Πώς, πότε και γιατί έκανε φτερά από το Αγιον Ορος ένα χειρόγραφο του Πλάτωνα που φυλασσόταν σε μοναστηριακή βιβλιοθήκη; Ποιοι ήταν οι δράστες και πώς δικαιολόγησαν την πράξη τους; Η κλοπή μοιάζει μυθιστορηματική και μολονότι η τύχη του χειρογράφου παραμένει άγνωστη έως σήμερα, ήρθαν στο φως όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν τόσο τους πρωταγωνιστές όσο και τον τρόπο με τον οποίο μηχανεύτηκαν την απομάκρυνσή του από τη Χερσόνησο του Αθω.
Το περιστατικό συνέβη τον χειμώνα του 1382-3 από δύο σημαντικές προσωπικότητες του 14ου αιώνα: τον μετέπειτα αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο και τον Βυζαντινό λόγιο και αξιωματούχο Δημήτριο Κυδώνη, οι οποίοι κατάφεραν να πάρουν το χειρόγραφο από το Αγιον Ορος, manu military, με τη δύναμη δηλαδή της πολιτικής εξουσίας και την απειλή της στρατιωτικής βίας.
Το χρονικό της κλοπής ξετυλίγει σήμερα, στο τρίτο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο της Αγιορείτικης Εστίας Θεσσαλονίκης, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελος Χρυσός μέσα από την αλληλογραφία που είχαν την εποχή εκείνη οι δύο λόγιοι. Αν και στις επιστολές δεν αναφέρεται ποιο έργο είναι, ούτε σε ποια αγιορείτικη βιβλιοθήκη φυλασσόταν, η «απομάκρυνση του Πλάτωνα» μεταφέρει τα πνευματικά ενδιαφέροντα των λογίων και την περιπετειώδη αρπαγή ενός έργου, με επιχειρήματα που διατυπώνονταν επί αιώνες μετά την Αναγέννηση από λόγιους της Δύσης, για να μεταφέρουν στις βιβλιοθήκες τους θησαυρούς της ελληνικής Ανατολής.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο Κυδώνης, «γέννημα θρέμμα» της Θεσσαλονίκης, παρακάλεσε τον μαθητή του Μανουήλ να αποσπάσει το χειρόγραφο από τον Αθω και να του το στείλει στην Κωνσταντινούπολη όπου υπηρετούσε ως «μεσάζων» (κάτι σαν το σημερινό αξίωμα του πρωθυπουργού) στην Αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου.
Ο Μανουήλ φρόντισε να ικανοποιήσει την επιθυμία του δασκάλου του. Φαίνεται πως η πρώτη προσπάθεια απέτυχε, καθώς σε απαντητική επιστολή του ο Κυδώνης δεν δίστασε να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο έκρινε ότι έπρεπε το χειρόγραφο να απομακρυνθεί από τη βιβλιοθήκη της Μονής.
Το πολυπόθητο έργο έφτασε τελικά στον Κυδώνη ταλαιπωρημένο, γιατί κατά τη μεταφορά του έπεσε στα χέρια πειρατών. «Είναι βέβαιον ότι οι δύο εμπλεκόμενοι είχαν επίγνωση της ιεροσυλίας», επισημαίνει ο κ. Χρυσός. Πουθενά στην αλληλογραφία τους δεν γίνεται λόγος για επιστροφή, ούτε προκύπτει κάποια συναλλαγή πωλήσεως.
Η απόκτησή του θεωρήθηκε και από τους δύο ως πράξη λύτρωσης και απελευθέρωσής του από τον απαίδευτο χώρο των μοναχών. «Αυτό που ζητούσες τόσο πολύ, τον Πλάτωνα, τώρα τον έχεις (Ο φιλών εζήτεις, έχεις, τον Πλάτωνα). [...] Στην πραγματικότητα, εδώ και πολλά χρόνια, δεν ταίριαζε με τους μοναχούς, οι οποίοι έχουν από καιρό αποποιηθεί την κοσμική σοφία. Τώρα όμως τον επαναφέρεις στη ζωή και τον καθιστάς και πάλι ενεργό, και εγώ είμαι η αιτία», έγραφε ο Μανουήλ στον Κυδώνη όταν του έστειλε το χειρόγραφο.
Είναι χαρακτηριστική η περιφρόνηση προς τους Αθωνίτες μοναχούς και τα σαρκαστικά τους σχόλια για την εικαζόμενη έλλειψη ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφία. «Το επιχείρημα είναι άδικο, ιστορικά και ηθικά απαράδεκτο», επισημαίνει ο κ. Χρυσός, γιατί το περιστατικό συνέβη σε μια εποχή ακμής του ησυχαστικού κινήματος από την οποία αναδείχτηκαν φωτισμένοι Αθωνίτες ικανοί να διαφυλάξουν τις βιβλιοθήκες και να αξιοποιήσουν το συγγραφικό τους έργο.
Στον Αθω σήμερα υπάρχει ένα μόνο πλατωνικό χειρόγραφο. Δεν υπήρχαν άλλα πλατωνικά χειρόγραφα, αναρωτιέται ο κ. Χρυσός. «Ασφαλώς και υπήρχαν», απαντά. «Αλλά έκαναν φτερά!»