Γράφει ο Αποστόλης Ζυμβραγάκης, φιλόλογος - ειδικός παιδαγωγός.
Στα πρώιμα χρόνια της Ειδικής Αγωγής υπήρχε η άποψη πως η διαταραχή της νοητικής υστέρησης ήταν μια στατική κατάσταση που δεν επιδεχόταν προοπτική βελτίωσης. Η θέση αυτή έχει εγκαταλειφθεί ήδη από πολύ νωρίς και η σημερινή θέση της επιστήμης είναι πως η διαταραχή της νοητικής υστέρησης είναι μια δυναμική ή εξελισσόμενη κατάσταση, που έχει προοπτική βελτίωσης σε βασικές δεξιότητες του ατόμου στον βαθμό που επιτρέπει η φύση και ο βαθμός διαταραχής του. Πληθώρα ερευνών, ήδη από τα πρώτα χρόνια που μελετήθηκε συστηματικά η νοητική υστέρηση, έχει αποδείξει πως η πλειονότητα των ατόμων με νοητική υστέρηση μπορεί με την κατάλληλη αγωγή και άσκηση να αποβεί κοινωνικά επαρκής και οικονομικά ανεξάρτητη μερικώς ή ολικώς (Dinger, 1961).
Η αναπτυξιακή πορεία ενός παιδιού με νοητική υστέρηση είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως η αιτιολογία, η σοβαρότητα και η υποστήριξη που λαμβάνει από την οικογένεια και το ειδικό προσωπικό. Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικές η έγκαιρη διάγνωση και η συστηματική θεραπευτική παρέμβαση, η οποία στοχεύει στην ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων για ομαλή κοινωνική ένταξη. Με τις κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να επιτευχθεί μικρή ή μεγάλη βελτίωση της λειτουργικότητας του παιδιού.
Πλέον, αποτελεί κοινό τόπο η πεποίθηση ότι τα παιδιά με νοητική υστέρηση παρουσιάζουν βραδεία, αλλά σταθερή ανάπτυξη (Παρασκευόπουλος, 1980). Εξάλλου τα άτομα με νοητική υστέρηση, σε νοητικό επίπεδο δεν παραμένουν για πάντα παιδιά. Ωστόσο, κατά την ενηλικίωσή τους φτάνουν σε χαμηλότερα επίπεδα εξέλιξης σε σχέση με τα άτομα τυπικής ανάπτυξης. Μάλιστα, επειδή η νοητική υστέρηση δεν είναι ψυχική νόσος ή αρρώστια, αλλά μια κατάσταση, η οποία μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά μέσα από την εκπαίδευση, τη συμμετοχή και τη συνύπαρξη, πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στον άνθρωπο με νοητική υστέρηση να αποκτήσει εμπειρίες καθημερινής ζωής και να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. (Αρμπουνιώτη, Κουτσοκλένη & Μαρνελάκης, 2007).
Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι η αντιμετώπιση των παιδιών με νοητική υστέρηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας και της κοινότητας. Γι’ αυτό η αντιμετώπιση είναι πολύπλευρη και μάλιστα ήδη κυριαρχεί η τάση για συμπεριληπτική ανάπτυξη. Η συμπεριληπτική εκπαίδευση αναφέρεται στο σύνολο των μαθητών του σχολείου, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός σε τμήματα και ταυτόχρονα αφορά το σύνολο των σχολικών δραστηριοτήτων, ώστε να έχουν τη δυνατότητα τα παιδιά με σοβαρές εκπαιδευτικές δυσκολίες να φοιτούν στο σχολείο της γειτονιάς τους, με συνεργατική μάθηση και συνεργατικό πνεύμα, χωρίς να υφίστανται καμία είδους (Στασινός, 2016). Ήδη στις αναπτυγμένες χώρες τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση φοιτούν στα σχολεία της περιοχής διαμονής τους και ο αριθμός των υπηρεσιών, που παρέχουν ουσιαστική βοήθεια, έχει αυξηθεί σημαντικά.
Για τον θεραπευτικό σχεδιασμό των παιδιών με νοητική υστέρηση είναι επιβεβλημένη μία σφαιρική διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αλληλεπίδραση νευροβιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων, αλλά και την αντιμετώπιση των αιτίων, όταν έχουν εντοπιστεί. Μάλιστα, σε αρκετές περιστάσεις είναι αναγκαία η εφαρμογή διαφορετικών θεραπευτικών τεχνικών, όπως συμπεριφορική, ψυχοθεραπεία, γνωστικές τεχνικές, αλλά και φαρμακοθεραπεία, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τη σοβαρότητα της νοητικής υστέρησης. Εξάλλου, έχει αποδειχθεί ότι οι τεχνικές που επιλέγονται και εφαρμόζονται μετά από συστηματική μελέτη και προσοχή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Ο σχεδιασμός και οι προτεραιότητες καθορίζονται από τις δυνατότητες, τις δυσκολίες και τις ανάγκες του κάθε παιδιού ατομικά. Έτσι, όταν τα παιδιά αντιμετωπίζουν ανεπάρκειες στον λόγο και στην επικοινωνία είναι απαραίτητη η εκπαίδευση σε εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας, όπως το γλωσσικό πρόγραμμα MAKATON. Αντίστοιχα, τα παιδιά με ανεπάρκειες στην αδρή και λεπτή κινητικότητα χρειάζονται φυσιοθεραπεία (Παπαγεωργίου, 2005).
Όπως γίνεται αντιληπτό, στην αντιμετώπιση της νοητικής υστέρησης εμπλέκονται διάφοροι επαγγελματίες υγείας κι εκπαίδευσης, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η στενή διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ τους, όπως και η αντίστοιχη συνεργασία τους με τους γονείς.
Βιβλιογραφία
Αρμπουνιώτη, Β., Κουτσοκλένη, I. & Μαρνελάκης, M. (2007). Διαναπηρικός Οδηγός Επιμόρφωσης. Νοητική Υστέρηση. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Ψυχολογίας.
Στασινός, Δ. (2016). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 (plus). Για μια Συμπεριληπτική ή Ολική Εκπαίδευση στο Νέο-ψηφιακό σχολείο με Ψηφιακούς πρωταθλητές. (Αναθεωρημένη έκδοση). Αθήνα: Παπαζήση.
Παπαγεωργίου, Β. Α. (2005). Ψυχιατρική παιδιών και εφήβων. Αθήνα: University Studio Press.
Παρασκευόπουλος, Ι. (1980). Νοητική Καθυστέρηση. Διαφορική διάγνωση, Αιτιολογία-Πρόληψη, Ψυχοπαιδαγωγική αντιμετώπιση. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Dinger, J.C. (1961). Post-school adjustment of former educable mentally retarded. Exceptional Children, 17, 353-360.
Περισσότερα θέματα για την Ειδική Αγωγή εδώ.