Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης την εποχή της Αναγέννησης είναι πλούσια ποσοτικά και ποιοτικά και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της λογοτεχνίας της ίδιας περιόδου στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι κυρίως έμμετρη, με την καλλιέργεια του πεζού λόγου να περιορίζεται στην εκκλησιαστική ρητορική και σε αφηγήσεις αγιολογικού περιεχομένου.
Η λογοτεχνική άνθηση οφείλεται στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας: η ειρηνική διαβίωση και η επαφή με έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην καλλιέργεια της παιδείας και των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής.
Η λογοτεχνική παραγωγή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη ξεκινά από τα μέσα του 14ου αι. και καταλήγει στο 1580 περίπου. Ονομάζεται περίοδος της προετοιμασίας, γιατί η λογοτεχνία ακόμη δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη βυζαντινή παράδοση και τη δυτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα. Η δεύτερη, 1580-1669 (άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς), είναι η περίοδος της ακμής, με φανερή την επίδραση της λογοτεχνίας της ιταλικής Αναγέννησης.
Ιστορικό και πνευματικό πλαίσιο
Η Κρήτη είχε παραχωρηθεί στον ηγέτη της Τέταρτης Σταυροφορίας Βονιφάτιο Μονφερατικό από τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, γιο του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 το νησί παραχωρήθηκε από τον Βονιφάτιο στην Δημοκρατία της Βενετίας, στις 12 Αυγούστου του 1204. Μέχρι το 1211 η Βενετία δεν είχε πλήρη έλεγχο της Κρήτης, αφού τμήμα του νησιού είχε περιέλθει στην εξουσία των Γενουατών, οι οποίοι αποχώρησαν το 1211. Από τότε και μέχρι το 1669 η Βενετία είχε απόλυτο έλεγχο στην περιοχή, αντιμετώπιζε όμως παράλληλα οθωμανικές απειλές, που οδήγησαν το 1645 στην κατάληψη των Χανίων, έναν χρόνο αργότερα του Ρεθύμνου και το 1648 στην πολιορκία του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), που παραδόθηκε το 1669.
Τους πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας οι ενδείξεις για πνευματικές ανταλλαγές μεταξύ Κρητών και Βενετών είναι περιορισμένες. Υπάρχουν όμως τεκμήρια ότι οι Κρήτες μελετούσαν την αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία και αντέγραφαν χειρόγραφα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 αρκετοί λόγιοι που έφυγαν από την πόλη πέρασαν κάποιο διάστημα στην Κρήτη· άλλοι από αυτούς έφυγαν στην συνέχεια για την Ιταλία, όπως ο Ιανός Λάσκαρις και άλλοι παρέμειναν στο νησί, όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης. Αυτοί συνέβαλαν στην συγκρότηση ενός κύκλου λογίων που δίδασκαν και αντέγραφαν ελληνικά κείμενα. Οι πολιτισμικές επαφές διευκολύνθηκαν από την παραμονή Ελλήνων στην Ιταλία: πολλοί Κρήτες σπούδαζαν σε ιταλικές πόλεις, ενώ κρητικής καταγωγής ήταν και δύο σημαντικοί Έλληνες τυπογράφοι στην Ιταλία, ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και ο Μάρκος Μουσούρος, που στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. ασχολήθηκαν συστηματικά με την έκδοση ελληνικών δημωδών κειμένων. Η παρουσία στις πόλεις της Κρήτης Ελλήνων που είχαν σπουδάσει στην Ιταλία και Βενετών λογίων οδήγησε στην ανάπτυξη έντονης πνευματικής ζωής, που μαρτυρείται από την ύπαρξη λογοτεχνικών ακαδημιών στο Ρέθυμνο (ακαδημία των Vivi, ιδρύθηκε το 1562), στον Χάνδακα (των Stravaganti, από το 1591) και τα Χανιά (Sterili, άγνωστο πότε ιδρύθηκε).
Περίοδος της προετοιμασίας
Η Κρητική Λογοτεχνία-γλώσσα και στίχος- έχει τις ρίζες της σύμφωνα με τον Δημαρά στην ανώνυμη εθνική παράδοση. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες οι αρχές της κρητικής λογοτεχνίας τοποθετούνται στον 14ο αιώνα, στα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη (1330-1391 περίπου). Τα περισσότερα κείμενα που σώζονται έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό ή γενικότερα ηθικοδιδακτικό. Άλλα συνεχίζουν την υστεροβυζαντινή παράδοση των χιουμοριστικών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα (Η φυλλάδα του Γαϊδάρου, ομοιοκατάληκτη διασκευή του βυζαντινού Συναξαρίου του τιμημένου γαϊδάρου και Ο κάτης και οι ποντικοί). Η σάτιρα της καθημερινής ζωής στα ποιήματα του Σαχλίκη και η ερωτική θεματολογία του Μαρίνου Φαλιέρου φαίνεται πως επηρεάστηκαν από την σύγχρονη δυτική ποίηση. Το αξιολογότερο λογοτεχνικό έργο της περιόδου θεωρείται ο Απόκοπος (πρώτη έκδοση 1509). Γενικά σε αυτήν την περίοδο η θεματολογία των ποιημάτων μαρτυρά ακόμη τα μεσαιωνικά ενδιαφέροντα, όπως το θέμα του θανάτου και της ηθικής σωτηρίας.
Η γλώσσα των ποιημάτων είναι κοντά στην μεικτή γλώσσα της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας, όπου συνυπάρχουν στοιχεία της προφορικής γλώσσας και λόγιοι τύποι, παράλληλα όμως εμφανίζονται και κάποια κρητικά διαλεκτικά στοιχεία. Η κυριότερη στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη συναντάμε την πρώτη χρήση της ομοιοκαταληξίας στην νεοελληνική λογοτεχνία: κάποια ποιήματά του αποτελούνται από ενότητες τεσσάρων ή και περισσότερων ομοιοκατάληκτων στίχων, ενώ σε άλλα εμφανίζονται ενότητες ομοιοκατάληκτων διστίχων. Στον 14ο και τον 15ο αι. τα ομοιοκατάληκτα συνυπήρχαν με τα ανομοιοκατάληκτα έργα, ενώ από τον 16ο αιώνα κυριάρχησε η ομοιοκαταληξία με βασική οργανωτική μονάδα το ομοιοκατάληκτο δίστιχο.
Κάποια από τα κείμενα αυτής της εποχής έγιναν δημοφιλή και επέζησαν είτε μέσω των έντυπων εκδόσεων (κυρίως τα θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά κείμενα), είτε μέσω των χειρογράφων, είτε μέσω της προφορικής επιβίωσής τους και της επίδρασής τους σε λαϊκά προφορικά τραγούδια. Η επίδραση των ποιημάτων αυτών στην κρητική λογοτεχνία της ακμής ήταν ελάχιστη· ουσιαστικά η μόνη συμβολή τους ήταν η λογοτεχνική επεξεργασία του ιδιωματικού λόγου και η καθιέρωση της ομοιοκαταληξίας.
Θρησκευτική και διδακτική θεματολογία
Ο Λεονάρδος Ντελλαπόρτας, ένας από τους πρώτους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, ακολουθεί την βυζαντινή παράδοση και στα 4 θρησκευτικά και διδακτικά ποιήματά του (Ερωτήματα και αποκρίσεις Ξένου και Αληθείας, Λόγος περί ανταποδόσεως και Υπομνηστικόν, Στίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον, Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και την Θεοτόκον) εμπνέεται από τη Βίβλο καθώς και λόγιες και δημώδεις βυζαντινές πηγές. Σε βυζαντινές πηγές στηρίχτηκε και ο Μανόλης Σκλάβος που έγραψε την Συμφορά της Κρήτης, που με αφορμή την περιγραφή των συνεπειών του σεισμού που έπληξε το Ηράκλειο το 1508 επιρρίπτει την ευθύνη στους κατοίκους της Κρήτης για τις αμαρτίες τους και τους παρακινεί να ζητήσουν συγχώρεση. Ένας άλλος ποιητής το όνομα του οποίου μας είναι γνωστό είναι ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός, επίσκοπος Μεθώνης, που συνέθεσε τον Θρήνο της Θεοτόκου για τα πάθη στου Χριστού. Η Κοσμογέννησις του Γεωργίου Χούμνου παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή είναι απόπειρα μεταφοράς σε απλή γλώσσα των βιβλίων της Γενέσεως και της Εξόδου. Θρησκευτικού και ηθικοδιδακτικού περιεχομένου έργα άφησε και ο Μαρίνος Φαλιέρος (Ρίμα παρηγορητική, Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν), αλλά με επιδράσεις από δυτικά πρότυπα.
Το μοτίβο του Κάτω Κόσμου
Ποιήματα που αναφέρονται στον Κάτω Κόσμο σώθηκαν αρκετά, κάτι που αποδεικνύει ότι το είδος ήταν αρκετά δημοφιλές. Κάποια από αυτά ήταν η Ρίμα θρηνητική εις τον πιστόν και ακόρεστον Άδη του Ιωάννη Πικατόρου, η Ομιλία του νεκρού βασιλιά, η Ρίμα περί του θανάτου και η Παλαιά και νέα διαθήκη. Ανάλογη θεματολογία, αλλά διαφορετικό χαρακτήρα, έχει ο Απόκοπος του άγνωστου ποιητή Μπεργαδή, που έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της Τουρκοκρατίας. Το ποίημα αυτό, για το οποίο έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες δεν έχει ηθικοδιδακτική πρόθεση, αντιθέτως, φαίνεται ότι μπορεί να γράφτηκε ως αντίδραση στα ηθικοδιδακτικά έργα με θέμα τον Κάτω Κόσμο.
Δυτικές επιδράσεις
Δύο ποιητές που στράφηκαν πρώτοι προς τις σύγχρονες λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας, από τις οποίες αφομοίωσαν στοιχεία στα έργα τους, ήταν ο Στέφανος Σαχλίκης και ο Μαρίνος Φαλιέρος. Ο πρώτος, για να περιγράψει την ζωή του στην φυλακή και να επικρίνει σατιρικά τις πόρνες («πολιτικές») του Ηρακλείου, αξιοποίησε την σατιρική, κωμική και με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία παράδοση της ιταλικής frottola (ποιητική μορφή της ιταλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας με χιουμοριστικό περιεχόμενο). Ο Φαλιέρος, εκτός από τα θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά ποιήματά του, έγραψε και δύο έργα ερωτικού περιεχομένου (Ιστορία και Όνειρο και Ερωτικόν ενύπνιον) που αναπαριστούν έναν ονειρικό διάλογο μεταξύ δύο εραστών, και βασίζονται στην ιταλική παράδοση του contrasto (έργο με διαλογική μορφή). Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας που βασίστηκε αμεσότερα σε ιταλικό πρότυπο ήταν ο Αντώνιος Αχέλης, που τύπωσε το 1571 το έργο Μάλτας πολιορκία που βασίζεται σε αντίστοιχο έργο του Gentil de Vendosme το οποίο εξιστορεί την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους του 1565. Το έργο αυτό, θεματικά και υφολογικά, αποτελεί μεταβατικό στάδιο προς την περίοδο της ακμής.
Περίοδος της ακμής
Η περίοδος της ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας τοποποθετείται στα τέλη του 16ου αι. μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669. Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική, οικονομική και πνευματική άνθηση που σημειώθηκε στο νησί κατά τα τέλη του 16ου αι., όταν έπαψαν οι Οθωμανικές εισβολές και τα επαναστατικά κινήματα των κατοίκων. Παράλληλα, η σταδιακή παρακμή του φεουδαρχικού συστήματος και η οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης διευκόλυναν την πνευματική εξέλιξη και την δημιουργία αξιόλογης πνευματικής κίνησης. Επίκεντρο της πνευματικής ζωής ήταν οι «Ακαδημίες» που ίδρυαν διανοούμενοι που προέρχονταν από τις τάξεις των αστών ή των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Οι συγγραφείς, τα έργα των οποίων σώζονται, ήταν μέλη ανώτερων τάξεων, είχαν μεγάλη μόρφωση και παρακολουθούσαν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας.
Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου της ακμής είναι η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαίρεση τον Ερωτόκριτο, που είναι έμμετρη μυθιστορία, και την Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο. Τα έργα αυτά ακολουθούν κυρίως ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στην διασκευή και κάποιες φορές ανώτερη ποιότητα από αυτά. Στην κρητική λογοτεχνία διασταυρώνονται διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως οι κλασικές αναγεννησιακές τάσεις, ο μανιερισμός και το μπαρόκ.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα. Αυτή είναι η περίοδος στην οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά συστηματική χρήση και καλλιέργεια της κρητικής διαλέκτου στην Κρητική Λογοτεχνία, αφού η γλώσσα των έργων της προηγούμενης περιόδου ήταν η κοινή ελληνική με περιορισμένα ιδιωματικά στοιχεία. Ο λόγος των συγγραφέων όμως διαφέρει από αυτόν της δημοτικής παράδοσης: είναι σύνθετος, συχνά με μεγάλες προτάσεις, παραβίαση της φυσικής σειράς των λέξεων και χρήση λόγιων στοιχείων.
Εξίσου περίτεχνη επεξεργασία παρουσιάζεται και στην στιχουργική. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, οργανωμένος σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, καθιερώνεται ως φόρμα, με εξαίρεση τον ιαμβικό ενδεκασύλλαβο της Βοσκοπούλας και των χορικών της Ερωφίλης και του Ροδολίνου. Οι ποιητές χειρίζονται με δεξιότητα διάφορα μετρικά φαινόμενα όπως συνιζήσεις, χασμωδίες και παρατονισμούς, για να πετύχουν αντίστοιχα υφολογικά αποτελέσματα. Όπως και η γλώσσα, έτσι και η μετρική μορφή διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό χειρισμό του δεκαπεντασύλλαβου του δημοτικού τραγουδιού: παρουσιάζονται διασκελισμοί του νοήματος από τον ένα στίχο στον άλλο, πολλές φορές καταργείται η παραδοσιακή τομή στην μέση του στίχου ή ο στίχος διαιρείται νοηματικά σε άλλες θέσεις με σημεία στίξης. Ο βαθμός εμφάνισης αυτών των φαινομένων ποικίλλει από ποιητή σε ποιητή.
Θέατρο
Το θέατρο είναι το λογοτεχνικό είδος που αντιπροσωπεύεται από τον μεγαλύτερο αριθμό έργων στην περίοδο της ακμής και μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι η θεατρική παραγωγή ήταν πλουσιότερη από τα λίγα έργα που έχουν σωθεί, αν κρίνει από το γεγονός ότι παραπάνω από τα μισά σωζόμενα θεατρικά έργα παραδίδονται στο ίδιο και μοναδικό χειρόγραφο, και επιπλέον υπάρχουν μαρτυρίες για παραστάσεις κωμωδιών κατά την διάρκεια του Καρναβαλιού κάθε χρόνο. Καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του θεατρικού λόγου, η τραγωδία, η κωμωδία, το θρησκευτικό και το ποιμενικό δράμα. Στη διοργάνωση των παραστάσεων έπαιζαν ρόλο και οι ακαδημίες. Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριο χώρο (ενδεχομένως στις πλατείες των πόλεων) και οι ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες.
Τραγωδίες
Το πρώτο χρονολογικά έργο του κρητικού θεάτρου είναι μία τραγωδία, αλλά γραμμένη σε ιταλική γλώσσα, η Fedra του Φραντσέσκου Μπότσα, κρητικού φοιτητή της νομικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, που τυπώθηκε το 1578. Η Fedra βασίζεται στον γνωστό θέμα της Φαίδρας και του Ιππολύτου, ακολουθεί τις συμβάσεις της κλασικίζουσας δραματουργίας (πρόλογος και πέντε πράξεις με χορικά) και είναι γραμμένη σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο. Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, που όπως φαίνεται γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι., και ακολουθούν ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος, του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 και τέλος ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1648, έτος έκδοσης του ιταλικού προτύπου της. Ωστόσο η κρητική καταγωγή της τελευταίας αυτής τραγωδίας έχει αμφισβητηθεί πρόσφατα, καθώς υποστηρίζεται ότι γράφτηκε στα Επτάνησα, υπό την επίδραση του κρητικού θεάτρου, ενδεχομένως από κρητικό που είχε καταφύγει εκεί μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς.
Το κοινό στοιχείο που παρουσιάζουν οι τρεις τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και πέντε πράξεις και η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου (με εξαίρεση τα χορικά που γράφονται σε ενδεκασύλλαβο). Επίσης, και οι τρεις βασίζονται σε συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα, τα οποία όμως αναπλάθουν με ελευθερία και κάποιες φορές θεωρούνται ανώτερα από αυτά.
Ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στα τρία έργα είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες, καθώς αυτά ακολουθούν διαφορετικές τεχνοτροπικές τάσεις: η Ερωφίλη είναι μία τυπική κλασικίζουσα τραγωδία και τηρεί τις ενότητες χώρου και χρόνου. Ο Βασιλεύς Ροδολίνος είναι όπως και η Ερωφίλη τοποθετημένος στον συμβατικό χώρο της αρχαίας Αιγύπτου και έχει θέμα μία ερωτική ιστορία, προσεγγίζει όμως την τεχνοτροπία του μπαρόκ ως προς την σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ακόμη, υστερεί δραματουργικά σε σχέση με την Ερωφίλη, αλλά παρουσιάζει πολλές λυρικές αρετές. Ο Ζήνων είναι χαρακτηριστική μορφή μπαρόκ τραγωδίας με ιστορικό θέμα που βασίζεται στην επεισοδιακή δράση και το πλούσιο θέαμα αλλά είναι λιγότερο φροντισμένος στη γλώσσα και την στιχουργία.
Κωμωδίες
Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται όμως είναι μόνο τρία: ο Κατσούρμπος του Χορτάτση, ο Στάθης, ανωνύμου, και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενοι στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αι., μαζί με άλλα κρητικά θεατρικά έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουν συχνά την κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Ο Φορτουνάτος είναι αρκετά μεταγενέστερος, από τα μέσα του 17ου αι., και είναι το μόνο έργο της κρητικής λογοτεχνίας που σώζεται σε χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του.
Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος. Οι τρεις αυτές κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την ιταλική commedia erudita, με την οποία έχουν πολλά κοινά όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε τρεις πράξεις εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Οι κρητικές κωμωδίες όμως έχουν λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες ιταλικές, γι' αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο το οποίο μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, έχουν εντοπιστεί όμως κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία.
Η θεματολογία των τριών κωμωδιών είναι κοινή: πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που αγαπιέται, αλλά η σχέση δεν μπορεί να επισημοποιθεί εξαιτίας των διαφορετικών σχεδίων των γονιών, που θέλουν να παντρέψουν τα παιδιά τους με άλλους. Η αίσια έκβαση επιτυγχάνεται χάρη στο μοτίβο της εύρεσης ενός χαμένου παιδιού: όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικές συγγένειες μεταξύ των ηρώων ματαιώνονται τα σχέδια των γονέων και οι νεαροί πρωταγωνιστές παντρεύονται με αυτούς που επιθυμούν. Και στις τρεις κωμωδίες γύρω από την υπόθεση συμπλέκονται διάφορα κωμικά επεισόδια με πρωταγωνιστές κυρίως τον Δάσκαλο, τον στρατιωτικό («μπράβο») και τον ερωτευμένο γέρο.
Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, τα τρία αυτά έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του χιούμορ και ως προς τα στοιχεία στα οποία δίνουν μεγαλύτερη έμφαση οι ποιητές: στον Κατσούρμπο το γέλιο στοιχείο επιτυγχάνεται κυρίως μέσω κωμικών σκηνών. Το στοιχείο της φάρσας είναι έντονο και στον Φορτουνάτο, όπου συναντώνται και σκηνές με βωμολοχικό χιούμορ, αλλά στο έργο κυρίως υπερέχει το ηθικό μήνυμα για την μεταστροφή της Τύχης. Ο Στάθης έχει περισσότερο σύνθετη πλοκή, με περισσότερες ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα υπερτερεί στο λυρικό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες δύο κωμωδίες.
Ποιμενικό δράμα
Το είδος της ποιμενικής ποίησης, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία στο τελευταίο τέταρτο του 16ου, έγινε δημοφιλές και στην Κρήτη˙ σώζονται τρία ποιμενικά δράματα, δύο στα ελληνικά και ένα στα ιταλικά. Το ένα ελληνικό έργο είναι μετάφραση του Pastor Fido του Giambattista Guarini, έργου που μετά την εκτύπωσή του το 1590 διαδόθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Η κρητική μετάφραση, με τον τίτλο Ο πιστικός βοσκός, είναι αγνώστου συγγραφέα. Το άλλο ελληνικό έργο είναι η Πανώρια, του Γεώργιου Χορτάτση, που γράφτηκε όπως φαίνεται γύρω στο 1600. Δεν ακολουθεί συγκεκριμένο ιταλικό πρότυπο, αλλά βασίζεται στα τυπικά μοτίβα της ιταλικής ποιμενικής ποίησης (ερωτευμένοι βοσκοί, βοσκοπούλες που αδιαφορούν, Σάτυροι και νύμφες), μεταφερμένα σε ελληνικό σκηνικό (διαδραματίζεται στην Ίδη) αλλά με λιγότερες μυθολογικές αναφορές και ταυτόχρονα διανθίζεται από την ειρωνεία του Χορτάτση, που «προσγειώνει» την ειδυλλιακή απεικόνιση της ποιμενικής ζωής παρουσιάζοντας ρεαλιστικά στοιχεία από την αγροτική ζωή της Κρήτης. Το ιταλικό έργο είναι η Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου, που γράφτηκε το 1620.
Θρησκευτικό δράμα: Η Θυσία του Αβραάμ
Το μόνο θρησκευτικό δράμα που είναι γνωστό είναι η Θυσία του Αβραάμ, που αποδίδεται στον Κορνάρο. Το έργο αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης και βασίζεται στο δράμα Lo Isach του Luigi Grotto, το οποίο όμως χειρίζεται ελεύθερα. Η Θυσία του Αβραάμ ξεχωρίζει από τα άλλα θεατρικά έργα γιατί δεν ακολουθεί την παραδοσιακή διαίρεση σε πράξεις και δεν έχει χορικά. Ήταν δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες.
Ιντερμέδια
Τα ιντερμέδια, από την ιταλική λέξη intermedio και intermezzo, ήταν σύντομα δραματικά κείμενα που προορίζονταν είτε για παράσταση ανάμεσα στις πράξεις των θεατρικών έργων, είτε για αυτόνομη παράσταση. Τα κρητικά ιντερμέδια κυμαίνονται από 34 έως 224 στίχους σε έκταση και διακρίνονται δύο τεχνοτροπικές τάσεις: μία περισσότερο λυρική και μία βασισμένη στη δράση και στον οπτικό εντυπωσιασμό, με σκηνικές ανάγκες για μηχανήματα, εντυπωσιακά κοστούμια και άλλα θεαματικά εφέ, μουσική και μπαλέτα που αναπαριστούν μάχες (moresca). Τα θέματά τους προέρχονται από την ελληνική μυθολογία, τον Τρωικό πόλεμο και τις Σταυροφορίες, με πηγές την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme liberata) του Τορκουάτο Τάσο και τις Μεταμορφώσεις του Andrea dell’ Anguillara. Τα ιντερμέδια φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν αυτόνομα σε σχέση με τα έργα, αφού συχνά μεταφέρονται από χειρόγραφο σε χειρόγραφο σε διαφορετικό έργο. Συνολικά είναι 18 κείμενα: τα τέσσερα από αυτά προέρχονται από την Ερωφίλη, φαίνεται πως γράφτηκαν από τον Χορτάτση και είναι τα μόνα που έχουν θεματική συνοχή μεταξύ τους. Τέσσερα ιντερμέδια έχει και η κωμωδία Φορτουνάτος και άλλα δύο η κωμωδία Στάθης. Για την Πανώρια σώζονται διαφορετικές σειρές ιντερμεδίων στα διάφορα χειρόγραφα του έργου.
Ποιμενικό ειδύλλιο: Η Βοσκοπούλα
Η Βοσκοπούλα είναι έργο ανωνύμου συγγραφέα που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1627 στην Βενετία, με δαπάνες ενός κρητικού, του Νικολάου Δρυμητινού, όπως πληροφορούμαστε από έναν άτεχνο επίλογο που έχει προσθέσει ο ίδιος. Αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες και αποχωρίστηκε όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός τής υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σε ένα μήνα, αρρώστησε όμως και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν, μετά από καιρό, επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος του εξήγησε ότι η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από την στενοχώρια, επειδή πίστεψε ότι ο αγαπημένος της την ξέχασε.
Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της «αρκαδικής ποίησης», όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης. Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί στην περίοδο της ακμής και όχι η μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της περιόδου της προετοιμασίας. Γι' αυτόν τον λόγο υποθέτουμε ότι το έργο είχε γραφτεί στα τέλη του 16ου αιώνα ή στις αρχές του 17ου και πιθανότατα αρκετά πριν από την πρώτη έντυπη έκδοση, το 1627, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την πληροφορία του Δρυμητινού ότι ήδη τότε το ποίημα είχε γίνει δημοφιλές και υπήρχαν πολλά χειρόγραφά του. Το έργο αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες και έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τραγουδήθηκε πολύ και σε διάφορες προφορικές παραλλαγές, και γι' αυτόν τον λόγο πιστευόταν παλιότερα ότι ήταν λαϊκό έργο.
Μυθιστορία: Ερωτόκριτος
Το είδος της μυθιστορίας, ιδιαίτερα δημοφιλές στους προηγούμενους αιώνες, στην κρητική λογοτεχνία εκπροσωπείται από ένα μόνο έργο, τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό κατά το τέλος του 15ου αιώνα να έγιναν στην Κρήτη οι ομοιοκατάληκτες διασκευές των υστεροβυζαντινών μυθιστοριών του Βελισαρίου και του Ιμπέριου και η ομοιοκατάληκτη διασκευή του Απολλωνίου από το ιταλικό Istoria d' Apollonio di Tiro. Επομένως, η παράδοση της ελληνικής μυθιστορίας φαίνεται πως ήταν διαδεδομένη και στην Κρήτη και είναι πιθανό ο Κορνάρος να γνώριζε κάποια από αυτά τα κείμενα.
Ο Ερωτόκριτος είναι εκτενές έμμετρο αφήγημα που εξιστορεί τον περιπετειώδη έρωτα μεταξύ της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, γιου ενός αυλικού. Βασίζεται στο γαλλικό κείμενο Paris et Vienne, μέσω μιας ιταλικής διασκευής, από το οποίο όμως έχει αρκετές διαφορές στην πλοκή, και αναπλάθει ένα ιπποτικό περιβάλλον με πολλά παραμυθιακά στοιχεία, τοποθετημένο στον ελληνικό κόσμο. Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο συνενώνεται η ελληνική και η δυτική λογοτεχνική παράδοση της μυθιστορίας.
Διάδοση και πρόσληψη της Κρητικής Λογοτεχνίας
Πολλά από τα έργα της περιόδου της προετοιμασίας και της περιόδου της ακμής γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο ελληνικό κοινό ως λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία μέσω των έντυπων εκδόσεων και συγκαταλέγονται στα δημοφιλέστερα αναγνώσματα των Ελλήνων κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για παράδειγμα ο Απόκοπος, η Φυλλάδα του Γαϊδάρου, η Θυσία του Αβραάμ, ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη και η Βοσκοπούλα, έκαναν περισσότερες από 10 επανεκδόσεις μέχρι το 1800. Κάποια έργα όπως ο Ερωτόκριτος, η Βοσκοπούλα και η Ερωφίλη πέρασαν στην προφορική παράδοση και τμήματά τους διαδόθηκαν ως αυτόνομα τραγούδια. Η Ερωφίλη παιζόταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σε δραματοποιημένες διασκευές. Αντίθετα με το ευρύ κοινό, η άποψη των λογίων του 18ου αι. για αυτά τα έργα ήταν αρνητική, κυρίως εξαιτίας της δημώδους γλώσσας και της επίδρασης δυτικών προτύπων. Η αναγνώριση της σημασίας της κρητικής λογοτεχνίας για την γενικότερη εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγινε μετά το 1880, κυρίως από τους υποστηρικτές του δημοτικισμού. Ο Κωστής Παλαμάς για παράδειγμα χαρακτήρισε την Ερωφίλη αρχή του νεοελληνικού θεάτρου.
Σημαντική ήταν και η επίδραση των λογοτεχνικών έργων της περιόδου της ακμής στην μεταγενέστερη νεοελληνική λογοτεχνία. Η θεατρική παράδοση της Κρήτης αποτέλεσε πρότυπο για την μεταγενέστερη επτανησιακή και αιγαιοπελαγίτικη θεατρική παραγωγή. Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης ήταν και η επίδραση της στιχουργικής των κρητικών έργων της ακμής, και κυρίως του Ερωτόκριτου, σε μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς και ο Άγγελος Σικελιανός.