι της πόλης άφησαν τα σπίτια τους.
Για να πείσει τους κατοίκους της Δήλου, ο Δάτης έκαψε τριακόσια τάλαντα από λιβάνι στον βωμό του Απόλλωνα. Τότε, ο στόλος άρχισε να κινείται προς την Ερέτρια, κατακτώντας κάθε πόλη στον δρόμο του και αναγκάζοντας τους κατοίκους να του δίνουν ομήρους και στρατεύματα. Ωστόσο, οι κάτοικοι της Καρύστου αρνήθηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και οι Πέρσες επιτέθηκαν και κατέλαβαν την πόλη, αναγκάζοντας τους κατοίκους να παραδοθούν.
Οι Πέρσες έφτασαν στην Ερέτρια – κατά τον Ηρόδοτο, οι Ερετριείς χωρίστηκαν σε τρία στρατόπεδα: οι πρώτοι ήθελαν να φύγουν απ’ την πόλη, οι δεύτεροι να αντισταθούν και οι τρίτοι ήθελαν να παραδοθούν στους Πέρσες, ωστόσο οι περισσότεροι αποφάσισαν να μείνουν στην πόλη. Οι Πέρσες για έξι μέρες πολιορκούσαν την πόλη, μέχρι που δύο Ερετριείς άνοιξαν τις πύλες τις πόλεις και επέτρεψαν στους Πέρσες να εισέλθουν στην πόλη. Οι τελευταίοι κατέστρεψαν την πόλη, έκαψαν τους ναούς και υποδούλωσαν όσους Ερετριείς παρέμειναν στην πόλη.
Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.)
Έπρεπε να παρέλθει μια διετία προκειμένου οι περσικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν δριμύτερες στον στόχο τους. Με νέα πρόσωπα στην ηγεσία του στρατού, τον Δάτη επικεφαλής του πεζικού και τον Αρταφέρνη αρχηγό του στόλου, και με μυστικοσύμβουλο και οδηγό τον πρώην τύραννο των Αθηνών και γιο του Πεισιστράτου, Ιππία, που είχε προ πολλού αυτομολήσει στους Πέρσες, ο Δαρείος επέλεξε νέο δρομολόγιο.
Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., με αφετηρία την Κιλικία, ο στόλος έπλευσε στη Σάμο και ύστερα από σύντομη στάση στη Νάξο έβαλε πλώρη για την Ερέτρια, τον πρώτο σταθμό της Περσικής επίθεσης-τιμωρίας. Έπειτα από έξι ημέρες σθεναρής αντίστασης, το ευβοϊκό λιμάνι έπεσε με δόλια μέσα στα χέρια των Περσών, η πόλη πυρπολήθηκε εκ βάθρων και οι κάτοικοί της εστάλησαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας. Τώρα είχε έρθει η ώρα της Αθήνας.
Με τις υποδείξεις του Ιππία, ο πάνοπλος στόλος προσάραξε στο απάνεμο ανατολικό τμήμα του κόλπου του Μαραθώνα και αποβιβάστηκε στη μικρή εύφορη πεδιάδα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί ήλπιζε ο Ιππίας να εξασφαλίσει τη συνδρομή παλαιών φίλων και οπαδών του πατέρα του.
Για τον ακριβή αριθμό των Περσών που παρατάχθηκαν στις ακτές του Μαραθώνα οι απόψεις διίστανται. Άλλοι μιλούν για μια τρομακτική δύναμη 110.000 ανδρών, άλλοι για 70.000, άλλοι για 50.000, για 25.000 ή ακόμη και για 15.000. Πιθανότατα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο μέσον, δεδομένου ότι ο στρατός μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, με 600 περίπου πολεμικά και μεταγωγικά πλοία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά των Αθηναίων που παρατάχθηκαν σύντομα απέναντί τους.
Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική.
Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.
Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην Αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.
Ύστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες. Το γενικό πρόσταγμα στο ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας.
Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο Ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη. Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών.
Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη.
Η Ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Όταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη.
Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου – 8 στάδια – που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους Πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ήταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα».
Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του.
Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών.
Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι – με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα – σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.
Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι Πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας.
Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς Πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα.
Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το Αθηναϊκό επίνειο.
Το Ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο Περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του.
Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Οσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.
Όσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των Ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων.
Όταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί Ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο Ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.)
Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του. Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της Ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο Αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.
Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων – η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση.
Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ελληνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν»(«Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»).
Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών Περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή.
Και ενώ η θριαμβευτική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν εξάλειψε διά παντός την περσική απειλή, την απώθησε ωστόσο για την επόμενη δεκαετία, αφήνοντας στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα και με αναπτερωμένο ηθικό να αντιμετωπίσουν το αντίπαλον δέος στην τρίτη και τελευταία του απόπειρα να κυριαρχήσει στην περιοχή.
ΤΟ ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΕΡΣΙΚΩΝ ΕΙΣΒΟΛΩΝ (490 π.Χ. – 480 π.Χ.)
Περσική Αυτοκρατορία
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε. Στον θρόνο ανέβηκε ο Ξέρξης Α’. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας εισβολή, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά.
Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος πρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά δια μέσου του ισθμού του Όρους Άθως. Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Η εκστρατεία καθυστέρησε λόγω εξεγέρσεων στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα.
Οι Πέρσες είχαν τη στήριξη αρκετών ελληνικών πόλεων, όπως το Άργος, η Λάρισα, η Θεσσαλία και η Θήβα (αν και δεν έχει αποδειχθεί ποτέ). Ο Ξέρξης άρχισε να μεταφέρει τον στρατό του στην Ευρώπη κατά το 481 π.Χ. Ο στρατός του, κατά τον Ηρόδοτο, αποτελείτο από 46 φυλές ή έθνη της Περσικής Αυτοκρατορίας. Τα στρατεύματα από τις ανατολικές σατραπείες συναθροίστηκαν στα Κρίταλα και πέρασαν τον χειμώνα στις Σάρδεις, ενώ την άνοιξη ενώθηκαν με τα σώματα των δυτικών σατραπειών στην Άβυδο. Ο Περσικός στρατός διέσχισε τον Ελλήσποντο σε δύο σχεδίες γέφυρες.
Το Μέγεθος των Περσικών Δυνάμεων
Το μέγεθος του περσικού στρατού έγινε θέμα μεγάλων διαφωνιών μεταξύ των ιστορικών. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν 2.5 εκατομμύρια άνδρες πεζικό, συμπεριλαμβανομένου βοηθητικών σωμάτων. Ο Σιμωνίδης ο Κείος αναφέρει την παρουσία 4 εκατομμυρίων στρατιωτών, ενώ ο Κτησίας δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν 800.000 άνδρες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος και οι άλλοι αρχαίοι ιστορικοί παραθέτουν απίστευτους και μη αληθείς αριθμούς, ενώ υπολογίζουν ότι οι Πέρσες είχαν 200 με 250 χιλιάδες άνδρες.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά τα πλοία, το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία, λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο, καθώς ο δάσκαλος του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία, καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα. Αυτοί οι αριθμοί έχουν γίνει αποδεκτοί από κάποιους ιστορικούς, ενώ άλλοι τους απέρριψαν, παραπέμποντας στον αριθμό του Ελληνικού στόλου στην Ιλιάδα.
Ελληνικές Πόλεις – Κράτη
Αθήνα
Ένα χρόνο μετά τη νίκη στον Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης τραυματίστηκε σε σύγκρουση, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η παραδοσιακά ισχυρή οικογένεια των Αλκμεωνίδων για να τον διώξει από την πόλη. Ο Μιλτιάδης εξορίστηκε και πέθανε λόγω του τραυματισμού του. Ο Θεμιστοκλής ανέλαβε την πολιτική ηγεσία της Αθήνας και προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να επικεντρωθούν στις θαλάσσιες δυνάμεις – αυτό δεν άρεσε στον Αριστείδη, ο οποίος ήταν αρχηγός των οπλιτών.
Τρία χρόνια πριν τη δεύτερη Περσική εισβολή, στο Λαύριο, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αργύρου, την οποία ο Θεμιστοκλής πρότεινε να χρησιμοποιούσουν για να φτιάξουν ένα νέο στόλο από τριήρεις. Το επόμενο έτος, ο Αριστείδης εξοστρακίζεται. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο στόλος προοριζόταν αρχικά να πολεμήσει τους Αιγινήτες, που αποτελούσαν εμπόδια στα φιλόδοξα εμπορικά σχέδια των Αθηναίων.
Ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Θεμιστοκλής είχε από νωρίς προβλέψει ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών θα κρινόταν στη θάλασσα. Έγινε, ωστόσο, αμέσως κατανοητό ότι η απόφαση του Θεμιστοκλή να αναπτύξει τον αθηναϊκό στόλο είχε αντίκτυπο στα εσωτερικά της πόλης, καθώς ενίσχυε αισθητά την πολιτική κυριαρχία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, των θητών, που επάνδρωσαν τα πλοία ως κωπηλάτες.
Σπάρτη
Ο Δημάρατος διώχθηκε από τον θρόνο και τη θέση του βασιλιά ανέλαβε ο Λεωτυχίδας. Τότε, ο Δημάρατος κατευθύνθηκε στα Σούσα και έγινε σύμβουλος του Πέρση βασιλιά στα ελληνικά θέματα. Ο Ηρόδοτος, στο τέλος του βιβλίου Πολύμνια, αναφέρει ότι ο Δημάρατος έστειλε στους Σπαρτιάτες ένα δίπτυχον κέρινο δελτίο, στο οποίο ανάφερε τα σχέδια του Ξέρξη. Ωστόσο, αυτή η ιστορία δεν θεωρείται αληθής από τους σύγχρονους ιστορικούς.
Ελληνική Συμμαχία
Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις Ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η Ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Η δεύτερη Περσική εισβολή στην Ελλάδα διεξήχθη τα έτη 480 π.Χ. και 479 π.Χ. και αποτελεί την πιο σημαντική σύγκρουση Ελλήνων και Περσών κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Δέκα χρόνια πριν τη σύγκρουση, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ελλάδα, ωστόσο οι Αθηναίοι τους σταμάτησαν στον Μαραθώνα. Ο Ξέρξης συγκέντρωσε πολύ μεγάλο στρατό και στόλο για να κατακτήσει ολόκληρη την Ελλάδα. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες σε Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο, οι Έλληνες κατάφεραν να σταματήσουν την κάθοδο των Περσών στην Πελοπόννησο χάρη στη νίκη που πέτυχαν στη Σαλαμίνα. Το επόμενο έτος, το Ελληνικό πεζικό διέλυσε τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών και ο Ελληνικός στόλος νίκησε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Μετά τις νίκες τους, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν και οι Ελληνοπερσικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 449 π.Χ…
Η Περσική Αυτοκρατορία Επιστρέφει στην Ελλάδα
Η μάχη του Μαραθώνα αποτέλεσε όχι το τέλος, αλλά τον ευοίωνο πρόλογο μιας σειράς Ελληνοπερσικών συγκρούσεων, εγκαινιάζοντας τους λεγόμενους Περσικούς πολέμους.
Η ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος το 490 π.Χ. δεν είχε σε καμία περίπτωση τερματίσει την Περσική απειλή. εξετάζοντας τα πράγματα με την ψυχρή λογική, το συγκεκριμένο εκστρατευτικό σώμα αποτελούσε κλάσμα των τεράστιων δυνατοτήτων της Περσικής στρατιωτικής μηχανής, της οποίας οι δυνατότητες παρέμειναν στην ουσία ανεπηρέαστες. ο Δαρείος απτόητος άρχισε να σχεδιάζει νέα εκστρατεία, πιο ευρεία αυτή τη φορά.
Όμως, ο θάνατός του το 486 π.Χ. και οι εξεγέρσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο γιος και διάδοχός του Ξέρξης στην Αίγυπτο (485 π.Χ.), και πιθανώς στη Βαβυλώνα, καθυστέρησαν τις προετοιμασίες. πάντως, μέχρι το 481 π.Χ. είχαν δρομολογηθεί εντατικές προετοιμασίες που περιλάμβαναν ναυπήγηση πλοίων και συγκέντρωση προμηθειών και οπλισμού.
Στο πλαίσιο των προετοιμασιών αυτών, κατασκευάστηκαν οι γέφυρες του Ελλησπόντου. Σε Φοίνικες και Αιγυπτίους ανατέθηκε η κατασκευή μιας διπλής γέφυρας από πλοία, που άρχιζε από την Άβυδο και κατέληγε σε ένα ακρωτήριο ανάμεσα στη Σηστό και τη Μάδυτο, μόλις όμως κατασκευάστηκε η γέφυρα, μια θύελλα την κατέστρεψε. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Ξέρξης οργίστηκε και διέταξε να τιμωρήσουν τον Ελλήσποντο με 300 μαστιγώματα και έπειτα έριξε στη θάλασσα αλυσίδες για να τη δέσει. το Περσικό μηχανικό, με αρχιτέκτονα τον Σάμιο Άρπαλο,
Κατασκεύασε τελικά δύο καινούργιες γέφυρες. χρησιμοποιήθηκαν 360 πλοία για τη μία και 314 για την άλλη και άφησαν τρία ανοίγματα, για να περνούν τα πλοία από το Αιγαίο στον Εύξεινο και αντιστρόφως. με αυτό τον τρόπο συντομευόταν χρονικά η περαίωση του μεγάλου σε αριθμό στρατού στο ευρωπαϊκό έδαφος. ανάλογη ζεύξη κατασκευάστηκε και στον Στρυμόνα,
Στην περιοχή των εννέα οδών (τη μεταγενέστερη Αμφίπολη) στη Θράκη. μια διώρυγα σκάφτηκε στη χερσόνησο του Άθω για να τη συνδέσει με τη Χαλκιδική, προκειμένου να μην επαναληφθεί η καταστροφή του Περσικού στόλου κατά την εκστρατεία του Μαρδονίου στη Θράκη το 492 π.Χ. από τις σφοδρές καταιγίδες, που αποτελούσαν μόνιμο φαινόμενο στην περιοχή. Είχε περίπου 2,2 χιλιόμετρα μήκος και το πλάτος της επέτρεπε να περνούν συγχρόνως δύο τριήρεις. το έργο διηύθυναν δύο Πέρσες, ο Βουβάρης και ο Αρταχαίης, και η κατασκευή του άρχισε τρία χρόνια πριν από την εκστρατεία.
Σκληρά εργάστηκε επίσης και η επιμελητεία. τρόφιμα, εφόδια και εξοπλισμός, που συγκεντρώθηκαν με επιτάξεις από όλη την Περσική αυτοκρατορία, μεταφέρθηκαν με μεταγωγικά σε πέντε βάσεις ανεφοδιασμού, που εγκαταστάθηκαν στις πιο κατάλληλες τοποθεσίες. Στη Λευκή ακτή (στη Θρακική παραλία του Ελλησπόντου), στην Τυρόδιζα (στη Βιστωνίδα λίμνη), στον Δορίσκο (στις εκβολές του Έβρου), στην Ηιόνα (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη θέρμη (Θεσσαλονίκη).
Οι πολύχρονες αυτές προετοιμασίες έλαβαν χώρα εντελώς φανερά. αν ο Ελληνικός κόσμος αντιλαμβανόταν ότι σκοπός της κραταιάς Περσικής αυτοκρατορίας ήταν η πλήρης υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας και κάποιοι από τους Έλληνες είχαν την πρόθεση να υποταχτούν χωρίς αντίσταση, τόσο το καλύτερο για τον Ξέρξη. Το μέλλον των Ελλήνων διαγραφόταν δυσοίωνο.
Μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, το 480 π.Χ., οι Πέρσες επέστρεφαν, αυτή τη φορά ακολουθώντας χερσαίο δρομολόγιο μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας, με επικεφαλής τον ίδιο το μεγάλο Βασιλιά. Κανένας λογικός και ψύχραιμος παρατηρητής των γεγονότων δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει το μαντείο των Δελφών για το χρησμό που έδωσε στους Αθηναίους, όπως μας τον διασώζει ο Ηρόδοτος:
«Δυστυχισμένοι, γιατί κάθεστε; αφήστε τα σπίτια σας και τις ψηλές κορυφές της κυκλικής σας πόλης. φύγετε στην άκρη της γης. γιατί το κεφάλι σας δεν μένει σταθερό ούτε το σώμα ούτε τα κατώτερα μέρη του ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τίποτα από όσα είναι στη μέση, αλλά όλα είναι αξιοθρήνητα. γιατί κατεδαφίζουν αυτά η φωτιά και ο ορμητικός Άρης, που επιβαίνει σε άρμα από τη Συρία. αυτός θα καταστρέψει και άλλα πολλά τείχη, όχι μόνο τα δικά σας.
Θα παραδώσει στην καταστροφική φωτιά πολλούς ναούς των αθάνατων θεών, των οποίων τα αγάλματα στέκουν περιχυμένα από ιδρώτα και τρέμουν από φόβο. από πάνω τους τρέχει μαύρο αίμα, που προαναγγέλλει τις αναπόφευκτες δυστυχίες. αλλά φύγετε από το άδυτό μου και αντιτάξτε θάρρος στις δυστυχίες».
Θα παραδώσει στην καταστροφική φωτιά πολλούς ναούς των αθάνατων θεών, των οποίων τα αγάλματα στέκουν περιχυμένα από ιδρώτα και τρέμουν από φόβο. από πάνω τους τρέχει μαύρο αίμα, που προαναγγέλλει τις αναπόφευκτες δυστυχίες. αλλά φύγετε από το άδυτό μου και αντιτάξτε θάρρος στις δυστυχίες».
Τα Στρατηγικά Σχέδια του Ξέρξη
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη στρατηγική των Περσών πέρα από το αυτονόητο, ότι ο Ξέρξης δεν είχε ως αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας του αποκλειστικά την τιμωρία της Αθήνας, αλλά την πλήρη υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα κίνητρα της Περσικής εκστρατείας απορρέουν από την προσωπική ιδιορρυθμία και δίψα για δύναμη ενός απόλυτου δεσπότη της ανατολής, δηλαδή του Ξέρξη. Χωρίς να αποκλείει κάποιος αυτό το ενδεχόμενο, οφείλει να επιχειρήσει την αναζήτηση πιο πρακτικών κινήτρων της Περσικής εκστρατείας.
Η Περσική αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε έκταση και διέθετε μεγάλο πλούτο, ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και συγκριτικά πιο φτωχή. Λίγα πράγματα είχε να προσφέρει στο μεγάλο Βασιλιά, που σε τελική ανάλυση ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνθρωπος του γνωστού τότε κόσμου. Όμως, η τεράστια επικράτειά του ήταν τρωτή σε εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, όπως δείχνουν η Ιωνική επανάσταση και η εξέγερση στην Αίγυπτο.
Το πιο εύλογο πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει από την κατάκτηση της ορεινής και άγονης Ελλάδας ήταν, όσον αφορά την υψηλή στρατηγική του Περσικού κράτους, η λήψη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι η αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής όταν υπήρχε ο διαρκής κίνδυνος από μια πιθανή επανάσταση των ελληνικών πόλεων της Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας με την υποστήριξη μιας ανεξάρτητης ηπειρωτικής Ελλάδας.
Μια δεύτερη πιθανότητα σχετίζεται με την ανάγκη κάθε Πέρση βασιλιά να επιβεβαιώσει την εξουσία του μέσα από νέες κατακτήσεις αποκομίζοντας πολεμική δόξα, η οποία θα ήταν ανασχετικός παράγοντας στην αμφισβήτησή του από διάφορους ανταπαιτητές στο αχανές κράτος του. Σύμφωνα με τον Περσικό νόμο, ο Πέρσης βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να ορίσει το διάδοχό του πριν εκστρατεύσει, ώστε να είναι ομαλή η διαδοχή σε περίπτωση θανάτου του.
Αυτό κλήθηκε να κάνει και ο Δαρείος την περίοδο που προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ελλάδα μετά τη μάχη του Μαραθώνα. ο πρωτότοκος γιος του Δαρείου δεν ήταν ο Ξέρξης, αλλά ο Αρτοβαζάνης, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως διάδοχος το 507 π.χ. Ωστόσο, η επιλογή του Αρτοβαζάνη αμφισβητήθηκε από κάποιους ευγενείς της βασιλικής αυλής με το επιχείρημα ότι είχε γεννηθεί πριν εισέλθει ο πατέρας του στο δημόσιο βίο, όταν δεν φανταζόταν πως θα ανέβαινε κάποτε στο θρόνο, και η μητέρα του ήταν μια κοινή θνητή, μια αγνώστου ονόματος κόρη του Γωβρύα.
Αντίθετα, ο νεότερος γιος, ο Ξέρξης, ήταν ένας «πορφυρογέννητος» και η μητέρα του, η Άτοσσα, κόρη του ιδρυτή της αυτοκρατορίας Κύρου. Στην ανατολή, αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ ισχυρά και έτσι δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη ότι, όταν ξέσπασε άγρια διαμάχη στη βασιλική αυλή ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο υποψηφίων για το θρόνο, τελικά επελέγη ο Ξέρξης, ο νεότερος γιος, που προερχόταν όμως από ευγενικής καταγωγής σύζυγο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της ανόδου του Ξέρξη στο θρόνο, υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα ότι είχε πολλά να αποδείξει ως μεγάλος Βασιλιάς. Πέραν όμως της στρατηγικής αναγκαιότητας και των φόβων για εσωτερικές αναταραχές, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο στις πηγές που διαθέτουμε.
Οι Πέρσες δεν εκτίμησαν σωστά το βαθμό συνοχής και ενότητας των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας απέναντι στον κοινό κίνδυνο, οπότε ίσως η στρατηγική τους προσανατολιζόταν στο να καταλάβουν κάθε πόλη χωριστά, όπως είχαν πράξει κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μετά την Ιωνική επανάσταση. γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε λεπτομερής συνολικός σχεδιασμός της εκστρατείας, πέραν της πρόβλεψης για τη στενή συνεργασία στρατού και στόλου.
Ο στόλος ήταν επιφορτισμένος με το να παρακάμψει τις τυχόν οχυρές τοποθεσίες όπου θα συγκεντρώνονταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συναγάγουμε από μία συζήτηση, που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, του Ξέρξη μετά το τέλος της μάχης των Θερμοπυλών με τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, ο οποίος είχε καταφύγει στην Περσική αυλή.
Ο εξόριστος βασιλιάς προτείνει στον Ξέρξη να παρακάμψει ο περσικός στόλος τον Ισθμό της Κορίνθου, τον οποίο άρχιζαν να οχυρώνουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους, και να καταλάβει τα Κύθηρα απειλώντας τις ακτές της Λακωνίας, ώστε να αναγκάσει τους Λακεδαιμόνιους να αποσυρθούν από τον Ισθμό.
Το σχέδιο όμως αυτό δεν έγινε δεκτό, έπειτα από παρέμβαση του αδελφού του βασιλιά και επικεφαλής του στόλου Αχαιμένη, ο οποίος επισήμανε ότι, μετά την απώλεια 400 πλοίων σε μια τριήμερη καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας κατά την πορεία του στόλου προς το Αρτεμίσιο, το να διατεθούν 300 πλοία για τον περίπλου της Πελοποννήσου θα αποδυνάμωνε σημαντικά τις Περσικές ναυτικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο διάλογος αυτός αποτελεί επινόηση του Ηροδότου, είμαστε σε θέση να επισημάνουμε τουλάχιστον τη δυνατότητα που είχαν οι Πέρσες για ανάλογα εγχειρήματα.
Ο Μαραθώνας, παρά το ότι είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος, αποτελεί απόδειξη για την ευχέρεια που είχε ο στόλος τους να μεταφέρει μεγάλo αριθμό στρατού καθώς και αλόγων. Πέρα όμως από αυτό το ρόλο, ο στόλος ήταν καίριας σημασίας και για αμυντικούς σκοπούς, προστατεύοντας τα νώτα της εκστρατείας. οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός και ο στόλος τους στελεχωνόταν ως επί το πλείστον από τους υποτελείς λαούς που διέθεταν ναυτική εμπειρία, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το Ελληνικό ναυτικό, με αιχμή του δόρατος τις πρόσφατα κατασκευασμένες Αθηναϊκές τριήρεις, μπορούσε να απειλήσει τις γραμμές επικοινωνίας τους ή ακόμα να προκαλέσει προβλήματα στα μετόπισθεν δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ακόμα εξέγερση των Ελληνικών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας.
Μια τρίτη λειτουργία του στόλου που έχει επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα είναι αυτή του ανεφοδιασμού του στρατού. Η άποψη αυτή βασίζεται σε δύο αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τον Περσικό στόλο. Στην πρώτη μαθαίνουμε ότι κατά την προετοιμασία της εκστρατείας οι πέντε προκεχωρημένες βάσεις που δημιουργήθηκαν στη Θράκη, όπως είδαμε πιο πάνω, εφοδιάστηκαν μέσω πορθμείων και ολκάδων (εμπορικών πλοίων).
Τα εφόδια, όμως, απλά αποθηκεύτηκαν και δεν βλέπουμε κάποια άμεση επαφή στρατού και στόλου. Στη δεύτερη, ανάμεσα στις απώλειες μετά την καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ο Ηρόδοτος καταγράφει, εκτός από τα 400 πολεμικά πλοία, και αναρίθμητα σιταγωγά πλοία και ολκάδες.
Τα εφόδια, όμως, που μετέφεραν τα πλοία αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να προορίζονται για το πολυπληθές προσωπικό του στόλου και όχι για το στρατό ξηράς, ο οποίος είχε τη δυνατότητα εφοδιασμού είτε από τις προκεχωρημένες βάσεις είτε από το χερσαίο δρομολόγιο είτε λεηλατώντας τις περιοχές από τις οποίες περνούσε.
Τέλος, διαπιστώνουμε ότι ο Περσικός στρατός και ο στόλος στο πρώτο μέρος της εκστρατείας λειτουργούσαν συνδυασμένα μεν, αλλά αυτόνομα. ο στρατός κατευθύνεται στις Θερμοπύλες, ενώ ο στόλος στο Αρτεμίσιο, και δεν ενώνονται παρά μόνο μετά το τέλος των δύο συγκρούσεων. Η έλλειψη στοιχείων, συνεπώς, θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς ως προς τη δυνατότητα του στόλου να εφοδιάζει τον Περσικό στρατό.
Το Μέγεθος του Περσικού Εκστρατευτικού Σώματος
Tο φθινόπωρο του 481 π.χ. ο Ξέρξης, που επρόκειτο προσωπικά να ηγηθεί της εκστρατείας, διέταξε να συγκεντρωθεί η εκστρατευτική δύναμη στις Σάρδεις, το παραδοσιακό διοικητικό κέντρο της περσικής αυτοκρατορίας στη Mικρά Aσία, προκειμένου να διαχειμάσει και να συγκροτηθεί.
Οι αριθμοί που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι αδύνατον να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα. Ισχυρίζεται ότι το εκστρατευτικό σώμα αποτελείτο συνολικά από 5.283.220 άνδρες, προερχόμενους από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. το πεζικό ανερχόταν σε 1.700.000 και επιπλέον 300.000 αποτελούμενες από στρατιώτες από τη Θράκη και τους Έλληνες που είχαν μηδίσει, είχαν δηλαδή συνταχθεί με το μέρος των Περσών. το ιππικό αριθμούσε, εκτός από τα πολεμικά άρματα και τις καμήλες, 80.000 ιππείς.
Η σύγχρονη έρευνα έχει περιορίσει αυτούς τους αριθμούς κατά πολύ, βασιζόμενη σε δύο υποθέσεις:
Ο Ξέρξης, όταν αποχώρησε από την Ελλάδα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άφησε στον Μαρδόνιο σχεδόν το σύνολο του στρατού που είχε φέρει μαζί του και ο αριθμός 300.000 που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος για τον αριθμό του Περσικού στρατού στη μάχη των Πλαταιών ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ο αριθμός 110.000 που έχουμε για τον Ελληνικό στρατό δεν είναι απίθανος, όπως και η αναλογία 3:1 με τους Πέρσες. αν λάβουμε υπόψη μας και τις φρουρές που άφηναν οι Πέρσες στις περιοχές που είχαν καταλάβει στην ηπειρωτική Ελλάδα και στους σταθμούς εφοδιασμού στη Θράκη, οι 400.000 θα ήταν ένα πιθανό νούμερο για τον πεζικό στρατό.
Ο Ηρόδοτος, και πάλι, μας δίνει τον αριθμό των πλοίων που συμμετείχαν στην εκστρατεία. αναφέρει 1.207 τριήρεις και επιπλέον 120 από τους Έλληνες της Θράκης και των νησιών του αιγαίου. Είναι πιθανό ο Ηρόδοτος εδώ να αναφέρεται στο σύνολο της ναυτικής δύναμης των Περσών και όχι στο τμήμα του στόλου που συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, αλλά ο Αισχύλος, ο οποίος ήταν σύγχρονος των γεγονότων, στην τραγωδία του «Πέρσαι» δίνει τον ίδιο αριθμό για τα Περσικά πλοία στη Σαλαμίνα.
Κάθε πολεμικό πλοίο διέθετε 170 κωπηλάτες και 30 στρατιώτες Πέρσες, Μήδους ή Σκύθες. Η συντριπτική πλειοψηφία των πλοίων προερχόταν από υποτελείς περιοχές και τα πληρώματά τους ήταν Αιγύπτιοι, Έλληνες της Μικράς Ασίας, Κάρες, φοίνικες. Η παρουσία στρατιωτικών αποσπασμάτων περσικής σύνθεσης πιθανόν εγγυόταν την αφοσίωση των πλοίων σε περίπτωση ναυμαχίας.
Οι Προετοιμασίες των Ελληνικών Πόλεων
Οι Προετοιμασίες των Ελληνικών Πόλεων
Οι Ελληνικές πόλεις είχαν φυσικά πληροφορηθεί τις Περσικές προπαρασκευές. μπροστά στον Περσικό κίνδυνο, η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και προσπάθησαν να συνενώσουν γύρω τους τους υπόλοιπους Έλληνες.
Το Φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δύο πόλεις συγκάλεσαν ένα συνέδριο όλων των Ελληνικών πόλεων στον Ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις για την αντιμετώπιση της Περσικής επίθεσης. Οι 31 Ελληνικές πόλεις που έστειλαν αντιπροσώπους συνήψαν αμυντική συμμαχία εναντίον των Περσών, την οποία σφράγισαν με όρκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο όρκος περιείχε και μια απειλή εναντίον όσων είχαν την πρόθεση να συνταχθούν με το μεγάλο Βασιλιά, δηλαδή θα Μήδιζαν:
«Όσοι, όντας Έλληνες, παραδόθηκαν στους Πέρσες χωρίς εξωτερική βία, όταν με το καλό αποκατασταθούν τα πράγματα, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν στον θεό των Δελφών το ένα δέκατο από όλο το έχειν τους». Ρύθμισαν επίσης τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα έπρεπε να προσφέρει η κάθε πόλη και αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στις πόλεις που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο, δηλαδή στο Άργος, στις Συρακούσες, στην Κέρκυρα και τις πόλεις της Κρήτης.
Η έκκληση όμως αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν αυτό της ηγεσίας της πανελλήνιας συμμαχίας που συστήθηκε. Η αρχιστρατηγία δόθηκε στη Σπάρτη όχι μόνο στην ξηρά, όπως ήταν φυσικό, εφόσον ήταν η πόλη με την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη, αλλά και στη θάλασσα, παρότι η ίδια δεν ήταν ναυτική δύναμη και η Αθήνα ήταν εκείνη που διέθετε το μεγαλύτερο στόλο.
Οι Αθηναίοι παρ’ όλα ταύτα παραμέρισαν όλες τις φιλοδοξίες τους και υποχώρησαν. ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του στρατού, ενώ στον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου. Την ίδια εποχή πιθανόν αποφασίστηκε στην Αθήνα η ανάκληση όλων των οστρακισμένων. Έτσι επέστρεψαν στην Αθήνα ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος, ενώ ο Ίππαρχος του Χάρμου φαίνεται ότι είχε ήδη καταφύγει στην Περσική αυλή.
Ωστόσο, το πανελλήνιο συνέδριο μάταια προσπάθησε να συντάξει ένα στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάθε πόλη ήθελε να επιβάλει το σχέδιο που εξυπηρετούσε καλύτερα τη δική της άμυνα. Οι κύριες αμυντικές που εξετάστηκαν ήταν τρεις:
- Η γραμμή των Τεμπών, που όμως προϋπέθετε τη συνεργασία των Θεσσαλών,
- Αυτή των Θερμοπυλών, που ήταν και η ισχυρότερη, και
- Του Ισθμού, που όμως προστάτευε μόνο την Πελοπόννησο.
Η Αρχή της Εκστρατείας
Ο Περσικός στρατός, αφού συγκεντρώθηκε και διαχείμασε στις Σάρδεις, έπειτα από μια πρώτη συγκέντρωση των τμημάτων από τις ανατολικές Σατραπείες στα Κρίταλα της Καππαδοκίας, αναχώρησε την άνοιξη του 481 π.Χ. για την ηπειρωτική Ελλάδα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ξέρξη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Ξέρξης έστειλε τους τελευταίους πρέσβεις στην Ελλάδα ζητώντας ‘’γην και ύδωρ’’.
Αρχικά κατευθύνθηκε προς την Άβυδο, περνώντας από την Καρήνη, το Αδραμύττιο και την Άντανδρο. Πριν περαιωθεί στην Ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου θυσίασε χίλια βόδια στην Αθηνά της Τροίας, δηλώνοντας με αυτήν του την ενέργεια την πρόθεσή του να εκδικηθεί τους Έλληνες για την Τρωική εκστρατεία και την καταστροφή του Ιλίου. Στην Άβυδο συνενώθηκε ο στρατός του με το στρατό των δυτικών Σατραπειών. Τότε διόρισε αντιβασιλέα τον Αρτάβανο και έκανε σπονδές ρίχνοντας στη θάλασσα χρυσή φιάλη, χρυσό κρατήρα και έναν ακινάκη (κοντό περσικό ξίφος).
Σύμφωνα με την παράδοση, ο στρατός περνούσε από τις δύο γέφυρες του Ελλησπόντου (από τη δεξιά οι πεζοί και οι ιππείς, από την αριστερή τα βοηθητικά τμήματα και τα υποζύγια) επί επτά συνεχείς μέρες και νύκτες. Από τη Σηστό, ο Περσικός στρατός κατευθύνθηκε στο Δορίσκο. Εκεί ενώθηκε με τον περσικό στόλο ο οποίος είχε διαχειμάσει στα ασφαλή λιμάνια της Κύμης και της Φώκαιας. εκεί έγιναν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η περίφημη καταμέτρηση του Περσικού στρατού και η επιθεώρησή του από τον Ξέρξη, που μάλλον έχει να κάνει με την προσπάθεια σχηματισμού τακτικών μονάδων, οι οποίες αντικατέστησαν τις εθνικές μονάδες της πορείας.
Αφού διόρισε τον Αρυάνδι διοικητή της ναυτικής βάσης της Σηστού και στρατιωτικό διοικητή του Δορίσκου τον Μασκάμη, ο Ξέρξης διέσχισε τη Θράκη και τη Μακεδονία με μεγάλη βραδύτητα. Στο Δορίσκο το στράτευμα χωρίστηκε σε τρεις φάλαγγες με επικεφαλής δύο στρατηγούς η καθεμία. Η πρώτη πήρε τον παραλιακό δρόμο, παράλληλα με το στόλο, η δεύτερη πήρε τον εσωτερικό δρόμο, ενώ η τρίτη, στην οποία βρισκόταν και ο ίδιος ο Ξέρξης, προχωρούσε ανάμεσα στις άλλες δύο, βαδίζοντας με αυτή τη διάταξη ως την Άκανθο.
Η χώρα μέχρι τη θέρμη (κοντά στη σημερινή Θεσσαλονίκη) ήταν υποταγμένη στους Πέρσες και κάλυπτε τις ανάγκες της επιμελητείας, ενώ το Περσικό εκστρατευτικό σώμα συμπλήρωνε τη στελέχωσή του σε ναύτες και στρατιώτες. Στις όχθες του Στρυμόνα οι Πέρσες ιερείς, οι μάγοι, θυσίασαν λευκά άλογα και στις εννέα οδούς, όπου είχε κατασκευαστεί από πριν ζεύξη για τη διάβαση του στρατιωτικού τμήματος που συνόδευε τον Ξέρξη, έθαψαν, ως θυσία, ζωντανούς εννέα νέους και εννέα κόρες από την ντόπια Θρακική φυλή των Ηδωνών.
Ο Περσικός στρατός και ο στόλος ενώθηκαν και πάλι στη θέρμη. χάρη στη διώρυγα του Άθω ο στόλος δεν συνάντησε προβλήματα κατά τον περίπλου της Χαλκιδικής. Από τη Θέρμη η στρατιά του Ξέρξη συνέχισε την πορεία της και εισέβαλε στη Θεσσαλία. οι Θεσσαλοί είχαν ζητήσει βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, προκειμένου να υπερασπιστούν τη γραμμή των Τεμπών. πράγματι, εστάλη ένα σώμα 10.000 οπλιτών με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή.
Το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφτασε με πλοία ως το λιμάνι της Άλου στη Φθιώτιδα (πιθανόν λόγω της εχθρικής στάσης των Βοιωτών) και από κει συνέχισαν την πορεία τους προς τα Τέμπη. Οι Θεσσαλοί, όμως, δεν ενώθηκαν μαζί τους, παρακινημένοι πιθανώς από τους φιλικά διακείμενους προς τους Πέρσες Αλευάδες, πλούσιας και ισχυρής οικογένειας που κυβερνούσε τη Λάρισα, και φοβούμενοι την Περσική δύναμη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες αποχώρησαν επιστρέφοντας στον ισθμό απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, πριν από την εμφάνιση του Περσικού στρατού. Αμέσως μετά ολόκληρη η Θεσσαλία προσχώρησε στους Πέρσες. Το ίδιο και η Λοκρίδα και η Βοιωτία, εκτός από τις Θεσπιές και τις Πλαταιές. την ίδια περίοδο, το Δελφικό μαντείο προέβλεψε τον αφανισμό των Ελλήνων που τυχόν θα αντιστέκονταν στο μεγάλο Βασιλιά.
Θράκη Μακεδονία και Θεσσαλία Άνοιξη (480 π.Χ.)
Θράκη Μακεδονία και Θεσσαλία Άνοιξη (480 π.Χ.)
Ο Περσικός στρατός, μετά από τρεις μήνες, πέρασε από τον Ελλήσποντο στη Θέρμη και σταμάτησε για λίγο στη Δορισκό για να αναδιοργανωθούν τα εθνικά σώματα σε τακτικά στρατεύματα. Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.
Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του Περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Τότε, ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια διαφορετική στρατηγική στους συμμάχους. Ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει από τις Θερμοπύλες για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα.
Για αυτό, ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον Περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Αυτό το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Έλληνες. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.
Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο οι Στρατηγικές Επιλογές
Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο οι Στρατηγικές Επιλογές
Η αποτυχία της εκστρατείας στα Τέμπη προκαλεί σύγχυση στη συμμαχία των Ελληνικών πόλεων. οι συζητήσεις και οι έριδες για τις ευθύνες της αποτυχίας και τα νέα σχέδια των επιχειρήσεων διαρκούν περίπου δύο μήνες. μόνο τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες βρίσκονταν στην Πιερία, πήραν οι Έλληνες την απόφαση να αντισταθούν στο στενό των Θερμοπυλών, στην ξηρά, και στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στη θάλασσα, για να υπερασπίσουν την Κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αττική.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον αμαξιτό δρόμο που ενώνει τη Θεσσαλία με τη Λοκρίδα, περνώντας από το στενό των Θερμοπυλών. Οι εναλλακτικές διαβάσεις ήταν ακόμη πιο δύσκολο να χρησιμοποιηθούν από έναν πολυάριθμο στρατό που είχε ανάγκη μεταγωγικά και εφοδιοπομπές. Στις Θερμοπύλες ακριβώς είχαν οι Έλληνες τη δυνατότητα να σταματήσουν την εισβολή.
Σε μια έκταση εννέα χιλιομέτρων περνούσε κατά την αρχαιότητα ο δρόμος από τρία πολύ στενά σημεία ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα. Δυτικά κοντά στο βωμό της Δήμητρας, στο κέντρο κοντά σε ένα αρχαίο τείχος των Φωκέων και ανατολικά κοντά στους Αλπηνούς. τα στενά αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί ο Σπερχειός με τις προσχώσεις του έχει διευρύνει την έκταση ανάμεσα στο όρος Καλλίδρομο και τη θάλασσα.
Στην αρχαιότητα τα διαδοχικά αυτά στενά, όπως και τα έλη των θερμών πηγών, αποτελούσαν πολύ δύσκολα σημεία ως προς τη διάβασή τους. Επιπλέον, η εκλογή του ακρωτηρίου Αρτεμισίου στη Βόρεια Εύβοια για τη συγκέντρωση του Ελληνικού στόλου ήταν πολύ επιτυχής, γιατί ο στόλος από τη θέση αυτή προστάτευε την είσοδο του Ευρίπου και, σε μεγάλο μέρος, την ανατολική ακτή της Εύβοιας. Στρατός και στόλος ήταν με τον τρόπο αυτό σε θέση να βοηθηθούν μεταξύ τους αποτελεσματικά.
Στα μέσα Αυγούστου ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας κατέλαβε το στενό με μια μικρή δύναμη. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες οπλίτες, πιθανόν 1.000 Περιοίκους, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες, 400 Κορινθίους, 200 Φλειασίους και 80 Μυκηναίους. Από την Κεντρική Ελλάδα ήταν 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και Οπούντιοι Λοκροί. Στο σύνολο 6.000 στρατιώτες. οι αιτίες που οδήγησαν τους συνασπισμένους Έλληνες να υπερασπίσουν το καίριο αυτό πέρασμα με τόσο περιορισμένες δυνάμεις αποτελούν ένα ερώτημα για την ιστορική έρευνα.
Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι η δύναμη αυτή αποτελούσε προφυλακή, ενώ το κύριο σώμα επρόκειτο να σταλεί μόλις τελείωναν η γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη (κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα, οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με το έθιμο, δεν διεξήγαν εκστρατείες) και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. το πιθανότερο είναι πάντως ότι το στράτευμα, με επικεφαλής τον Λεωνίδα, ήταν το σύνολο της δύναμης που οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να διαθέσουν για την άμυνα των Θερμοπυλών.
Η συγκεκριμένη αμυντική γραμμή ήταν δυνατόν λόγω της γεωγραφίας της, την οποία εξετάσαμε παραπάνω, να κρατηθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις. πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο θα την προστάτευε από τη θάλασσα.
Ήταν κοινή στρατηγική αντίληψη στους Έλληνες, μια αντίληψη που αποδείχτηκε ορθή μια τουλάχιστον φορά. το 353/2 π.Χ. οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να εμποδίσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας να εισβάλει στην Κεντρική Ελλάδα, παρατάσσοντας στις Θερμοπύλες 5.000 οπλίτες και 400 ιππείς. εκτός αυτού, η αποστολή ενός Σπαρτιάτη βασιλιά στις Θερμοπύλες, του Λεωνίδα, είχε πιθανότατα και έναν πολιτικό σκοπό από την πλευρά των Λακεδαιμονίων. οι Έλληνες, ειδικά οι Αθηναίοι, έπρεπε να βεβαιωθούν για την απόφαση της Σπάρτης να αγωνιστεί εναντίον των περσών και να ενθαρρυνθούν στην αντίστασή τους.
Η στάση μάλιστα των Αθηναίων είναι ενδεικτική του αισθήματος ασφαλείας που δημιουργούσε στους Έλληνες η παρουσία του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και του στόλου στο Αρτεμίσιο. Οι Αθηναίοι ασφαλώς είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για την άμυνα της γραμμής των Θερμοπυλών, γιατί η πτώση της θα σήμαινε την κατάληψη και την αναπόφευκτη καταστροφή της πόλης τους, αφού δεν υπήρχε άλλη αμυντική γραμμή. Αν λοιπόν οι Αθηναίοι ανησυχούσαν, θα έπρεπε το σύνολο του στρατού τους να βρίσκεται στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα.
Η απουσία του στρατού τους δείχνει ότι θεωρούσαν τη θέση απόρθητη και τις δυνάμεις του Λεωνίδα επαρκείς. Στην άμυνα των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι βοήθησαν στέλνοντας το στόλο τους στο Αρτεμίσιο. Το στρατό τους όμως τον κράτησαν στην Αττική, για να προστατεύσουν τη χώρα τους από ενδεχόμενη απόβαση του περσικού στρατού, όπως είχε συμβεί στη μάχη του Μαραθώνα. ο κίνδυνος αυτός υπήρχε μόνιμα, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και για όλες τις Ελληνικές πόλεις.
Θα μεγάλωνε, μάλιστα, ιδιαίτερα σε περίπτωση ήττας του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ή αλλού. Άλλωστε, η απουσία του Αθηναϊκού στρατού στις Θερμοπύλες δεν πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το σύνολο του Αθηναϊκού ανθρώπινου δυναμικού είχε διατεθεί στην επάνδρωση του στόλου. Γιατί και στα Τέμπη είχαν στείλει οι Αθηναίοι στρατό και τον επόμενο χρόνο διέθεσαν στη μάχη των Πλαταιών 8.000 οπλίτες, χωρίς να αναφέρεται πουθενά ότι παρόπλισαν μέρος του στόλου τους. Επομένως, την ίδια οπλιτική δύναμη θα έπρεπε να είχε η Αθήνα και την περίοδο της μάχης των Θερμοπυλών.
Η απόφαση, λοιπόν, για άμυνα στο στενό των Θερμοπυλών δεν ήταν ανεδαφική. Η Ελληνική ηγεσία ίσως υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της συγκεκριμένης θέσης και του στρατεύματος του Λεωνίδα, υποτιμώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες του Περσικού στρατού. Αλλά δεν ήταν αυτά τα βαθύτερα αίτια της μη αίσιας έκβασης της επικείμενης μάχης. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν κάποιοι αστάθμητοι και ως ένα σημείο απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως θα δούμε. αυτοί ήταν η προδοσία του εφιάλτη και η εγκατάλειψη από τους Φωκείς του μονοπατιού της Ανοπαίας.
Ο Λεωνίδας, είτε ανέμενε ενισχύσεις είτε όχι, πήρε όλα τα μέτρα που επέβαλαν οι περιστάσεις μιας τόσο αποφασιστικής σύγκρουσης. εμπρός από το κεντρικό τείχος των Φωκέων τοποθέτησε ένα μικρό Σπαρτιατικό απόσπασμα και πίσω από το τείχος, που επιδιορθώθηκε βιαστικά, εγκατέστησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Έστειλε στο όρος Καλλίδρομο, για να καλύψει τα πλευρά του και να προστατεύσει το μονοπάτι της Ανοπαίας, τους 1.000 Φωκείς οπλίτες και περίμενε την Περσική επίθεση.
Ο Λεωνίδας, είτε ανέμενε ενισχύσεις είτε όχι, πήρε όλα τα μέτρα που επέβαλαν οι περιστάσεις μιας τόσο αποφασιστικής σύγκρουσης. εμπρός από το κεντρικό τείχος των Φωκέων τοποθέτησε ένα μικρό Σπαρτιατικό απόσπασμα και πίσω από το τείχος, που επιδιορθώθηκε βιαστικά, εγκατέστησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Έστειλε στο όρος Καλλίδρομο, για να καλύψει τα πλευρά του και να προστατεύσει το μονοπάτι της Ανοπαίας, τους 1.000 Φωκείς οπλίτες και περίμενε την Περσική επίθεση.
Ήταν βέβαιος ότι η θέση που προστάτευε ήταν απόρθητη. Δεν μπόρεσε μόνο να προβλέψει τη φυγή των Φωκέων, η οποία έκρινε την έκβαση της μάχης. αλλά και αυτό δεν πρέπει να του καταλογιστεί, καθώς ούτε άλλο στράτευμα είχε διαθέσιμο ούτε μπορούσε ουσιαστικά να τους ελέγξει, πέραν της ιδιότητάς του ως επικεφαλής του συμμαχικού στρατού.
Στο μεταξύ, ο Περσικός στρατός πιθανώς δεν πέρασε στη Θεσσαλία από το στενό των Τεμπών, αλλά διαμέσου της χώρας των Περραιβών. Η στρατιά διέσχισε τη Θεσσαλία ακολουθώντας τις όχθες των ποταμών. Ύστερα διέσχισε την Αχαΐα και έπειτα από 13 μέρες, αφότου έφυγε από τη θέρμη, έφτασε ακολουθώντας την παραλιακή οδό στη Μαλίδα και στρατοπέδευσε ανάμεσα στην Αντίκυρα, στην παραλία του Μαλιακού κόλπου, και στην πεδιάδα του Ασωπού, μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών.
Ο Περσικός στόλος αναχώρησε από τη θέρμη 11 ημέρες μετά το πεζικό στράτευμα, με το οποίο έφτασε ταυτόχρονα στην έξοδο της Θεσσαλίας.Κατά την πορεία του στόλου, μια ανιχνευτική μοίρα 10 Περσικών πλοίων συνέλαβε κοντά στη Σκιάθο τρεις Ελληνικές τριήρεις που ήταν επιφορτισμένες με το να επιτηρούν τον Περσικό στόλο.
Ο στόλος των Περσών συνέχισε την πορεία του φτάνοντας στην ακτή του Πηλίου, όπου και αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ανάμεσα στην Κασθαναία και στο ακρωτήριο Σηπιάδα, λόγω των απόκρημνων ακτών. Καθώς η ακτή αυτή ήταν απροστάτευτη, μια σφοδρή καταιγίδα που κράτησε τρεις ημέρες είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 400 Περσικά πλοία, αριθμός που γενικά θεωρείται υπερβολικός.
Η καταστροφή, ωστόσο, πρέπει να ήταν σημαντική. από κει, δύο μέρες μετά την καταιγίδα, κατέφυγε, τελείως αποθαρρημένος, στους Αφέτες, έναν όρμο βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών. Το ηθικό των Ελλήνων πάντως αναπτερώθηκε, καθώς η καταστροφή αυτή αποδόθηκε στη βοήθεια των θεών.
Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 480 π.Χ., ο Περσικός στρατός είχε φτάσει χωρίς αντίσταση μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών, ενώ ο Περσικός στόλος, μετά τις καταστροφές λόγω της καταιγίδας, παρέμενε αγκυροβολημένος στους Αφέτες. Είχε φτάσει η ώρα, μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, ο Ελληνικός Άκμονας να δοκιμάσει την αντοχή του απέναντι στην Περσική σφύρα.
Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)
O Περσικός στρατός παρέμεινε στρατοπεδευμένος στην Τραχίνια, στην ευρύχωρη περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό και σε απόσταση τεσσάρων ως πέντε χιλιομέτρων από τις Θερμοπύλες, επί τέσσερις ημέρες. Ο Ξέρξης καθυστέρησε την προώθησή του στη νότια Ελλάδα για να ξεκουράσει το στρατό του, προπάντων όμως γιατί είχε σχεδιάσει να εξαπολύσει συντονισμένη επίθεση και από ξηρά και από θάλασσα.
Για το λόγο αυτό περίμενε να φτάσει στα στενά του Αρτεμισίου ο στόλος του, που καθυστέρησε ακριβώς τέσσερις μέρες. Κι αυτό εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής λόγω της σφοδρής καταιγίδας στις ακτές του Πηλίου. Ίσως να καθυστέρησε την επίθεση με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, τρομοκρατημένοι από τον όγκο του περσικού στρατού, θα αποσύρονταν από τα στενά των Θερμοπυλών, όπως είχαν κάνει στα Τέμπη. οι προσδοκίες του όμως ήταν μάταιες.
Όταν έστειλε κήρυκες και ζήτησε από τους Έλληνες που είχε απέναντί του να παραδώσουν τα όπλα, συνάντησε κατηγορηματική άρνηση. Ο Πλούταρχος βάζει στο στόμα του Λεωνίδα τη σύντομη, κατά τη λακωνική συνήθεια, απάντηση, η οποία απηχεί την Ελληνική αποφασιστικότητα:
«Μολών Λαβέ»
Κι ο Περσικός στρατός ήρθε, μα είχε να κάνει μ’ ανθρώπους που τιμή τους ήταν να ορίζουν και να φυλάνε Θερμοπύλες, ακόμα κι αν «οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε», όπως έγραψε ο ποιητής Καβάφης .
Η Πρώτη Ημέρα της Μάχης
Την πρώτη μέρα ρίχτηκαν στη μάχη οι Μήδοι και οι Κίσσιοι, άνδρες ψηλοί, μακρομούρηδες, αγριωποί, με τις μακριές γενειάδες, τις τιάρες και τις πλεχτές πανοπλίες τους από λαμπερά μέταλλα. Φάνταζαν γίγαντες. Τα κύμβαλά τους ανάσταιναν νεκρούς από την κακοφωνία και το δαιμονιώδη θόρυβο, τα βέλη τους έπεφταν εκατό εκατό πάνω σε κάθε άνδρα, τα δόρατα και τα σπαθιά τους ήταν δάσος.
Οι Έλληνες μαχητές, Σπαρτιάτες και λοιποί Πελοποννήσιοι και κάμποσοι Βοιωτοί, συσπειρώθηκαν και καλύφθηκαν με τις μεγάλες, βαριές ασπίδες τους. Υπομονετικά περίμεναν κάτω από το χαλάζι των βελών τη σύγκρουση σώμα με σώμα, όπου ήξεραν ότι υπερείχαν, διότι κατείχαν την τέχνη της όσο κανένας άλλος στρατός στον κόσμο. Με λύσσα και μανία οι Μήδοι, που μόνο δειλοί δεν ήσαν, προσπαθούσαν να σπάσουν τη φάλαγγα των Ελλήνων, να βρουν τα κενά της. Έπεσαν όμως πάνω στους ίδιους τους αρχιμάστορες του «κατά φάλαγγας μάχεσθαι».
Ο Λεωνίδας είχε προνοήσει από την πρώτη στιγμή να επισκευάσει το αρχαίο τείχος, που έκανε τη στενωπό των Θερμοπυλών ακόμα πιο στενή. Στο κλειστό, περιορισμένο μέτωπο, οι Μήδοι δε χωρούσαν να αναπτύξουν την αριθμητική τους υπεροχή. Καλά δασκαλεμένοι οι Πελοποννήσιοι οπλίτες, Δωριείς οι περισσότεροι σαν τους Σπαρτιάτες, «σκάντζαραν» συνέχεια τους κουρασμένους των πρώτων γραμμών, με πειθαρχία και ακρίβεια.
Με τυφλή εμπιστοσύνη στην ποιότητα των όπλων τους διότι η δωρική μεταλλουργία ήταν η καλύτερη στον κόσμο, οι Έλληνες αξιοποιούσαν άψογα τα ελαττώματα του περσικού εξοπλισμού σε υλικό. Οι ελληνικές φάλαγγες κράτησαν και οι Μήδοι υποχώρησαν εξαντλημένοι, αφήνοντας λόφους από νεκρούς.
Η μάχη μαινόταν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, αλλά δεν ήταν συνεχής. Οι δυο πλευρές χτυπούσαν και πετσόκοβαν η μια την άλλη για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνονταν και πάλι. Ίσως η μια πλευρά να έκανε λίγο πίσω και οι άλλοι να κινούνταν προς τα μπροστά και πάλι.
Έχοντας λίγη ή καθόλου θωράκιση και κρατώντας λεπτές ξύλινες ασπίδες, οι Πέρσες ήταν εύκολοι στόχοι.
Έχοντας λίγη ή καθόλου θωράκιση και κρατώντας λεπτές ξύλινες ασπίδες, οι Πέρσες ήταν εύκολοι στόχοι.
Το ελαφρύ πεζικό τους δεν ήταν σχεδιασμένο για μια τέτοια μάχη. Ήταν φτιαγμένοι για ταχύτητα και για να επιτίθενται σε οργανωμένα στρατεύματα στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Κολλημένοι στο στενό πέρασμα, οι Πέρσες δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν ελιγμούς ούτε να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους. Η απότομη κλίση του όρους Καλλίδρομου, από τη μια και το Αιγαίο Πέλαγος, από την άλλη, εμπόδιζαν το περσικό ιππικό να κάνει τον ελιγμό της πλευροκόπησης.
Αν δει κανείς τις δυο ελληνικές μάχες, που μελετάμε πιο συχνά, δηλαδή του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, βλέπει την ικανότητα των Ελλήνων διοικητών στο να επιλέγουν έδαφος, όπου οι Πέρσες δεν μπορούσαν να φέρουν το ιππικό. Στον Μαραθώνα δεν το κατέβασαν από τα πλοία. Ακόμα κι αν το έκαναν, θα τους ήταν εντελώς άχρηστο, επειδή οι Έλληνες είχαν σφηνωθεί σ’ ένα στενό μέτωπο και το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες.
Σε κάθε επίθεση, όλο και περισσότεροι Πέρσες σφαγιάζονταν. Την πρώτη μέρα ήταν σφαγή. Οι Σπαρτιάτες με τις πλάτες τους σχημάτιζαν ένα τείχος και άφηναν τα κύματα των Περσών να σπάνε πάνω τους. Οι Πέρσες άρχισαν να παίρνουν το μήνυμα ότι ίσως να μην ήταν καλή ιδέα το να εφορμούν κύμα προς κύμα ενάντια σ’ αυτούς, καθένας από τους οποίους είχε την αντίστοιχη με την καλύτερη εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων.
Στο τέλος της πρώτης ημέρας, οι 300 Σπαρτιάτες και οι Έλληνες σύμμαχοί τους σκότωσαν τους εναπομείναντες Πέρσες. Ο Λεωνίδας κατανοεί μια κατάσταση και μετά την πρώτη μέρα της μάχης είπε ότι είχε αυτό ακριβώς που ξεκίνησε να κάνει: «Κρατώ έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς ξηράς που επιτέθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, τους έχω δεσμεύσει εδώ και μέχρι τώρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν».
Η Δεύτερη Ημέρα της Μάχης
Τη δεύτερη μέρα της μάχης, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες πήραν τις αντίστοιχες αμυντικές τους θέσεις. Ο Θεμιστοκλής στο στενό του Αρτεμισίου και ο Λεωνίδας με τους 300 Σπαρτιάτες του στο στενό των Θερμοπυλών. Και οι δυο ήταν έτοιμοι για τη δεύτερη περσική επίθεση. Ο ήλιος ανέτειλε τη δεύτερη μέρα και ο Ξέρξης λέει: «Αρκετά με το κατώτερο πεζικό. Θα στείλουμε τους ισχυρούς» και έστειλε τους ισχυρούς του περσικού στρατού, τους σιωπηλούς και μασκοφόρους από το βαρύ πεζικό, που ονομάζονταν Αθάνατοι.
Πίστευε ότι μόλις οι Αθάνατοι έμπαιναν στη δράση, η επίθεσή τους θα τέλειωνε την αντίσταση αμέσως. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν 10.000 άντρες σε σχηματισμό τετραγώνου και προχωρούσαν κατά των Ελλήνων σιωπηλά. Ό,τι και να συνέβαινε έρχονταν κατά πάνω σου. Δεν φορούσαν κράνη, αλλά μια τιάρα στο κεφάλι τους. Η τιάρα ήταν ένα τυλιγμένο ύφασμα, ένα πολύ λεπτό ύφασμα μέσα από το οποίο μπορούσαν να βλέπουν. Ονομάζονταν Αθάνατοι, επειδή όταν ένας από αυτούς αποστρατευόταν ή πέθαινε, ένας άλλος τον αντικαθιστούσε αμέσως.
Τα στρατεύματα στέκονταν σε απόσταση 45 μέτρων μεταξύ τους, στο στενό των Θερμοπυλών. Οι Πέρσες απρόσωποι και βουβοί. Αλλά η σιωπή δεν ήταν μέρος της σπαρτιάτικης ψυχολογικής στρατηγικής. Τελικά, οι Αθάνατοι άρχισαν να προελαύνουν και έπεσαν πάνω στην ελληνική γραμμή. Όπως και την προηγούμενη μέρα, οι 300 Σπαρτιάτες κι οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες κρατούσαν καλά. Οι λόγχες των Αθανάτων δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την Ελληνική θωράκιση, ενώ οι αντίστοιχες Ελληνικές δεν είχαν πρόβλημα να βρουν το στόχο τους.
Οι Αθάνατοι φορούσαν λεπτή θωράκιση κάτω από τον χιτώνα τους. Οι επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες ήταν παχιές όσο τα χαρτιά της τράπουλας και αδύναμες σε σχέση με τη δύναμη και την ακρίβεια του σπαρτιάτικου δόρατος. Όσο για την περσική ασπίδα, ήταν φτιαγμένη από λυγαριά και ήταν καλή για να αποκρούει ακόντια, στιλέτα ή βέλη, αλλά αδύναμη σε σύγκριση με την Ελληνική, που ήταν ασπίδα από μπρούντζο ή ορείχαλκο. Η λόγχη των Ελλήνων μπορούσε εύκολα να τρυπήσει την ασπίδα από λυγαριά.
Έτσι, βλέπουμε ότι κανένα από τα στρατιωτικά τμήματα των Περσών δεν ήταν ισάξια των Σπαρτιατών στη μάχη εκ του συστάδην. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχαν πολεμήσει ποτέ ενάντια σε στρατό Οπλιτών, που ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι, εξοπλισμένοι και ευέλικτοι ως προς την τακτική, όπως ήταν οι Σπαρτιάτες. Μετά από δυο μέρες, χιλιάδες Πέρσες είχαν σκοτωθεί. Έπειτα από κάθε επίθεση υπήρχαν ένα σωρό νεκροί άντρες εκεί, άντρες που ούρλιαζαν από τον πόνο, που αιμορραγούσαν, αλλά κυρίως άντρες που αποτελούσαν εμπόδιο.
Έπρεπε να τους απομακρύνουν και σε μια από τις επιθέσεις τους, έβγαιναν μπροστά ομάδες και τράβαγαν τους νεκρούς από τη μέση. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι αριθμοί των νεκρών Περσών ήταν τεράστιοι και οι δυνάμεις ξηράς για άλλη μια φορά είχαν παρεμποδιστεί. Όσον αφορά την τακτική, έπειτα από τις δυο πρώτες ημέρες της μάχης των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας θα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση. Είχε αντέξει ό,τι του είχαν στείλει οι Πέρσες και ο ίδιος είχε χάσει λίγους μόνον άντρες.
Η Τρίτη Ημέρα της Μάχης
Έπειτα από δύο μέρες αποτυχημένων προσπαθειών να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες ανακάλυψαν έναν τρόπο για να περικυκλώσουν το πέρασμα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Λεωνίδας, διέταξε μια τακτική υποχώρηση για τη μεγαλύτερη πολεμική του δύναμη. Περίπου 700 Έλληνες στρατιώτες παρέμειναν, μαζί με 300 Σπαρτιάτες και τον Λεωνίδα, παγιδευμένοι από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες στρατιώτες.
Ο Λεωνίδας κάνει την τελευταία του αντίσταση στο στενό των Θερμοπυλών. Για δυο μέρες, απέκρουε με επιτυχία τις περσικές επιθέσεις. Αλλά τώρα οι Πέρσες τον έχουν παγιδεύσει. Τελικά βρήκαν τον τρόπο να τον υπερφαλαγγίσουν και τον έφεραν ακριβώς εκεί που ήθελαν. Αν και το γνώριζαν, οι Σπαρτιάτες με ηρεμία προετοιμάζονται για τη μάχη, καθώς ένας Πέρσης ανιχνευτής τους παρακολουθούσε κρυφά. Είδε τους Σπαρτιάτες να ασκούνται γυμνοί και μετά να ρίχνουν λάδι πάνω τους και να καθαρίζονται, να φτιάχνουν τα μακριά μαλλιά τους και να τα χτενίζουν. Οι Πέρσες το βλέπουν αυτό και δεν καταλαβαίνουν.
Το κοιτούν και το θεωρούν ματαιοδοξία, το κοιτούν και το θεωρούν συμπεριφορά λουτρού. Δεν ξέρουν ότι οι Σπαρτιάτες προετοιμάζουν τα σώματά τους για θάνατο. Καθαροί και έτοιμοι για μάχη, οι Σπαρτιάτες πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης για μια τελευταία φορά. Είναι επαγγελματίες πολεμιστές. Έτσι χαρακτήριζαν τον εαυτό τους, έτσι προσδιοριζόταν η θέση τους στην κοινωνία. Φαντάζομαι ότι θα καλοδέχονταν τη μάχη από ψυχολογική και κοινωνική άποψη: «είμαστε αριθμητικά λιγότεροι, αλλά είμαστε καλύτεροι».
Στις «Ιστορίες» του, ο Ηρόδοτος περιέγραψε την τελική μάχη: «Από τη μια μεριά, οι βάρβαροι, γύρω από τον Ξέρξη, προήλαυναν μπροστά, από την άλλη, οι Έλληνες, γύρω από τον Λεωνίδα, διακρίνοντας ότι θα πέθαιναν, προήλασαν πολύ περισσότερο από ό,τι είχαν κάνει νωρίτερα, στο πιο πλατύ μέρος του περάσματος. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατος ερχόταν γι’ αυτούς, από αυτούς που κινούνταν γύρω από το βουνό, έδειξαν ενάντια στους βάρβαρους όλη τη δύναμη αντίστασης που είχαν και πάλεψαν σαν τρελοί, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα, παρά μόνο για τη στιγμή».
Η Τελική Μάχη
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά, αφού οι Πέρσες τους επιτέθηκαν από μπροστά και από πίσω, οι Έλληνες έσπασαν τους ζυγούς και η φάλαγγα διαλύθηκε. Επειδή η φάλαγγα ήταν η βάση της ελληνικής άμυνας, μόλις αυτή διαλύθηκε, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν και τόσο δυνατοί, όσο τις δύο τελευταίες μέρες.
Το πεδίο της μάχης θα γινόταν χαοτικό στο σημείο αυτό και ο καθένας θα πάλευε για τον εαυτό του. Πολλοί θα στράφηκαν στα σπαθιά τους σ’ αυτή τη μάχη εκ του συστάδην. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι όλες οι ελληνικές λόγχες έσπασαν και ότι πάλευαν με ό,τι μπορούσαν. Αναφέρει μάλιστα τη γενναιότητα και την ανδρεία λίγων Σπαρτιατών ονομαστικά. Εκτός από τον Λεωνίδα, ήταν ο υπολοχαγός του, ο Διηνέκης, που φαίνεται ότι ξεχώρισε στη μάχη.
Αλλά, παρά την ανδρεία του και τα χρόνια έντονης και βάναυσης στρατιωτικής εκπαίδευσης, τελικά ήταν θέμα χρόνου, πριν σφαγιαστούν οι Σπαρτιάτες πολεμιστές. Και πράγματι φαίνεται ότι ο χρησμός της Πυθίας για τον Λεωνίδα σύντομα θα εκπληρωνόταν. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια στιγμή, νωρίς στη μάχη, ο Λεωνίδας χτυπήθηκε από περσικά βέλη. Μπορούμε να φανταστούμε τον σπουδαίο βασιλιά να είναι ξαπλωμένος και να πεθαίνει και να παρατηρεί τους συντρόφους του να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον.
«Ο Λεωνίδας έπεσε στη μάχη αυτή έχοντας δείξει ότι ήταν άνθρωπος αξίας, όπως οι ήρωες του παρελθόντος. Γινόταν μεγάλη μάχη γύρω από το σώμα του Λεωνίδα. Τέσσερις φορές οι Έλληνες απέκρουσαν τον εχθρό και τελικά πήραν το πτώμα με την ανδρεία τους».
Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Διηνέκης διέσωσε το πτώμα του Λεωνίδα και με μερικούς εναπομείναντες Σπαρτιάτες υποχώρησε σ’ ένα πιο στενό μέρος του περάσματος. Οι Πέρσες κάλεσαν τους τοξότες τους για μια τελευταία φορά. Αυτοί βρήκαν με ευκολία τους στόχους τους. Κάθε Σπαρτιάτης είχε σφαγιαστεί. Μετά τη σφαγή, ο Ξέρξης περπάτησε στο πεδίο της μάχης. Είχε χάσει σχεδόν 20.000 άντρες μέσα σε τρεις μέρες. Διέταξε να θάψουν τους στρατιώτες του, για να μην αποκαρδιωθεί ο υπόλοιπος στρατός του από τη θέα των πτωμάτων που ήταν σε σήψη.
Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Διηνέκης διέσωσε το πτώμα του Λεωνίδα και με μερικούς εναπομείναντες Σπαρτιάτες υποχώρησε σ’ ένα πιο στενό μέρος του περάσματος. Οι Πέρσες κάλεσαν τους τοξότες τους για μια τελευταία φορά. Αυτοί βρήκαν με ευκολία τους στόχους τους. Κάθε Σπαρτιάτης είχε σφαγιαστεί. Μετά τη σφαγή, ο Ξέρξης περπάτησε στο πεδίο της μάχης. Είχε χάσει σχεδόν 20.000 άντρες μέσα σε τρεις μέρες. Διέταξε να θάψουν τους στρατιώτες του, για να μην αποκαρδιωθεί ο υπόλοιπος στρατός του από τη θέα των πτωμάτων που ήταν σε σήψη.
Ο Ξέρξης διέταξε επίσης να κοπεί το κεφάλι του Λεωνίδα και να τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα παλούκι. Το καλό από την καταστροφή αυτή ήταν ο ηρωικός θάνατος των ανθρώπων που κράτησαν το πέρασμα, ώστε οι σύντροφοί τους να ζήσουν και να κερδίσουν χρόνο για τη χώρα τους. Είναι σπουδαία ηρωική ιστορία. Είναι αυτό ακριβώς που θα θυμόντουσαν, έτσι όπως κι εμείς θυμόμαστε στον πολιτισμό μας τους άντρες και τις γυναίκες που πεθαίνουν ενώ θυσιάζονται ηρωικά και κερδίζουν το μετάλλιο της τιμής. Το κρατάμε ως παράδειγμα για την επόμενη γενιά: «Αν σου συμβεί αυτό, αυτό περιμένουμε από σένα». Οι Έλληνες έκαναν το ίδιο πράγμα.
Απολογισμός της Μάχης
Απολογισμός της Μάχης
Οι Θερμοπύλες δεν ήταν νίκη, ήταν ήττα. Πάνω από οτιδήποτε άλλο ήταν ήττα της ελληνικής στρατηγικής, που δεν είχε σαφείς προσανατολισμούς. Για να εμπλέξουν τον περσικό στόλο σε ναυμαχία στα στενά του Αρτεμίσιου, οι επικεφαλής του ελληνικού πολεμικού σχεδιασμού θυσίασαν τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Αν στο στρατηγικά και τακτικά προνομιακό εκείνο σημείο είχαν διαθέσει 20-30000 πολεμιστές, το πιο πιθανό είναι ότι οι Περσικοί Πόλεμοι θα είχαν τελειώσει εκεί.
Ο Λεωνίδας διέκρινε ότι η θυσία των γενναίων ανδρών του μπορούσε να λειτουργήσει θετικά. Όχι μόνο για να περισωθεί η τιμή της Σπάρτης αλλά και – ίσως ακόμα πιο σημαντικό – για να περάσει σε φίλους και εχθρούς ένα καίριο μήνυμα : ότι η Περσική αυτοκρατορία δε διέθετε τα ηθικά αποθέματα για να νικήσει τους Έλληνες.
Όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Ιστορίας, χωρίς εξαίρεση, έφθασαν στο απόγειο της υλικής τους ισχύος ταυτόχρονα με την ύψιστη ανάπτυξη των ηθικών τους αξιών. Θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς μεγάλο κίνδυνο ιστορικού λάθους, ότι η μέγιστη ακμή μιας μεγάλης δύναμης βασιζόταν πάντα στο χαρακτήρα των ανθρώπων της.
Ο Μαραθώνας και οι Θερμοπύλες εκφράζουν το απόγειο του ηρωικού χαρακτήρα του Έλληνα της κλασικής περιόδου. Οι Πέρσες δεν είχαν να αντιπαρατάξουν τίποτα. Την πληροφορία αυτή ο Ξέρξης την πήρε από τις Θερμοπύλες.
Οι Πέρσες πέρασαν. Όλη η χώρα μέχρι την Αθήνα έπεσε στα χέρια τους. Η Αθήνα, της οποίας οι κάτοικοι είχαν εκκενώσει την πόλη και καταφύγει στην Τροιζήνα δύο μήνες νωρίτερα, πυρπολήθηκε. Τα πάθη των Ελλήνων πήραν τέλος χάρη στην παγίδευση και καταστροφή του περσικού στόλου στο ιερό στενό της Σαλαμίνας, εκεί που σώθηκε ο παγκόσμιος πολιτισμός και που τώρα φιγουράρουν σ’ όλη την έκταση της περιοχής διϋλιστήρια, τάνκερ, χοιροστάσια και παράγκες…
Μετά από τη Σαλαμίνα ο Ξέρξης έφυγε καταπτοημένος από το ήθος και την ευφυϊα ενός αντιπάλου, που οι εμπειρίες των Περσών δεν τους είχαν προετοιμάσει να αντιμετωπίσουν. Έμεινε ο αξιόπιστος πολέμαρχος Μαρδόνιος με 80.000 περίπου καλό στρατό. Στις Πλαταιές γνώρισε το τέλος του.
Σχεδόν την ίδια ώρα ο Λεωτυχίδας και ο Ξάνθιππος νίκησαν στη ναυμαχία της Μυκάλης τα υπολείμματα του περσικού στόλου στην πρώτη από ελληνικής πλευράς επιθετική επιχείρηση του πολέμου. Ήταν το έτος 479 π.Χ. Ο τόπος, το ακρωτήρι της Μυκάλης, πανάρχαιης γης της Ιωνίας, που τώρα πια δεν είναι Ελλάδα.
Καμιά αναφορά στους Περσικούς Πολέμους δεν είναι πλήρης χωρίς τη λίγο γνωστή αλλά εξαιρετικά σημαντική πτυχή της αντίστασης της ελληνικής Σικελίας στους Καρχηδόνιους συμμάχους και συνεργάτες των Περσών. Η επιχείρηση αυτή κατά του ελληνισμού δεν περιορίστηκε στην κυρίως Ελλάδα αλλά περιέλαβε και τη Μεγάλη Ελλάδα, χωρίς την υποταγή της οποίας ναυαγούσε το αρχικό σχέδιο του Δαρείου να μην αφήσει ελληνικούς πληθυσμούς εκτός της αυτοκρατορίας του, για να μη συνδράμουν τους εκτός στις εξεγέρσεις τους.
Στο 480 π.Χ. τεράστια δύναμη Καρχηδονιακού στόλου και στρατού αποβιβάστηκε στη Σικελία αλλά υπέστη συντριπτική ήττα από τον τύραννο των Συρακουσών Γέλωνα, ηγέτη σημαντικό, άξιο μεγαλύτερης φήμης και μελέτης, στην αποφασιστική μάχη της Ιμέρας. Είναι σωστό να λεχθεί ότι η μάχη της Ιμέρας, σχεδόν ταυτόχρονα με τη ναυμαχίας της Σαλαμίνας, έκρινε οριστικά την τύχη της Δύσης απέναντι στην επιθετικότητα της Ανατολής.
Η θυσία στις Θερμοπύλες, αντί να καταπτοήσει τους Έλληνες, γιγάντωσε το φρόνημά τους. Αυτό είναι σαφές και ιστορικά αποδεδειγμένο. Μία άλλη συνέπεια της θυσίας, λιγότερη φανερή και σχεδόν ανομολόγητη, είναι οι τύψεις εκείνων που έστειλαν το Λεωνίδα και τους συντρόφους του να πεθάνουν, ενώ με καλύτερη και πιο καθαρή τακτική και στρατηγική αντίληψη θα μπορούσαν να είχαν κάνει τις Θερμοπύλες ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον εισβολέα.
Το αθάνατο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, γνώστη των πραγμάτων, επιδέχεται πολλές αναγνώσεις.
«Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι»
Ξένε, ανακοίνωσε στους Σπαρτιάτες ότι εδώ βρισκόμαστε, τηρώντας τις διαταγές τους».
Ξένε, ανακοίνωσε στους Σπαρτιάτες ότι εδώ βρισκόμαστε, τηρώντας τις διαταγές τους».
Εκείνο το πειθόμενοι δεν είναι μονοσήμαντο. Μπορεί να σημαίνει «εδώ βρισκόμαστε πεσμένοι, πειθαρχώντας στα λόγια τους». (Δε λέει στους νόμους της Σπάρτη). Μπορεί να σημαίνει «επειδή τους πιστέψαμε» … Μπορεί ακόμα και να περιέχει αδιόρατη προειδοποίηση ή και απειλή. «Εμείς ακούσαμε τα λόγια τους. Ας ακούσουν και αυτοί την πράξη μας». Με άλλα λόγια «φανείτε αντάξιοι από δω και πέρα»…
Ο Ηρόδοτος περηφανεύεται ότι ξέρει και αναγράφει τα ονόματα και των τριακοσίων πολεμιστών.
Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.)
Οι μάχες στο πέρασμα των Θερμοπυλών και η ένδοξη ήττα πολύ συχνά στρέφουν την προσοχή μακριά από τις εξίσου σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα παράλληλα με τις Θερμοπύλες στο Αρτεμίσιο. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, η πεποίθηση των Ελλήνων για την ανωτερότητά τους και στη θάλασσα χτίστηκε χάρη στο ναυτικό αγώνα στη Βόρεια Εύβοια.
Η αποστολή του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν, όπως του Ελληνικού στρατού στις Θερμοπύλες, καθαρά αμυντική. να παρεμποδίσει, δηλαδή, τη δίοδο του Περσικού στόλου από το θαλάσσιο στενό της βόρειας Εύβοιας και την είσοδο στον Μαλιακό κόλπο και στον Ευβοϊκό, ώστε να μην μπορέσει να πραγματοποιήσει αποβάσεις στα μετόπισθεν των Θερμοπυλών και να προχωρήσει έπειτα προς τη νοτιότερη Ελλάδα.
Η αποστολή του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν, όπως του Ελληνικού στρατού στις Θερμοπύλες, καθαρά αμυντική. να παρεμποδίσει, δηλαδή, τη δίοδο του Περσικού στόλου από το θαλάσσιο στενό της βόρειας Εύβοιας και την είσοδο στον Μαλιακό κόλπο και στον Ευβοϊκό, ώστε να μην μπορέσει να πραγματοποιήσει αποβάσεις στα μετόπισθεν των Θερμοπυλών και να προχωρήσει έπειτα προς τη νοτιότερη Ελλάδα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κύρια αποστολή ήταν η άμυνα, η φύση της ναυτικής μάχης και το ότι η υπεροχή των Περσών σε αριθμό πλοίων ήταν σημαντική, αλλά όχι συντριπτική (ο Ελληνικός στόλος αριθμούσε 271 τριήρεις, από τις οποίες οι 127 ήταν Αθηναϊκές, και 9 πεντηκοντόρους), άφηναν περιθώρια και στους Έλληνες για επιθετική πρωτοβουλία. Και άσκησαν την πρωτοβουλία αυτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τις τρεις συγκρούσεις που έγιναν στα νερά του Αρτεμισίου οι δύο να έχουν προέλθει από επιθετική ενέργεια του Ελληνικού στόλου.
Οι δύο Στόλοι Έτοιμοι για την Μάχη
Μετά τη σύλληψη των τριών Ελληνικών πλοίων στη Σκιάθο και τη δοκιμασία της καταιγίδας, όπως είδαμε, ο Περσικός στόλος έφτασε στον όρμο των Αφετών τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες της ημέρας που άρχιζε η μάχη των Θερμοπυλών. Οι Αφέτες, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, βρίσκονται βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στο σημερινό κόλπο της Ανδριαμής, στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών.
Οι Πέρσες επικεφαλής είχαν ήδη πληροφορηθεί ότι ο Ελληνικός στόλος ναυλοχούσε στο Αρτεμίσιο. Διαπίστωσαν ότι τα Ελληνικά πλοία ήταν λίγα. Απέφυγαν, όμως, να επιτεθούν άμεσα, υπολογίζοντας ότι μια κατά μέτωπον επίθεση θα είχε ως πιθανό αποτέλεσμα τη διαφυγή προς νότο των αντιπάλων.
Αποστολή του Περσικού στόλου ήταν η συντριβή της Ελληνικής ναυτικής δύναμης, προκειμένου μέσω της κυριαρχίας στη θάλασσα με ασφάλεια να παραπλέει τις ακτές και να έχει τη δυνατότητα να διενεργεί αποβάσεις στα μετόπισθεν της όποιας αμυντικής γραμμής των Ελλήνων. Για την επιτυχία αυτού του στόχου τέθηκε σε εφαρμογή ειδικό σχέδιο.
Διακόσια πλοία του Περσικού στόλου στάλθηκαν προς Βορρά με εντολή, αφού περιπλεύσουν αθέατα τη Σκιάθο, να πλεύσουν προς νότο περνώντας την Εύβοια και αφού φτάσουν στον Εύριπο να φράξουν την οδό υποχώρησης των Ελλήνων. Έτσι, καθώς ο Ελληνικός στόλος θα ήταν κυκλωμένος, η κύρια δύναμη των Περσικών πλοίων θα διενεργούσε επίθεση από τους Αφέτες, μόνο αφού λάμβαναν το σήμα ότι τα διακόσια πλοία ήταν στη θέση τους.
Και μόνη η θέα του όγκου του περσικού στόλου επηρέασε το ηθικό των Ελλήνων που στάθμευαν στο Αρτεμίσιο. εκδηλώθηκαν τάσεις για εγκατάλειψη της θέσης, ιδίως από την πλευρά των Πελοποννησίων, με πρωταγωνιστές τους Κορίνθιους, που ζητούσαν σύμπτυξη στον ισθμό. Ο επικεφαλής όμως του αθηναϊκού στόλου Θεμιστοκλής, της ισχυρότερης δηλαδή μοίρας του Ελληνικού στόλου, αντιλήφθηκε το πόσο ολέθρια θα ήταν μια τέτοια ενέργεια.
Το αποτέλεσμα θα ήταν η ανατροπή όλης της αμυντικής γραμμής Θερμοπυλών – Αρτεμισίου. Οι Πέρσες θα ήταν σε θέση να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή έξω από τον Ισθμό. Γι’ αυτό αντέδρασε έντονα και κατάφερε να αποτρέψει την ιδέα της σύμπτυξης.
Στο μεταξύ, τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας έφθασε ένας αυτόμολος από τον Περσικό στόλο Έλληνας από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής με το όνομα Σκυλλίας, φέρνοντας πολύτιμες πληροφορίες. ενημέρωσε τους Έλληνες αρχηγούς για τις μεγάλες ζημιές του Περσικού στόλου από την καταιγίδα στην ανατολική Μαγνησία και την προσπάθεια κύκλωσης.
Με βάση τις πληροφορίες αυτές, αποφασίστηκε να παραμείνει ο Ελληνικός στόλος στη θέση του και τη νύκτα, για μη γίνει αντιληπτός από τους Πέρσες, να αποπλεύσει προς νότο. Εκεί θα συναντούσε τα διακόσια Περσικά πλοία και δίνοντας μάχη θα ματαίωνε το σχέδιο του εχθρού για κύκλωσή του.
Πρώτη Ημέρα της Ναυμαχίας
Στο στενό του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής ήταν έτοιμος να οδηγήσει σχεδόν 200 Ελληνικά πολεμικά πλοία σε μάχη ενάντια σε 800 Περσικά πολεμικά πλοία και κάνει το αναπάντεχο. Αργά το απόγευμα, την πρώτη ημέρα της μάχης, κάνει επίθεση στον κατά πολύ μεγαλύτερο Περσικό στόλο. Είναι μια επικίνδυνη κίνηση. Αν άφηνε τους Πέρσες να σαλπάρουν μέσα στο στενό του Αρτεμισίου, ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες θα περικυκλώνονταν και θα γίνονταν κομμάτια.
Χρησιμοποιώντας μια σημαία, για να κάνει σήμα στον στόλο, ο Θεμιστοκλής διέταξε όλα τα Ελληνικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν αργά σε ένα πιο στενό σημείο του στενού, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο. Με ένα δεύτερο σήμα, ο Ελληνικός στόλος βγήκε από τον σχηματισμό και επιτέθηκε στους Πέρσες. Στις Ελληνικές ναυμαχίες δεν γινόταν συμπλοκή μεταξύ ανθρώπων, αλλά προσπαθούσαν να κάνουν ελιγμούς με τα πλοία έτσι ώστε να εμβολίσουν και να βυθίσουν τα εχθρικά πλοία.
Ο πιο κοινός τρόπος ήταν να έρθουν στο πλάι υπό γωνία και να διαλύσουν τα κουπιά του άλλου πλοίου, γιατί δεν κινούνταν με πανιά, αλλά με κουπιά. Έτσι, αν έσπαζαν τα κουπιά του άλλου πλοίου, καθώς το ένα πλοίο ερχόταν στο πλάι του άλλου, το πλοίο που έκανε την επίθεση τραβούσε μέσα τα κουπιά του και επέτρεπε στην πλευρά του πλοίου να διαλύσει το άλλο. Τότε το άλλο πλοίο αχρηστευόταν. Στις μάχες αυτές, αυτό που πραγματικά έπαιζε ρόλο, δεν ήταν τόσο το βάρος ή το μέγεθος του πλοίου, αλλά η ταχύτητά του.
Στον περιορισμένο χώρο του Αρτεμισίου, ο πιο μικρός Ελληνικός στόλος προκάλεσε ζημιά σε αρκετά Περσικά πλοία, αιχμαλώτισε 30 εχθρικά σκάφη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι, γιατί οι Έλληνες έπλευσαν τόσο καλά την πρώτη ημέρα στο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες και οι Πέρσες είχαν τους ίδιους τύπους σκαφών.
Όλοι είχαν τριήρεις κι έτσι κανείς δεν είχε απαραίτητα το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, ήταν μια σπουδαία ψυχολογική νίκη για το Ελληνικό ναυτικό και επειδή ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε την επίθεσή του αργά μέσα στην ημέρα, ήξερε ότι η μάχη δεν θα διαρκούσε πολύ, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι πιθανές απώλειές του θα ήταν ελάχιστες.
Αυτό πρέπει να ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για όλους. Οι Πέρσες σίγουρα δεν περίμεναν να χάσουν από τον μικρότερο ελληνικό στόλο, ούτε και οι Έλληνες περίμεναν να είναι τόσο δυνατοί. Και αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που ο Θεμιστοκλής το ξεκίνησε τις απογευματινές ώρες. Έτσι, ο Θεμιστοκλής κέρδισε τη μάχη στη θάλασσα και ασφαλώς ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες κέρδιζαν τη μάχη στην ξηρά.
Την πρώτη μέρα της συμπλοκής στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες είχαν χειριστεί τους Πέρσες πολύ σκληρά. Ο Ξέρξης είχε σοκαριστεί και είχε ντροπιαστεί από τον Θεμιστοκλή και το αθηναϊκό ναυτικό και είχε χάσει σχεδόν 10.000 άντρες του πεζικού από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες. Οι Πέρσες γύρισαν στον καταυλισμό τους εκείνο το βράδυ γλείφοντας τις πληγές τους και ο Ξέρξης αναρωτιόταν τι θα έκανε γι’ αυτό. Καθώς έπεσε η νύχτα, μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε, φέρνοντας κεραυνούς, άνεμο και βροχή.
Την πρώτη μέρα της συμπλοκής στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες είχαν χειριστεί τους Πέρσες πολύ σκληρά. Ο Ξέρξης είχε σοκαριστεί και είχε ντροπιαστεί από τον Θεμιστοκλή και το αθηναϊκό ναυτικό και είχε χάσει σχεδόν 10.000 άντρες του πεζικού από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες. Οι Πέρσες γύρισαν στον καταυλισμό τους εκείνο το βράδυ γλείφοντας τις πληγές τους και ο Ξέρξης αναρωτιόταν τι θα έκανε γι’ αυτό. Καθώς έπεσε η νύχτα, μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε, φέρνοντας κεραυνούς, άνεμο και βροχή.
Οι αστραπές φώτιζαν τα κουφάρια των πλοίων στη θάλασσα και τα πτώματα στην ξηρά. Ήταν μια πολύ αποκαρδιωτική νύχτα για τους Πέρσες. Πιθανόν να μη κοιμήθηκαν τόσο καλά όσο θα ήθελαν, αν και χρειάζονταν τον ύπνο για τη μάχη της επόμενης ημέρας. Ο Περσικός στόλος, που είχε σταλεί να πλεύσει γύρω από την Εύβοια, έπεσε μέσα σε καταιγίδα και τα 200 πλοία βυθίστηκαν στο Αιγαίο. Ήταν ένας οιωνός, που οι Πέρσες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, ενώ οι Έλληνες τον δέχτηκαν με χαρά, γιατί η επόμενη ημέρα θα έφερνε και άλλη αιματοχυσία.
Δεύτερη Ημέρα της Ναυμαχίας
Στο μεταξύ, μακριά από την ακτή, ο Θεμιστοκλής και πάλι οδηγούσε το Αθηναϊκό ναυτικό ενάντια στον Περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η τεράστια καταιγίδα το προηγούμενο βράδυ είχε καταστρέψει τα περσικά πλοία, που είχαν σαλπάρει γύρω από την Εύβοια, σε μια προσπάθεια να περικυκλώσουν τον Θεμιστοκλή. Χωρίς Περσικά πλοία που να κατευθύνονται προς τα νώτα του, ο Θεμιστοκλής μπορούσε να συγκεντρώσει τη δύναμή του προς το μέτωπο.
Αλλά και πάλι αριθμητικά ήταν κατώτερος, 5 προς 1. Ενώ οι ακριβείς λεπτομέρειες της ναυμαχίας είναι άγνωστες, οι ελληνικές τριήρεις ήταν και πάλι ικανές να καταστρέψουν πολλά από τα Περσικά πολεμικά πλοία. Έτσι, στο τέλος της δεύτερης ημέρας στη θάλασσα, εξελισσόταν ένα παρόμοιο σενάριο. Οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει και πάλι να πέσουν πάνω στον Θεμιστοκλή, αλλά δεν τα πήγαν καλύτερα τη δεύτερη ημέρα.
Το Ελληνικό μέτωπο άντεχε και στην ξηρά και στη θάλασσα. Ήταν άλλη μια ψυχολογική νίκη για τους Έλληνες και άλλο ένα χτύπημα για τον Ξέρξη. Αλλά μια λύση θα γινόταν σύντομα ξεκάθαρη στον Πέρση βασιλιά και θα οδηγούσε σε μια από τις πιο διάσημες και ηρωικές αντιστάσεις στην Ιστορία.
Τρίτη Ημέρα της Ναυμαχίας
Οι επιχειρήσεις έλαβαν διαφορετική τροπή την επομένη, τρίτη μέρα των συγκρούσεων. οι Πέρσες ναύαρχοι αποφάσισαν να αναλάβουν επιθετική πρωτοβουλία και περίπου στο μέσο της ημέρας αναχώρησαν από τους Αφέτες με το σύνολο του στόλου τους. Οι Έλληνες απέφυγαν να ναυμαχήσουν στα ανοιχτά του στενού και κράτησαν τα πλοία τους ακίνητα στο Αρτεμίσιο, για να έχουν το πλεονέκτημα του στενού χώρου. με τον τρόπο αυτό ο μεγαλύτερος αριθμητικά Περσικός στόλος θα είχε δυσκολίες στο να κινηθεί και να αναπτυχθεί.
Οι Πέρσες παρέταξαν τα πλοία τους σε μηνοειδή διάταξη (σχήμα μισοφέγγαρου) με πρόθεση να κυκλώσουν τα Ελληνικά πλοία αν προχωρούσαν προς τα έξω ή να τα αποκλείσουν και να χτυπήσουν μέσα στον αιγιαλό του Αρτεμισίου αν παρέμεναν. Οι Έλληνες, όμως, όταν πλησίασαν οι Πέρσες, κινήθηκαν μεν επιθετικά, αλλά προχωρώντας μόνο μέχρι τις προεξοχές της ξηράς στα δύο άκρα του αιγιαλού, ώστε να αποφύγουν την κύκλωση. Η σύγκρουση ξεκίνησε σφοδρή. Τα Περσικά πλοία, βαρύτερα και περισσότερα, συνωστίζονταν στο στενό χώρο με αποτέλεσμα να συγκρούονται μεταξύ τους. επέμεναν όμως στον αγώνα γιατί τους φαινόταν ταπεινωτικό να υποχωρήσουν ενώ διέθεταν την αριθμητική υπεροχή.
Οι απώλειες ήταν βαριές και για τις δύο πλευρές, βαρύτερες όμως για τους Πέρσες. Η ναυμαχία παρέμενε αμφίρροπη και έληξε χωρίς ξεκάθαρο νικητή. Και οι δύο στόλοι αποσύρθηκαν στις βάσεις τους. από την πλευρά των Περσών διακρίθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ από εκείνη των Ελλήνων οι Αθηναίοι και ειδικά ο Κλεινίας, ο πατέρας του Αλκιβιάδη. Άλλωστε, οι Αθηναίοι ήταν αυτοί που είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς έπαθαν ζημιές ή καταστράφηκαν τα μισά πλοία τους.
Αυτή η τρίτη σύγκρουση ήταν η κατεξοχήν ναυμαχία του Αρτεμισίου, όχι μόνο από την άποψη ότι έλαβε χώρα κοντά του, αλλά και από το χρόνο που διήρκεσε, τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και το μέγεθος των απωλειών. Θα πρέπει να θεωρηθεί ως Ελληνική νίκη. Γιατί όχι μόνο παρέμειναν οι Έλληνες κύριοι του ναυτικού πεδίου, μαζεύοντας τους νεκρούς και τα ναυάγια του στόλου τους, αλλά και εκπλήρωσαν την αμυντική αποστολή τους. Και διατήρησαν τις δυνάμεις τους αξιόμαχες και δεν επέτρεψαν στον αντίπαλο στόλο να εισέλθει στο στενό.
Ο Ελληνικός Στόλος Υποχωρεί
Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο Ελληνικό στρατόπεδο των Θερμοπυλών Αβρώνιχος από την Αθήνα έφερε την είδηση για το θάνατο Λεωνίδα και την κατάληψη του περάσματος. Η παραμονή του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν πλέον και περιττή και επικίνδυνη.
Αποφασίστηκε η άμεση αναχώρηση προς νότο,με εμπροσθοφυλακή τα πλοία της Κορίνθου και οπισθοφυλακή τα Αθηναϊκά.Οι πέρσες είδαν με έκπληξη τον ουσιαστικά νικητή Ελληνικό στόλο να υποχωρεί. πριν όμως αναχωρήσουν, ανανέωσαν τις προμήθειές τους επιτάσσοντας τα κοπάδια και τα τρόφιμα των Ευβοέων, γιατί θεώρησαν καλύτερο να τα πάρουν αυτοί, παρά να μείνουν στον εχθρό. Επιπλέον, ο Θεμιστοκλής συνέλαβε και εφάρμοσε ένα τέχνασμα για να σπείρει τη διχόνοια στον Περσικό στόλο.
Έστειλε τα πιο αξιόπλοα πλοία στα σημεία όπου ήταν πιθανόν να αποβιβαστούν τα Περσικά πληρώματα για προμήθειες και άφησαν χαραγμένα σε βράχους μηνύματα προς τους Ίωνες Έλληνες που υπηρετούσαν στο Περσικό ναυτικό. Τους παρακινούσαν να αυτομολήσουν στους Έλληνες, κι αν δεν ήταν αυτό δυνατό, να πολεμούν χωρίς ζήλο, να δημιουργούν δυσκολίες στους Πέρσες κατά τις ναυμαχίες και να πείσουν τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Με τις εκκλήσεις αυτές απέβλεπε ο Θεμιστοκλής σε διπλό σκοπό.
Να επιτύχει ενδεχομένως προσχωρήσεις των Ιωνικών και Καρικών πλοίων στην Ελληνική πλευρά και να προκαλέσει δυσπιστία για τους Ίωνες και τους Κάρες στην Περσική ηγεσία. Η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο έληξε με πλήρη νίκη των Ελλήνων στο στρατηγικό πεδίο. Ο Ελληνικός στόλος είχε εκπληρώσει με επιτυχία την αποστολή του. Η νίκη οφειλόταν σε δύο παράγοντες.
– Πρώτον, οι Αθηναίοι, που ήταν και οι κύριοι υπεύθυνοι για τον κατά θάλασσα αγώνα, διέθεσαν (σε αντίθεση με τους επιφυλακτικούς Λακεδαιμονίους στις Θερμοπύλες) το σύνολο σχεδόν του στόλου τους. υπήρχαν, λοιπόν, επαρκείς ναυτικές δυνάμεις.
– Δεύτερον, οι Αθηναίοι είχαν την τύχη να διαθέτουν ένα ικανότατο πολεμικό ηγέτη μεγίστης αξίας, τον Θεμιστοκλή. αυτός κατόρθωνε να επηρεάζει τον ναύαρχο Ευρυβιάδη και να προλαβαίνει δύσκολες καταστάσεις και αστοχίες.
Καθόλου άδικα, από την αρχαιότητα ήδη, το Αρτεμίσιο θεωρήθηκε νίκη κατεξοχήν των Αθηναίων. Θα μπορούσε, τέλος, με πειστικότητα να υποστηριχθεί ότι η ναυμαχία αυτή, ειδικά η σύγκρουση της τελευταίας μέρας, αποτέλεσε μια γενική δοκιμή για την επερχόμενη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Έλληνες έμαθαν στην πράξη και μέσα από τον κίνδυνο ότι τίποτα δεν έχουν να φοβηθούν όσοι έχουν ικανότητες και τολμούν να μάχονται.
Η Πορεία προς τη Σαλαμίνα
Με την εγκατάλειψη της θαλάσσιας περιοχής στα βόρεια της Εύβοιας από τον Ελληνικό στόλο και με την κατοχή του στενού των Θερμοπυλών, άνοιξε ο δρόμος για την κατάληψη ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον Περσικό στρατό και στόλο. Τα πληρώματα των πλοίων λεηλατούν την Εύβοια. Ο στρατός, έπειτα από ανάπαυση μιας μέρας, συνεχίζει την πορεία του καταστρέφοντας στο πέρασμά του πόλεις και χωριά.
Οι Μαλιείς και οι Οπούντιοι Λοκροί υποτάσσονται. οι Φωκείς εγκαταλείπουν τη χώρα τους και ζητούν καταφύγιο στη χώρα των Οζολών Λοκρών (κοντά στη σημερινή Αμφισσα) και στις πλαγιές του Παρνασσού. Στις Άβες πυρπολείται ο ναός του Απόλλωνος. οι Δελφοί και το μαντείο του Απόλλωνα Μηδίζουν για να σωθούν.
Οι Βοιωτικές πόλεις προσχωρούν επίσης στους Πέρσες, εκτός από τις Θεσπιές (στο πνεύμα των 700 πεσόντων στις Θερμοπύλες) και τις Πλαταιές (πιστές στο πνεύμα των Μαραθωνομάχων και τη συμμαχία τους με την Αθήνα). Και οι δύο πόλεις καταστρέφονται από τους εισβολείς.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μέσα σε οκτώ μέρες από τη μάχη των Θερμοπυλών (πιθανώς το χρονικό διάστημα να είναι μεγαλύτερο), ο Ξέρξης έφτασε με το στρατό του στα σύνορα της Αττικής. Ο Περσικός στρατός είναι ακόμα πιο ισχυρός, γιατί έχει ενισχυθεί από τους στρατούς των πόλεων που Μήδισαν και κυρίως από το περίφημο Βοιωτικό ιππικό.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της μικρής Ελλάδας με την Περσική στρατιωτική μηχανή τέλειωσε με το θάνατο των οπλιτών στις Θερμοπύλες και την αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο. οι θυσίες, όμως, των Ελλήνων δεν θα πήγαιναν χαμένες. είχε έρθει η ώρα της Σαλαμίνας.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.)
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας τοποθετείται χρονικά στο έτος 480 π.Χ. και αποτελεί την πιο καθοριστική μάχη κατά τη διάρκεια της τρίτης Περσικής εκστρατείας, που οργάνωσε και ηγήθηκε αυτής ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ξέρξης, εναντίον των Ελληνικών πόλεων, και μια από τις σημαντικότερες της αρχαιότητος, τόσο από στρατιωτικής άποψης όσο και για τη συμβολή της στη διαμόρφωση του ρου της Ιστορίας.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η νίκη των Ελλήνων είναι αξιομνημόνευτη και για μία ακόμη διάστασή της: το συμβολισμό της δικαίωσης του αγώνα για την υπεράσπιση της γης και της ελευθερίας από τις επεκτατικές βλέψεις της απόλυτης εξουσίας.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας, ο Ξέρξης εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Φάληρο όπου βρίσκεται αγκυροβολημένος και ο στόλος του. Στην αντίπερα όχθη ο Ελληνικός στόλος παραμένει στο νησί της Σαλαμίνας. Στρατηγικές κινήσεις, αντιθέσεις, διαφωνίες, διλήμματα, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όλα είναι τοποθετημένα πάνω στη σκακιέρα. Η παρτίδα για τα δύο επιτελεία έχει ήδη ξεκινήσει. Στη Σαλαμίνα επικρατούσε σύγχυση και διγνωμία μεταξύ των ναυάρχων των Ελληνικών πόλεων. Στις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα.
Από τη μια πλευρά οι πόλεις της Πελοποννήσου υποστήριζαν την άποψη ότι ο στόλος έπρεπε να μεταφερθεί στον Ισθμό όπου βρισκόταν και ο Πελοποννησιακός στρατός και να ναυμαχήσει εκεί με τους Πέρσες, καθώς σε περίπτωση ήττας στη Σαλαμίνα δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφυγής και θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τους Πέρσες, οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να επιτεθούν στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη του στόλου τους.
Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι, οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς διοικητές κυρίως, των οποίων οι πόλεις κινδύνευαν άμεσα, με κύριο εκφραστή τους τον Θεμιστοκλή, ήταν υπέρμαχοι της παραμονής του στόλου στο νησί. Υποστήριζαν ότι η καθοριστική ναυμαχία έπρεπε να δοθεί στο στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής.
Το νησί αυτό, το μόνο εδαφικό τμήμα του Αθηναϊκού κράτους που δεν υποδουλώθηκε στους Πέρσες, χρησίμευε ως καταφύγιο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αττικής, ως στρατιωτική βάση στα νώτα του Περσικού στρατού σε περίπτωση προελάσεως από τον Ισθμό και αποτελούσε, με τις προφυλαγμένες από τους ανέμους ακτές του απέναντι από την Αττική, ιδεώδη βάση για το Ελληνικό ναυτικό που κάλυπτε από τη Θάλασσα τον Ισθμό.
Πέρα από τα επιχειρήματα, οι διαφωνίες και οι φιλονικίες, μεταξύ κυρίως του Θεμιστοκλή από τη μια πλευρά με τον Ευριβιάδη τον Λακεδαιμόνιο και τον Κορίνθιο ναύαρχο Αδείμαντο από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Μάλιστα μετά από μια έντονη λογομαχία ο Ευρυβιάδης ύψωσε τη ράβδο του να χτυπήσει τον Αθηναίο στρατηγό, και τότε εκείνος αποκρίθηκε ήρεμα το πασίγνωστο
«Πάταξον μεν, άκουσον δε!»
Την επόμενη της απόφασης, παρ’ όλα αυτά, οι αντιρρήσεις για την καταλληλότητα της θέσεως, ξαναφούντωσαν. Κατά τη διάρκεια του νέου συμβουλίου που συγκλήθηκε και ενώ η πλειοψηφία ήταν πάλι υπέρ της μεταφοράς προς τον Ισθμό, ο Θεμιστοκλής συνέλαβε ένα ευφυέστατο τέχνασμα.
Έστειλε τον δούλο του Σίκιννο στο Περσικό στρατόπεδο με το μήνυμα ότι τον στέλνει ο Αθηναίος στρατηγός, ο οποίιος είναι δήθεν με το πλευρό των Περσών, για να τους ανακοινώσει ότι οι ταραγμένοι Έλληνες σκέφτονται να αποχωρήσουν και πως είναι τώρα μια λαμπρή ευκαιρία για αυτούς να εγκλωβίσουν τον αντίπαλο και να τον κατανικήσουν.
Ο Ξέρξης, που επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας όσο το δυνατόν συντομότερα προτού φτάσει και ο χειμώνας θεωρώντας ούτως ή άλλως μοναδική αυκαιρία το γεγονός ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν κλεισμένος στη Σαλαμίνα, δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Η διαταγή για επίθεση του στόλου δίνεται.
Ο Ελληνικός στόλος αποτελείται -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- από 365 τριήρεις και 7 πεντηκόντορους. Οι Πέρσες διαθέτουν προς παράταξη περί τα 700 πλοία.
Η ναυμαχία διεξήχθη στις 21-22 Βοηδρομιώνος (28 ή 29 Σεπτέμβρίου) του 480π.Χ. Τη νύχτα μιάς από εκείνες τις μέρες, ο Περσικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά, ενώ τμήμα του Περσικού στρατού αποβιβάσθηκε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια με σκοπό, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, την περισυλλογή των Περσών ναυγών και την εξόντωση των Ελλήνων ναυαγών.
Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα τα Περσικά πλοία προχωρούσαν κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά: Φοινικικά και Αιγυπτιακά προς το μέρος της Ελευσίνας, κατόπιν τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας, της Κιλικίας και της Παμφυλίας λαμβάνουν θέση στο κέντρο. Και τέλος προς τον Πειραιά, τα Καρικά και τα πλοία της Ιωνίας. Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τις κινήσεις του Περσικού στόλου από τον Αριστείδη, που ήλθε τη νύχτα από την Αίγινα.
Έτσι οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, όταν σύμφωνα με την περιγραφή του Αισχύλου, άκουσαν ξαφνικά με την ανατολή του ηλίου, τους ήχους από τις σάλπιγγες και τον Παιάνα να αντηχεί από όλα τα Ελληνικά πλοία: «Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε Ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων΄ νύν υπέρ παντών αγών».
Είχε λοιπόν ήδη βγεί ο ήλιος όταν δόθηκε η διαταγή από τον Ευρυβιάδη, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων, να αναπτυχθεί ο Ελληνικός στόλος προς την κατεύθυνση των Περσών. Τη δεξιά πτέρυγα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Αίγινας και των Μεγάρων. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, «οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς ήταν οι πιο καλοί ναυτικοί μετά τους Αθηναίους».
Οι τριήρεις των μικρότερων Ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων, οι οποίες αποτελούν το μισό σχεδόν του Ελληνικού στόλου. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους.
Οι τριήρεις των μικρότερων Ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων, οι οποίες αποτελούν το μισό σχεδόν του Ελληνικού στόλου. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους.
Πλέοντας όμως ο Ελληνικός στόλος προς τα εμπρός θα συναντούσε σύντομα τον Περσικό, στο μέσο περίπου του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοικτό και συνεπώς ευνοικότερο για τους Πέρσες, οι οποίοι θα είχαν έτσι την ευχέρεια χρησιμοποιήσεως του συνόλου σχεδόν των πλοίων τους και τη δυνατότητα κυκλωτικών ελιγμών από τα δύο άκρα του Ελληνικού στόλου. Για να αποτραπεί ακριβώς αυτή η συνάντηση των δύο στόλων στο μέσον του στενού, τα Ελληνικά πλοία ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω.
Κωπηλατώντας ανάποδα προς τη Σαλαμίνα, χωρίς να αναστρέψουν, διατηρώντας σταθερά τις πλώρες προ τον εχθρό, σε τάξη, χωρίς να χαθεί η συνοχή του στόλου, συνεχίσθηκε δε ως μία γραμμή κοντά στις ακτές της Σαλαμίνας, όπου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι οπλίτες, εκεί ο στόλος παρατεταγμένος σε μέτωπο με στήριγμα προς τα δεξιά την Κυνοσούρα και προς τα αριστερά το σημερινό νησί του Αγίου Γεωργίου, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος κυκλώσεως, σταμάτησε για να συγκρουστεί με τον εχθρό.
Η μνημειώδης μάχη σε λίγα λεπτά θα ξεσπούσε, κάτω από το βλέμμα του βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος παρακολουθεί από το όρος Αιγάλεω όλες τις κινήσεις.
Η μνημειώδης μάχη σε λίγα λεπτά θα ξεσπούσε, κάτω από το βλέμμα του βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος παρακολουθεί από το όρος Αιγάλεω όλες τις κινήσεις.
Ο ελιγμός πέτυχε! Η στενότητα του χώρου και η περιορισμένη έκταση του μετώπου δεν επέτρεπε στους Πέρσες να χρησιμοποιούν στην πρώτη γραμμή περισσότερα πλοία από τα Ελληνικά, τα οποία συνεπώς αντιμετώπιζαν στη σύγκουση ίσο περίπου αριθμό πλοίων έτσι στον αγώνα έπαιζε σημαντικό ρόλο η ανδρεία και η επιδεξιότητα των αξιωματικών και των πληρωμάτων καθώς και η τακτική των αντιπάλων στόλων.
Οι ελεύθεροι πολίτες των Ελληνικών πόλεων στις οποίες η ευψυχία μαζί με την ελευθερία ήταν οι υπέρτατες αξίες, αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών με ανδρεία και αυταπάρνηση που ενέτεινε η μεταξύ τους και μεταξύ των πόλεων άμιλλα. Αλλά και οι Πέρσες πολεμούσαν με εξαιρετική γενναιότητα, γιατί ήθελαν να φανούν ευάρεστοι στον Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, γιατί φοβόντουσαν την οργή του αν υστερούσαν.
Οι Πέρσες, τώρα, αποβλέποντας στον αιφνιδιασμό των Ελλήνων, κινητοποίησαν το στόλο τους τη νύχτα της παραμονής της μάχης και αφού αποβίβασαν στο μικρό νησί Ψυττάλεια ένα επίλεκτο σώμα, τους «Αθάνατους» (που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Ξέρξη) μπήκαν στο στενό και περικύκλωσαν τους Έλληνες. Εκείνοι ωστόσο είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα τις κινήσεις του εχθρού από τον Αριστείδη, ο οποίος είχε έρθει κρυφά, την ίδια νύχτα, από την Αίγινα.
Στη τραγωδία «Πέρσαι» του Αισχύλου, ο Αγγελιαφόρος που καταφθάνει στο παλάτι του Ξέρξη για να προλάβει τα νέα της ναυμαχίας στη βασίλισσα αναφέρει ότι η νυχτερινή παράταξη του περσικού στόλου οφειλόταν σε ελληνικό τέχνασμα. Ένας Έλληνας πληροφόρησε τον Ξέρξη πως: «Όταν απλώσει η νύχτα το σκοτάδι, θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν».
Ο Έλληνας αυτός όμως ήταν ο δούλος Σίκινος του Θεμιστοκλή, που ο ίδιος έστειλε στον Ξέρξη με διαταγές να προσποιηθεί λιποταξία και να του δώσει την ψεύτικη πληροφορία πως οι Έλληνες δεν ήθελαν μάχη και είχαν υποχωρήσει άτακτα στα στενά γύρω από τη Σαλαμίνα.
Ο Ξέρξης, λοιπόν, σκοπεύοντας σε συντριπτική νίκη επί του Ελληνικού στόλου, διέταξε τους ναυάρχους του: «Όταν πάψει ο ήλιος να καίει το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξετε τα καράβια σας, να φράξετε το δρόμο σε τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να τους κυκλώσετε γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες, βρίσκοντας δρόμο τα καράβια τους, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε!»
Οι Έλληνες όμως, δίχως στην πραγματικότητα να έχουν σκοπό να αποχωρήσουν, γευμάτισαν και ξεκουράστηκαν τη νύχτα, αφήνοντας τους εχθρούς τους άγρυπνους και σε συνεχή εγρήγορση, με τον περσικό και φοινικικό στόλο να ψάχνουν τον Ελληνικό -που ήταν αγκυροβολημένος στην Κυνόσουρα- γύρω από τη Σαλαμίνα.
Στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε ότι ο Περσικός στόλος αποτελούνταν από τρία τμήματα, με τους Φοίνικες στο δεξί άκρο, έχοντας το όρος Αιγάλεω ακριβώς πίσω τους. Στο αριστερό τμήμα βρίσκονταν ο ιωνικός στόλος και στο κέντρο πλοία από την Κύπρο, την Καρία και την Κιλικία.
Στον Ελληνικό στόλο, οι Αθηναίοι βρίσκονταν αριστερά (απέναντι στους Φοίνικες), δεξιά βρίσκονταν οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες (οι οποίοι κατείχαν την τιμητική θέση της ελληνικής παράταξης επειδή θεωρήθηκαν πιο ικανοί ναυμάχοι από τους Αθηναίους), ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν παραταχθεί στο κέντρο.
Ο Ξέρξης, εκτός από το θρόνο που έκτισε στο όρος Αιγάλεω, τοποθέτησε και 400 άντρες του στο νησί Ψυττάλεια (τους «Αθάνατους», όπως είπαμε), που βρίσκονταν στο μέσο του Στενού της Σαλαμίνας, ώστε να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν όσους τυχόν Έλληνες ναυαγούς κατέληγαν σ’ αυτό το μέρος.
Σε κάποιο αρχικό στάδιο, ένα τμήμα από 40 Κορινθιακά πλοία, όπως ήταν παρατεταγμένα στο στενό, ξεκίνησαν να κωπηλατούν βόρεια. Αυτό το γεγονός παρεξηγήθηκε από κάποιους Έλληνες: ερευνητές ισχυρίζονται ότι η ενέργεια αυτή έγινε για να αποφευχθεί κυκλωτική κίνηση από μέρους των Περσών. Όπως έλεγχαν την είσοδο του στενού, τα περσικά πλοία εύκολα θα μπορούσαν να αποδιοργανωθούν ή και να βρουν, κατά λάθος, στεριά και να καθηλωθούν. Επίσης, ήταν παραπάνω από φανερό ότι ο ελληνικός στόλος ήταν έτοιμος για την τελική σύγκρουση, καθώς ήταν ευθυγραμμισμένος απέναντι στον εχθρό.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς πλησίαζαν οι Πέρσες, από τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων ακούγονταν ο εξής παιάνας:
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων:
Νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Κι ακριβώς αυτή ήταν η στιγμή που οι Έλληνες εξαπέλυσαν γενική επίθεση. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, δεν τέθηκε ποτέ θέμα αποχώρησης των Κορινθίων, αλλά αυτή η κίνηση έγινε για να πάρουν τα συγκεκριμένα πλοία καλύτερη θέση (λόγω και τον πρωινών ανέμων που επικρατούσαν στο στενό), όπως και για να αποφευχθεί οποιαδήποτε κυκλωτική προσπάθεια των Περσών.
Μετά δε το «άνοιγμα» αυτό, ο Ελληνικός στόλος εκτείνονταν από τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου ως την Κυνοσούρα όπου ένα συγκεκριμένο πλοίο επιτάχυνε κατά του κοντινότερου περσικού και το εμβόλισε. Οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία από την Παλλήνη, οι Αιγινήτες όμως υποστήριξαν ότι ήταν δικό τους πλοίο. Πάντως, ο Ελληνικός στόλος εξαπέλυσε οργανωμένη μαζική επίθεση κατά της άτακτα παρουσιαζόμενης Περσικής γραμμής.
Έτσι, οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν όταν, με την ανατολή του ήλιου, ολόκληρος ο Ελληνικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους. Στο δεξιό άκρο ήταν παραταγμένα τα δεκάξι πλοία των Σπαρτιατών υπό τον Ευρυβιάδη, απέναντι από το στόλο των Ιώνων, και ακολουθούσαν τα πλοία των Αιγινητών και των άλλων Ελληνικών πόλεων, στο αριστερό άκρο, αντιμέτωπες προς τους Φοίνικες, βρίσκονταν οι 180 αθηναϊκές τριήρεις με το Θεμιστοκλή αρχηγό.
Πρώτα επιτέθηκαν τα Αθηναϊκά πλοία και, αμέσως μετά, η ναυμαχία γενικεύτηκε. Στην αρχή, ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, αλλά οι αθηναϊκές τριήρεις κατόρθωσαν σύντομα -χάρη στην υπεροχή των πληρωμάτων τους και την επιδέξια τακτική του αρχηγού τους- να τρέψουν σε φυγή τα Φοινικικά πλοία και να κυκλώσουν από τα πλάγια τον υπόλοιπο εχθρικό στόλο.
Τότε ήταν που κρίθηκε κι η τύχη της ναυμαχίας: σύγχυση και αταξία επικράτησε στην Περσική παράταξη και τελικά, οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή προς το Φάληρο, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Όταν δε πλησίαζε το τέλος της ναυμαχίας, ο Αριστείδης, επικεφαλής Αθηναίων οπλιτών, αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια και εξόντωσε μέχρις ενός τους «Αθάνατους». Τη ναυμαχία παρακολούθησε ο Ξέρξης από μια πλαγιά του Αιγάλεω, ίσως το σημερινό Πέραμα, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «λόφος Ξέρξου».
Καθώς στο πεδίο της σύγκρουσης, η πρώτη γραμμή των περσικών πλοίων υποχώρησε λόγω της ορμής που δέχτηκαν από την Ελληνική επίθεση, χωρίς κάποια σταθερή διάταξη «έπεσε» και η δεύτερη περσική γραμμή στη ναυμαχία και, στη συνέχεια, και η τρίτη. Όλα αυτά όμως έγιναν εντελώς ανοργάνωτα, πάνω στον πανικό της μάχης. Στην αριστερή πλευρά των Ελλήνων, τώρα, ο Πέρσης ναύαρχος Αριαμπίγνης (αδελφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε και τα πληρώματά του παρέμειναν χωρίς κάποιον ηγέτη. Λόγω της πίεσης, σταδιακά υποχώρησαν και οι Φοίνικες και πολλά πλοία τους ακινητοποιήθηκαν στην στεριά.
Στο κέντρο της παράταξης, τα Ελληνικά πλοία προωθήθηκαν και κατάφεραν να κόψουν στα δύο τον περσικό στόλο. Παρόλα αυτά, οι Κορίνθιοι πίστεψαν ότι ο στόλος των (αντίπαλων) Αιγυπτίων ήταν αρκετά δύσκολος για να αντιμετωπιστεί κι έτσι άργησαν να μπουν στα πεδία των συγκρούσεων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, στην προσπάθειά της να ξεφύγει εμβόλισε και βύθισε ένα περσικό πλοίο το οποίο, αρχικά, ο Ξέρξης νόμισε ότι ήταν Ελληνικό. Είπε τότε: «Οι άντρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες μου άντρες!»
Στην αρχή η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και οι Πέρσες κρατούσαν, μάλιστα στη δεξιά πλευρά οι Ίωνες πίεζαν σοβαρά του Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινήτες, οι δε Σάμιοι κυρίευσαν μερικές Ελληνικές τριήρεις. Όσο προχωρούσε όμως η ώρα, άρχισε να επικρατεί η εξαιρετική επιδεξιότητα των Ελληνικών πληρωμάτων και η ανώτερη τακτική των Ελλήνων και πρώτα στο αριστερό μέρος τη Ελληνικής παράταξης, όπου βρισκόταν η ισχυρότατη μοίρα των 200 Αθηναίων τριήρεων έχοντας απέναντι της τα πλοία των Φοινίκων.
Η τακτική των Φοινίκων ήταν κυρίως να πολεμούν ρίχνοντας βροχή βελών και ακοντίων από τα ψηλά καταστρώματα τους. Μάλιστα διέθεταν 30 τοξότες σε κάθε πλοίο. Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι διέθεταν 4 τοξότες και 14 οπλίτες σε κάθε τριήρη, πλεονεκτούσαν όμως στη χρήση του εμβόλου, έτσι εκμεταλλευόμενοι τον κλυδωνισμό των Φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να αστοχούν τα τοξεύματα, ορμούσαν εναντίον τους και είτε έσπαγαν τα κουπιά και ακινητοποιούσαν τα εχθρικά πλοία είτε τα κτυπούσαν με τα έμβολα στα πλευρά.
Έπειτα οι Αθηναίοι οπλίτες πηδούσαν στο κατάστρωμα και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα ή άφηναν τα πλοία να βυθιστούν από τα ρήγματα των εμβόλων. Ύστερα από την καταβύθιση των πρώτων Φοινικικών πλοίων, η πρώτη γραμμή του Φοινικικού στόλου αποδιοργανώθηκε και τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, άλλα προς τις απέναντι ακτές της Αττικής κι άλλα προς τα ανατολικά, πολλά όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν γιατί στην προσπάθεια τους αυτή συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και βυθίστηκαν.
Σε λίγο η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε στο κέντρο και το αριστερό μέρος του Περσικού στόλου, διότι οι Αθηναϊκές τριήρεις, διαθέσιμες μετά την κατανίκη των Φοινίκων άρχισαν να επιτίθενται προς τα εκεί. Η ναυμαχία εξελίχθηκε τότε ραγδαία σε βάρος των Περσών και σε λίγο και ο υπόλοιπος Περσικός στόλος, που είχε συνθλιβεί στην Περιοχή του στενού προς την Κυνοσούρα, άρχισε να τρέπεται σε φυγή με κατεύθυνση το Φάληρο, ενώ καταδιώκονταν από τον Ελληνικό στόλο. Η καταδίωξη εξακολούθησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, «μέχρι δείλης».
Προς το τέλος της Ναυμαχίας, ο Αριστείδης, με Αθηναίους οπλίτες από τους παρατεταγμένους στην ακτή της Σαλαμίνας, έκανε απόβαση στην Ψυτάλλεια και εξόντωσε την εκεί απομονωμένη Περσική φρουρά. Η εξόντωση της συγκεκριμένης φρουράς στοίχισε πολύ στους Πέρσες, ιδίως στον ηθικό παράγοντα, καθώς απαρτιζόταν από ευγενείς και εκλεκτούς πολεμιστές.
Κατά τον Έφορο, οι απώλειες για τους Πέρσες ήταν 200 πλοία, ενώ για τους Έλληνες 40. Η αναλογία όμως σε άνδρες, ήταν βαρύτερη για τους Πέρσες, γιατί αυτοί, καθώς δεν ήξεραν να κολυμπούν, πνίγονταν μετά τη βύθιση των πλοίων τους. Μεγάλο ήταν και το ποσοστό των επιφανών Περσών και άλλων συμμάχων τους που χάθηκαν στη μάχη με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον στρατηγό Αριαβίγνη, αδελφό του Ξέρξη.
Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα αποτέλεσε για την Ελληνική πλευρά κυριολεκτικά τον υπέρτατο αγώνα. Ήταν αδιαμφισβήτητα η μάχη η οποία καθόρισε στο μεγαλύτερο βαθμό την τελική έκβαση του πολέμου και που οδήγησε και την τρίτη περσική εκστρατεία σε παταγώδη αποτυχία, βάζοντας τέλος στις φιλοδοξίες των Περσών ηγεμόνων για κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το βράδυ της επομένης της μάχης, ο Ξέρξης, επικεφαλής του Περσικού στόλου, φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέφοντες τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει τον αποκλείσουν στην Ευρώπη, απέπλευσε από το Φάληρο και παραπλέοντας τις ακτές κατευθύνθηκε προς Βορρά.
Οι συμμαχικές Ελληνικές πόλεις επιτυγχάνοντας έστω και την τελευταία στιγμή να παραμερίσουν -επιτέλους- τις αρκετές «εμφύλιες» διαφορές και τριβές τους, πέτυχαν μια σπουδαία νίκη, που εν συναρτήσι με την τελική συντριβή των Περσών στις Πλαταιές, τους εξασφάλισε την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους για το επόμενο διάστημα, όταν και κατά κόρον αναπτύχθηκε αυτός που σήμερα αποκαλούμε αρχαιοελληνικό πολιτισμό, με τις τόσες εκφάνσεις του και την σπουδαία προσφορά του στο παγκόσμιο στερέωμα.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας πέρασε γρήγορα στο θρύλο, έγινε θέμα για τους ρήτορες και τους μεγάλους τραγικούς (οι Φοίνισσες του Φρυνίχου και οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν ως σημείο αναφοράς τη νίκη των Ελλήνων), αποτέλεσε δίδαγμα για τους λαούς και καθιερώθηκε ως η αφετηρία όχι μόνο της Ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας Ναυτικής ιστορίας. Εκείνο που έγραψε ο Πλούταρχος στο βίο του Θεμιστοκλή, «Ουθ Έλλησιν ούτε βάρβαρος ενάλιον έργον είργασται λαμπρότερον», μπορούμε ανεπιφύλακτα να το επαναλάβουμε και σήμερα.
Η ναυμαχία τελείωσε με σοβαρότατες απώλειες για τους Πέρσες: έχασαν τουλάχιστον 200 πλοία και μεγάλο μέρος των πληρωμάτων τους, επειδή δεν γνώριζαν κολύμπι. Αντίθετα, οι Έλληνες έχασαν μόνο 40 πλοία τους. Προφανώς από το θρόνο του, ο Ξέρξης ήταν αυτόπτης μάρτυρας της πανωλεθρίας του στόλου του κι αμέσως μετά σκέφτηκε να κατασκευάσει μια ξύλινη γέφυρα στα στενά της Σαλαμίνας, ώστε να περάσει ο στρατός του απέναντι στην Σαλαμίνα και να επιτεθεί στους Αθηναίους. Όμως ο ελληνικός στόλος φρουρούσε καλά το στενό -ακόμα και μετά τη νίκη του- οπότε αυτό αποδείχτηκε αδύνατο.
Φοβούμενος, λοιπόν, ότι οι Έλληνες θα κλείσουν το Στενό του Ελλησπόντου και θα απομονώσουν το στρατό του στην Ευρώπη, ο Ξέρξης επέστρεψε, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, στην Περσία. Άφησε βέβαια πίσω τον Μαρδόνιο, με επίλεκτα σώματα πεζικού και ιππικού, όλες όμως οι περσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αττική. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον επόμενο χειμώνα στη Βοιωτία κι οι Αθηναίοι βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη τους πόλη.
Φοβούμενος, λοιπόν, ότι οι Έλληνες θα κλείσουν το Στενό του Ελλησπόντου και θα απομονώσουν το στρατό του στην Ευρώπη, ο Ξέρξης επέστρεψε, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, στην Περσία. Άφησε βέβαια πίσω τον Μαρδόνιο, με επίλεκτα σώματα πεζικού και ιππικού, όλες όμως οι περσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αττική. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον επόμενο χειμώνα στη Βοιωτία κι οι Αθηναίοι βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη τους πόλη.
Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπους και πλοία, η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι μεγάλη, γιατί αποθάρρυνε τους Πέρσες και τους έκανε να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον αγώνα για την κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, αν και διάθεταν ακόμα δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των Ελλήνων. Υπήρξε το σημείο καμπής των Περσικών Πολέμων και σήμανε την αρχή του τέλους των επιθετικών συγκρούσεων των Περσών, οι οποίες απέτυχαν οριστικά με την ήττα στην Μάχη των Πλαταιών.
Τα Επακόλουθα της Ναυμαχίας
«Ποτέ σε μια μέρα δεν χάθηκε πλήθος ανθρώπων τόσο μεγάλο», λέει ο Αισχύλος και συνεχίζει με το πλήθος των πτωμάτων που ξεβράστηκαν στις ακτές, το χαμό του άνθους των Περσών, την καταστροφή του στρατού από τους Ελληνικούς εμβολισμούς. Από τους επιφανείς νεκρούς οι περισσότεροι ήταν πολεμικοί ηγέτες της ξηράς και στεριανοί.
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον αριθμό των απωλειών, πέρα από τη βύθιση «άνω των 200» πλοίων του Βασιλικού ναυτικού και ίσως 40 Ελληνικών. το στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι γειτονικές ακτές έγιναν ο τάφος δεκάδων χιλιάδων ανδρών κατά τη φονικότερη και μεγαλύτερη ναυμαχία που γνώρισε η ανθρωπότητα μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο μεγάλος Βασιλιάς είχε παραιτηθεί όλων των πλεονεκτημάτων του για να διεκδικήσει την ολοκληρωτική νίκη. Απεκόμισε μια ανεπανάληπτη συντριβή και η διαχείρισή της ήταν εξ ορισμού πρόκληση.
Οι Ελληνικές πηγές συνεχίζουν αμέριμνα να περιγράφουν τον Ξέρξη ως έρμαιο της θεϊκής βούλησης, απόλυτα κυβερνώμενο από ακραία συναισθήματα. ισχυρίζονται ότι το Βασιλικό ναυτικό τράπηκε σε άτακτη φυγή την επόμενη μέρα, την ώρα που ο Ξέρξης έντρομος βάδιζε ολοταχώς για τον Ελλήσποντο, ώστε να προλάβει να περάσει στην ασφάλεια της Ασίας, προτού οι Έλληνες καταστρέψουν τις γέφυρες. Στην πραγματικότητα, το επόμενο πρωί ο Ελληνικός στόλος ετοιμάστηκε να αποκρούσει νέα επίθεση. Όταν βγήκε από τα στενά αποφασισμένος να προκαλέσει αυτός τώρα νέα ναυμαχία, δεν βρήκε κανέναν, λένε οι πηγές.
Από την άλλη, οι ίδιες πηγές περιγράφουν την απόπειρα του Ξέρξη να καλύψει τη σχεδιαζόμενη φυγή του. Ένας μεγάλης κλίμακας αντιπερισπασμός στήθηκε, «εν μία νυκτί» διαβάζουμε, με τη μορφή έργων επιχωμάτωσης του στενού, ώστε να περάσει το Περσικό πεζικό στο νησί δίχως να χρειάζεται η επικράτηση του στόλου. οι εργασίες ήταν αδύνατο να τελειώσουν, καθώς με κανέναν τρόπο δεν θα ήταν ασφαλής η κατασκευή του τόσο κοντά στο Ελληνικό ναυτικό και τις Ελληνικές δυνάμεις, Αν οι φθινοπωρινές μπόρες δεν κατέστρεφαν το χωμάτινο διάδρομο.
Στην επομένη της ναυμαχίας τοποθετούν χρονικά οι πηγές το νέο πολεμικό συμβούλιο υπό τον Ξέρξη, με μια ασυνήθιστη συμμετοχή, της Αρτεμισίας. Εκείνη συμβούλευσε το βασιλιά να δεχτεί την πρόταση του Μαρδόνιου να φύγει στην Ασία, αφήνοντας πίσω εκλεκτό στράτευμα για μια δεύτερη προσπάθεια την άνοιξη. Ο Ξέρξης δεν είχε τίποτα να χάσει. Αν πετύχαινε ο Μαρδόνιος, η νίκη θα ανήκε στο βασιλιά. Αν όχι, η ευθύνη ήταν του Μαρδόνιου. Αυτός που δεν είχε τίποτα να χάσει ήταν ο ίδιος ο Μαρδόνιος, καθώς με την επιστροφή του στα Σούσα σίγουρα θα ζητούνταν ευθύνες από το θερμότερο υποκινητή της εκστρατείας.
Ακόμη κι αν το Βασιλικό ναυτικό είχε κερδίσει στη Σαλαμίνα, πιθανότατα ο Ξέρξης δεν θα συνέχιζε προς τον Ισθμό. οι αρχαίες πηγές δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι, πέρα από τον Ελληνικό νότο, υπήρχε μια τεράστια επικράτεια υπό Περσική κυριαρχία που έπρεπε να διοικηθεί. Δεν θα διαχείμαζε ο μεγάλος Βασιλιάς στη Θεσσαλία, όπως ο Μαρδόνιος. Οι θαλάσσιες επικοινωνίες του δέχθηκαν ένα μεγάλο πλήγμα, αλλά εφόδια βρίσκονταν ακόμη φορτωμένα στα μεταγωγικά του στο Φάληρο, ενώ η ασφάλεια στη θαλάσσια μεταφορά ήταν αδιανόητη, καθώς είχε μπει πια το φθινόπωρο.
Λογικά, ο Ξέρξης θα αποχωρούσε ούτως ή άλλως μετά το όποιο αποτέλεσμα της ναυμαχίας. από την άλλη, η ιστορία δεν γράφεται ούτε με τη λογική ούτε με τις υποθέσεις. Ύστερα από τη συνετή γνώμη του Ευρυβιάδη, ο Ελληνικός στόλος δεν έκανε κίνηση προς τον Ελλήσποντο. Δεν κρίθηκε φρόνιμο να εγκλωβιστεί τέτοιο στράτευμα στην Ευρώπη, δόθηκε όμως μια εξαιρετική ευκαιρία στον Θεμιστοκλή δήθεν να παράσχει μια ευεργεσία στον Ξέρξη (όπως μας λένε οι πηγές με τη γνώση των μεταγενέστερων κατηγοριών επί Μηδισμώ εναντίον του Αθηναίου επικεφαλής).
Ο δαιμόνιος και ακούραστος Σίκιννος μετέφερε ένα δεύτερο μήνυμα του Θεμιστοκλή, με το οποίο ο αποστολέας ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ματαίωσε την καταστροφή των γεφυρών για να μην κινδυνεύσει ο βασιλιάς. Κατά περίεργο παιχνίδι της ζωής, ο Ξέρξης θα εύρισκε τις γέφυρες κατεστραμμένες όχι από τους Έλληνες, αλλά από άλλη μια θαλασσοταραχή. Ο κομιστής του μηνύματος αφέθηκε ξανά ανενόχλητος να επιστρέψει στην Ελληνική παράταξη (ούτε τώρα μαθαίνουμε αν έφερε μαζί του απάντηση από την Περσική πλευρά).
Μια σύντομη περιοδεία του Ελληνικού στόλου στο δυτικό και κεντρικό αιγαίο ολοκληρώθηκε με την επιστροφή του στόλου στη Σαλαμίνα. Εκεί έγινε η διανομή των λαφύρων και η επιλογή των αφιερωμάτων στους θεούς. Όταν όψιμα εκπληρώθηκε η επιθυμία των Πελοποννησιακών πληρωμάτων και ο στόλος όντως έπλευσε στον Ισθμό, η ψηφοφορία για το ατομικό αριστείο απέβη άκαρπη. Ο κάθε στρατηγός διέθετε δύο ψήφους, ο καθένας ψήφισε τον εαυτό του για το αριστείο και τον Θεμιστοκλή για τη δεύτερη θέση. Στους Αιγινήτες συνολικά απονεμήθηκε το αριστείο για τη μέγιστη συμβολή στη νίκη.
Από όλους τους τρόπους διαχείρισης των γεγονότων και της συλλογικής μνήμης θα περιοριστούμε μόνο σε δύο. αμφιβολίες για την ακριβή ημερομηνία της μάχης εκφράζονταν ήδη στην αρχαιότητα (μόνο ο Πλούταρχος σε διαφορετικά σημεία παραδίδει δύο διαφορετικές ημερομηνίες). Ωστόσο, στο συλλογικό επίπεδο οι Αθηναίοι έλυσαν το πρόβλημα με έναν τρόπο οικείο σε κάθε εποχή αρκετά μεταγενέστερα, όρισαν την επέτειο της νίκης στις 16 Μουνυχιώνος, ώστε να συμπίπτει με τους εορτασμούς της Αρτέμιδος.
Η θεά είχε κάνει έκδηλη την υποστήριξή της στον Ελληνικό στόλο με μια έκλειψη Σελήνης το βράδυ της ναυμαχίας και για άλλη μια φορά συνδέθηκαν αριστοτεχνικά το ιερό και το κοσμικό. Στην αντίπαλη πλευρά, ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία με λάφυρα μεγάλης συμβολικής αξίας, όπως τα αγάλματα από την Ακρόπολη της Αθήνας. Η Αχαιμενιδική διοίκηση μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στρατηγικούς στόχους της εκστρατείας.
Στα Σούσα, η ήττα στη θάλασσα γινόταν αντιληπτή ως ένα ασήμαντο επεισόδιο στην επιτυχημένη προώθηση του μεγάλου Βασιλιά στον Ελληνικό νότο. Στον κατάλογο των υποτελών λαών μετά το 480 π.Χ., οι γραφείς δεν παρέλειψαν να χαράξουν τους Ίωνες της Ασίας και της Ευρώπης, καθώς και τους Έλληνες της Βορείου Ελλάδος.
Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, το Περσικό πεζικό αποχώρησε από την αττική για να διαχειμάσει στη Θεσσαλία. Εκεί θα γινόταν από τον Μαρδόνιο η διαλογή των επιλέκτων που θα επιχειρούσαν την επόμενη χρονιά να ολοκληρώσουν το έργο του Ξέρξη. Η μοίρα των Ελληνικών πόλεων θα κρινόταν το 479 π.Χ. στην ανοιχτή πεδιάδα των Πλαταιών.
Η νίκη της Σαλαμίνας δεν είχε την ίδια σημασία για όλες τις Ελληνικές πόλεις. οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, απαλλάχτηκαν από κάθε φόβο. Το τείχος του Ισθμού είχε πλέον ολοκληρωθεί και, χωρίς την ύπαρξη ενός εχθρικού στόλου, δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος κάποιας αποβατικής ενέργειας στα μετόπισθεν των οχυρώσεών τους. οι Έλληνες όμως που κατοικούσαν βορείως του Ισθμού παρέμειναν εκτεθειμένοι στη μόνιμη Περσική απειλή.Μπορεί ο Περσικός στόλος να είχε αποσυρθεί μαζί με τον Ξέρξη, αλλά ο Μαρδόνιος, με σημαντικές χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις, παρέμενε στη Θεσσαλία. οι Πελοποννήσιοι, λοιπόν, δεν έδειχναν ιδιαίτερη ζέση να εκστρατεύσουν πέραν του ισθμού, αντίθετα με τους υπόλοιπους Έλληνες, με επικεφαλής τους Αθηναίους, που φλέγονταν για νέες μάχες στην ξηρά και τη θάλασσα, επιθυμώντας να απελευθερώσουν αμέσως ολόκληρη την Ελλάδα…
Οι Έλληνες διηρημένοι, λοιπόν, δεν επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τη νίκη τους στη Σαλαμίνα. Στο μέτωπο της στεριάς, ο Κλεόμβροτος, ο Σπαρτιάτης αρχιστράτηγος στον Ισθμό, ισχυρίστηκε ότι οι οιωνοί ήταν κακοί και ανέβαλε κάθε επιθετική ενέργεια. Μάλιστα, με πρόφαση την έκλειψη ηλίου που έλαβε χώρα στις 2 Οκτωβρίου του 480 π.Χ. επέτρεψε σε ένα τμήμα των Πελοποννησιακών στρατευμάτων να επιστρέψει στις πατρίδες του.
Ως προς τις ναυτικές επιχειρήσεις, επικρατεί η ίδια στασιμότητα. Οι Έλληνες δεν προχωρούν σε εκμετάλλευση της επιτυχίας τους στη Σαλαμίνα. Ο στόλος τους δεν προχώρησε πέρα από την Άνδρο. Μόνο ο Θεμιστοκλής είχε ένα επιθετικό σχέδιο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Ήθελε να πλεύσει ο Ελληνικός στόλος στον Ελλήσποντο για να καταστρέψει τις γέφυρες του Ξέρξη. Υπάρχει η άποψη ότι το σχέδιο του Θεμιστοκλή ήταν ευρύτερο.
Ο Ελληνικός στόλος θα προχωρούσε στις μικρασιατικές ακτές για να προκαλέσει μια καινούργια Ιωνική επανάσταση. με τον τρόπο αυτό θα απειλούσε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Περσών και θα τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν άμεσα από την Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, έχοντας ως αρχή να μην προβαίνουν σε υπερπόντιες εκστρατείες και ανησυχώντας ίσως για την ασφάλεια του Ισθμού αν απομακρυνόταν ο Ελληνικός στόλος, ματαίωσαν το σχέδιο αυτό.
Έγιναν με τον τρόπο αυτό υπαίτιοι στο να συνεχιστεί ο πόλεμος σε Ελληνικό έδαφος και τον επόμενο χρόνο. Από την άλλη, όμως, το συγκεκριμένο σχέδιο θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς βρισκόμαστε στο χειμώνα του 480 π.Χ./479 π.Χ. οπότε θα έπρεπε λόγω καιρικών συνθηκών να τερματιστούν οι ναυτικές επιχειρήσεις. αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει κι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, όπως μας αναφέρει ο Ηρόδοτος, όταν αυτός απευθύνεται στους Αθηναίους.
Κύριο μέλημα των Αθηναίων και του Θεμιστοκλή μετά τη Σαλαμίνα είναι η απελευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδος, κάτι που προϋπέθετε ανάληψη χερσαίων επιχειρήσεων. Το σχέδιο για επίθεση στον Ελλήσποντο δεν ταιριάζει με τις συγκεκριμένες στρατηγικές επιδιώξεις. Βέβαια, το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρό.
Αν όντως ο Θεμιστοκλής θεωρούσε ότι μια τέτοια υπερπόντια εκστρατεία θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με μια νίκη στην ξηρά, δεν θα δίσταζε να το εφαρμόσει. Ταιριάζει, άλλωστε, η σύλληψη ενός τέτοιου σχεδίου με τη διορατικότητα του μεγάλου Αθηναίου στρατηγού και πολιτικού. Η ματαίωσή του, επίσης, από τους Σπαρτιάτες ταιριάζει με τη σταθερά επιφυλακτική πολιτική σύνεσης που πάντα ακολουθούσαν. Το μόνο πραγματικά σοβαρό επιχείρημα εναντίον του σχεδίου του Θεμιστοκλή είναι η δυσκολία των επιχειρήσεων το χειμώνα.
Όπως πάντως και να έχουν τα πράγματα, το Ελληνικό ναυτικό υιοθέτησε μια τακτική αναμονής έως το τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ. Έμεινε στη Δήλο προσπαθώντας να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό του εχθρού. Μόνο αργότερα, όπως θα δούμε, όταν οι Πελοποννήσιοι θα προχωρήσουν στη Βοιωτία, θα μετακινηθούν τα πλοία προς τις ακτές της Ιωνίας.
Στο μεταξύ, ο στόλος θα επιδιώξει την τιμωρία των Ελλήνων των Κυκλάδων που είχαν Μηδίσει. Η Άνδρος αμύνθηκε με επιτυχία και απέφυγε την τιμωρία. Η Κάρυστος, που παραδόθηκε, τιμωρήθηκε σκληρά με πρόστιμο. Μετά την τιμωρία των νησιών που είχαν Μηδίσει, ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε στον Ισθμό. Εκεί έγινε το μοίρασμα των λαφύρων. Οι Αιγινήτες πήραν για την ανδρεία που επέδειξαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας τα αριστεία, δηλαδή το πρώτο βραβείο και το μεγαλύτερο μέρος της πολεμικής λείας.
Αφιέρωσαν μάλιστα στον Απόλλωνα των Δελφών ένα ορειχάλκινο κατάρτι με τρία χρυσά άστρα. Το δεύτερο βραβείο ανδρείας δόθηκε στους Αθηναίους. Όλοι μαζί οι Έλληνες αφιέρωσαν στους Δελφούς ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους 12 πήχεων, που κρατούσε στο χέρι του ένα έμβολο πλοίου. Αφιέρωσαν επίσης τρεις Φοινικικές τριήρεις που είχαν αιχμαλωτίσει, τη μία στον ισθμό, τη δεύτερη στο Σούνιο και την τρίτη στη Σαλαμίνα.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίηση σε μεγάλο βαθμό των επιχειρήσεων στην ξηρά από τις πολεμικές ενέργειες στη θάλασσα. Το Περσικό ναυτικό παύει να έχει την οποιαδήποτε συμμετοχή στις επιχειρήσεις της κυρίως Ελλάδας. Δεν προσφέρει πλέον υποστήριξη στον Μαρδόνιο και τις χερσαίες δυνάμεις του που διαχειμάζουν στη Θεσσαλία και δεν χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό του στρατού.
Άλλωστε, μετά την αποχώρηση των φοινικικών πλοίων ο αριθμός του έχει περιοριστεί σε 300 πλοία, και των Ιωνικών συμπεριλαμβανομένων. Ο Περσικός στόλος, αφού διαχείμασε στην Κύμη, την άνοιξη του 479 π.Χ. αγκυροβόλησε στη Σάμο με σκοπό να έχει υπό επιτήρηση την προβληματική Ιωνία, η οποία μετά τις Ελληνικές επιτυχίες είναι δυνητικά ύποπτη για μια νέα εξέγερση. Η συνέχεια του πολέμου και η τελική έκβασή του λοιπόν έμελλαν να κριθούν στην ξηρά.
Ο Μαρδόνιος, γαμπρός και ξάδελφος του μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη, ο καλύτερος στρατηγός των Περσών και ο πιο ένθερμος εισηγητής της επίθεσης στην Ελλάδα, είχε παραμείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία. αυτός θα επιχειρήσει να υποτάξει τους Έλληνες τόσο με τη διπλωματία όσο και με τα όπλα.
Πράγματι, πριν προβεί σε στρατιωτική δράση, ο Μαρδόνιος προσπάθησε να διχάσει τους Έλληνες. Έστειλε, λοιπόν, στους Αθηναίους το σύμμαχο και υποτελή των Περσών Αλέξανδρο Α’, βασιλιά της Μακεδονίας, για να μεταφέρει δελεαστικές προτάσεις προκειμένου αυτοί να συνθηκολογήσουν. Παρά τις ανησυχίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση, ως άξιοι νικητές στη Σαλαμίνα.
Την ίδια περίοδο, γίνονται αλλαγές στην Ελληνική στρατιωτική ηγεσία. Μετά το θάνατο του Κλεόμβροτου, ο οποίος είχε αναλάβει μετά το θάνατο του αδελφού του βασιλιά Λεωνίδα την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του Πλείσταρχου, αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο γιος του Κλεόμβροτου Παυσανίας. Τον Ευρυβιάδη στην ηγεσία του στόλου διαδέχεται ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδης. Οι Αθηναίοι πάλι επιλέγουν ως επικεφαλής του στόλου τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, και τον Αριστείδη ως επικεφαλής του στρατού.
Προς την Αποφασιστική Σύγκρουση
Μετά τη διπλωματική αποτυχία του, ο Μαρδόνιος αποφάσισε πλέον την απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση. Από τις βάσεις του στη Θεσσαλία προωθεί τη δυνάμεις του στη φιλικά διακείμενη προς αυτόν, παρά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, Βοιωτία στο τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ.
Εκεί συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του ανεφοδιασμού και της στρατοπέδευσης πιθανώς οργανώνοντας μια γραμμή υποχώρησης, ενώ οι προφυλακές του καταλαμβάνουν την Αττική χωρίς μάχη. Για δεύτερη φορά η επικράτεια των Αθηναίων βρίσκεται υπό Περσική κατοχή. Η ενέργεια αυτή του Μαρδόνιου απέβλεπε πιθανόν σε δύο σκοπούς.
Αφενός να πιέσει τους Αθηναίους να δεχτούν τις διπλωματικές του προτάσεις και αφετέρου, σε περίπτωση Αθηναϊκής άρνησης, να εξαναγκάσει το στρατό των Πελοποννησίων να εκστρατεύσει στην Κεντρική Ελλάδα και να παραχωρήσει έτσι μάχη έξω από τον οχυρωμένο Ισθμό.
Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να υπερασπίσουν αποτελεσματικά τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα ή να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως. Αναγκάστηκαν επομένως για δεύτερη φορά να εκκενώσουν την πόλη τους και να καταφύγουν και πάλι στη Σαλαμίνα. Η επιχείρηση, πιθανότατα, ήταν σχετικά εύκολη, γιατί λίγοι σε αριθμό Αθηναίοι θα είχαν προλάβει να επιστρέψουν στην αττική μετά την αποχώρηση του Ξέρξη.
Η πόλη ήταν καταστραμμένη και η πλειοψηφία των κατοίκων δεν θα είχε καταλύματα. Άλλωστε, πάντα υπήρχε η προοπτική της Περσικής εισβολής μέσω Βοιωτίας, κάτι που δημιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας. Τα γυναικόπαιδα θα είχαν μείνει ακόμη στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και την Ελευσίνα. Στην ουσία, εφόσον ο Πελοποννησιακός στρατός έμενε πίσω από τον Ισθμό, η Αττική κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 479 π.Χ. παρέμενε ένα είδος νεκρής ζώνης ανάμεσα στους Πέρσες και στους Έλληνες. Ο Μαρδόνιος κατέλαβε την έρημη Αθήνα στις αρχές Ιουνίου.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη κατάληψη της Αθήνας είχαν μεσολαβήσει δέκα μήνες. Δεν επέτρεψε όμως αυτή τη φορά ο Πέρσης στρατηγός στους στρατιώτες του να προβούν στην καταστροφή των ελάχιστων κτισμάτων που στέκονταν ακόμα, αλλά επανέλαβε τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Ο Έλληνας από τον Ελλήσποντο Μουριχίδης εμφανίστηκε ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου μπροστά στην Αθηναϊκή Βουλή που βρισκόταν στη Σαλαμίνα.
Η Βουλή όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά να παρουσιάσει τις Περσικές προτάσεις στην Εκκλησία του Δήμου. Όπως μάλιστα μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ένας από τους βουλευτές, ο Λυκίδης, εξέφρασε αντίθετη γνώμη με αποτέλεσμα να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Εν όψει της κρισιμότητας της κατάστασης, οι Αθηναίοι ήταν εύλογο να επιθυμούν άμεση πολεμική δράση. Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, συνέχιζαν να είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη, η Σπάρτη αντιλαμβανόταν ότι χωρίς την Αθήνα η πανελλήνια συμμαχία ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Πέρσες στη θάλασσα. Επίσης, και η Αθήνα αντιλαμβανόταν ότι χωρίς τη Σπάρτη ήταν το ίδιο ανίσχυρη στην ξηρά.
Οι σύμμαχοι εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα πιεστικοί. Απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές έφτασαν στη Σπάρτη απαιτώντας άμεση εκστρατεία για την απελευθέρωση της αττικής. Διαφορετικά θα αποδέχονταν τις περσικές προτάσεις. οι Σπαρτιάτες, με πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για δέκα μέρες. ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια αίσθηση ότι με την οχύρωση του Ισθμού η Πελοπόννησος ήταν ασφαλής και δεν χρειαζόταν τους Αθηναίους.
Ωστόσο, τους επανέφερε στην πραγματικότητα ο Χίλεος από την Τεγέα, τονίζοντάς τους ακριβώς τους κινδύνους που θα διέτρεχαν η Σπάρτη και η Πελοπόννησος αν η Αθήνα δεχόταν τις Περσικές προτάσεις. ο κύβος είχε ριφθεί. ο αρχιστράτηγος Παυσανίας έλαβε εντολή να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.
Τη δέκατη μέρα, όταν οι πρεσβευτές των πόλεων της Κεντρικής Ελλάδας επανήλθαν δριμύτεροι επαναλαμβάνοντας τις επικρίσεις και τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες της Σπαρτιατικής αδράνειας, άκουσαν έκπληκτοι από τους αρμόδιους αξιωματούχους, τους εφόρους, ότι τα στρατεύματα της Σπάρτης πρέπει ήδη να είχαν φτάσει στο Ορέστειο της Αρκαδίας, έτοιμα να προωθηθούν στη Στερεά Ελλάδα.
Η συγκεκριμένη στρατιωτική ενέργεια διέλυσε ασφαλώς κάθε φόβο των Αθηναίων ότι οι Πελοποννήσιοι τους είχαν εγκαταλείψει και απομάκρυνε οριστικά έστω και το ελάχιστο ενδεχόμενο οι Πέρσες να προσεταιριστούν την Αθήνα. Ο Μαρδόνιος, όταν πληροφορήθηκε τη μετακίνηση του Ελληνικού στρατού, συμπτύχθηκε από την Αττική στη Θήβα. Πριν υποχωρήσει όμως, συμπλήρωσε την καταστροφή της Αθήνας πυρπολώντας, γκρεμίζοντας και σκεπάζοντας με χώμα ό,τι είχε απομείνει όρθιο.
Έπειτα έστειλε το ιππικό του με ένα τμήμα του πεζικού του να επιτεθεί εναντίον των 1.000 Σπαρτιατών που βρίσκονταν στα μέγαρα ως προφυλακή του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Η επιχείρηση αυτή εγκαταλείφθηκε όταν έγινε γνωστό ότι ολόκληρος ο στρατός της Σπάρτης ήταν ήδη συγκεντρωμένος στον Ισθμό. πιθανώς η συγκεκριμένη ενέργεια να είχε σκοπό την αναγνώριση των θέσεων των Ελλήνων ή να ήταν κάλυψη της Περσικής υποχώρησης προς τη Βοιωτία. Ο λόγος που οι Πέρσες εγκατέλειψαν την αττική είναι ότι το έδαφός της δεν ήταν κατάλληλο για την εκμετάλλευση του όπλου στο οποίο υπερείχαν, δηλαδή το ιππικό.
Επιπλέον, σε περίπτωση ήττας, ο στρατός τους κινδύνευε να αποκοπεί. αντίθετα, η Θήβα ήταν φιλική προς αυτούς και η βοιωτική πεδιάδα ήταν κατάλληλη για την ανάπτυξη του ιππικού. Ο Μαρδόνιος για την υποχώρησή του από την Αττική επέλεξε την ανατολικότερη από τις τρεις διαδρομές, εκείνη που περνάει από τη Δεκέλεια (το σημερινό Τατόι), διασχίζει μια διάβαση της Πάρνηθας και κατευθύνεται προς την Τανάγρα. Αλλά ο πιο κατάλληλος δρόμος για την υποχώρηση ήταν αυτός του Κιθαιρώνος μέσω της διάβασης των Δρυός Κεφαλών (πιθανώς το σημερινό πέρασμα του Γυφτόκαστρου).
Η επιλογή του δρομολογίου Δεκέλειας –Τανάγρας από τον Μαρδόνιο έχει ίσως να κάνει με λόγους ασφάλειας. Υπήρχε η πιθανότητα ο στρατός του να αιφνιδιαστεί από τις Ελληνικές δυνάμεις που σχεδόν ταυτόχρονα προωθούνταν προς τη Βοιωτία. Μια άλλη πιθανότητα είναι να άφησε επίτηδες ο Μαρδόνιος ελεύθερη τη διάβαση του Κιθαιρώνα γιατί ακριβώς σκόπευε να επιτρέψει στον Ελληνικό στρατό να περάσει από εκεί στην πεδιάδα του Ασωπού.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Μαρδόνιος δεν επιχείρησε να υπερασπιστεί τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα. Θα μπορούσε να περιμένει από την άλλη πλευρά του βουνού, τη βόρεια, για να επιτεθεί εναντίον του Ελληνικού στρατού όταν έβγαινε από τις διαβάσεις. Σκοπός του όμως δεν ήταν να εμποδίσει τον επερχόμενο Ελληνικό στρατό να κατέλθει στη Βοιωτική πεδιάδα.
Αντίθετα, επεδίωκε να τους προσελκύσει εκεί, προκειμένου να προκαλέσει μια όσο το δυνατόν πιο αποφασιστική νίκη εκμεταλλευόμενος το ιππικό του. Σε αυτή τη φάση της εκστρατείας ο Μαρδόνιος πέτυχε να παρασύρει τους Έλληνες στο πεδίο όπου αυτός είχε διαλέξει. Τελικά, όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο Ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός δεν θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί πλήρως αυτό το αρχικό στρατηγικό πλεονέκτημα που δημιούργησε.
Την ίδια στιγμή, ο Πελοποννησιακός στρατός του Παυσανία περνούσε από τη Μεγαρίδα, όπου ενισχύθηκε με 3.000 Μεγαρείς οπλίτες και φτάνοντας στην Ελευσίνα ενώθηκε με τον Αθηναϊκό στρατό, που είχε διαπεραιωθεί από τη Σαλαμίνα. Τους 8.000 Αθηναίους οπλίτες συνόδευαν και 600 οπλίτες από τις Πλαταιές. Το Ελληνικό στράτευμα δεν διέθετε ιππικό, κάτι που αποτελούσε ένα μειονέκτημα γι’ αυτόν σε σχέση με τις δυνάμεις του Μαρδόνιου. Οι Έλληνες έφτασαν στη Βοιωτία λίγο μετά τον περσικό στρατό. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ακριβές δρομολόγιό τους.
Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι κατέληξαν στις Ερυθρές. Η θέση της συγκεκριμένης πόλης δεν είναι γνωστή με ακρίβεια. Πιθανώς βρισκόταν στη βόρεια έξοδο του Γυφτόκαστρου κοντά στο σημερινό Κριεκούκι. από το στενό του Γυφτόκαστρου (Δρύος Κεφαλαί) πιθανώς πέρασε ο Παυσανίας στη Βοιωτία, αναπτύσσοντας το στρατό του κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, απέναντι από τις θέσεις των Περσών. Δεν προχώρησε όμως στην πεδιάδα, αντιλαμβανόμενος το πλεονέκτημα που θα έδινε στον αντίπαλο να χρησιμοποιήσει το ιππικό του.
Οι Αρχικές Θέσεις των Αντιπάλων και οι Πρώτες Συμπλοκές
Ο Ασωπός ποταμός διασχίζει τη Βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σχεδόν παράλληλα με τον Κιθαιρώνα. Τη χωρίζει σε δύο τμήματα, το νότιο που περιλαμβάνει τη ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται από λόφους και χαράδρες, κάτι που την καθιστά ακατάλληλη για την αποτελεσματική ανάπτυξη ιππικού, και το βόρειο, το οποίο εκτείνεται μέχρι τη Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, στην οποία το ιππικό είναι σε θέση να δράσει αποτελεσματικά.
Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδόνιου, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ήταν να δοθεί η μάχη σε αυτή την πεδιάδα. Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν τις αρχικές θέσεις τους, ο Περσικός στρατός βρισκόταν βόρεια του Ασωπού. Το σύνολο των ελιγμών ασφαλώς θα είχε τον αντίθετο από τους Πέρσες αντικειμενικό σκοπό. Να αναγκάσει, δηλαδή, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στο χώρο νότια του Ασωπού και ιδιαίτερα στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, έδαφος ακατάλληλο δηλαδή για το Περσικό ιππικό. Και, όπως έδειξε η εξέλιξη της μάχης, ο Παυσανίας πέτυχε αυτό τον αντικειμενικό σκοπό, κερδίζοντας επάξια την κατοπινή του φήμη ως ικανού στρατηγού.
Όταν οι Έλληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει τις θέσεις τους. Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή που εκτεινόταν βόρεια από τις Ερυθρές και τις Πλαταιές. Το κύριο σώμα του στρατού του ήταν στρατοπεδευμένο στη βόρεια όχθη του Ασωπού, σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες κατείχαν την αριστερή πτέρυγα, οι Έλληνες που είχαν Μηδίσει τη δεξιά, ενώ στο κέντρο βρίσκονταν τα υπόλοιπα Ασιατικά έθνη.
Πίσω από αυτό το μέτωπο ο Μαρδόνιος κατασκεύασε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων (2 χιλιόμετρα περίπου), πιθανόν σε σχήμα τετραγώνου, με ξύλινα τείχη και πύργους. το στρατόπεδο βρισκόταν στον Σκώλο, τοποθεσία που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια, αλλά σίγουρα ανήκε στην εδαφική επικράτεια της Θήβας. Ένα πιθανό κίνητρο για την κατασκευή του στρατοπέδου ήταν για καταφύγει εκεί ο Περσικός στρατός σε περίπτωση ήττας, κάτι που όντως έγινε μετά το τέλος της μάχης.
Όμως, όπως και ο ίδιος ο Μαρδόνιος θα γνώριζε, ελάχιστη ασφάλεια θα παρείχε ένα τέτοιο στρατόπεδο, εφόσον σε περίπτωση πολιορκίας θα έπρεπε να παραδοθεί λόγω έλλειψης τροφίμων και νερού. Φαίνεται μάλλον ότι προορισμός του ήταν να χρησιμεύσει ως προστατευτικό οχύρωμα, από το οποίο οι τοξότες του περσικού στρατού θα έριχναν τα βέλη τους στην πεδιάδα χωρίς να κινδυνεύουν από την επίθεση των Ελλήνων οπλιτών.
Αφού έκανε αυτές τις ρυθμίσεις ο Μαρδόνιος, άφησε για λίγο ανενόχλητους τους Έλληνες, με την ελπίδα ίσως ότι θα περνούσαν τον Ασωπό για του επιτεθούν στην ανοιχτή πεδιάδα, που του πρόσφερε το πλεονέκτημα χάρη στο ιππικό του. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, καταλαμβάνοντας τις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνος.
Στη δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι Σπαρτιάτες, στο κέντρο, το οποίο βρισκόταν στις Ερυθρές, οι υπόλοιποι Έλληνες, ενώ στην αριστερή πτέρυγα, η οποία βρισκόταν στις Υσιές, τοποθετήθηκαν οι Αθηναίοι. μπροστά στο Ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με λοφίσκους και χαράδρες μέχρι τον Κιθαιρώνα. πίσω από τις θέσεις του Ελληνικού στρατού βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από το οποίο και ανεφοδιαζόταν.
Επειδή οι Έλληνες δεν κινήθηκαν προς την πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου. Το Περσικό ιππικό δεν εφάρμοσε τη συνηθισμένη του τακτική παρενόχλησης, αλλά εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον εναντίον των Ελλήνων οπλιτών. Παραμένει άγνωστο σε τι αποσκοπούσε ο Μαρδόνιος με την επίθεση αυτή. Όπως μας την περιγράφει ο Ηρόδοτος, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αψιμαχία ακροβολισμού ή ανίχνευσης.
Αυτό είναι και ένα γενικότερο πρόβλημα για την ακριβή αποτύπωση της μάχης. μοναδική ουσιαστικά πηγή μας για τις ακριβείς λεπτομέρειες της μάχης των Πλαταιών είναι ακριβώς ο Ηρόδοτος, ο οποίος δεν είναι πάντοτε σαφής, παρουσιάζει κενά και σε ορισμένα σημεία εμφανίζεται κατάφωρα μεροληπτικός. οι άλλες πηγές, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος και ο Έφορος, είναι κατά πολύ μεταγενέστερες, έχουν εμφανή εξάρτηση από τον Ηρόδοτο και όταν μας δίνουν μια πληροφορία που φαίνεται ενδιαφέρουσα δεν είναι γνωστή η πηγή τους,
Οπότε αυτόματα γίνεται αμφίβολη και η αξιοπιστία της πληροφορίας αυτής. επομένως, μια κοινώς αποδεκτή αποκατάσταση των λεπτομερειών της μάχης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πιθανώς, λοιπόν, να ήταν η πρώτη αυτή επίθεση του ιππικού μια απόπειρα εξακρίβωσης των δυνατοτήτων του εναντίον της οπλιτικής φάλαγγας στο συγκεκριμένο έδαφος. Ίσως πάλι ο Μαρδόνιος σκόπευε να παρασύρει τους Έλληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο για τον Περσικό στρατό. Στο Ελληνικό κέντρο οι Μεγαρείς ήταν τοποθετημένοι σε έδαφος ακατάλληλο για άμυνα. για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις από τον Παυσανία. ο αρχιστράτηγος κάλεσε εθελοντές από τους άλλους Έλληνες,
Αλλά παρουσιάστηκαν μόνο τριακόσιοι επίλεκτοι Αθηναίοι, οπλίτες και τοξότες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι αθηναίοι πέτυχαν να φονεύσουν τον αρχηγό του Περσικού ιππικού Μασίστιο. Η συμπλοκή, πάντως γενικεύτηκε, και μόνο όταν ενεπλάκη το κύριο σώμα του Ελληνικού στρατεύματος αποσύρθηκαν οι πέρσες ιππείς. Η συμπλοκή θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί Ελληνική νίκη. Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, μόνο οι Αθηναίοι τόλμησαν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς εθελοντικά στη συμπλοκή, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες αρνήθηκαν.
Όμως ήταν φυσικό να σπεύσουν οι Αθηναίοι, αφού ήταν πιο κοντά στους Μεγαρείς και διέθεταν τοξότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η μάχη κρίθηκε από την υπεροχή των οπλιτών σε ορεινό έδαφος. Ο Μαρδόνιος αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με ιππικό στο σημείο αυτό, οπότε το απέσυρε βόρεια του Ασωπού και άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Παυσανία, ευελπιστώντας ότι οι Έλληνες θα προήλαυναν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.
Η Πρώτη Μετακίνηση της Ελληνικής Γραμμής και η Περσική Αντίδραση
Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές. Και πάλι υπάρχει μια σειρά πιθανών λόγων που τον οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια. Ασφαλώς η πρώτη επιτυχία εναντίον του Περσικού ιππικού ήταν ενθαρρυντική και τον έκανε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το ενδεχόμενο μάχης σε πεδινό έδαφος. παράλληλα, αν μετακινείτο σε λιγότερο ορεινό έδαφος, θα παρέσυρε τους Πέρσες σε μάχη. τέλος, υπάρχει η πιθανότητα η έλλειψη νερού να τον ανάγκασε να μετακινηθεί σε άλλη θέση.
Ο Ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, μετά στις Υσιές, και τέλος στρατοπέδευσε κατά έθνη στην πηγή Γαργαφία και στο ιερό του ήρωα Ανδροκράτη που απείχαν έξι στάδια (περίπου ένα χιλιόμετρο) από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς λόφους.
Οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στη Γαργαφία, σε ένα λόφο απρόσβλητο από το ιππικό, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος πάλι σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το Ελληνικό κέντρο έμεινε τελείως απροφύλακτο στην πεδιάδα ανάμεσα στους δύο λόφους. Το Ελληνικό μέτωπο λοιπόν σχηματίστηκε ως εξής:
Από τα δεξιά προς τα αριστερά, Σπαρτιάτες, Τεγεάτες, Κορίνθιοι, Ποτειδεάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, Φλειάσιοι Ερμιονείς, Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλληνία, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι, σύνολο 110.000 άντρες.
Η πλάγια κίνηση, που πιθανότατα πραγματοποιήθηκε τη νύχτα, για την κατάληψη των νέων θέσεων είναι σύμφωνα με τη σημερινή στρατηγική αντίληψη αρκετά ανορθόδοξη. επιπλέον, άφηνε ένα κενό μπροστά από την Περσική παράταξη, με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών, ο δρόμος δηλαδή απ΄ όπου περνούσε ο ανεφοδιασμός του Ελληνικού στρατού.
Η νέα θέση είχε, επίσης, το μειονέκτημα ότι το Ελληνικό κέντρο έμενε εκτεθειμένο. Ίσως με τον τρόπο αυτό ο Παυσανίας απέβλεπε στο να προκαλέσει Περσική επίθεση στο σημείο εκείνο ώστε τα δύο άκρα της Ελληνικής παράταξης, Λακεδαιμόνιοι δηλαδή και Αθηναίοι, να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα. Το γεγονός, πάντως, ότι ο Παυσανίας αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει και πάλι θέση, όπως θα δούμε πιο κάτω, αποδεικνύει την αστοχία της μετακίνησης αυτής. Οι Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την Ελληνική μετατόπιση, μετακινήθηκαν με τη σειρά τους προς τα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς τους Έλληνες.
Ο Μαρδόνιος παρέταξε με τον εξής τρόπο το στρατό του: από τα αριστερά προς τα δεξιά, τους Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες• τους Μήδους απέναντι από τους Κορινθίους, τους Ποτειδεάτες, τους Ορχομένιους και τους Σικυώνιους• τους Βακτρίους απέναντι στους Επιδαυρίους, Τροιζηνίους, Λεπρεάτες, Τιρυνθίους, Μυκηναίους και Φλειασίους• τους ινδούς απέναντι στους ερμιονείς, ερετριείς, Στυρείς και Χαλκιδείς• τους Σάκες απέναντι στους Αμπρακιώτες, Ανακτορίους, Λευκαδίους, Παλείς και Αιγινήτες• τους Μηδίσαντες Έλληνες, Βοιωτούς, Λοκρούς, Μαλιείς, Θεσσαλούς και Μακεδόνες απέναντι στους μεγαρείς, στους πλαταιείς και τους Αθηναίους.
Επίσης, υπήρχαν στην Περσική παράταξη μαζί με τους παραπάνω και πολεμιστές και από άλλα έθνη, Φρύγες, Μυσοί, Θράκες, Παίονες, Αιθίοπες και Αιγύπτιοι Μαχαιροφόροι.
Οι δύο στρατοί έμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους για οκτώ μέρες. Κι αυτό γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός από την πλευρά των Ελλήνων και ο Ηγησίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών, δήλωσαν στα δύο στρατεύματα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά τη διάβαση του ποταμού. πίσω από την πρόφαση αυτή, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Μαρδόνιος έκριναν ότι οι νέες θέσεις ήταν κατάλληλες για άμυνα και όχι για επίθεση.
Ο Ηρόδοτος, πάντως, παρουσιάζει την αναβολή αυτή αντίθετη με τις επιθυμίες του Μαρδόνιου. την όγδοη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα, από την οποία οι Έλληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα. πράγματι, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, το Περσικό ιππικό κατέλαβε τη διάβαση, πιθανότατα αυτή των Δρυός Κεφαλών.
Στην επιτυχημένη αυτή επιχείρηση οι πέρσες ιππείς κύκλωσαν και εξόντωσαν μια Ελληνική εφοδιοπομπή αποτελούμενη από 500 ζώα. Τις επόμενες δύο μέρες το ιππικό του Μαρδόνιου διενεργούσε συνεχείς επιθέσεις εναντίον των Ελληνικών θέσεων. εμπόδιζε με τον τρόπο αυτόν τους Έλληνες να προμηθεύονται νερό από τον Ασωπό.
Την ενδέκατη μέρα συγκλήθηκε στο στρατόπεδο των Περσών πολεμικό συμβούλιο. Σε αυτό αντέταξαν τα επιχειρήματά τους ο Μαρδόνιος και ο Αρτάβαζος, παρουσιάζοντας δύο διαφορετικές στρατηγικές αντιλήψεις, όπως πάντοτε συμβαίνει στα συμβούλια αυτού του είδους, τα οποία μας περιγράφει ο Ηρόδοτος. Ο Αρτάβαζος πρότεινε την υποχώρηση του Περσικού στρατού στη Θήβα, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα εφόδια και όπου θα μπορούσαν οι Πέρσες να αμυνθούν πιο εύκολα.
Η παράταση της εμπόλεμης κατάστασης θα έδινε χρόνο για να μπορέσουν με επιτυχία να εξαγοράσουν τους ιθύνοντες σε κάποιες Ελληνικές πόλεις. αντίθετα, ο Μαρδόνιος υποστήριξε την άμεση επίθεση, πιστεύοντας στην υπεροχή του στρατού του. οπωσδήποτε, ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Έλληνες να δοθεί η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων.
Άλλος λόγος που τον ωθούσε πιθανώς στο να πολεμήσει ήταν ότι, αν και δεν εξαρτούσε άμεσα τον ανεφοδιασμό του από τον περσικό στόλο, αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις που θα είχε για το περσικό εκστρατευτικό σώμα μια ενδεχόμενη Ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και ακολούθως μια επανάσταση των εκεί Ελληνικών πόλεων. Ο κίνδυνος αποκοπής των Περσών από τις βάσεις τους ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο, το οποίο θα έπρεπε να αποκλειστεί με μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη.
Ασφαλώς ο Μαρδόνιος περίμενε για ένα διάστημα δώδεκα ημερών (ίσως και περισσότερο σύμφωνα με την ιστορική έρευνα) με την ελπίδα ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βόρεια του Ασωπού, όπου το ιππικό των Περσών θα εξασφάλιζε την υπεροχή. Ένα ακόμα ενδεχόμενο είναι η αναβολή της επίθεσης, επειδή ο Μαρδόνιος περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερσική συνωμοσία στις τάξεις του Αθηναϊκού στρατού.
Η Δεύτερη Μετακίνηση της Ελληνικής Γραμμής
Τη δωδέκατη μέρα το Περσικό ιππικό επιχείρησε γενική έφοδο στις Ελληνικές γραμμές. Ήδη από την ένατη μέρα σφυροκοπούσε τους Έλληνες σε διάφορα σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική και κατέληξε σε επιτυχία των Περσών. Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν μέχρι την Κρήνη Γαργαφία, η οποία βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών.
Από αυτή έπαιρνε νερό το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων, καθώς το Περσικό ιππικό τούς εμπόδιζε να παίρνουν νερό από τον Ασωπό. Με το διαδοχικό αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και τη Γαργαφία και την καταστροφή της εφοδιοπομπής στις Δρυός Κεφαλές, οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς νερό και τρόφιμα. Είχαν,λοιπόν, δύο επιλογές: να επιτεθούν άμεσα, κάτι που θα σήμαινε την επιτυχία των σχεδίων του Μαρδόνιου, καθώς η πεδιάδα προσφερόταν για την αποτελεσματική δράση του Περσικού ιππικού, ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες και κοντά σε πηγές νερού.
Παράλληλα, θα έπρεπε να επιχειρήσουν την ανάκτηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα προκειμένου να διασφαλίσουν εκ νέου τον ανεφοδιασμό τους. Σε ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε στο Ελληνικό στρατόπεδο αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας, αποφασίστηκε η υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύχτα, με την προϋπόθεση ότι οι Πέρσες δεν συνέχιζαν τη γενική επίθεση του ιππικού τους και δεν προχωρούσαν έως το βράδυ σε επίθεση με πεζικό.
Η θέση στην οποία οι Έλληνες επέλεξαν να υποχωρήσουν ονομαζόταν Ωρερόη ή νήσος, γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο διακλαδώσεις του Ασωπού. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, απείχε 10 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) από τον Ασωπό και τη Γαργαφία. Η τοποθεσία έχει σήμερα ταυτιστεί με πολύ μεγάλη πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα μπορούσε να στρατοπεδεύσει ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός. Δεν αποκλείεται όμως να βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια ασάφεια του Ηρόδοτου.
Το σχέδιο προέβλεπε πιθανόν μια επέκταση του μετώπου έξω από τη νήσο, η οποία, όπως ο ίδιος Ηρόδοτος μας πληροφορεί, θα χρησίμευε ως αφετηρία για την επιχείρηση ανάκτησης του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνα. Πάντως, δεν έχει κάποια πρακτική σημασία το ποιο ήταν το αρχικό σχέδιο, καθώς αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατιωτικός ελιγμός που είχε συλλάβει ο Παυσανίας ήταν περίπλοκος και το σκοτάδι δεν βοηθούσε την κατάσταση.
Παρά τις ασάφειες του Ηροδότου, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η αναδίπλωση εκτελέστηκε με έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού από τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα. Λόγω παρεξηγήσεων, κακής συνεννόησης και ίσως αμοιβαίας καχυποψίας, τα τμήματα του στρατού κινήθηκαν τελείως αυτόνομα, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου.
Αποτέλεσμα της σύγχυσης ήταν το κάθε τμήμα να καταλάβει μια νέα θέση που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει ο Παυσανίας, λόγω έλλειψης συντονισμού. Έτσι το Ελληνικό μέτωπο έχασε τη συνοχή του. τα στρατεύματα του κέντρου της παράταξης, τα οποία ήταν και τα περισσότερο καταπονημένα από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού κατά τις προηγούμενες μέρες, αντί να καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις στη νήσο, βρέθηκαν κινούμενα στο σκοτάδι στα τείχη της πόλης των Πλαταιών, κοντά στο ναό της Ήρας, όπου και εγκαταστάθηκαν. προβληματική, όπως μας την παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, φαίνεται η υποχώρηση των Αθηναίων.
Αυτοί άρχισαν να υποχωρούν μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι και οι Σπαρτιάτες είχαν αφήσει τις θέσεις τους, Καθώς δυσπιστούσαν απέναντί τους. οι Σπαρτιάτες, όμως, κινήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, για λόγους που θα εξετάσουμε παρακάτω, με αποτέλεσμα να κινηθούν οι Αθηναίοι με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση, μην προλαβαίνοντας να καταλάβουν την προκαθορισμένη θέση τους στη νήσο.
Ο Ηρόδοτος μας παραθέτει την εξής ιστορία για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση των Σπαρτιατών: Ένας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με το τμήμα του, γιατί θεώρησε μια τέτοια υποχώρηση αντίθετη με τη Σπαρτιατική τιμή. Ο Παυσανίας και ο υπαρχηγός του Ευρυάναξ δεν κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει. τελικά, αποφάσισαν να τον αφήσουν πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος του θα ακολουθούσε, κάτι που πράγματι έγινε.
Αλλά καθυστέρησαν πολλές ώρες. μια τέτοια ανυπακοή, όμως, είναι αδιανόητη για ένα Σπαρτιάτη βαθμοφόρο, ειδικά έπειτα από ευθεία εντολή του αρμόδιου αρχιστράτηγου και μάλιστα σε τόσο κρίσιμες για τη Σπάρτη ώρες. Εκτός αυτού, αν όντως πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η υποχώρηση ήταν αδιανόητη, δεν θα υποχωρούσε, αλλά, όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, θα παρέμενε στη θέση του για να πεθάνει πολεμώντας. Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει μια εναλλακτική (οπωσδήποτε πιθανή, αλλά όχι σίγουρη) εξήγηση αυτού του περιστατικού.
Δεν αποκλείεται η καθυστέρηση των Σπαρτιατών και των Αθηναίων να οφείλεται σε άλλη αιτία. Πιθανώς λόγω της μη συντονισμένης υποχώρησης των Ελληνικών τμημάτων, το Ελληνικό κέντρο δεν κατέλαβε τις προβλεπόμενες θέσεις. Όταν διαπιστώθηκε αυτό, έγινε διαβούλευση ανάμεσα σε Σπαρτιάτες και Αθηναίους για νέες αποφάσεις.
Αποφασίστηκε τότε να παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, μη λαμβάνοντας υπόψη τα στρατεύματα που προηγουμένως αποτελούσαν το κέντρο της παράταξης, ώστε να υπάρξει μια παράταξη με καλύτερη συνοχή. Αν ισχύει η πιθανότητα αυτή, η κατοπινή Περσική επίθεση εκδηλώθηκε πριν από τη συνένωση Σπαρτιατών και Αθηναίων. υπάρχει πάντως μια εξήγηση που φαίνεται πολύ περισσότερο πιθανή.
Η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά η βραδύτητά της ήταν προσχεδιασμένη. γι’ αυτό και ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε συμπληρώσει τη σύμπτυξή του τις πρώτες πρωινές ώρες. Σκοπός του σχεδίου ήταν να επανέλθουν σε ορεινές θέσεις οι Σπαρτιάτες για να εξουδετερώσουν το επικίνδυνο Περσικό ιππικό, παρασύροντάς το ταυτόχρονα σε επίθεση με δέλεαρ το σώμα του Αμομφάρετου που λειτουργούσε ως προκάλυψη του υποχωρούντος στρατεύματος.
Αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία, η επιτυχία του σχεδίου ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση, το Σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε και πάλι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ελαφρά τμήματα ανέκτησαν τον έλεγχο των δρόμων ανεφοδιασμού, πετυχαίνοντας έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς του Ελληνικού σχεδίου. Αλλά το Ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είχε φτάσει η ώρα που θα κρινόταν η τύχη της Ελλάδας. Η μάχη των Πλαταιών επρόκειτο να ξεκινήσει.
Η Μάχη των Πλαταιών και η Τελική Συντριβή των Περσών (479 π.X.)
Η μάχη των Πλαταιών έλαβε χώρα στις 4 Βοηδρομιώνος (27 Αυγούστου) του 479 π.Χ. δεκατρείς μέρες μετά την πρώτη μετακίνηση του Ελληνικού μετώπου. Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς διέσχισαν τον Ασωπό για επαναλάβουν τις επιθέσεις εναντίον της Ελληνικής γραμμής. Διαπίστωσαν όμως ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. μόνο ο λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. μαθαίνοντας ο Μαρδόνιος την υποχώρηση, έσπευσε να δώσει το σήμα της γενικής επίθεσης.
Εκ πρώτης όψεως, η απόφασή του φαίνεται σωστή. Η Ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμα, οπότε θα ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να σχηματίσουν είτε αμυντικές είτε επιθετικές γραμμές. Οι Αθηναίοι καλυμμένοι από τα υψώματα της ράχης του Ασωπού υποχωρούσαν προς την πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο του πύργου και στη νήσο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά στις Πλαταιές.
Το ενδεχόμενο παγίδας με σκοπό την εξουδετέρωση του ιππικού δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό του Πέρση αρχιστράτηγου. Παρασύρθηκε λοιπόν σε έδαφος μη κατάλληλο για τη δράση του όπλου, στο οποίο σαφώς πλεονεκτούσε. οι πέρσες και οι Μηδίζοντες Έλληνες επιτέθηκαν στα τρία τμήματα χωριστά.
Οι τρεις αυτές συμπλοκές, η μία αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με ένα βαθμό αλληλεξάρτησης, συνιστούν τη μάχη των Πλαταιών. Στην κύρια συμπλοκή, ανάμεσα στους Πέρσες και στους Σπαρτιάτες, κρίθηκε οριστικά η τύχη όχι μόνο της μάχης, αλλά και ολόκληρου του πολέμου. Ο λόχος του Αμομφάρετου δέχτηκε την επίθεση του Περσικού ιππικού, πιθανώς λειτουργώντας ως τμήμα προκάλυψης του κυρίως Σπαρτιατικού σώματος. Η γενική επίθεση πάντως του ιππικού κορυφώθηκε όταν ο Αμομφάρετος ενώθηκε με το κύριο σώμα.
Το τελευταίο βρισκόταν τώρα δέκα στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) μακρύτερα από την αφετηρία του, στον παραπόταμο του Ασωπού Μαλόεντα, στην τοποθεσία Αγριόπιο, όπου υπήρχε ιερό της ελευσίνιας Δήμητρας. Ο Παυσανίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πιθανώς μην έχοντας προλάβει να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του. Ζήτησε τότε βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως, ενώ κατευθύνονταν προς εκείνον, δέχτηκαν την επίθεση των Θηβαίων.
Στο σημείο αυτό ίσως βρίσκεται ένα μικρό αλλά κρίσιμο κενό στη διήγηση του Ηροδότου. Παρά την πίεση, οι Σπαρτιάτες πέτυχαν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Ο Μαρδόνιος τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Η κρισιμότητα της μάχης δεν του επέτρεπε να υποχωρήσει, οπότε αποφάσισε να εμπλέξει το πεζικό του. Όφειλε να εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη πριν παγιώσουν την οχύρωσή τους στις υπώρειες του Κιθαιρώνος και γίνουν απρόσβλητοι ακόμα και στις επιθέσεις του πεζικού. Το ιππικό του προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τους Αθηναίους πίσω από τα υψώματα της ράχης του Ασωπού, γι’ αυτό και δεν τους επιτέθηκε.
Αφού ο Μαρδόνιος μπήκε επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του πεζικού, αυτής που ήταν απέναντι από τους Σπαρτιάτες, έδωσε το σήμα της γενικής επίθεσης. Όλη η υπόλοιπη παράταξη, βλέποντας την αριστερή πτέρυγα, την οποία αποτελούσαν Πέρσες, να εφορμά εναντίον των ακόμα εν κινήσει Σπαρτιατών, θεώρησε ότι την καταδίωκαν και μέσα σε απερίγραπτη αταξία όρμησε φωνάζοντας, νομίζοντας ότι θα καταβάλει οριστικά τους Έλληνες.
Οι Πέρσες τοξότες πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μαλόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις μεγάλες από ξύλο λυγαριάς ασπίδες τους, το μόνο αμυντικό τους όπλο, και κάλυψαν τους οπλίτες με ένα σύννεφο από βέλη. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες που είχαν παραταχθεί μαζί τους υπέμειναν με καρτερία τον καταιγισμό καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους.
Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνεια της Ελληνικής παράταξης στους κακούς οιωνούς των θυσιών πριν από τη μάχη. Είναι όμως πιθανό ο Παυσανίας να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς προκειμένου να καθυστερήσει την επίθεση με σκοπό να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το πεζικό τους ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η Σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Όταν οι οιωνοί έγιναν ευνοϊκοί, δόθηκε το σήμα της εφόδου. πρώτοι οι Τεγεάτες από τα αριστερά των Σπαρτιατών όρμησαν στον εχθρό παρασύροντας και την υπόλοιπη φάλαγγα.
Τα δόρατα και οι ασπίδες των Ελλήνων γρήγορα διέσπασαν τις γραμμές των Περσών παρά τη γενναιότητα που έδειξαν οι τελευταίοι. Η σύγκρουση μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή. Ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος κατάφερε να σκοτώσει τον ίδιο τον Μαρδόνιο, ο οποίος μαχόταν εν μέσω χιλίων επίλεκτων πολεμιστών του. Αυτή ήταν και η αρχή της κατάρρευσης της Περσικής γραμμής. οι Πέρσες και οι Μήδοι άρχισαν να υποχωρούν άτακτα και το μεγαλύτερο μέρος τους, υπό την καταδίωξη των Ελλήνων, κατέφυγε στο στρατόπεδο του Σκώλου.
Ο Μαρδόνιος θεώρησε ότι θα κέρδιζε τη μάχη αν τα καλύτερα στρατεύματά του νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων. Αν, δηλαδή, οι Πέρσες νικούσαν τους Σπαρτιάτες. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο. Η μάχη χάθηκε γιατί οι Πέρσες ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Σπαρτιάτες οπλίτες. Ήταν ακριβώς η υπεροχή του οπλίτη που έκρινε τη μάχη. Δεν έλειπε το θάρρος από τους Πέρσες. Στη λυσσώδη μάχη σώμα με σώμα που ξέσπασε, έπιαναν τα δόρατα των ελλήνων και τα έσπαγαν. Μερικές φορές ανά ένας, μερικές φορές ανά δέκα ή συμπυκνωμένοι σε ομάδες περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμες, ορμούσαν άτακτα στις γραμμές των Σπαρτιατών και έβρισκαν το θάνατο.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ηρόδοτος όμως, απέναντι στους Έλληνες οπλίτες οι Πέρσες στρατιώτες ήταν γυμνήτες. Μην έχοντας προστασία και μη εξοικειωμένοι με τη μάχη σώμα με σώμα, η μοίρα τους ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη. Η οπλιτική υπεροχή και ο επιτυχημένος, όπως φαίνεται, ελιγμός του Παυσανία να αγκιστρωθεί σε ορεινό έδαφος για να εξουδετερώσει το Περσικό ιππικό έκριναν την τύχη της Ελλάδας στη μεγάλη μάχη των Πλαταιών.
Στο μεταξύ, όπως είδαμε, οι Αθηναίοι έπειτα από αίτημα του Παυσανία έσπευσαν να υποστηρίξουν τη Σπαρτιατική παράταξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, άλλαξαν πορεία και έχασαν την κάλυψη που τους προσέφεραν τα υψώματα της ράχης του Ασωπού. Τους επιτέθηκαν οι Μηδίσαντες Έλληνες. ενώ όμως οι άλλοι Μηδίσαντες έδειξαν θεληματικά δειλία, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι έτρεψαν τους Θηβαίους σε φυγή. Έχοντας 300 νεκρούς, οι Θηβαίοι άρχισαν να αποσύρονται προς την πόλη τους, όπου οι Αθηναίοι μαζί με τους Πλαταιείς τούς καταδίωξαν και νικώντας τους για δεύτερη φορά τούς έκλεισαν στα τείχη τους. το κέντρο της Ελληνικής παράταξης δεν ενεπλάκη αμέσως στη μάχη. Όταν κατάλαβε τη νίκη των Σπαρτιατών, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην καταδίωξη των υποχωρούντων εχθρικών τμημάτων.
Οι Περσικές δυνάμεις που είχε απέναντί του με επικεφαλής τον Αρτάβαζο δεν τόλμησαν να τους επιτεθούν, καθώς οι θέσεις τους ήταν ιδιαίτερα οχυρές, αλλά μετά το θάνατο του Μαρδόνιου άρχισαν να υποχωρούν γρήγορα προς τη Φωκίδα. Αφήνοντάς τους να υποχωρήσουν, το Ελληνικό κέντρο, τότε χωρισμένο σε δύο τμήματα, θέλησε να συνδράμει τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων που είχαν απέναντί τους.
Ένα τμήμα τους, όμως, αποκόπηκε και δέχτηκε επίθεση από φιλοπερσικό Βοιωτικό ιππικό, το οποίο δεν είχε μέχρι τότε εμπλακεί στη σύγκρουση. με απώλειες 600 νεκρούς, το τμήμα αυτό απωθήθηκε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Η ενέργεια αυτή του Βοιωτικού ιππικού ήταν και η μόνη αντίδραση στη γενικότερη υποχώρηση της Περσικής γραμμής. το μεγαλύτερο τμήμα των Περσών κατέφυγε στη Φωκίδα με επικεφαλής τον Αρτάβαζο.
Από εκεί, λίγο αργότερα, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία μετά από πολλές κακουχίες και απώλειες. Ένα άλλο μεγάλο τμήμα του Περσικού στρατού κατέφυγε στο στρατόπεδο του Σκώλου καταδιωκόμενο από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες. Στη σύντομη πολιορκία που ακολούθησε, οι Πέρσες αντέταξαν αρχικά επιτυχημένη αντίσταση από τα τείχη και τους πύργους. Όμως κλήθηκαν οι Αθηναίοι, που είχαν τη φήμη ειδικών στις τειχομαχίες, οι οποίοι κατάφεραν να ανέβουν στο τείχος και να γκρεμίσουν ένα τμήμα του. Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν προέβαλαν πλέον αντίσταση.
Μετά τη μεγάλη μάχη, η οριστική σωτηρία της Ελλάδας από την Περσική απειλή ήταν πλέον γεγονός. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν 91 νεκρούς, οι Αθηναίοι 52 και οι Τεγεάτες 16, ενώ ο Πλούταρχος ανεβάζει τον αριθμό των Ελληνικών απωλειών σε 1.360 άνδρες. για τις απώλειες των Περσών, ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι μόνο 43.000 άνδρες σώθηκαν από το στρατό των 300.000 ανδρών του Μαρδόνιου.
Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έθαψαν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους, σε έναν τους Σπαρτιάτες, σε άλλον τους Περιοίκους και σε έναν τρίτο τους Είλωτες· οι άλλες πόλεις έθαψαν σε έναν τάφο η καθεμία τους νεκρούς της. Δέκα ημέρες μετά τη μάχη οι Έλληνες προχώρησαν κατά της Θήβας και απαίτησαν τους αρχηγούς της μερίδας που είχε Μηδίσει, εκτελώντας έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό.
Όταν αρνήθηκαν, ο Παυσανίας πολιόρκησε την πόλη και έπειτα από είκοσι μέρες οι αρχηγοί παραδόθηκαν και θανατώθηκαν στον Ισθμό. ταυτόχρονα διέλυσαν τη Βοιωτική Συμπολιτεία, στην ηγεσία της οποίας βρισκόταν η Θήβα. Από τα λάφυρα της μάχης των Πλαταιών οι Έλληνες αφιέρωσαν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ένα χρυσό τρίποδα τοποθετημένο πάνω σε ένα χάλκινο κίονα που παρίστανε τρία φίδια που αλληλοσυμπλέκονται.
Στη βάση του κίονα λέγεται ότι ο Παυσανίας χάραξε το ακόλουθο δίστιχο: «Ο αρχηγός των Ελλήνων, όταν κατέστρεψε τον στρατό των Μήδων, ο Παυσανίας, ανέθεσε αυτό το μνημείο στον Απόλλωνα». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν συγχώρησαν ποτέ την αλαζονεία του Παυσανία και έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα λαών. Στον Δία της Ολυμπίας και τον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η Σπάρτη και ο Παυσανίας πήραν τα βραβεία της ανδρείας.
Οι Πλαταιείς επιφορτίστηκαν με τον εορτασμό των ελευθερίων κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν των νεκρών της μάχης, ενώ η πόλη τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη.
Συμπεράσματα από την Μάχη
Συμπερασματικά,φαίνεται πως ο Μαρδόνιος προσπάθησε να κερδίσει τη νίκη με τη συντριβή του εκλεκτότερου σώματος του Ελληνικού στρατού των Σπαρτιατών. Αλλά έχασε τη μάχη επειδή συνέβη το αντίθετο: το επίλεκτο σώμα του στρατού του, οι Πέρσες και οι Μήδοι, συνετρίβη από το επίλεκτο τμήμα των Ελλήνων. Η ολοκληρωτική νίκη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μεγάλη στρατηγική ικανότητα του Παυσανία.
Ο Σπαρτιάτης στρατηγός έχει κατακριθεί από νεότερους ιστορικούς ότι διέπραξε σφάλματα πριν από την τελική σύρραξη, κυρίως για την επιλογή της δεύτερης θέσης των Ελληνικών μονάδων. Όμως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Παυσανίας δεν διέθετε ιππικό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ασιάτες ιππείς και ήταν φυσικό αυτό το δισεπίλυτο πρόβλημα να τον ωθήσει σε κάποιες όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές.
Το σημαντικό είναι ότι στην φάση της κρίσιμης σύγκρουσης, κατάφερε να παγιδεύσει τον Μαρδόνιο με τους ελιγμούς του και να παρασύρει τον Περσικό στρατό σε έδαφος ευνοϊκό για το δικό του στράτευμα. Η εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού από τις τακτικές κινήσεις του Παυσανία, αρκούν για να αποδείξουν τη στρατηγική ευφυΐα του.
Η μεγάλη Ελληνική νίκη στις Πλαταιές ανήκε κυρίως στον Σπαρτιατικό στρατό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθηναίος Αισχύλος, στην σχετική τραγωδία του, βάζει το φάντασμα του Δαρείου να μιλάει για την «αιματηρή σπονδή στην χώρα των Πλαταιών από την Δωρική λόγχη». Η τραγωδία του «διδάχθηκε» επανειλημμένα μπροστά στο Αθηναϊκό κοινό, στοιχείο που δείχνει την αναγνώριση από τους Αθηναίους ότι η νίκη στις Πλαταιές οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους Σπαρτιάτες. Εξάλλου η Αθήνα είχε ήδη «απολαύσει» τη δική της «μερίδα του λέοντος» σε βάρος των Περσών εισβολέων, στις μεγάλες νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Η Ναυμαχία – Μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ) και η Άλωση της Σηστού
Ταυτόχρονα (27 Αυγούστου 479 π.Χ) με την ήττα στις Πλαταιές οι Πέρσες υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη, βρισκόταν στη Δήλο, έφτασαν από τη Σάμο τρεις άνδρες με ένα μήνυμα• οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, υιός του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, υιός του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, υιός του Αρισταγόρα, οι οποίοι είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα υιό του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες ως τύραννο.
Αυτοί λοιπόν παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες και οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν, ή αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ.
Κατόπιν στο όνομα όλων των κοινών θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένο. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, διότι τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι να σας παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».
Καθώς ο ξένος από τη Σάμο εξακολουθούσε να τους πιέζει με την έκκλησή του, ο Λεωτυχίδης, είτε από θεϊκή συντυχία, είτε επειδή πραγματικά περίμενε ότι η απάντηση μπορεί να ήταν κάποιος οιωνός, τον ρώτησε το όνομά του. Κι εκείνος απάντησε «Ηγησίστρατος». Οπότε ο ναύαρχος δεν τον άφησε να συνεχίσει και φώναξε: «Σάμιε φίλε μου, δέχομαι τον οιωνό. Και τώρα, πριν φύγεις εσύ και οι δύο σύντροφοί σου, δώστε μας μια εγγύηση ότι θα έχουμε την αμέριστη υποστήριξη του λαού της Σάμου».
Αμέσως με τα λόγια προχώρησε στις πράξεις. Έτσι υπαγορεύτηκε ο όρκος• οι Σάμιοι τον έδωσαν αμέσως κι έγινε μια προφορική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης. Οι δύο ξένοι έφυγαν και μετά ο Ηγησίστρατος, διατάχθηκε να πλεύσει με τον Ελληνικό στόλο, αφού ο Λεωτυχίδης πίστευε ότι το όνομά του ήταν καλός οιωνός.
Μόλις οι οιωνοί από τις θυσίες φάνηκαν ευνοϊκοί, ο Ελληνικός στόλος ξεκίνησε από τη Δήλο κι έπλευσε για τη Σάμο. Εδώ τα πλοία άραξαν κοντά στους Καλάμους— όπου υπάρχει το Ηραίο— κι άρχισαν να προετοιμάζονται για τη ναυμαχία. Οι Πέρσες, μόλις πληροφορήθηκαν την προσέγγισή τους, έδιωξαν τους Φοίνικες κι οι ίδιοι τράπηκαν με τα πλοία σε φυγή προς την ασιατική ακτή, διότι είχαν αποφασίσει μετά από συζήτηση, ότι αφού δεν ήταν αντάξιος αντίπαλος του ελληνικού στόλου, το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν ν’ αποφύγουν την αναμέτρηση.
Έτσι έπλευσαν στη Μυκάλη, όπου θα είχαν την υποστήριξη των στρατευμάτων που σύμφωνα με διαταγές του Ξέρξη, είχαν αποσπαστεί από το κύριο σώμα του στρατού για να φρουρούν την Ιωνία. Αυτή η δύναμη είχε εξήντα χιλιάδες άνδρες και είχε στρατηγό τον Τιγράνη, τον πιο ευπαρουσίαστο άνδρα στον περσικό στρατό. Το σχέδιό τους ήταν να σύρουν τα πλοία στην ακτή, υπό την προστασία αυτού του στρατεύματος, και να χτίσουν ένα αμυντικό οχυρό γύρω τους, μέσα στο οποίο θα κατέφευγαν κι οι ίδιοι εφόσον υποχρεώνονταν από τον εχθρό. Έχοντας υπ’ όψιν αυτό το σχέδιο απέπλευσαν.
Αφού πέρασαν τον ναό των Ποτνίων, έφτασαν στη Γαίσωνα και στον Σκολοπόεντα της Μυκάλης όπου υπάρχει ναός αφιερωμένος στην Ελευσίνια Δήμητρα. Ο ναός είχε χτισθεί από τον Φίλιστο, υιό του Πασικλή, όταν συνόδευσε τον Νειλέα, υιό του Κόδρου, στην επιχείρηση για την ίδρυση της Μιλήτου. Εκεί έσυραν τα πλοία τους στην ξηρά κι ύψωσαν τείχος από πέτρες και ξύλα γύρω τους, κόβοντας τα οπωροφόρα δέντρα της περιοχής προσθέτοντας γύρω και πασσάλους και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την πολιορκία.
Οι Έλληνες θύμωσαν, όταν ανακάλυψαν ότι οι Πέρσες είχαν φύγει για τα ηπειρωτικά, και δίστασαν για λίγο ν’ αποφασίσουν αν έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή να πλεύσουν προς τον Ελλήσποντο. Τελικά κατέληξαν να ξεκινήσουν για την ήπειρο. Όλα τα απαραίτητα για ναυμαχία και οι αποβάθρες ήταν σε ετοιμότητα και ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε προς τη Μυκάλη. Κανένα εχθρικό πλοίο βγήκε να τους αντιμετωπίσει καθώς πλησίαζαν το στρατόπεδο.
Λίγο μετά είδαν ότι όλα τα πλοία ήταν αραγμένα στην παραλία, προστατευμένα μέσα σε τείχος, και ότι ισχυρή δύναμη στρατού περίμενε συγκεντρωμένη στην ξηρά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Λευτυχίδης πλησίασε όσο μπορούσε με το πλοίο του στην παραλία και καθώς περνούσε, έβαλε έναν κήρυκα να φωνάξει την ακόλουθη έκκληση στους Ίωνες: «Άνδρες της Ιωνίας, αν μ’ ακούτε, προσέξτε τι έχω να σας πω. Οι Πέρσες έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβουν τίποτα.
Όταν αρχίσει η μάχη θυμηθείτε όλοι σας την ελευθερία και το σύνθημά μας……….“Ήρα”. Όσοι μ’ ακούσατε πρέπει να μεταφέρετε το μήνυμά μου σ’ αυτούς που δεν άκουγαν». Αυτή η ενέργεια είχε ως σκοπό, είτε οι Πέρσες να μην μάθαιναν τι τους είπε και οι Ίωνες να τολμούσαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του, ή τα λόγια του να μεταφράζονταν στους Πέρσες, που μοιραία θα γίνονταν καχύποπτοι απέναντι στους Ίωνες.
Η Μάχη
Αμέσως μετά από την έκκληση του Λεωτυχίδη, οι Έλληνες προσάραξαν τα πλοία τους στην ακτή κι οι άνδρες παρατάχθηκαν στην παραλία. Η πρώτη ενέργεια των Περσών, όταν είδαν τους Έλληνες να ετοιμάζονται για τη μάχη με παραινέσεις μάλιστα προς τους Ίωνες, ήταν να αφοπλίσουν τους Σαμίους, τους οποίους υποπτεύονταν για συμπάθεια προς το Ελληνικό ζήτημα• πράγματι, όταν μερικοί Αθηναίοι, πιάστηκαν από τους άνδρες του Ξέρξη, και μεταφέρθηκαν στα Περσικά πλοία αιχμάλωτοι, οι Σάμιοι τους ελευθέρωσαν και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα με προμήθειες για το ταξίδι τους.
Το γεγονός ότι είχαν σώσει πεντακόσιους εχθρούς του Ξέρξη ήταν ο κυριότερος λόγος της καχυποψίας των Περσών. Μετά ο Πέρσης διοικητής διέταξε τους Μιλησίους να φρουρούν τα περάσματα που οδηγούν στα βουνά της Μυκάλης — φαινομενικά επειδή οι Μιλήσιοι γνώριζαν την περιοχή της χώρας τους αλλά στην πραγματικότητα για να τους απομακρύνει όσο γινόταν από το πεδίο της μάχης.
Κατόπιν αφού έλαβαν αυτές τις προφυλάξεις ενάντι στους Ίωνες που υποψιάζονταν, άρχισαν να παίρνουν θέσεις μάχης —σε αμυντική παράταξη προστατευόμενοι πίσω από φράγμα από ασπίδων. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, κινήθηκαν ενάντια στον εχθρό αμέσως μόλις ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες τους. Στη διάρκεια της προέλασής τους, βρήκαν στην παραλία το σκήπτρο ενός κήρυκα και ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε στις γραμμές η φήμη ότι οι Έλληνες είχαν νικήσει τον Μαρδόνιο στη Βοιωτία.
Είναι πολλά τα γεγονότα που με ωθούν να πιστέψω ότι θεϊκό χέρι επεμβαίνει συχνά στις ανθρώπινες υποθέσεις, διότι πώς αλλιώς εξηγείται ότι η ήττα των Περσών στη Μυκάλη συνέβη την ίδια ακριβώς μέρα με την πανωλεθρία τους στις Πλαταιές, ή ότι μια τέτοια φήμη κυκλοφόρησε στους Έλληνες, δίνοντας σε όλους τους άνδρες διπλάσιο θάρρος και αποφασιστικότητα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους.
Άλλη μια παράξενη σύμπτωση συνέβη……..και οι δύο μάχες δόθηκαν κοντά σε ναούς της Ελευσίνιας Δήμητρας — αφού όπως ανέφερα ήδη και η μάχη των Πλαταιών έγινε πολύ κοντά στο Δημήτριο και το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη Μυκάλη. Επιπλέον, η φήμη ότι οι άνδρες του Παυσανία είχαν νικήσει στις Πλαταιές ήταν απόλυτα ορθή, διότι η μάχη των Πλαταιών έγινε νωρίς το πρωί, ενώ η συμπλοκή στη Μυκάλη δεν έλαβε χώρα παρά το απόγευμα.
Η σύμπτωση της ημερομηνίας και του μήνα αποδείχθηκε, όταν υπολόγισαν τις ημέρες προς τα πίσω λίγο αργότερα. Προτού πάρουν την αναφορά από τις Πλαταιές, οι άνδρες ανησυχούσαν πολύ, όχι τόσο για τους εαυτούς τους όσο για την τύχη των συμπατριωτών τους που θα αντιμετώπιζαν το Μαρδόνιο• μόλις, όμως έμαθαν τα ευχάριστα νέα, άρχισαν την επίθεση με πολύ υψηλότερο ηθικό και ζωηρό βηματισμό. Έτσι και οι δύο αντίπαλοι ανυπομονούσαν να συγκρουσθούν, γνωρίζοντας ότι αντικειμενικός σκοπός της αναμέτρησης ήταν ο έλεγχος του Ελλησπόντου και των νησιών του Αιγαίου.
Οι Αθηναίοι μαζί με αυτούς που ήταν παραταγμένοι δίπλα τους, σχεδόν μέχρι το κέντρο, βάδιζαν κατά μήκος της παραλίας, σε επίπεδο έδαφος, ενώ ο δρόμος των Λακεδαιμονίων κι αυτών δίπλα τους ανέβαινε κι έκλεινε από ψηλά βουνά. Κατά συνέπεια, οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί ήδη στη μάχη, όσο οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν ακόμα τον κύκλο.
Οι Πέρσες, όσο έμεναν ανέπαφα τα άκρα, απωθούσαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις και δεν ήταν σε τόσο δύσκολη θέση• από τη στιγμή, όμως, που οι Αθηναίοι και οι μονάδες που πολεμούσαν μαζί τους, προτιμώντας να αποσπάσουν οι ίδιοι τη δόξα της μάχης παρά να την παραχωρήσουν στους Σπαρτιάτες, έδωσαν το σύνθημα κι έγιναν πιο τολμηροί, όλα άλλαξαν. Έσπασαν την αμυντική γραμμή των ασπίδων και ξεχύθηκαν πάνω στον εχθρό με μια γενική επίθεση. Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμή οι Πέρσες κατάφεραν να συγκρατήσουν την επίθεση, αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πίσω από την ασφάλεια του οχυρού τους.
Οι Αθηναίοι και με τη σειρά που ήταν παρατεταγμένοι οι άνδρες της Κορίνθου, της Σικυώνας και της Τροιζήνας, κατόρθωσαν να εισβάλουν πίσω ακριβώς από τον εχθρό. Αυτό ήταν το τέλος – διότι μόλις έπεσε το τείχος, ο εχθρός δεν προέβαλε άλλη αξιόλογη αντίσταση – αντίθετα όλοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, εκτός από τους ίδιους τους Πέρσες, οι οποίοι σε άτακτες ομάδες, συνέχισαν να πολεμούν ενάντια στους Έλληνες που ακόμα εισέρρεαν στο οχυρό από την παραλία.
Από τους Πέρσες ναυάρχους σώθηκαν μόνο δύο, ο Αρταΰντης, και ο Ιθαμίτρης, ενώ ο Μαρδόντης κι ο διοικητής του στρατού, Τιγράνης, σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι Λακεδαιμόνιοι έφτασαν με το υπόλοιπο στράτευμα που τους συνόδευε, ενώ οι Περσικές μονάδες αντιστέκονταν ακόμα, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να συμμετάσχουν κι αυτοί στην υπόλοιπη μάχη. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν επίσης σημαντικές, κυρίως ανάμεσα στους Σικυωνίους, των οποίων ο στρατηγός Περίλεως σκοτώθηκε.
Οι Σάμιοι, που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές των Μήδων και είχαν αφοπλιστεί νωρίτερα, βλέποντας από την αρχή ότι η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να βοηθήσουν τους Έλληνες – οι υπόλοιποι Ίωνες, ακολουθώντας το παράδειγμα τους στράφηκαν εναντίον των Περσών διοικητών τους. Οι Μιλήσιοι, όπως ανέφερα είχαν διαταχθεί να φρουρούν τα ορεινά περάσματα, ως μέτρο προφύλαξης των Περσών, οι οποίοι ήθελαν να έχουν οδηγούς που θα τους πήγαιναν σε ασφαλέστερα εδάφη, στην περίπτωση που θα είχαν μια κακοτυχία όπως αυτή που τους συνέβη.
Παράλληλα, τους είχε ανατεθεί αυτός ο ρόλος και για έναν άλλο λόγο, δηλαδή να τους εμποδίσει να προκαλέσουν προβλήματα στον περσικό στρατό• αυτό που έκαναν στην πράξη ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι τους είχαν διατάξει• διότι όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να διαφύγουν, τους οδήγησαν σε λάθος δρόμο, από μονοπάτια που τους έφερναν ξανά αντιμέτωπους με τον εχθρό και τελικά πήραν μέρος στη σφαγή και αποδείχτηκαν οι χειρότεροι εχθροί τους. Έτσι αυτή η μέρα έφερε τη δεύτερη στάση των Ιώνων ενάντια στην Περσική κυριαρχία.
Η νίκη των Ελλήνων στη Μυκάλη είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Ιωνίας από τον Περσικό ζυγό και την προστασία των έναντι της Ιωνίας νήσων των Αιγαίου.
Άλωση της Σηστού
Μετά τη Μυκάλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να καταστρέψουν τις γέφυρες στη Σηστό για να εμποδίσουν ενδεχόμενη επιστροφή των Περσών στην Ελλάδα. Όταν όμως έφτασαν, τις βρήκαν κατεστραμμένες από τρικυμία. Καθώς πλησίαζε το Φθινόπωρο, τα πλοία των περισσότερων πόλεων επέστρεψαν στις πατρίδες τους· μόνο οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιχειρήσουν να ανακτήσουν τη χερσόνησο που ήλεγχε το δρόμο μεταφοράς σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Κατευθύνθηκαν, λοιπόν, στη Σηστό και την πολιόρκησαν.
Έπειτα από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν την άνοιξη του 478 π.Χ. να την καταλάβουν και να εξοντώσουν την Περσική φρουρά, εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των Στενών.
Ωστόσο, ήταν ουσιαστικά εκείνη που άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ήταν, τέλος, εκείνη που κατέδειξε τη διαφοροποίηση που είχε επέλθει στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας και της Σπάρτης: Οι Σπαρτιάτες θα αφοσιωθούν στο εξής στην εδραίωση της ηγεμονίας τους στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα, ενώ οι Αθηναίοι θα επιδιώξουν μια ευρύτερη επεκτατική πολιτική και θα αναλάβουν την ηγεσία ενός επιθετικού πολέμου εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας.
Η Αρχή της ‘’Πεντηκονταετίας’’ και η Αλλαγή των Συσχετισμών στην Ελλάδα
Η εποχή των πενήντα χρόνων, 479 π.Χ. – 431 π.Χ. που μεσολάβησε από τη νικηφόρα έκβαση των Μηδικών πολέμων έως τον Πελοποννησιακό πόλεμο ονομάζεται «Λαμπρή Πεντηκονταετία» ή «ο Χρυσός Αιώνας του Περικλέους». αποτελεί το υψηλότερο σημείο ακμής της αρχαίας Ελλάδας και σφραγίζεται από ένα κύριο γεγονός: την αύξηση της δύναμης της Αθήνας.
Η πανελλήνια Συμμαχία, που ιδρύθηκε το 481 π.Χ. απομάκρυνε τον Περσικό κίνδυνο από την κυρίως Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα εγκαινίασε έναν επιθετικό πόλεμο που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Πέρσες, αφού νικήθηκαν από τους Έλληνες και στη στεριά και στη θάλασσα, αποχώρησαν από την Ευρώπη.
Όσοι από αυτούς κατέφυγαν με τα πλοία τους στη Μυκάλη καταστράφηκαν και ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Λεωτυχίδης γύρισε με τους Πελοποννησίους συμμάχους στην πατρίδα του. Αντίθετα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν με τους Ίωνες συμμάχους να ανακτήσουν τη χερσόνησο που ήλεγχε μία από τις σημαντικότερες περιοχές στο δρόμο μεταφοράς σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Έτσι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, η δύναμη των Ελλήνων διασπάστηκε.
Το επεισόδιο, όμως, που σηματοδοτεί την αρχή της Αθηναϊκής ανεξαρτησίας από τη Σπάρτη είναι η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από την Περσική επιδρομή Αθηναϊκών τειχών, σε μεγαλύτερη μάλιστα από πριν έκταση, και η συνέχιση της τείχισης του Πειραιά, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 493/2 π.Χ. από τον Θεμιστοκλή.
Ο Αθηναϊκός λαός, μόλις οι Πέρσες έφυγαν από τον τόπο του, άρχισε να φέρνει πίσω τα παιδιά, τις γυναίκες και όσα πράγματα είχαν σωθεί και άρχισε να ξαναχτίζει την πόλη και τα τείχη. Από τον περίβολο του τείχους είχαν σωθεί μικρά μόνο τμήματα και από τα σπίτια τα περισσότερα ήταν ερείπια και λίγα μόνο είχαν διατηρηθεί, εκείνα στα οποία είχαν εγκατασταθεί οι Πέρσες αξιωματούχοι. Η ανοικοδόμηση των τειχών της Αθήνας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Σπαρτιατών, οι οποίοι έστειλαν μία πρεσβεία στην Αθήνα για να εκφράσει τα παράπονά της για την έμπρακτη αυτή δήλωση της ανεξαρτησίας και να προκαλέσει τη ματαίωση της τείχισης.
Οι Σπαρτιάτες πρέσβεις αξίωσαν να μη χτίσουν οι Αθηναίοι το τείχος, αλλά, αντίθετα, να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε να γκρεμίσουν και τα τείχη, όσα υπήρχαν, των άλλων πόλεων, έξω από την Πελοπόννησο. Υποστήριζαν, μάλιστα, ότι σε περίπτωση μιας νέας Περσικής επιδρομής, η Πελοπόννησος επαρκούσε για όλους τους Έλληνες και ως καταφύγιο και ως ορμητήριο. Οι Αθηναίοι καθυστέρησαν τη Σπαρτιατική πρεσβεία στην Αθήνα, στέλνοντας αντιπροσώπους με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή στη Σπάρτη, προκειμένου να συζητήσουν το θέμα.
Εκεί ο Θεμιστοκλής καθησύχασε τις Σπαρτιατικές αρχές, ενώ στο μεταξύ τα τείχη στην Αθήνα ανοικοδομούνταν με ταχύτατους ρυθμούς. Για να ολοκληρωθεί το έργο σε σύντομο χρονικό διάστημα, εργάστηκε όλος ο πληθυσμός χρησιμοποιώντας αδιακρίτως οποιαδήποτε υλικά, ακόμα και επιτύμβιες στήλες, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης.
Όταν τα έργα της ανοικοδόμησης ολοκληρώθηκαν, ο Θεμιστοκλής, που παρέμενε ακόμα στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στην Απέλλα, τη Σπαρτιατική εκκλησία του Δήμου, και δήλωσε στις Σπαρτιατικές αρχές ότι η Αθήνα έχει πια τειχιστεί, έτσι ώστε να μπορεί να προστατεύσει τους κατοίκους της, και ότι στο εξής οι Σπαρτιάτες ή οι άλλοι σύμμαχοι θα πρέπει να μεταχειρίζονται την Αθήνα σαν ένα κράτος που γνωρίζει πολύ καλά το δικό του συμφέρον και το γενικό καλό. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν φανέρωσαν την αγανάκτησή τους εναντίον των Αθηναίων κυρίως διότι «οι Αθηναίοι τότε ήταν πολύ αγαπητοί στους Σπαρτιάτες εξαιτίας της προθυμίας τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών».
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε από τη Σπάρτη στην Αθήνα, είχε επικεντρώσει την προσοχή του στην οχύρωση του Πειραιά, επειδή γνώριζε ότι ήταν ευκολότερο για τους Πέρσες να έρθουν και να επιτεθούν από τη θάλασσα παρά από τη στεριά. Προέτρεψε, λοιπόν, τους Αθηναίους να ολοκληρώσουν την οχύρωση του Πειραιά. Στον ίδιο πολιτικό αποδίδονται και η πρόταση για ναυπήγηση 120 πλοίων και η απαλλαγή από το Μετοίκιο (φόρος που επιβάρυνε τους ξένους που κατοικούσαν μόνιμα στην Αθήνα), μέτρα που εξυπηρετούσαν τη διασφάλιση της άμυνας της πόλης αλλά και την ενίσχυση της οικονομίας.
Αμέσως μετά την περιγραφή της ανοικοδόμησης των τειχών, ο Θουκυδίδης περιγράφει μία κοινή επιχείρηση των Αθηναίων, των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους, με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Παυσανία, το νικητή της μάχης των Πλαταιών. Στόχος της επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε το 478 π.Χ. ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου, που αποτελούσε ακόμα ορμητήριο των Περσών, και του Βυζαντίου.
Ωστόσο, η αυταρχική συμπεριφορά του Παυσανία, που «η αρχηγία του έμοιαζε πιο πολύ με τυραννίδα παρά με στρατηγία», οδήγησε τους συμμάχους που επιθυμούσαν τη συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών στην αναγνώριση της ηγετικής θέσης των Αθηναίων. Την ίδια βέβαια στιγμή ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η συμπεριφορά του Παυσανία έδωσε στους Σπαρτιάτες την ευκαιρία να απαλλαχθούν από το βάρος του πολέμου εναντίον των Περσών, γιατί πίστευαν ότι οι Αθηναίοι, που ήταν φίλοι τους εκείνη την εποχή, ήταν ικανοί να αναλάβουν την αρχηγία.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν σε αντικατάσταση του Παυσανία τον Δόρκη με μικρή εκστρατευτική δύναμη, που όμως δεν έγινε δεκτή από τους Ίωνες. Από την άλλη πλευρά, ο Ηρόδοτος διατυπώνει μία διαφορετική άποψη, ότι δηλαδή «οι Αθηναίοι αφαίρεσαν την ηγεμονία από τους Λακεδαιμόνιους με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία». την άποψη του Ηρόδοτου ενισχύει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία χωρίς τη θέληση των Σπαρτιατών.
Η νεότερη έρευνα αποδίδει τις διαφορετικές παραδόσεις που διασώθηκαν στη διχογνωμία που πιθανώς επικράτησε στη Σπάρτη. Στο εσωτερικό της Σπάρτης υπήρχαν δύο διαφορετικές απόψεις: μία μερίδα νεαρών Σπαρτιατών, με επικεφαλής τον Παυσανία, προσέβλεπε στο χρήμα που θα μπορούσε να αποφέρει η ανάληψη της κατά θάλασσα ηγεμονίας από τη Σπάρτη.
Αλλά τελικά η γερουσία και ο Δήμος μεταπείστηκαν από ένα Σπαρτιάτη ονόματι Ετοιμαρίδα, μέλος της γερουσίας, ο οποίος τους προειδοποίησε ότι η επιδίωξη του ελέγχου της θάλασσας ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της Σπάρτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάληψη της ηγεσίας του στόλου από τους Σπαρτιάτες θα οδηγούσε τη Σπάρτη υποχρεωτικά σε μία σειρά από αλλαγές πολιτειακού χαρακτήρα.
Για παράδειγμα, η ανεύρεση χιλιάδων κωπηλατών που απαιτούσε η συγκρότηση του στόλου θα οδηγούσε υποχρεωτικά τη Σπάρτη στη χρησιμοποίηση του υπόδουλου πληθυσμού της Σπάρτης, δηλαδή των Ειλώτων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «διαρκώς καραδοκούν τα ατυχήματα των δυναστών τους». Μάλιστα, θύμα αυτής της πολιτικής σύγκρουσης στα ανώτατα κλιμάκια της Σπαρτιατικής ηγεσίας υπήρξε ο νικητής των Πλαταιών Παυσανίας.
Κατηγορούμενος για συνεννόηση με τους Πέρσες, τελικά εκτελέστηκε ως προδότης. πιθανότατα, όμως, ήταν οι απόψεις του για την εξωτερική πολιτική και οι συνεννοήσεις με τους Περιοίκους και τους Είλωτες για πολιτειακή μεταβολή που οδήγησαν στον παραμερισμό και το θάνατό του.
Η απομάκρυνση των Σπαρτιατών από την ηγεσία του πολέμου εναντίον των Περσών πιθανώς να οφείλεται και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σπάρτη εκείνη την περίοδο με γειτονικές της δυνάμεις: Αρκάδες και Αργείοι ήταν πάντα σε ετοιμότητα να εκφράσουν τα αντισπαρτιατικά τους αισθήματα με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν. Σε ένα σύντομο χωρίο ο Ηρόδοτος απαριθμεί τις πέντε νικηφόρες μάχες της Σπάρτης κατά την περίοδο 479 π.Χ. – 458 π.Χ.:
Στον κατάλογο των αντιπάλων τους σε αυτές τις μάχες συμπεριλαμβάνονται διάφοροι Αρκάδες, φυσικά όχι ενωμένοι ως ένας λαός, αφού ακόμα κατά τον 5ο αι. δεν είχαν προχωρήσει στο σχηματισμό του Αρκαδικού Κοινού. Επιπλέον, την ανησυχία της Σπάρτης για τις εναντίον της κινήσεις από το Άργος ενίσχυσε ο Θεμιστοκλής, ο οποίος μετά τον οστρακισμό του από την Αθήνα (τέλη της δεκαετίας του 470 π.Χ.) εγκαταστάθηκε αρχικά στο Άργος, πραγματοποιώντας πολλές επισκέψεις σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου, προσπαθώντας πιθανώς να προκαλέσει αντιδράσεις εναντίον της Σπάρτης εντός της Πελοποννήσου. Η άποψη αυτή όμως, αν και ελκυστική, δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Η Δημιουργία της Δηλιακής Συμμαχίας
Μετά την οριστική αποχώρηση των Σπαρτιατών από τον πόλεμο εναντίον των Περσών, οι Αθηναίοι στα τέλη του καλοκαιριού του 478 π.Χ., ύστερα από παρότρυνση των Ιώνων, αναλαμβάνουν την ηγεσία των επιχειρήσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μικρασιατικός Ελληνισμός επιθυμούσε να αναλάβουν οι Αθηναίοι την αρχηγία του στόλου επειδή ήταν φυλετικά συγγενείς. Η ιδέα της φυλετικής συγγένειας, και μάλιστα η προβολή της Αθήνας ως μητρόπολη των Ιώνων, θα χρησιμοποιηθεί από τους Αθηναίους πολλές φορές τις επόμενες δεκαετίες.
Οι Αθηναίοι τότε θα προχωρήσουν στην ίδρυση της Δηλιακής Συμμαχίας, στο πλαίσιο της πανελλήνιας Συμμαχίας που είχε ιδρυθεί το 481 και που συνεχίζει να υφίσταται. αρχικά η Συμμαχία περιλάμβανε τις χερσαίες και τις νησιωτικές πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίδας, διάφορες πόλεις της Προποντίδας και της Χαλκιδικής, τις περισσότερες πόλεις των Κυκλάδων και ακόμη πόλεις της Εύβοιας, εκτός της Καρύστου. ο Αριστείδης πρωτοστατεί στην οργάνωση της νέας συμμαχίας, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Κίμων, γιος του Μιλτιάδη, του νικητή του Μαραθώνα.
Ο Αριστείδης, μάλιστα, εκπροσωπεί τους Αθηναίους στην πρώτη συνέλευση της Συμμαχίας, που πραγματοποιήθηκε στη Δήλο. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Αριστείδης ζήτησε από τους Ίωνες να ορκιστούν «να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς», έκφραση που συνήθιζαν να τη χρησιμοποιούν κατά τον 5ο αι., συνήθως όμως σε διμερείς συμφωνίες. για το λόγο αυτό οι νεότεροι ερευνητές είναι επιφυλακτικοί στην αποδοχή του όρου αυτού.
Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι οι σύμμαχοι ορκίστηκαν επίσης να μην αρνούνται τη συμμετοχή τους στις εκστρατείες της Συμμαχίας και να μη διεξάγουν «ιδιωτικούς» πολέμους εναντίον άλλων μελών της Συμμαχίας. επίσης, ορίστηκε κάθε πόλη της Συμμαχίας να είναι ελεύθερη και αυτόνομη. αρχικά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η ετήσια δαπάνη για τους πολεμικούς σκοπούς υπολογίστηκε ότι ανέρχεται σε 460 τάλαντα και στη συνέχεια αποφασίστηκε ποιες πόλεις θα έδιναν πλοία και ποιες χρήματα.
Ο Αριθμός των πλοίων και ο φόρος που αναλογούσε σε κάθε πόλη καθορίζονταν από διμερή συμφωνία μεταξύ της Αθήνας και του μέλους της Συμμαχίας, που ανανεωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, κατά την εορτή των μεγάλων Παναθηναίων. αρχικά η εισφορά που αναλογούσε στον καθένα καθορίστηκε από τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν δημοφιλής, και εξακολούθησε να είναι αφού ολοκλήρωσε το έργο του, γεγονός που αποδεικνύει το δίκαιο τρόπο φορολόγησης. τα πλοία θα συγκεντρώνονταν στον Πειραιά και την είσπραξη του φόρου ανέλαβαν οι Ελληνοταμίες, που ήταν Αθηναίοι πολίτες και εκλέγονταν από την εκκλησία του Δήμου.
Το ταμείο της Συμμαχίας αρχικά βρισκόταν στη Δήλο, στην οποία πραγματοποιούνταν και οι σύνοδοι της Συμμαχίας. Η σύνοδος αποτελούσε το μοναδικό όργανο της Συμμαχίας και σε αυτήν όλοι οι σύμμαχοι ήταν «ισόψηφοι». Αυτό σημαίνει ότι κάθε πόλη, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, είχε μία ψήφο. είναι δύσκολο όμως να μην υποθέσει κανείς ότι οι μικρές πόλεις-κράτη δεν ακολουθούσαν τις επιλογές της ισχυρότερης δύναμης.
Σκοπός της Δηλιακής Συμμαχίας ήταν η συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του μικρασιατικού Ελληνισμού. είχε, δηλαδή, αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα και κινητήριο δύναμη το στόλο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πρόσχημα ήταν να αποζημιωθούν για όσα είχαν υποφέρει, καταστρέφοντας τη χώρα του βασιλιά». Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο Θουκυδίδης εννοεί είτε ότι το πραγματικό κίνητρο των Αθηναίων ήταν να επιβληθούν στους συμμάχους τους είτε ότι ως πραγματικό εχθρό θεωρούσαν τη Σπάρτη και όχι την Περσία.
Πιο πιθανή θεωρείται η πρώτη εξήγηση, αφού στα επόμενα κεφάλαια ο Θουκυδίδης παρουσιάζει διεξοδικά την επέκταση της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Η λέξη «πρόσχημα», όμως, είναι παραπλανητική και οφείλεται στη γνώση του αρχαίου ιστορικού για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Το βέβαιο είναι ότι η τελετή της ίδρυσης της Συμμαχίας με τη ρίψη μύδρων (πυρακτωμένων κομματιών σιδήρου) στη θάλασσα από τους συμμάχους διασφάλιζε την παντοτινή διάρκεια της Συμμαχίας.
Η Δηλιακή Συμμαχία σε Δράση
Ο συμμαχικός στόλος, που αποτελεί το βασικό πολεμικό όργανο της νέας Συμμαχίας, θα επιτύχει σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών. Η πρώτη πολεμική επιχείρηση της Συμμαχίας αποβλέπει στην απελευθέρωση των παραλίων της Θράκης από Περσικές φρουρές. απελευθερώνει, με στρατήγημα του Κίμωνα, την Ηιόνα, στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα (475 π.Χ.), περιοχή πλούσια σε μεταλλεία χρυσού και αργυρού.
Επιπλέον, η περιοχή διέθετε άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. Οι επόμενες επιχειρήσεις της Συμμαχίας ως το 468 π.Χ. έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν στρέφονται εναντίον των Περσών, αλλά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Συμμαχίας, όπως αυτά καθορίζονταν από τους ηγέτες της.
Με την πρώτη από αυτές τις επιχειρήσεις εκδιώκονται οι Δόλοπες από τη Σκύρο, απαλλάσσοντας το Αιγαίο από την πειρατεία, και διασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή του εμπορίου. Ο Κίμωνας εκδίωξε τους Δόλοπες από το νησί κι εγκατέστησε στη Σκύρο Αθηναίους κληρούχους. Στη συνέχεια, ο Αθηναίος στρατηγός, υπακούοντας σε Δελφικό χρησμό, μετέφερε στην πόλη των Αθηνών τα οστά του Θησέα, του Αθηναίου μυθικού ήρωα που είχε ταφεί στη Σκύρο. Έτσι, με θεϊκή παρέμβαση, οι ηγέτες της συμμαχίας εξασφαλίζουν τη μόνιμη συμπαράσταση του ήρωα.
Μετά την επιτυχία της Σκύρου, φαίνεται πιθανό ότι ο Κίμωνας πρόσφερε κάποιο ανάθημα στους Δελφούς, γεγονός που δηλώνει και το γενικότερο ενδιαφέρον των Αθηναίων για την κεντρική Ελλάδα ή δηλώνει τουλάχιστον το ενδιαφέρον τους να μην αφήσουν το μαντείο των Δελφών να περιέλθει στον έλεγχο της Σπάρτης.Στη συνέχεια, ο συμμαχικός στόλος αναγκάζει την Κάρυστο να γίνει μέλος της Συμμαχίας (472/1 π.Χ.).
Με την υποταγή της πόλης δημιουργείται μία τρίτη κατηγορία συμμάχων, οι φόρου υποτελείς, η οποία συνυπάρχει με εκείνους που έδιναν το φόρο που τους αναλογούσε σε χρήματα ή σε πλοία. Στην κατηγορία αυτή θα προστεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 460 π.Χ. και η Νάξος, η οποία επιχείρησε να αποστατήσει από τη Συμμαχία.
Τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους δεν είχε σταματήσει να τους απασχολεί ο Περσικός πόλεμος. Έτσι, το 467 π.Χ, ο συμμαχικός στόλος με 300 πλοία συντρίβει στον Ευρυμέδοντα τις ναυτικές και τις χερσαίες δυνάμεις των Περσών, οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες. τη ναυτική νίκη επακολούθησε αποβίβαση των οπλιτών και πεζομαχία στην οποία υπερίσχυσαν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους.
Η διπλή αυτή νίκη είχε ως αποτέλεσμα την προσχώρηση των πόλεων της Λυκίας και της Καρίας στη Συμμαχία, ενώ ο συμμαχικός στόλος κυριαρχεί και στην ανατολική μεσόγειο.
Η Αντίδραση της Σπάρτης
Στη νέα τάξη πραγμάτων μετά την αποτυχία της Σπάρτης να ματαιώσει την τείχιση των Αθηνών και την ανάληψη της ηγεσίας στη θάλασσα από τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν την ισχυροποίηση της θέσης τους στην Κεντρική Ελλάδα. Το 478 π.Χ. προσπάθησαν να εκδιώξουν από τη Δελφική αμφικτιονία όσους είχαν μηδίσει, είχαν ταχθεί δηλαδή με το μέρος του εχθρού, κατά την Περσική εισβολή.
Σε αυτήν την ενέργεια της Σπάρτης εναντιώθηκε ο Θεμιστοκλής, υποστηρίζοντας ότι με την εκδίωξή τους η αμφικτιονία θα έπαυε να αντιπροσωπεύει όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αποκτήσουν τον έλεγχο των Δελφών. Οι Σπαρτιάτες δεν παραιτούνται από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της Κεντρικής Ελλάδας και το 476 π.Χ. πραγματοποιούν μία επιχείρηση στη Θεσσαλία. με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωτυχίδη εκστρατεύουν εναντίον των Αλευαδών της Θεσσαλίας που είχαν Μηδίσει.
Και αυτή η προσπάθεια των Σπαρτιατών αποτυγχάνει, ενώ η αποτυχία αποδίδεται στη δωροδοκία του Λεωτυχίδη. γι’ αυτό και κατέφυγε στην Τεγέα, όπου του δόθηκε άσυλο. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε η Σπάρτη στην αντιμετώπιση μίας αντιλακωνικής κίνησης που σημειώθηκε μετά τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή, ο οποίος κατέφυγε στο Άργος, και στην εδραίωση της ηγεμονίας της στο εσωτερικό της Πελοποννήσου.
Ο Θεμιστοκλής «επισκέφθηκε» διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου ενισχύοντας τις δημοκρατικές τάσεις των πολιτών και συνέβαλε σημαντικά στο «συνοικισμό» των Μαντινέων, των Ηλείων και των Τεγεατών, καθώς και στη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Άργους και Τεγέας. Η Σπάρτη κατόρθωσε να απαλλαχθεί από τον Θεμιστοκλή, έχοντας και τη βοήθεια της Αθήνας.
Προφανώς κάποιας μερίδας Αθηναίων που είχαν αντίθετες πολιτικές απόψεις από τον Θεμιστοκλή και που υποστήριζαν ότι στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας πρέπει να επικρατήσει η αρμονική συνύπαρξη με τη Σπάρτη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Θεμιστοκλής να καταφύγει στην αυλή του πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Α’, ο οποίος του παραχώρησε τρεις πόλεις για να ζει από τα εισοδήματά τους. Στη συνέχεια, εύκολα η Σπάρτη κατέβαλε τις δυνάμεις των Τεγεατών και των Αργείων και αργότερα και των υπόλοιπων Αρκάδων.
Η επόμενη κινητοποίηση της Σπάρτης σχετίζεται με την εξέγερση της Θάσου από τη Δηλιακή Συμμαχία. Μετά την επιτυχημένη επιχείρηση στον Ευρυμέδοντα, οι Αθηναίοι το 465 π.Χ. υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν με την καταστολή της αποστασίας των Θασίων, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τα μεταλλεία στην απέναντι ακτή (Περαία). οι Θάσιοι αντέδρασαν με αποστασία στην εγκατάσταση 10.000 Αθηναίων κληρούχων στη θέση Εννέα Οδοί, κοντά στην Ηιόνα, καθώς απειλούνταν τα οικονομικά τους οφέλη.
Στο διάστημα που οι Αθηναίοι πολιορκούσαν το νησί, οι Θάσιοι ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών τη στιγμή που οι τελευταίοι είχαν καταστείλει την αντιλακωνική κίνηση στην Πελοπόννησο. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι Θάσιοι να αποτόλμησαν να αποστατήσουν, αφού είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη της Σπάρτης. οι αρχές της πόλης τούς υποσχέθηκαν να τους βοηθήσουν «κρυφά» επιχειρώντας εισβολές στην Αττική.
Αν και ο Θουκυδίδης αποδέχεται την ειλικρινή πρόθεση των Σπαρτιατών να βοηθήσουν τους Θασίους, εντούτοις οι τελευταίοι ύστερα από πολιορκία δύο χρόνων αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν (463/2 π.Χ.). οι όροι που τους επιβλήθηκαν ήταν ιδιαίτερα επαχθείς: υποχρεώθηκαν να παραδώσουν το στόλο τους, να γκρεμίσουν τα τείχη τους, να αποχωρήσουν από τη Θρακική παραλία και να πληρώσουν τα έξοδα της εκστρατείας. Έτσι, η Θάσος περιήλθε στο ίδιο καθεστώς με την Κάρυστο και τη Νάξο, έγινε δηλαδή φόρου υποτελής.
Η έμμεση αντιπαράθεση με την Αθήνα που επιχείρησαν οι Σπαρτιάτες, με την υπόσχεση για αποστολή βοήθειας στη Θάσο, θα μετατραπεί πολύ σύντομα σε έκκληση βοήθειας της Σπάρτης προς τους Αθηναίους. το 465 π.Χ. ένας ισχυρός σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές και αναστάτωση στη Σπάρτη. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι Είλωτες. Έχοντας την υποστήριξη και των κατοίκων ορισμένων Περιοικίδων πόλεων, επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη. οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους εξεγερμένους Είλωτες, οι οποίοι κατέφυγαν στο φρούριο της Ιθώμης στη Μεσσηνία, όπου και πολιορκήθηκαν.
Προκειμένου μάλιστα να καταστείλουν γρήγορα την επανάσταση των Ειλώτων, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη συνδρομή των Αθηναίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Κίμωνα απέστειλαν 4.000 οπλίτες να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες. οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, επειδή φοβήθηκαν τις νεωτερικές τάσεις των Αθηναίων (νεωτεροποιία), έστειλαν πίσω τους 4.000 Αθηναίους οπλίτες που είχαν σταλεί να τους βοηθήσουν.
Η πολιορκία στην Ιθώμη έληξε το 460/59 π.Χ. οι Είλωτες συνθηκολόγησαν με τον όρο να φύγουν από την Πελοπόννησο και να μην επιστρέψουν ποτέ σε αυτήν. Οι Αθηναίοι τότε, από εχθρότητα προς τους Σπαρτιάτες για τον εξευτελισμό που είχε υποστεί από τους τελευταίους το εκστρατευτικό σώμα που έστειλαν για βοήθεια, δέχτηκαν τους Μεσσήνιους είλωτες και τους εγκατέστησαν στη Ναύπακτο.
Ποιες όμως είναι οι νεωτερικές τάσεις των Αθηναίων και τι πραγματικά φοβήθηκαν οι Σπαρτιάτες και δεν δέχτηκαν τους Αθηναίους οπλίτες; Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Κίμωνα και των 4.000 οπλιτών από την Αθήνα, υπό την ηγεσία των εφιάλτη και Περικλή, αφαιρέθηκαν από τον Άρειο Πάγο το αριστοκρατικό συμβούλιο πρώην αξιωματούχων, το οποίο σύμφωνα με το έθιμο είχε λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης, και οι τελευταίες δικαιοδοσίες που είχε. οι αξιωματούχοι απολογούνταν τώρα για τις πράξεις τους μπροστά στο λαό (ευθύναι).
Επίσης, οι εννέα άρχοντες έχασαν τη δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις σε πρώτο βαθμό, δικαιοδοσία που μεταβιβάστηκε στα λαϊκά δικαστήρια. επιπλέον, ο Δήμος μόλις τώρα άρχισε να κάνει πλήρη χρήση των θεσμών και των δικαιωμάτων που είχε από τον καιρό του Κλεισθένη και του Θεμιστοκλή, οπωσδήποτε υπό διευρυμένη μορφή. τότε μόνο εμφανίζονται σε αξιόλογη ποσότητα τα ψηφίσματα του Αθηναϊκού λαού, τα οποία σώζονται χαραγμένα σε λίθο. Αντικείμενο των ψηφισμάτων αυτών ήταν συνήθως αποφάσεις σχετικές με τη ναυτική Συμμαχία.
Όταν ο Κίμωνας επέστρεψε από την Ιθώμη, επιδίωξε να ανατρέψει τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. οι Αθηναίοι μάλιστα δυσφορούσαν με το φιλολακωνισμό του, με απο-τέλεσμα ο Κίμωνας να οστρακιστεί το 461 π.Χ. Ο Αθηναίος στρατηγός εγκαταλείφθηκε, μεταξύ άλλων, και από το ίδιο το στράτευμα, του οποίου ηγήθηκε λίγους μήνες νωρίτερα στην εκστρατεία στην Ιθώμη.
Την ίδια χρονιά με τον οστρακισμό του Κίμωνα δολοφονήθηκε και ο Εφιάλτης, οι μεταρρυθμίσεις όμως στο πολιτειακό σκηνικό της Αθήνας δεν ανεστάλησαν και νέος ηγέτης του Δήμου αναδεικνύεται πλέον ο Περικλής.
Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις Αθήνας-Σπάρτης συνέβαλαν στην αναδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων. Οι τελευταίοι συνήψαν συμμαχία με το Άργος και τους Θεσσαλούς το 462/1 π.Χ. τότε διαλύεται και τυπικά πλέον η πανελλήνια Συμμαχία του 481 π.Χ.
Η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα έκανε πλέον τη σύμπνοια που οδήγησε στο επίτευγμα της αποτροπής του περσικού κινδύνου να ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. Οι δύο μεγάλοι συνασπισμοί που είχαν προκύψει, η παλιά Συμμαχία της Σπάρτης, η οποία πριν από τους περσικούς πολέμους στην ουσία ηγεμόνευε στην Ελλάδα, και η νέα Δηλιακή Συμμαχία με επικεφαλής την Αθήνα έρχονταν προοδευτικά όχι σε απλή αντιπαράθεση, αλλά σε ευθεία σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή θα κορυφωθεί τριάντα περίπου χρόνια αργότερα με την έκρηξη του μακροχρόνιου Πελοποννησιακού πολέμου.
Η Σπάρτη και το Εσωτερικό της Πρόβλημα
Το νικηφόρο τέλος των Περσικών πολέμων έδινε λαμπρή και μοναδική ευκαιρία. Οι δύο ηγέτηδες πόλεις του ελληνισμού Σπάρτη – Αθήνα όπως ήταν ανάγκη να διατηρήσουν εσαεί – αιωνίως ην “ομαιχμία – συμμαχία” οι συνθήκες που είχαν δημιουργήσει την “πόλη = κράτος”, με τους ατελείωτους ανταγωνισμούς – πολέμους μεταξύ των, είχαν μεταβληθεί.
Και παραμερίζοντας τις μεταξύ τους διαφορές, τους μικροεγωισμούς και ανταγωνισμούς και οδηγούμενοι από το υψηλό φρόνημα που τους εδημιούργησαν οι πρωτοφανείς νίκες εναντίον των Περσών, ενωμένοι να πορευθούν και να ζήσουν την ειρηνική περίοδο που άρχιζε. Φαίνεται όμως ότι τους μεγάλους Αθηναίους πολιτικούς της εποχής εκείνης επίσημα δεν τους απησχόλησε ως πρόβλημα, η ένωση των Ελλήνων.
Κατά τη διάρκεια των αγώνων αυτών οι Αθηναίοι μετείχαν υπό την υγεσία των Σπαρτιατών και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν και στη συνέχεια μόνοι των, με την ανοχή των Σπαρτιατών, ανέλαβαν τη συνέχιση του αγώνα προς απελευθέρωση και εκδίωξη των Περσών από τον Εύξεινο Πόντο, Ελλήσποντο, παράλια Μ. Ασίας και Θράκης από το Αιγαίο και είχαν υψωθεί σε μεγάλη δύναμη.
Ως τότε αδιαφιλονίκητη Ηγέτις του Ελληνισμού Σπάρτη, όπως φάνηκε από τα πράγματα, δεν είχε διάθεση να εκχωρήσει εις τους Αθηναίους την ηγεσία του Ελληνισμού. Κατά το διάστημα της πεντηκονταετίας 481 π.Χ. – 431 π.Χ. δεν αντέδρασε στη δημιουργούμενη πραγματικότητα, δηλαδή στην εξέλιξη της Αθήνας σε μεγάλη δύναμη με ισχύ και μεγάλη ακτινοβολία από όση διέθετε αυτή.
Η Σπάρτη στο διάστημα 481 π.Χ. – 461 π.Χ. αντιμετώπιζε κρίσιμα προβλήματα εις τη λύση των οποίων αφιερώθηκε και μετά τη ρύθμιση αυτών διεξεδίκησε από την Αθήνα βήμα προς βήμα την ηγεσία στην κεντρική Ελλάδα με μια σειρά μικρών εκστρατειών. Γεγονός είναι ότι εις το θέμα της Ηγεσίας του ελληνισμού και οι δύο πόλεις εφάνησαν ανυποχώρητες. Και ως το 462 π.Χ, επειδή στην Αθήνα ίσχυε το φιλολακωνικό αριστοκρατικό κόμμα με αρχηγό τον Κίμωνα η Σπάρτη ήσυχη από εχθρική Αθηναϊκή ενέργεια αγωνιζότανε να τακτοποιήσει τα εσωτερικά και τα Πελοποννησιακά προβλήματα.
Η Σπάρτη στο διάστημα 481 π.Χ. – 461 π.Χ. αντιμετώπιζε κρίσιμα προβλήματα εις τη λύση των οποίων αφιερώθηκε και μετά τη ρύθμιση αυτών διεξεδίκησε από την Αθήνα βήμα προς βήμα την ηγεσία στην κεντρική Ελλάδα με μια σειρά μικρών εκστρατειών. Γεγονός είναι ότι εις το θέμα της Ηγεσίας του ελληνισμού και οι δύο πόλεις εφάνησαν ανυποχώρητες. Και ως το 462 π.Χ, επειδή στην Αθήνα ίσχυε το φιλολακωνικό αριστοκρατικό κόμμα με αρχηγό τον Κίμωνα η Σπάρτη ήσυχη από εχθρική Αθηναϊκή ενέργεια αγωνιζότανε να τακτοποιήσει τα εσωτερικά και τα Πελοποννησιακά προβλήματα.
Το χρόνο αυτό, από έλλειψη πολιτικότητος της Σπαρτιατικής ηγεσίας που εκδηλώθηκε με την αποπομπή του Κίμωνος και των Αθηναίων πολεμιστών από την Ιθώμη το 462 π.Χ. δεν έγινε μόνο αιτία να διαταραχθή η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ των δύο δυνάμεων στην Ελλάδα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα και την τυπική διάλυση της ελληνικής συμμαχίας του 481 π.Χ. Έντονα δυσαρεστημένοι οι Αθηναίοι επροχώρησαν στη σύμπραξη συμμαχίας με το Άργος, το μεγαλύτερο εχθρό της Σπάρτης στην Πελοπόννησο και με τη Θεσσαλία που η Ηγεσία της ακολουθούσε αντιλακωνική πολιτική.
Μετά τους Περσικούς πολέμους η Σπάρτη αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα όχι μόνον στη Λακωνική αλλά γενικότερα στην Πελοπόννησο. Ως το τέλος αυτών των πολέμων όλα εξελίχθησαν ευνοϊκά. Οι πολίτες της περίοικοι και είλωτες αγωνίσθησαν εξαιρετικά και εζητούσαν βελτίωση της θέσεώς τους και ηγέτης αυτής Λεωνίδας, Ευρυβιάδης, Λεωτυχίδης και Παυσανίας είχαν κατορθώσει με την αυτοθυσία την αποφασιστικότητα και τη λαμπρή στρατιωτική τακτική τους να οδηγήσουν σε σπουδαίες νίκες τους Έλληνες.
Μετά τη λήξη τους όμως άρχισαν να εκδηλώνονται μειονεκτήματα των θεσμών που η συντηρητική μερίδα των Σπαρτιατών με αφάνταστη επιμονή επιθυμούσε τη διατήρησή τους. Η επαφή τους κατά τους πολέμους με τους άλλους Έλληνες που ζούσαν υπό διαφορετικούς θεσμούς πιο φιλελεύθερους ήταν φυσικόν να τους επηρεάσουν και να τους παρασύρουν, όπως φαίνεται, από τις κατηγορίες που έγιναν εις βάρος ορισμένων στρατηγών και βασιλέων για δωροδοκία ή Μηδισμό ή για εγκατάλειψη των πανάρχαιων σπαρτιατικών αρετών και εξωρίστηκαν ή καταδικάσθηκαν σε θάνατο.
Η αυστηρότης του πολιτεύματος που απαιτούσε την απαλλοτρίωση του ατόμου και την υποταγή του στην κοινότητα στο συλλογικό ιδεώδες και αφοσίωση στο κράτος εφάνηκε για πρώτη φορά στην Σπάρτη πως έπρεπε να περιορισθεί και ευρύτερη πολιτική να επιδιωχθεί με αντικειμενικό σκοπό την Ηγεσία του ελληνισμού. Αυτή η τάση κτυπήθηκε εγκαίρως από τους εφόρους οι οποίοι και επεκράτησαν εκμηδενίσθησαν τα προοδευτικά στοιχεία και ο Σπαρτιάτης πολίτης κύριο σκοπό της ζωής εθεωρούσε και πάλιν την αφοσίωση στην κοινότητα και στις πατροπαράδοτες αρχές.
Με αυτό τον τρόπο τακτοποίησε το εσωτερικό της πρόβλημα όχι όμως και την εξωτερική της πολιτική. Με τους Μηδικούς πολέμους σε ολόκληρη την Πελοπόννησο φαίνεται να κυριαρχεί μια διάθεση για δημοκρατικοποίηση, που ήταν φυσικό όχι μόνο να τη βλέπει η Σπάρτη με δυσφορία αλλά και να αντιδράσει καθώς το επικίνδυνο αυτό ρεύμα γι’ αυτήν είχε φθάσει ως τα σύνορα της και η Πελοποννησιακή συμμαχία φάνηκε να κλονίζεται.
Αξίζει να αναφερθεί μια πληροφορία του Διοδώρου (Ιστορικός). Το 475 π.Χ. οι Σπαρτιάτες επειδή έφερον βαρέως την απώλεια της ηγεμονίας στη θάλασσα εσκέφθησαν να κάμουν πόλεμο εναντίον των Αθηναίων και πολλοί από τους νεωτέρους Σπαρτιάτες αλλά και άλλοι έδειχναν μεγάλο ζήλο να ξαναπάρουν την ηγεμονία γιατί πίστευαν πως αν την έπαιρναν θα ευπορούσε η Σπάρτη και θα εγίνετο μεγαλύτερη και δυνατότερη.
Στην “Απέλλα” εκκλησία του λαού, δεν ηκούσθη αντίθετη φωνή μόνον ενός γερουσιαστού Ετοιμαρίδα τον οποίον ιδιαίτερα εκτιμούσαν οι συμπολίτες του δια την αρετήν του, επεχείρησε να τους συμβουλεύσει να αφήσουν την ηγεμονία εις τους Αθηναίους, γιατί δε συμφέρει εις τους Λακεδαιμονίους “της θαλάττης αμφισβητείν” και εμίλησε τόσο πειστικά ώστε έπεισε τη γερουσία και το Δήμο και έτσι φοβήθηκε κάθε ιδέα πολέμου κατά των Αθηναίων.
Αντιλακωνικά Κινήματα στην Πελοπόννησο
Στις Πελοποννησιακές πόλεις παρατηρείται φιλελεύθερη κίνηση με επικεφαλής το Άργος τον προαιώνιο εχθρό της Σπάρτης. Γύρω στο 472 π.X. το Άργος αποκτά δημοκρατικό πολίτευμα, εις την οργάνωση και τελειοποίηση του οποίου βοήθησε η εκεί παρουσία του Aθηναίου Θεμιστοκλή ο οποίος απέβλεπε σε μια γενικότερη αλλαγή στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη των Aργείων.
Tην εποχή αυτή παρατηρείται έντονο αντιλακωνικό ρεύμα στην Aργολίδα και Aρκαδία που εκμεταλλεύεται το Άργος και συνάπτει συμμαχία με την Tεγέα, συμμαχία που δεν διατηρεί επί πολύ ύστερα από την ήττα τους το 471 π.X. στην Tεγέα.
Tο 470 π.X. εκδηλώνονται στην Πελοπόννησο κινήματα δημοκρατικά και τάσεις ανεξαρτησίας, από την ηγεμονία της Σπάρτης και φυσικό ήταν να αντιδράσει η υπέρμαχος της ολιγαρχίας στην Eλλάδα, Σπάρτη και επέτυχαν να διατηρήσουν τη συνοχή της Πελοποννησιακής συμμαχίας.
Kατά τους χρόνους αυτούς η Σπάρτη αντιμετώπισε σοβαρότατο κίνδυνο από την εξέγερση των ειλώτων της Mεσσηνίας και Λακωνίας (είναι γνωστός ως Γ’ Mεσσηνιακός πόλεμος) και εκείνοι καθώς και οι περίοικοι είχαν αγωνισθεί στο πλευρό των Σπαρτιατών και φυσικόν ήταν να περιμένουν βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.
H εξέγερση αυτή συνδυάζεται με την πολιτική του Παυσανία και τις υποσχέσεις αυτού προς εκείνους και τώρα με την θανατική εκτέλεση αυτού (Παυσανία) και την επικράτηση των εφόρων χάνεται κάθε ελπίδα βελτιώσεως της θέσεώς των με ειρηνικά μέσα. Άρχισε (η εξέγερση) πιθανώς το 469, και ετελείωσε το 459 ύστερα από ένα καταστρεπτικό σεισμό, το μεγαλύτερο έως τότε. Kατά τον Πλούταρχο, στη γη των Λακεδαιμονίων άνοιξαν πολλά χάσματα και μερικές κορυφές του Tαΰγετου σχίσθηκαν.
Tο ωδείο και όλα τα σπίτια, εκτός από πέντε που έμειναν όρθια, έπεσαν. Επειδή οι σεισμικές δονήσεις κράτησαν ημέρες και οι τοίχοι των σπιτιών συνεχώς γκρεμίζοντο, θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια τους περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι. Αναφέρεται ότι σε ένα γυμνάσιο όπου ασκούνταν μαζί έφηβοι και νεανίσκοι, έτυχε πριν από το σεισμό να παρουσιασθεί ένας λαγός. Oι ασκούμενοι βγήκαν έξω, τον κυνήγησαν και γλύτωσαν, ενώ όσοι έμειναν μέσα το κτίριο έπεσε επάνω τους και σκοτώθηκαν.
H τρομερή αυτή συμφορά θεωρήθηκε ως τιμωρία του Ποσειδώνος γιατί είχαν βίαια ασποσπάσει από το βωμό του στο Tαίναρο είλωτες καταδικασμένους σε θάνατο όπου είχαν καταφύγει ως ικέτες. O μεγάλος αυτός σεισμός έδωσε το σύνθημα εξεγέρσεως των ειλώτων, οι οποίοι απεφάσισαν να κυριεύσουν την Σπάρτη και βάδισαν εναντίον της αιφνιδιαστικά, απέτυχαν όμως σ’ αυτό γιατί ο βασιλιάς Αρχίδαμος είχε σημάνει συναγερμό και οι επιζήσαντες Σπαρτιάτες πάνοπλοι προ της πόλεως απέτρεψαν τους είλωτες να προχωρήσουν.
Oι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων και η Αθήνα έστειλε τον Κίμωνα με 4 χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες. Επειδή κατά τους χρόνους αυτούς οι Αθηναίοι έκαμαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο πολίτευμα, οι Σπαρτιάτες τρόμαξαν μήπως παρασύρουν οι Αθηναίοι στρατιώτες τους ιδικούς των και κάμουν κανένα πραξικόπημα τους έδιωξαν μόνους αυτούς από όλους τους συμμάχους. Kέντρο και ορμητήριο της εξεγέρσεως η Ιθώμη, ισχυρότατο φρούριο.
Pήξη στις Σχέσεις Aθηνών – Σπάρτης
H αποπομπή του Κίμωνος με τον Αθηναϊκό στρατό (4 χιλιάδες) από την Ιθώμη υπήρξε μέγα πολιτικό σφάλμα των εφόρων της Σπάρτης και δημιούργησε για πρώτη φορά φανερή διάσταση μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών κατά του Θουκυδίδη. H Αθηναϊκή φιλοτιμία είχε βαθύτατα τραυματισθεί και φυσικά θεωρήθει αίτιος ο Κίμων ο οποίος Φιλολάκων ανέκαθεν είχε εισηγηθεί και επίμονα είχε υποστηρίξει και τελικά επέτυχε, παρά τις αντιρρήσεις των δημοκρατικών, την αποστολή αυτής της βοηθείας.
O Κίμων που επί δεκαπέντε χρόνια κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή των Αθηνών και είχε συντελέσει αποφασιστικά στις φιλικές σχέσεις Σπάρτης – Αθήνας και στη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στις δύο πόλεις, αντιμετώπισε τώρα φοβερή εχθρότητα που είχε ως αποτέλεσμα τον παραμερισμό του προς όφελος των Δημοκρατικών. Ήταν τόσο μεγάλη η αγανάκτηση των Αθηναίων από τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών, ώστε αποφασίστηκε η καταγγελία της ελληνικής συμμαχίας και σύναψη συμμαχίας το 462 με τους εχθρούς της (Σπάρτης) το Άργος και τη Θεσσαλία.
Δέκα χρόνια κράτησε η εξέγερση των ειλώτων. Tέλος οι πολιορκημένοι στην Ιθώμη είλωτες, αναγκάσθησαν να συνθηκολογήσουν με τους Λακεδαιμονίους, δίδοντας τέλος στο Γ’ Mεσσηνιακό πόλεμο, με όρους πολύ επιεικείς, πράγμα που δημιουργεί κατάπληξη αλλά και υποδηλώνει πρώτα πόσο είχε ταλαιπωρηθεί αλλά και κινδυνεύσει η Σπάρτη από την εξέγερση αυτή και ύστερα πόσο γενναία υπήρξε η αντίσταση των ειλώτων.
Αποφασίστηκε να φύγουν οι είλωτες ελεύθεροι από την Πελοπόννησο με τον απαράβατο όρο να μην επιστρέψουν στη γη τους ποτέ και όποιος γύριζε και συνελαμβάνετο έγινετο δούλος εκείνου που τον συνελάμβανε. Πρέπει να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ του είλωτος και δούλου κατά το Σπαρτιατικό πολίτευμα: ο πρώτος (είλωτας) είχε ορισμένα δικαιώματα. Eζούσε χωριστά από τους Σπαρτιάτες πολίτες, είχε δικό του σπίτι επαντρεύετο, είχε δική του οικογένεια, δεν κινδύνευε να πωληθεί ως δούλος. Oι δούλοι δεν είχαν τίποτε από τα δικαιώματα αυτά.
Oι Αθηναίοι με τη σειρά τους δέχονται τους Μεσσηνίους πρόσφυγες και τους εγκαθιστούν στη Ναύπακτο. H εγκατάσταση αυτών στη Ναύπακτο, που ήταν νευραλγικό σημείο για την ελεύθερη κίνηση των Κορινθιακών πλοίων προς το Ιόνιο – Ιταλία έβλαπτε πολύ την Κόρινθο, σύμμαχο της Σπάρτης και ανταγωνιστική δύναμη η Κόρινθος προς τους Αθηναίους και το εμπόριό τους.
H επικοινωνία της Kορίνθου με τον Ελληνισμό της Iταλίας, στην οποία επικοινωνία ώφειλε την οικονομική της άνθιση, εδυσκολεύετο, πράγμα που ώξυνε τις σχέσεις μεταξύ των δύο συνασπισμών. Mε τον τρόπο αυτό ενώ οι Aθηναίοι σημείωναν επιτυχίες στην επεκτατική τους πολιτική οι Σπαρτιάτες δεν ήταν σε θέση εκείνη τη στιγμή να υποστηρίξουν τους συμμάχους των Kορινθίους και η Πελοποννησιακή συμμαχία και η επικεφαλής αυτής Σπάρτη εδέχθηκε ένα ισχυρό κτύπημα.
H Εξωτερική Πολιτική της Σπάρτης ως το 431 π.X.
O εξωστρακισμός του Kίμωνος αποδυνάμωσε την αριστοκρατική παράταξη στην Aθήνα και έφερε στην εξουσία τη δημοκρατική και την αντισπαρτική πολιτική της.
Tο 460 π.X. η Σπάρτη συγκρούεται με το Άργος ηττάται και η ήττα αυτή απεδόθη εις τη συμμαχία Aθηνών – Άργους. H Σπάρτη δέχεται σιωπηλά το πικρό μάθημα και δοκιμάζει να προσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική σε νέες βάσεις σύμφωνα με τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Eλλάδα αλλά και σύμφωνα με τις μικρές στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε.
Kατά τους ίδιους χρόνους η Aθήνα συνεχίζει την επεκτατική της πολιτική με τον επιθετικό της πόλεμο εναντίον των Περσών αλλά και με πολεμικές επιχειρήσεις στην Eλλάδα. Mε τη συμμαχία της με το Άργος υπεισέρχεται σταδιακά εις την Πελοπόννησο και κεντρική Eλλάδα, χώρους που επηρέαζε η Σπάρτη. H Σπάρτη βλέπουσα να κλονίζεται το έδαφος κάτω από τα πόδια της αντιμετώπισε με δύο τρόπους.
Eπειδή δεν είχε αρκετές, στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να εμφανίζεται συνεχώς στα πολεμικά μέτωπα που άνοιγε η Aθήνα, περιστασιακά μόνον ο στρατός της έσπευδε να βοηθήσει τους αντιπάλους των Aθηναίων. Aλλά επειδή αυτός ο τρόπος δεν είχε μόνιμα αποτελέσματα, γιατί σύντομα ανετρέποντο τα αποτελέσματα που πετύχαινε, εχρησιμοποίησε ένα άλλο που αποδείχθηκε αποτελεσματικός και δημιούργησε μακροπρόθεσμα προβλήματα.
Σε πολλές σύμμαχες πόλεις της Aθηναϊκής παρατάξεως υπήρχαν ισχυρά αριστοκρατικά κόμματα, τα οποία φυσικό ήταν να ανησυχούν από το φιλοδημοκρατικό άνεμο που έπνεε σε όλη την Eλλάδα. Έως ότου ο Kίμων ήταν στην εξουσία δεν υπήρχε η ανησυχία αυτή διότι η Aθήνα δεν έθιξε τα πολιτεύματα των συμμάχων της.
Aυτή την ανησυχία των αριστοκρατικών εκμεταλλεύεται η Σπάρτη και προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική σε συνεννόηση με τους αριστοκρατικούς στις διάφορες πόλεις ως την έκκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Kαι ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε διά να διατηρήσει τη θέση της στον ελληνικό κόσμο και κατόρθωσε να προκαλέσει μεγάλες φθορές στην Aθήνα ιδίως μετά το 456 π.χ. H Aθήνα ήταν αναγκασμένη να αντιδρά για να μη χάσει τους συμμάχους της και κατόρθωσε να κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, να επεκτείνει την επιρροή της στο Iόνιο και να διαταράξει την ισορροπία των δυνάμεων στη Πελοπόννησο δημιουργώντας ρεύμα δυσφορίας εναντίον της Σπάρτης.
Ωστόσο κατέληξε να ζητήσει (η Αθήνα) τη σύναμη αρχικά 5ετούς ανακωχής και το 446 π.X. τριακοντούτεις σπονδές με τη Σπάρτη. H εναντίον της Αθήνας 446 π.Χ. πολιτική της Σπάρτης, ανοικτή και μυστική, είχε αποδώσει τους καρπούς της, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σταθερά προς τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Γνωρίζοντας σήμερα κανείς τις καταστρεπτικές συνέπειες της φοβερής αυτής πανελλήνιας συρράξεως βλέπει καθαρά σε ποιά διάλυση οδήγησε την Ελλάδα ο αρνητισμός της Σπάρτης που ξεκίνησε από την εγωιστική τάση της να κυριαρχήσει στον Ελληνικό κόσμο ενώ δεν είχε τη δυνατότητα αυτή.
O Περικλής όταν συνειδητοποίησε την κόπωση των πόλεων από τις συγκρούσεις, ζήτησε τη σύγκληση Πανελληνίου συνεδρίου στην Aθήνα με συμμετοχή και της Σπάρτης οι Λακεδαιμόνιοι όμως εμπόδισαν με κάθε τρόπο την πραγματοποίηση αυτού του φωτεινού σχεδίου, πράγμα που έδειξε ότι η τελική σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων πόλεων ήταν αναπόφευκτη .
Τα Αποτελέσματα του Αθηναϊκού Επεκτατισμού
Με το τέλος των Περσικών πολέμων οι δύο μεγάλες πόλεις – κράτη Αθήνα – Σπάρτη επεδίωξαν η κάθε μια για λογαριασμό της να κυριαρχήσει στον ελληνικό χώρο. O ανταγωνισμός των κρυφός στην αρχή φανερός μετά το 461 π.Χ. οδήγησε σε πολλές μικρές τοπικές συγκρούσεις, που δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα υπέρ της μιας εκ των δύο.
Στην αρχή η Σπάρτη με κόπο προσπαθεί να διατηρήσει τη συνοχή της Πελλοποννησιακής συμμαχίας που στο τέλος το επιτυγχάνει, η δε Αθήνα ιδρύει και σταθεροποιεί για μερικές δεκαετίες την εκπληκτική σε έκταση συμμαχία της, η οποία της εδημιούργησε τις προϋποθέσεις της λαμπρής αναπτύξεώς της στη διάρκεια της πεντηκονταετίας.
Το ναυτικό και το εμπόριο της γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη καθώς και η οικονομία της, το δημοκρατικό πολίτευμα εσταθεροποιήθηκε, ο πληθυσμός ήταν ευχαριστημένος διότι είχε απασχόληση, η Αθήνα έγινε το μεγαλύτερο οικονομικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, επρογραμματίσθησαν και εκτελέστηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα και άφθαστη τελειότητα μεγάλα έργα, που άφησαν άσβηστη τη μνήμη τους στους μεταγενέστερους.
Τα μεγάλα αυτά έργα εκτελέστηκαν και με τη χρησιμοποίηση των συμμαχικών χρημάτων, χωρίς να ερωτηθούν γι’ αυτό οι σύμμαχοι, πράγμα που εδημιούργησε δυσαρέσκειες και η Αθήνα υποχρεωμένη να διατηρήσει τη συνοχή της συμμαχίας έφθασε να γίνεται οχληρός και βαρύς αρχηγός πιέζοντας ποικιλότροπα τους συμμάχους υποχρεώνοντας π.χ. να εγκαθιδρύουν δημοκρατικά πολιτεύματα και άλλα. Έτσι κλονίσθηκε εσωτερικά η συνοχή της συμμαχίας, οι δυσαρεστημένοι σύμμαχοι κατέληξαν σε αποστασίες, οι σχέσεις τους να κλονίζονται, η Αθήνα να ταλαιπωρείται με την καταστολή των εξεγέρσεων αλλά και την άγρυπνη επιτήρηση που ήταν ανάγκη να ασκεί συνεχώς.
Παρά ταύτα η Αθηναϊκή συμμαχία προσέφερε πολλά οφέλη στην Ελλάδα στο διάστημα της θαλασσοκρατορίας της. Εκδιώξασα τους Πέρσες από τις ελληνικές θάλασσες ελευθέρωσε τους δρόμους του εμπορίου με τον Εύξεινο Πόντο και έδωσε τη δυνατότητα σε όλα τα πλοία να πλέουν με ασφάλεια, με αποτέλεσμα να ανθίσει γενικά το εμπόριο και να πλουτίζουν οι ελληνικές πόλεις και εξησφάλισε τον επισιτισμό αυτών.
Εκτός όμως από αυτά αλλά και με αυτά εδημιούργησε μία πολιτική ενότητα στην οικονομία γιατί ο Πόντος και η Ανατολική Μεσόγειος έγιναν “μια διεθνής αγορά” που η εκμετάλλευσή της πλούτισε όλες τις πόλεις και όχι μόνον τον Πειραιά. Ακόμη έδινε την ευκαιρία στους ανθρώπους των συμμάχων πόλεων ερχόμενοι εις Αθήνας διά διαφόρους λόγους να γνωρίσουν από κοντά την πρωτοφανή πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση της Αθήνας.
Τη λογοτεχνία, φιλοσοφία, την ίδια της την κομψή διάλεκτο (την Αττική) που έγινε έτσι πανελλήνιο όργανο, τη νομοθεσία τη λειτουργία μιας δημοκρατίας και να επηρεάζονται από τις ιδέες και το σύστημά της. Και δικαίως ελέχθη “η Αθήνα την εποχή του Περικλέους δεν ήταν η πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας δεν θα είχε αφήσει άσβηστη τη φήμη της στους αιώνες”.
Πανελλήνια Πολιτική του Περικλέους
Ο Περικλής υπήρξε ο μέγιστος πολιτικός της αρχαιότητος, άνθρωπος δράσεως, με σπουδαία ταυτόχρονα πνευματική καλλιέργεια και υψηλό ήθος, είχε ιδέες υψηλές, διέθετε φρόνημα γενναίο και ήταν χαρακτήρας ήπιος και ευγενής. Προικισμένος σε ύψιστο μάλιστα βαθμό με αυτά τα χαρίσματα εδραστηριοποιήθηκε εξίσου σε όλους τους αναπτυξιακούς τομείς της πόλεως.
Στον πολοεμικό τομέα όταν χρειάστηκε να πολεμήσει αποδείχθηκε έξοχος στρατηγός και πολεμιστής γενναιότατος. “Εννέα τρόπαια” (μνημεία νίκης) εχάρισε στην πόλη του. Με την καθοδήγησή του εδραιώθηκε και λειτούργησε άψογα στην εποχή του το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά εκείνο που τον ανέδειξε σε προσωπικότητα, υπόδειγμα λαμπρό και απλησίαστο ήταν τα πολιτιστικά του επιτεύγματα που άφησαν και τη φήμη του αιώνια.
Οραματίσθηκε την Αθήνα ως το κέντρο της γης, μεγάλη και ισχυρή ανθηρή στα οικονομικά, μια πόλη με τέλεια εσωτερική λειτουργία και τόσο λαμπρή σε εμφάνιση, ώστε να θαμπώνει τον επισκέπτη από το πρώτο της αντίκρισμα, να την κάμει “παιδευτήριον” της Ελλάδος” και από το 448 π.Χ. έστρεψε το ενδιαφέροντ ου στα μεγάλα έργα.
Οραματίσθηκε την Αθήνα ως το κέντρο της γης, μεγάλη και ισχυρή ανθηρή στα οικονομικά, μια πόλη με τέλεια εσωτερική λειτουργία και τόσο λαμπρή σε εμφάνιση, ώστε να θαμπώνει τον επισκέπτη από το πρώτο της αντίκρισμα, να την κάμει “παιδευτήριον” της Ελλάδος” και από το 448 π.Χ. έστρεψε το ενδιαφέροντ ου στα μεγάλα έργα.
Οι Τριακοντούτεις σπονδαί που τότε έγιναν εξησφάλισαν επίφαση ειρήνης μόνον, αφού στην πραγματικότητα ο ψυχρός “πόλεμος” εναντίον της Αθήνας και της συμμαχίας της, εκ μέρους της Σπάρτης, είχε ενταθεί. Η Σπάρτη και οι άλλοι ολιγαρχικοί Έλληνες καθώς έβλεπαν την Αθήνα να ισχυροποιείται ανησυχούσαν. Ο Ελληνικός εγωισμός κεντρίσθηκε και αναζωπυρήθηκε κατάλληλα από εκείνους που είχαν κάθε συμφέρον, τρομοκρατημένοι από την Αθηναϊκή άνθηση, να τον ενεργοποιήσουν, για να μην χάσουν τα κεκτημένα.
Το Πανελλήνιο Συνέδριο
Περί το 448 π.Χ. βλέποντας αυτές τις αντιδράσεις ο Περικλής εισήγαγε ψήφισμα να προσκληθούν όλοι οι Έλληνες Ευρώπης – Ασίας μεγάλων και μικρών πόλεων να στείλουν αντιπροσώπους για συνέδριο στην Αθήνα με θέματα: Διασφάλιση της Διεθνούς ειρήνης και της ελευθερίας των θαλάσσιων δρόμων, αναστήλωση των ναών που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες και καθιέρωση θυσιών στα ιερά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης των Ελλήνων για τη βοήθεια των Θεών στους εθνικούς πολέμους.
Έτσι θα εγίνετο η Αθήνα ρυσίβωμον (ο υπερασπίζων τους βωμούς) Ελλάνων άγαλμα δαιμόνων” όπως την ονομάζει ο Αισχύλος στις “Ευμενίδες” του. Ορίστηκε να σταλούν 20 άνδρες πενηντάρηδες, στην Ιωνία στα νησιά και όπου Έλληνες στο Αιγαίο, και να ζητήσουν την αποστολή αντιπροσώπων. Αλλά η ωραία αυτή προσπάθεια εναυάγησε διότι αντέδρασαν οι Λακεδαιμόνιοι χωρίς τη συμμετοχή των οποίων οι αποφάσεις του συνεδρίου δεν θα είχαν το πανελλήνιο κύρος.
Εάν εγίνετο το συνέδριο και επιτυγχάνετο η λύση των διαφόρων προβλημάτων με κοινή απόφαση όλων των Ελλήνων ίσως οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις να μην έφθαναν στον Πελοποννησιακό πόλεμο, το ψήφισμα αυτό δείχνει όχι μόνο το πανελλήνιο πνεύμα αλλά και τη φιλειρηνική διάθεση του Περικλέους.
Προβλήματα η Δυτική Θράκη και Ανατολική Μακεδονία
Η αποστασία συμμάχων πόλων ως ανωτέρω εδηλώθη και η καταστολή της αποστασίας χάρη στο ισχυρό Αθηναϊκό ναυτικό, έσωσε το γόητρο της πόλεως. Δεν εσταμάτησε όμως να υπάρχουν προβλήματα διά τους συμμάχους πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, Θράκης, (Θράκη τότε), Ευξείνου Πόντου περιοχές από όπου η Αθήνα επρομηθεύετο τις πρώτες ύλες της βιομηχανίας και τον επισιτισμό της και των συμμάχων πόλεων.
Με την ίδρυση της Αμφιπόλεως κοντά στο Στρυμόνα ποταμό και με συνθήκες φιλίας με τον Περδίκα Β’, το βασιλέα των Οδρυσών και άλλους τα Αθηναϊκά πλοία έφθαναν ως τον Κιμμέριο Βόσπορο (Κριμαία Νότιος Ρωσία) που όπου οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν πλήθος αρχαιολογικών ευρυμάτων προελεύσεως Αθηναϊκής βιομηχανίας.
Από το 439 π.Χ. και εξής και οι περί τον Αμβρακικόν κόλπον Έλληνες άρχισαν ερίζοντες μεταξύ των (Αμβρακιώτες – Αμφίλοχοι) και εζητήθη η επέμβαση των Αθηναίων και επειδή οι αντιμαχόμενες πόλεις δεν ανήκαν στην Πελοποννησιακή συμμαχία, οι Αθηναίοι δεν εμποδίζοντο από τις τριακοντούτεις σπονδές να επέμβουν αφού τους παρουσιάζετο η απροσδόκητη ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους και σε κείνη την περιοχή, Αθηναϊκός δε στόλος από 30 πλοία έσπευσε στον κόλπο της Αμβρακίας.
Η Αθηναϊκή ενέργεια ενόχλησε τους Κορινθίους γιτί η Αμβρακία ήταν δική τους αποικία και ο Αθηναϊκός στόχος ήτο δυνατόν να επέμβει στην περιοχή, χώρο δικής τους επιρροής. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε μια μεγάλη κρίση στις σχέσεις της (Κορίνθου) με την πανίσχυρη αποικία της (της Κορίνθου) την Κέρκυρα που τελικά οδήγησε σε ανοικτή σύγκρουση μεταξύ τους (Κορίνθου – Κέρκυρας).
Η Κέρκυρα, που την ίδρυσε η Κόρινθος (730 π.Χ.), γρήγορα αναπτύχθηκε εμπορικά, ναυτικά 120 πλοία. Το 626 π.Χ ιδρύει ιδική της αποικία την Επίδαμνο Αλβανία, η οποία πολύ γρήγορα έγινεν πολυάνθρωπος μεγάλη δύναμη. Εσωτερικές ταραχές μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών πολυετείς κατά τις οποίες επεκράτησαν οι δημοκρατικοί αλλά οι ολιγαρχικοί σε συνεργασία με τους Ιλλυριούς (Ιλλυρία μέρος Αλβανίας) ελεηλάτουν την περιοχήν και από την ξηρά και από τη θάλασσα.
Οι Δημοκρατικοί Επιδάμνιοι εζήτησαν τη βοήθεια της μητροπόλεως Κέρκυρας η οποία (Κέρκυρα) ηρνήθη τη βοήθεια. Ύστερα από την άρνηση των Κερκυραίων οι Επιδάμνιοι κατόπιν συμβολής και του Μαντείου των Δελφών εζήτησαν τη βοήθεια των Κορινθίων οι οποίοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα. Παρά τις προσπάθειες των Κερκυραίων να λυθεί ειρηνικά το θέμα τελικά συγκρούσθηκαν οι δύο στόλοι (Κορινθιακός – Κερκυραϊκός) έξω από το ακρωτήριο της Λευκίμμης.
Οι Κορίνθιοι “οργή φέροντες” την ήττα τους ετοιμάσθηκαν ισχυρότατα και οι Κερκυραίοι εζήτησαν διά πρεσβείας τη βοήθεια των Αθηνών αλλά και Κορίνθιοι πρέσβεις εστάλησαν στας Αθήνας. Το θέμα συζητήθηκε στην εκκλησία του Δήμου και απεφασίσθη να κάμουν “επιμαχία” αμυντική συμμαχία με την Κέρκυρα γιατί πίστευαν ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος θα εγίνετο και η Κέρκυρα λόγω θέσεως και ναυτικού τους εχρειάζετο και έστειλαν 10 πλοία με την εντολή να μην ναυμαχήσουν με τους Κορινθίους. Οι δύο στόλοι Κορινθίων – Κερκυραίων συνεκρούσθησαν παρά τα νησιά Σύβοτα (Θεσπρωτία) ο Αθηναϊκός στόλος αρχικά παρακολούθει εξ αποστάσεως αλλά στο τέλος επενέβη υπέρ των Κερκυραίων.
Οι Κορίνθιοι “οργή φέροντες” την ήττα τους ετοιμάσθηκαν ισχυρότατα και οι Κερκυραίοι εζήτησαν διά πρεσβείας τη βοήθεια των Αθηνών αλλά και Κορίνθιοι πρέσβεις εστάλησαν στας Αθήνας. Το θέμα συζητήθηκε στην εκκλησία του Δήμου και απεφασίσθη να κάμουν “επιμαχία” αμυντική συμμαχία με την Κέρκυρα γιατί πίστευαν ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος θα εγίνετο και η Κέρκυρα λόγω θέσεως και ναυτικού τους εχρειάζετο και έστειλαν 10 πλοία με την εντολή να μην ναυμαχήσουν με τους Κορινθίους. Οι δύο στόλοι Κορινθίων – Κερκυραίων συνεκρούσθησαν παρά τα νησιά Σύβοτα (Θεσπρωτία) ο Αθηναϊκός στόλος αρχικά παρακολούθει εξ αποστάσεως αλλά στο τέλος επενέβη υπέρ των Κερκυραίων.
Η Πολιτική Κατάσταση στην Αθήνα
Κατηγορίες ποικίλες διετυπώθησαν εναντίον του Περικλέους κυρίως σχετικά με την άρνησή του να ανακαλέσει η Αθήνα το Μεγαρικό ψήφισμα. Οι συκοφαντίες αυτές που αναφέρει ο Πλούταρχος σκοπόν είχαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι από εγωισμό ή από αυθάδεια και εριστική διάθεση περιφρόνησε τους Λακεδαιμονίους για να κάμει επίδειξη ισχύος και έτσι ματαίωσε την προσπάθεια για τη χαλάρωση της εντάσεως μεταξύ των δύο συμμάχων της Πελοποννησιακής συμμαχίας (Μεγάρων – Κορίνθου) και επέσπευσε την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Οι φήμες αυτές αντίθετες με τις πραγματικά φιλειρηνικές διαθέσεις του Περικλέους προέρχονται από τους αντιπολιτευόμενους του Περικλή διά να τον φθείρουν επιρρίπτοντας εις αυτόν την ευθύνη του πολέμου “μόνος έσχε του πολέμου την αιτίαν” τω τότε η Δημοκρατία λειτουργούσε τέλεια, τα οικονομικά της πόλεως ευρίσκοντο σε άνοδο, τα μεγάλα έργα της Ακροπόλεως ετελείωναν χάρη στον Περικλή και σ’ αυτό το σημείο ο Περικλής ήταν άτρωτος.
Εχρειάζετο όμως η αντιπολίτευση κάποια αφορμή στην αντιπολιτευτική της γραμμή πρώτο σημείο, την “καταπίεση” των συμμάχων πόλεων όπως ισχυρίζοντο τα Μέγαρα – Κόρινθος Αίγινα – και δεύτερο μια σειρά από δίκες εναντίον των στενών συνεργατών του Φειδία για υπεξαίρεση χρυσού από την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς, ότι είχε απεικονίσει τον εαυτόν του και τον Περικλή εις την ασπίδα της Αθηνάς, τον Αναξαγόρα επί “Ασεβεία” την Ασπασία την φίλη του.
Οι δίκες αυτές, που υπήρξαν ένα θλιβερό φαινόμενο στη Δημοκρατική Αθήνα τον ελύπησαν πολύ, έδωσαν αφορμή να θεωρηθεί από το λαό και ο Περικλής ένοχος και επειδή φοβήθηκε το δικαστήριο άναψε τον πόλεμο και οι κατηγορίες αυτές έδωσαν αφορμή λέει ο Πλούταρχος. Και δεν αντιμετώπιζε μόνον τους αντιπάλους τους αριστοκρατικούς αλλά και τους φιλοπολέμους του κόμματος του τις απόψεις των οποίων δεν συνεμερίζετο.
Αλλά παρ’ όλην τη μετριοπάθειά του και τις φιλειρηνικές του διαθέσεις, ο φοβερός ανταγωνισμός ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις Σπάρτη – Αθήνα δεν εκτονώθηκε, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Την πραγματική του αιτία την είχα διαβλέψει και την εκφράζει επιγραμματικά ο Θουκυδίδης “τους Αθηναίους μεγάλους γεγενημένους και φόβον παρέχοντας τοις Λακεδαιμονίοις αναγκάσαι ες το πολεμείν”.
Από αυτά γίνεται φανερό πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα στην Αθήνα τις παραμονές του πολέμου και ότι χάρη στην προσωπικότητα του Περικλέους το δημοκρατικό πολίτευμα, όσο το κατηύθυνε ο ίδιος, λειτουργούσε θαυμάσια.
Ο Περικλής πιστεύεται ότι κατόρθωσε το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία της ανθρωπότητος, να καλλιεργήσει και διαπλάσσει το Δήμο της Αθήνας, έτσι ώστε να γίνει “το σπουδαιότερο λαϊκό ακροατήριο που γνώρισε η Ιστορία” διεφύλαξε και “ανύψωσε το πολίτευμα που καταξιώνει την αθρώπινη αξιοπρέπεια, τη Δημοκρατία, οι διάδοχοί του δεν κατόρθωσαν να τη διατηρήσουν εις το ύψος που εκείνος την είχε ανεβάσει και με την πολιτική τους απέδειξαν ότι το θαυμαστό αυτό πολίτευμα διά να ανθίσει για καιρό χρειάζεται ηγέτη μεγάλο, αδιάφθορο, συνετό για να το κατευθύνει ανυστερόβουλα, υποδεικνύοντάς του το συμφέρον του.
Ο Περικλής “ο κλασικότερος Αθηναίος,” όπως τον ονόμασαν, πραγματοποίησε αυτό το θαύμα που δεν το άφησαν όμως να διαρκέσει οι πολλοί, εκείνοι ακριβώς που για χάρη τους και προς το συμφέρον τους αγωνίσθηκε χρόνια να το δημιουργήσει και να αποτελέσει “άστρον φωτεινόν”.
480 π.Χ. – 431 π.Χ. Κάτω Ιταλία και Σικελία
Κατά την ίδια χρονική περίοδο ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας, Μεγάλης Ελλάδας όπως ονομάσθηκε και Σικελίας διατηρώντας στενούς δεσμούς με τον Μητροπολιτικό ελληνισμό και διαβιώντας υπό κλιματολογικές και γενικότερες συνθήκες ανάλογες προς των Ελλήνων της Μητροπόλεως, έζησαν έντονα δημιουργική ζωή σε αρκετούς τομείς, ιδιαίτερα στη φιλοσοφία και στην τέχνη, ανήγειραν μεγαλοπρεπείς ναούς δωρικούς, έκοψαν νομίσματα, το εξαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο τους έδωσε πλούτο και ευημερία.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας, Μεγάλης Ελλάδας όπως ονομάσθηκε και Σικελίας διατηρώντας στενούς δεσμούς με τον Μητροπολιτικό ελληνισμό και διαβιώντας υπό κλιματολογικές και γενικότερες συνθήκες ανάλογες προς των Ελλήνων της Μητροπόλεως, έζησαν έντονα δημιουργική ζωή σε αρκετούς τομείς, ιδιαίτερα στη φιλοσοφία και στην τέχνη, ανήγειραν μεγαλοπρεπείς ναούς δωρικούς, έκοψαν νομίσματα, το εξαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο τους έδωσε πλούτο και ευημερία.
Η μάχη της Ιμέρας νικηφόρα κατά των Καρχηδονίων εδραίωσε την ασφάλεια όλης της περιοχής και έδωσε πλούσια λάφυρα τα οποία μαζί με άλλα εβοήθησαν εις την ανάπτυξη της περιοχής. Και εδώ τα Ελληνικά κράτη αλληλεμάχοντο, μεταξύ των είχαν οξύτατες αντιθέσεις και σοβαρά προβλήματα που εμποδίζουν την ομαλή πολιτική ζωή.
Αυτά όμως τα κράτη πλεονεκτούσαν έναντι εκείνων της Μητροπόλεως, είχαν εξαιρετικά γόνιμο γη και δεν χρειάσθηκε να πολεμήσουν εναντίον των Καρχηδονίων επί εβδομήκοντα χρόνια μετά τη νίκη της Ιμέρας 480 π.Χ. ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους μετά τη νίκη των Πλαταιών 479 π.Χ. και της Μυκάλης συνέχισαν τον πόλεμον κατά των Περσών επί τριάντα χρόνια.