Σε στιγμές εκνευρισμού, κούρασης, έντασης, θυμού, ανησυχίας ή αγωνίας μπορεί να ξεστομίσουμε πολλά χωρίς να τα σκεφτούμε. Το πρόβλημα όμως είναι πού απευθυνόμαστε. Μικρό το κακό αν έχουμε απέναντί μας έναν ενήλικα. Τι γίνεται όμως, αν απευθύνουμε τα λόγια αυτά στο παιδί μας; Αρκούν λίγα μόνο παρόμοια περιστατικά για να το απομακρύνουν από κοντά μας και να το γεμίσουν αρνητικά συναισθήματα. Σε βάθος χρόνου, κουβέντες που δε σκεφτόμαστε και τις περνάμε μάλλον για αθώες μπορεί να κάνουν τεράστιο κακό στην αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του και να το επηρεάσουν ανεπανόρθωτα. Ας έχουμε κατά νου ότι τα λόγια πληγώνουν πιο πολύ από τις πράξεις και δύσκολα ξεχνιούνται από ένα παιδικό μυαλό που διαμορφώνει την προσωπικότητά του σύμφωνα με αυτά που ακούει, τις παραστάσεις που βλέπει και τα συναισθήματα που του δημιουργούν από όλα αυτά. Τι δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να μην πούμε στο παιδί μας;
«Σταμάτα επιτέλους να κλαις!»
Το παιδί έχει πάντα συγκεκριμένο λόγο που κλαίει. Μπορεί να πονάει, να νυστάζει, να πεινάει, να φοβάται και να έχει χίλιους δυο δυσάρεστους λόγους που το κάνουν να διαμαρτύρεται. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι το κάνει από καπρίτσιο ή επειδή θέλει να τραβήξει την προσοχή μας. Ακόμα κι αν δεν είναι σε ηλικία που μπορεί να μιλήσει για να επικοινωνήσει μαζί μας με λόγια, οφείλουμε να δώσουμε προσοχή σε ό,τι του συμβαίνει και να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πρόβλημά του.
«Σταμάτα να κλαις, αλλιώς θα σε δείρω!»
Το παιδί όχι μόνο έχει να αντιμετωπίσει τη δυσάρεστη κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά απειλείται κιόλας από τον ίδιο του τον γονιό. Η αισθηση του φόβου τείνει να γίνει κυρίαρχη.
«Άσε με ήσυχο/ήσυχη!»
Όση δουλειά και να έχουμε, όσο και να πνιγόμαστε στις υποχρεώσεις, το κύριο μέλημά μας θα πρέπει να είναι το παιδί μας. Με το να του ζητάμε να μας αφήσει στην ησυχία μας, του στέλνουμε άμεσα το μήνυμα ότι δεν ενδιαφερόμαστε για εκείνο, δεν το έχουμε προτεραιότητά μας. Αν όντως δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εκείνη τη στιγμή, του εξηγούμε ήσυχα ότι του υποσχόμαστε πως θα είμαστε κοντά του σε λίγο.
«Μακάρι να ήσουν σαν τον αδελφό ή την αδελφή σου!»
Δημιουργούμε αισθήματα ανταγωνισμού και σύγκρισης ανάμεσα στα αδέρφια ωθώντας το ένα παιδί να νιώθει πως μειονεκτεί και το άλλο πως υπερτερεί.
«Μην κάνεις σαν μωρό»
Μπορεί να μην είναι μωρό, αλλά δεν είναι και ενήλικας. Επομένως, δεν μπορούμε να περιμένουμε να φερθεί σαν ένας τέτοιος.
«Κάτσε να φωνάξω την μαμά/τον μπαμπά σου και θα δεις τι θα γίνει!»
Ρίχνουμε το μπαλάκι στον άλλο γονιό, τον παρουσιάζουμε σαν τον «κακό» της ιστορίας, ενώ εμείς δείχνουμε ολοφάνερα ότι έχουμε χάσει τον έλεγχο.
«Με απογοητεύεις»
Αν απογοητεύει τον ίδιο του τον γονιό, με τι κουράγιο θα καταφέρει να μην απογοητεύσει κάποιον ξένο (δάσκαλο, φίλο, αφεντικό κλπ) στο μέλλον;
«Είσαι τεμπέλης/χαζός/ανόητος/κακό παιδί/χοντρός»
Αυτοί κι άλλοι παρόμοιοι χαρακτηρισμοί απλά απαγορεύονται. Το παιδί αργά ή γρήγορα θα πιστέψει ότι το εννοούμε και ότι έχουμε και δίκιο.
«Δε θα σε ξαναπάω στις κούνιες/σου ξαναπάρω παγωτό»
Και άλλες παρόμοιες προειδοποιήσεις και τελεσίδικες αποφάσεις επίσης απαγορεύονται. Θα μας μισήσει, αν απειλήσουμε να του στερήσουμε κάτι που τόσο αγαπάει.
«Δεν υποφέρεσαι πια!»
Είναι λάθος να κάνουμε το παιδί μας να αισθάνεται ότι μας είναι βάρος, θα απομακρυνθεί και κάποια στιγμή θα μας το ανταποδώσει.
«Είσαι κακό παιδί»
Ξέρουμε καλά ότι δεν είναι κακό παιδί, κακιά είναι η πράξη που πιθανόν έκανε. Αυτό είναι που οφείλουμε να του εξηγήσουμε, ότι δηλαδή αυτό που έκανε δεν είναι σωστό και δε θα πρέπει να επαναληφθεί.
«Μπορείς και καλύτερα»
Σίγουρα μπορεί, αλλά αν μόλις κατόρθωσε κάτι (π.χ. πήρε πολύ καλό βαθμό στο διαγώνισμα) μετά από μεγάλη προσπάθεια, ας επικεντρωθούμε σε αυτό, ας το συγχαρούμε και ας του δώσουμε να καταλάβει πως αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί.
«Είσαι σαν τη μάνα/τον πατέρα σου»
Ακυρώνουμε απευθείας τον άλλο γονιό στα μάτια του παρουσιάζοντάς τον σαν έναν άνθρωπο ανεπαρκή, προβληματικό και με άσχημο χαρακτήρα. Ό,τι κι αν είναι ο άλλος γονιός, το παιδί αργά ή γρήγορα θα το καταλάβει και θα βγάλει τα συμπεράσματα μόνο του.
«Θα φας ξύλο!»
Άλλη μία απειλή που δε βγάζει πουθενά. Κάνουμε το παιδί να μας φοβάται, ενώ ταυτόχρονα το εξοικειώνουμε με τη βία.
«Σκάσε!»
Ύψιστη μορφή αγένειας που δείχνει ότι δεν έχουμε τρόπους. Οπότε γιατί να έχει κι εκείνο στο μέλλον; Επιπλέον, δείχνουμε ότι θέλουμε να το ξεφορτωθούμε, δεν το αντέχουμε, μας είναι βάρος.
«Όλα λάθος τα κάνεις»
Κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Ούτε εμείς οι ίδιοι ήμασταν σαν παιδιά ούτε ακόμα και τώρα. Λέγοντάς του κάτι τέτοιο θα του δημιουργήσουμε αδιαφορία απέναντι σε όλα, αφού θα θεωρήσει ως δεδομένο πως δεν αξίζει να καταπιαστεί με τίποτα, αφού στο τέλος δε θα κάνει τίποτα σωστά.
«Ασ’ το εσύ δεν μπορείς, θα το κάνω εγώ»
Αν είναι κάτι που πράγματι μπορεί να το κάνει, το αφήνουμε να το κάνει (να στρώσει το κρεβάτι του, να τακτοποιήσει το δωμάτιό του, να φτιάξει ένα τοστ, να βάλει φαγητό στο σκύλο κλπ). Εκτός με το να υπονοούμε ότι είναι ανάξιο, του στερούμε και το αίσθημα της ευθύνης.
«Πρόσεχε, θα πέσεις!»
Ακόμα κι αν φοβόμαστε θεωρώντας πως πάει να κάνει κάτι που ενέχει ένα βαθμό δυσκολίας ή επικινδυνότητας, το αφήνουμε να το κάνει. Με το να το τρομάζουμε για το παραμικρό, θα το κάνουμε να φοβάται με ψύλλου πήδημα και να νιώθει πως μεγαλώνει «μέσα στη γυάλα».
Και δεν είναι μόνο αυτές. Υπάρχουν δεκάδες φράσεις αλλά και φράσεις-κλισέ που όλοι έχουμε ακούσει από τους γονιούς μας και μας έχουν επηρεάσει χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν μιλήσουμε λοιπόν, ας σκεφτούμε αν αυτό που πάμε να πούμε θα έχει κάποιο αντίκτυπο στο παιδί μας και πόσο μπορεί να το βλάψει μελλοντικά.