ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΟΥΗ
Η κριτική σκέψη και γενικά η πνευματική δραστηριότητα σχετίζονται σημαντικά με τη βιολογική-ψυχολογική και κοινωνική ωριμότητα και τη νοημοσύνη του ατόμου. Πολλοί άνθρωποι έχουν την ξεχωριστή ικανότητα να είναι κριτικοί στη σκέψη τους, όμως το σχολείο είναι αυτό που θα οξύνει την ικανότητα αυτή. Αλλά και αυτοί που έχουν το φυσικό χάρισμα της κριτικής σκέψης γιατί να μην το καλλιεργήσουν;
Η δυνατότητα καλλιέργειας της κριτικής σκέψης και η πεποίθηση ότι αυτή µπορεί να διδαχθεί επιβεβαιώνεται ερευνητικά. Σήµερα θεωρείται ότι η διδασκαλία της κριτικής σκέψης µπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη εξειδικευµένων χαρακτηριστικών της σκέψης όπως είναι η καθαρότητα, η σαφήνεια, η ακρίβεια, η συνέπεια, η λογικότητα, η εµβάθυνση, η ολοκλήρωση, η αµεροληψία και η επάρκεια. Προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών της σκέψης είναι η εκτεταµένη εξάσκηση και η µακροχρόνια καλλιέργεια ως αποτέλεσµα της εκπαίδευσης των µαθητών ξεκινώντας από τις µικρότερες ηλικίες, θέτοντας στόχους και χρησιµοποιώντας µέσα κατάλληλα προσαρµοσµένα στην κάθε ηλικία ή οµάδα. Όµως, οι ατοµικές και κοινωνικές παράµετροι καθορίζουν τον τρόπο µε τον οποίο ο καθένας χρησιµοποιεί ή όχι αυτά τα εξειδικευµένα χαρακτηριστικά της σκέψης και συχνά συµβάλλουν στην επιλεκτική χρήση τους.∆ύσκολα οι κοινωνίες ή οι οργανωµένες οµάδες αποδέχονται τα µέλη τους που αναγνωρίζουν λογικότητα ή αντικειµενικότητα ή δικαιοσύνη στα επιχειρήµατα ή τις θέσεις αντιπάλων.
Η σκέψη είναι εργαλείο δύναµης και επικράτησης αλλά η κριτική σκέψη, µπορεί να συµβάλει στην ακύρωση της υποκειµενικότητας και την άρση της προκατάληψης. Θέλουµε να διαµορφώσουµε µαθητές µε κρίση και ανοιχτό µυαλό, δεκτικούς στις προκλήσεις, πρόθυµους να αναγνωρίσουν το δικαίωµα των άλλων και συνεπώς του εαυτού τους στη διαφορετικότητα, αναζητητές και δηµιουργούς του νέου, του πρωτότυπου και του καλύτερου, ενήµερους και ώριµους να διαχειριστούν το απρόβλεπτο, να δαµάσουν το άγνωστο και να προβλέψουν τα επερχόµενα.
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών µπορεί να ιδωθεί µέσα από το τρίπτυχο της οργάνωσης δραστηριοτήτων για καλλιέργεια και εξάσκηση, της διδασκαλίας τεχνικών, στρατηγικών λύσης προβλήματος και μοντελοποίησης, καθώς και της αξιολόγησης της κριτικής σκέψης. Συγκεκριµένα αναµένεται οι εκπαιδευτικοί:
(α) Να οργανώνουν τη διδασκαλία των µαθηµάτων µε τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η εµπλοκή των µαθητών σε καταστάσεις προβληµατισµού τέτοιες που να προκαλούν το ενδιαφέρον και να είναι όσο πολύπλοκες και ρεαλιστικές που να ταιριάζουν στην κάθε ηλικία ή οµάδα παιδιών,
(β) Να ενθαρρύνουν τους µαθητές να διατυπώνουν µέσα στην καθηµερινή πρακτική του µαθήµατος κρίσεις και αξιολογήσεις βασιζόµενοι σε επιχειρήµατα, µέτρο της ποιότητας των οποίων να είναι η σαφήνεια, η συνέπεια, η λογικότητα και η αµεροληψία τους και, τέλος,
(γ) Να αναζητούν και να προκαλούν στις αξιολογήσεις που κάνουν ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης και διατύπωση κριτικής επιχειρηµατολογίας απέναντι σε θέσεις τρίτων, και απέναντι σε κοινωνικά ή ιστορικά γεγονότα.
Η καλλιέργεια και ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, ως ενός από τους σκοπούς του σχολείου, αναπτύσσεται, όταν η απόκτηση της γνώσης πραγματώνεται μέσα από (α) τον σχηματισμό εννοιών και γενικεύσεων, (β) την κατανόηση των δομών της οργανωμένης γνώσης, (γ) την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων που τελειοποιούν την διαδικαστική γνώση και (δ) την ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης γνωστικών και ηθικοκοινωνικών προβλημάτων» (Η. Ματσαγγούρας, 1994).
Τα μαθηματικά είναι μάθημα που εκ της φύσεως του, αφού διέπεται από δομημένες έννοιες και ακολουθεί παραγωγικές, αποδεικτικές διαδικασίες, συμβάλλει στη διαμόρφωση κριτικού πνεύματος. Όμως και τα άλλα μαθήματα, όταν ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρεται πραγματικά για το μαθητή, προσφέρονται για τη δημιουργία κριτικής σκέψης. Η Γεωγραφία λ.χ. που μας δίνει πληροφορίες για ένα σημείο του πλανήτη, όπως οι συντεταγμένες, το κλίμα η σύσταση του εδάφους κ.ά., μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του πολιτισμού του συγκεκριμένου χώρου σε συνδυασμό με την ιστορία του σημείου αυτού. Αλλά και μέσα από το μάθημα της Ιστορίας μπορεί να καλλιεργηθεί το κριτικό πνεύμα. Η πληροφορία ενός ιστορικού γεγονότος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον χώρο, τον χρόνο, τις κοινωνικές συνθήκες, τη γνώση της Τεχνολογίας, τις θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις, την πολιτική κατάσταση κλπ., τα οποία, όταν ιδωθούν με κριτικό πνεύμα, θα βοηθήσουν στην καλύτερη ερμηνεία του γεγονότος και θα δώσουν στο μαθητή την ευκαιρία όχι μόνον να πληροφορηθεί για ένα συγκεκριμένο γεγονός αλλά και να οξύνει την κριτική του ικανότητα. Έτσι θα μάθει, για παράδειγμα, ότι όλες οι μονιστικές θεωρίες είναι ελλιπείς και ότι όλα σχεδόν τα θέματα απαιτούν διαθεματική προσέγγιση και θεώρηση.
Είναι σαφές ότι προϋπόθεση για σωστή οργάνωση, διδασκαλία και αξιολόγηση της ικανότητας για κριτική σκέψη είναι να γνωρίζουν και να κατανοούν οι εκπαιδευτικοί τον τρόπο που σκέφτονται οι µαθητές, τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν στο να αναπτύξουν κριτική σκέψη, τι προκαλεί αυτές τις δυσκολίες – αν δηλαδή είναι αποτέλεσµα της αναπτυξιακής φάσης στην οποία βρίσκονται ή των ατοµικών τους διαφορών – και τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών. Εξάλλου, βασική αρχή για κάθε τέτοια προσπάθεια είναι ότι για να δράσει κανείς προς µια κατεύθυνση πρέπει πρώτα να δει και να γνωρίσει προς τα πού κατευθύνεται. Αν το ζητούµενο είναι η ανάπτυξη κριτικά σκεπτόµενων µαθητών, τότε οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν τι κάνουν, να θέτουν στόχους, να παρακολουθούν την πρόοδο και να προσαρµόζουν αναλόγως τα επόµενα βήµατα μέσα στο πλαίσιο της διαφοροποίησης στη διδασκαλία και τη μάθηση.
Σαφώς δεν υπάρχει συνταγή σωστής διδασκαλίας των ανώτερων µορφών σκέψης. Αλλά, αναµένεται ότι οι εκπαιδευτικοί πέραν από την οργάνωση, τη διδασκαλία και την αξιολόγηση θα είναι ευέλικτοι, θα αναγνωρίζουν και θα σέβονται τις ατοµικές διαφορές των µαθητών τους, θα είναι θετικοί προς την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και πρωτίστως θα είναι οι ίδιοι πρότυπα κριτικής σκέψης.
Ο εκπαιδευτικός, αναγνωρίζοντας και σεβόμενος τα προσωπικά χαρακτηριστικά των μαθητών του, τόσο σε ότι αφορά τα αδιαφοροποίητα (Χαρακτηριστικά προσωπικότητας, Κοινωνικοοικονομικό Επίπεδο, Εθνικότητα, Φύλο) , όσο και σε ότι αφορά τα εν δυνάμει μεταβαλλόμενα (Γνωστικό ή μαθησιακό στυλ, Προσδοκίες, Κίνητρα ως προς το διδακτικό αντικείμενο ή την εν γένει σχολική ζωή, Μαθησιακή ετοιμότητα, Επιμονή) προσπαθεί να ενεργοποιήσει κάθε μαθητή ξεχωριστά. Η θεωρία της αυτορρύθμισης (self-regulation) είναι το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο ο εκπαιδευτικός μπορεί να αξιοποιήσει ώστε να αυξήσει τις προσδοκίες των μαθητών του βοηθώντας τους:
(α) Να θέτουν συγκεκριμένους, εξατομικευμένους επικείμενους στόχους,
(β) Να υιοθετούν στρατηγικές για την επίτευξη των στόχων,
(γ) Να παρακολουθούν την απόδοση τους και να εντοπίζουν σημεία προόδου,
(γ) Να μαθαίνουν πώς να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τον χρόνο τους,
(δ) Να αξιολογούν και να αναπροσαρμόζουν τις μεθόδους τους,
(ε) Να αναζητούν τα αίτια στα αποτελέσματα.
Μέσα από το σχήμα αυτό οι μαθητές καταφέρνουν να μετατρέπουν τις νοητικές τους ικανότητες σε ακαδημαϊκές δεξιότητες και να κατακτούν τον τρόπο του πώς να μαθαίνουν, που αποτελεί άλλωστε τον πρωταρχικό στόχο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ο καλός εκπαιδευτικός δραστηριοποιεί τους μαθητές και τους προτρέπει να εκφράζουν τις ιδέες τους μέσα στην τάξη. Είναι φυσικό πολλές από αυτές να χαρακτηρίζονται από ανωριμότητά, όμως άλλες μπορεί να είναι αξιόλογες. Ο καλός εκπαιδευτικός έχει την ευελιξία να χρησιμοποιεί τις απαντήσεις των μαθητών του ως αφορμή για συζήτηση καικριτική θεώρηση μέσα στην τάξη. Ο αποτελεσματικός εκπαιδευτικός κάνει πολλές και διαβαθμισμένες ερωτήσεις, τόσο αποτελέσματος και ανάκλησης γνώσεων (product) όσο και διαδικασίας (process). Επιδιώκει, μέσα από τις ερωτήσεις, την καλλιέργεια και εμπέδωση μαθησιακού κλίματος όπου αναγνωρίζεται τόσο η κατακόρυφη διάσταση της επικοινωνίας (εκπαιδευτικός – μαθητής) όσο και η οριζόντια διάσταση (μαθητής – μαθητής). Επιπλέον φροντίζει ώστε οι διάδρομοι αυτοί της επικοινωνίας μέσα στο μάθημα να είναι αμφίδρομοι (καθηγητή προς μαθητή αλλά και μαθητή προς καθηγητή).
Η συνεργασία μαθητών Εκπαιδευτικού μπορεί να επιτευχθεί μόνον όταν η σχέση του με τους μαθητές είναι θετική και το κλίμα κατάλληλο. Ενώ η αποδοχή του παιδαγωγού από μέρους των μαθητών του είναι πρωταρχικής σημασίας. Αντίθετα η ψυχολογική απόρριψή του λειτουργεί ως τροχοπέδη και ανασταλτικό στοιχείο επικοινωνίας και αναζήτησης της αλήθειας.
Καμιά μέθοδος και κανένα διδακτικό μοντέλο δεν είναι αποτελεσματικό χωρίς προηγούμενη συστηματική προεργασία από μέρους του διδάσκοντα. Η ύλη που θα προσφέρει, ο τρόπος που θα την επεξεργασθεί με τους μαθητές του, οι τελικοί σκοποί όλης της διαδικασίας προετοιμάζονται με προσοχή ώστε να εμπεδωθεί το νέο υλικό και να καταχωρηθεί στη μνήμη των μαθητών αφού περάσει από κριτική ανάλυση και επεξεργασία. Καμιά συζήτηση για καλλιέργεια κριτικής σκέψης δεν έχει νόημα χωρίς την παροχή πρωταρχικά πλούσιου γνωσιολογικού υλικού με όλα τα μέσα που διαθέτει η εκπαιδευτική οργάνωση και τεχνολογία (σχολικό και εξωσχολικό βιβλίο, εικόνες, πίνακες,, διαφάνειες, στατιστικά στοιχεία, εποπτικό- ακουστικό υλικό κάθε είδους, πείραμα, αρχειακά γραπτά κείμενα, επισκέψεις σε εξειδικευμένους χώρους, κ.ά.).
Για να συγκρίνουμε δύο ή περισσότερα αντικείμενα, να τα αντιπαραβάλουμε και να εξετάσουμε κάθε εκδοχή, πτυχή, άποψη, θέση, ενδεχόμενο είναι ανάγκη να τα γνωρίσουμε, να τα μελετήσουμε, να τα εξετάσουμε με κάθε λεπτομέρεια. Το γεγονός ότι είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι χωρίς προκαταλήψεις να δεχθούμε καθετί νέο, δεν σημαίνει ότι μας απαλλάσσει από την προσεκτική μελέτη και έρευνα. Αντίθετα μάλιστα μας υποχρεώνει σε ενδελεχή εξέταση, συλλογή δηλαδή κάθε σχετικής πληροφορίας που έχει σχέση με το θέμα.
Το πνεύμα της εποχής, τόσο πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα όσο και σε ιστορικά, δεν μπορεί να αγνοείται σε καμιά περίπτωση. Ποτέ δε θα είναι ορθή η ερμηνεία και η κατανόηση μιας ανθρώπινης δραστηριότητας χωρίς τη γνώση της επικρατούσας νοοτροπίας. Θέματα Επιστήμης, διοίκησης, πολιτικής, ηθών-εθίμων, κοινωνικών συγκρούσεων, ανθρώπινων σχέσεων, οικογενειακής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής κ.ά. μένουν ανεξήγητα χωρίς την εξέτασή τους σε συνδυασμό με τα ιδεολογικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής. Συμπεριφορές και στάσεις ζωής των ανθρώπων μιας χρονικής περιόδου ή μιας περιοχής φαίνονται σε άλλους ανθρώπους ως περίεργες και παράλογες ακριβώς επειδή υπάρχει άγνοια της επικρατούσας νοοτροπίας στον συγκεκριμένο χώρο-χρόνο.
Οι σημερινοί μαθητές είναι οι αυριανοί πολίτες και ηγέτες αυτού του τόπου. Φεύγοντας από το σχολείο απαιτείται να είναι εφοδιασμένοι µε γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να δημιουργούν, να κρίνουν και να αξιολογούν µε ανοιχτό µυαλό και αυστηρά κριτήρια εναλλακτικές επιλογές σε ατοµικό και συλλογικό επίπεδο και να παίρνουν αποφάσεις που θα οδηγούν τους ίδιους ή και το σύνολο σε ανάπτυξη και πρόοδο.
Βιβλιογραφία
- Κυριακίδης ,Π. (2006). Κριτική σκέψη. Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης.
- Δημητρίου, Α. (2009). Η ανάπτυξη της δημιουργικής και κριτικής σκέψης στα σχολεία: σκέψεις, εισηγήσεις και προσδοκίες. Εγκύκλιοι ΥΠΠ προς τους εκπαιδευτικούς.
- Ματσακούρας, Η. (1994). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Στρατηγικές διδασκαλίας: Από την πληροφόρηση στην κριτική σκέψη, Τομ. Β΄ Αθήνα.
- Brookfield, S. (2011). Teaching for critical thinking: Ηelping students question their assumptions. San Francisco CA: John Wiley & Sons.
- Halpern, D., F. (2002).Thought and Knowledge: An Introduction to Critical Thinking. 4th edition. New Jersey, Lawrence Erlbaum Associates.
*Διευθυντής Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης του Υπ. Παιδείας (Παρέμβαση στην ημερίδα με θέμα: «Κριτική Σκέψη, Εκπαίδευση και Δημοσιογραφία» που πραγματοποιήθηκε στην Ιδ. Σχολή Φόρουμ).
Περισσότερες συμβουλές εδώ.