Γονείς, ζήστε τη Δυσλεξία του παιδιού σας!
Απαντήσεις στις δικές σας ερωτήσεις για θέματα δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών:
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ευρύ ενδιαφέρον σε θέματα δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών καθώς εντείνονται οι έρευνες όλο και περισσότερο τόσο στον τομέα της διάγνωσης όσο και στον τομέα της παρέμβασης. Το φαινόμενο της δυσλεξίας και των μαθησιακών δυσκολιών γίνεται πλέον αποδεκτό από τους γονείς, αλλά και από τους δασκάλους. Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να καθοδηγήσει, να ενημερώσει και να βοηθήσει τους γονείς να κατανοήσουν το φαινόμενο της δυσλεξίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν τη δυσλεξία παρέα με το παιδί τους, εφόσον βέβαια τίθεται τέτοιο θέμα.
Η πρώτη επαφή με την ανάγνωση και τη γραφή γίνεται από τη στιγμή που το παιδί περνάει την πόρτα του Νηπιαγωγείου (περίπου 3 χρονών μέχρι 5 χρονών). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το παιδί αρχίζει να μαθαίνει τους ήχους των γραμμάτων να ενώνει και να χωρίζει τις συλλαβές των λέξεων, να κατανοεί και να χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξίες, να περιγράφει με λίγες λέξεις μια εικόνα, να ακούει και να κατακτά τη σημασία νέων λέξεων και να καταλαβαίνει την έννοια του ουσιαστικού, του επιθέτου και του ρήματος μέσα σε μια πρόταση. Όσο πλησιάζει τα 5 του χρόνια, έχει πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί περίπου έξι χιλιάδες λέξεις, τις βασικές γραμματικές δομές της γλώσσας, να γράφει τα γράμματα της αλφαβήτου, καθώς και λίγες δισύλλαβες ή πολυσύλλαβες λέξεις, όπως το όνομα και το επίθετό του. Η πλήρης ωρίμανση, όμως της ανάγνωσης και της γραφής του παιδιού, έρχεται ως το τέλος της Α’ Δημοτικού. Πλέον το παιδί έχει αποκτήσει μια σχετική ευχέρεια στον προφορικό και γραπτό λόγο. Κυρίως όμως, θα πρέπει να έχει κατακτήσει πλήρως τους τομείς που αφορούν τη φωνολογική δομή της γλώσσας.
Ο όρος ‘Δυσλεξία’ αναφέρεται σε διαταραχή νευρολογικής φύσεως και εκδηλώνεται ως δυσκολία, κυρίως, στη μάθηση της ανάγνωσης και της γραφής (Critchley, 1970). Τα παιδιά με δυσλεξία έχουν, συνήθως, υψηλή ευφυΐα και υστερούν σε μεμονωμένα μαθήματα, στα προφορικά ή στα γραπτά. Τα κύρια αίτια είναι οργανικά ή έχουν γενετικό υπόβαθρο.
Ο όρος ‘Μαθησιακές Δυσκολίες’ αφορά παιδιά που λόγω κάποιων ενδοοικογενειακών καταστάσεων, όπως διαζύγιο ή ξαφνικός θάνατος ή τραυματικών εμπειριών, όπως οι συνεχείς αποτυχίες στο σχολείο (σχολική φοβία), αποτυγχάνουν σε κάποιο μάθημα, όπως π.χ. στην ορθογραφία, χωρίς όμως να χαρακτηριστούν ως παιδιά με δυσορθογραφία.
Σε ποια ηλικία πρέπει κανείς να αναζητά μαθησιακές δυσκολίες ή οι δυσκολίες μπορεί να σχετίζονται με την ηλικιακή ανωριμότητα;
Καταρχήν, πρέπει να εξηγήσουμε τι ακριβώς σημαίνει η ηλικιακή ή αλλιώς σχολική ανωριμότητα. Αυτού του είδους ανωριμότητα σχετίζεται με τη νοητική και συναισθηματική ικανότητα του κάθε παιδιού. Ένα παιδί μπορεί να παρουσιάσει κάποια επιβράδυνση στη γλωσσική και κοινωνική λειτουργία με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ανώριμο να τελειώσει τη σχολική του εργασία και να μην έχει την πρέπουσα συμπεριφορά μέσα στην τάξη. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως οι συγκεκριμένες δυσκολίες οφείλονται στη δυσλεξία. Απλά, το παιδί αντιμετωπίζει ορισμένες μαθησιακές δυσκολίες λόγω της ανωριμότητάς του. Αυτές , λοιπόν, οι δυσκολίες μπορούν να φανούν, ήδη, από τη φοίτηση του παιδιού στο νηπιαγωγείο (π.χ. να παρουσιάσει κάποια αδυναμία στις δραστηριότητες με το ψαλίδι ή να αφήνει μισοτελειωμένες τις σχολικές του δραστηριότητες ή να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην περιγραφή της μέρας του). Όσο πιο έγκαιρα αναζητηθούν οι δυσκολίες από τη νηπιαγωγό και υπάρχει η συνεργασία και ενημέρωση με το γονιό, τόσο καλύτερη θα είναι η μετάβαση του παιδιού από το νηπιαγωγείο στην Α’ Δημοτικού.
Με τον όρο σχολική ετοιμότητα εννοούμε όταν το παιδί είναι πια έτοιμο να αποκτήσει νέες γνώσεις και δεξιότητες μεταβαίνοντας στην Α’ Δημοτικού. Συνήθως, ένα παιδί όταν κλείνει τα 6 του χρόνια είναι έτοιμο να εισαχθεί στο δημοτικό. Μπορεί, πλέον, να αυτοεξυπηρετείται, να συνεργάζεται, να ακολουθεί κανόνες, να γράφει το όνομά του, να προσέχει και να ανταποκρίνεται στις φωνολογικές δεξιότητες. Όμως, οι γονείς και οι δάσκαλοι οφείλουν να γνωρίζουν πως δεν βρίσκονται όλα τα εξάχρονα παιδιά στο ίδιο μαθησιακό επίπεδο, καθώς το κάθε παιδί έχει το ρυθμό του. Οπότε, είναι σημαντικό ν’ αφήνουν ένα χρονικό περιθώριο μετά τα μέσα και μέχρι τα τέλη της Α’ Δημοτικού στο παιδί ώστε να αναπτυχθεί πνευματικά, κοινωνικά και κινητικά.
Σε ποια ηλικία είναι βάσιμη μια διάγνωση για μαθησιακές δυσκολίες και πότε είναι περισσότερο «υπόθεση»;
Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν πως η βάσιμη ηλικία για διάγνωση μαθησιακών δυσκολιών είναι η ηλικία που το παιδί βρίσκεται στη Γ’ Δημοτικού (περίπου 8 χρονών). Νωρίτερα, μπορεί απλά να είναι μια «υπόθεση». Αυτό γιατί προστίθονται μαθήματα απομνημόνευσης (όπως, το μάθημα της Ιστορίας και των Θρησκευτικών), αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας στα μαθήματα της Γλώσσας, των Μαθηματικών, του Σκέφτομαι και Γράφω και πλέον, το παιδί βρίσκεται σε μια ηλικία που ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Έτσι, οι όποιες μαθησιακές δυσκολίες είναι πλέον εμφανή και τότε η διάγνωση θα είναι πιο εμπεριστατωμένη. Σύμφωνα με τον Turner (1997), ένα παιδί πριν την ηλικία των 8 χρόνων δεν μπορεί να διαγνωστεί ως δυσλεκτικό καθώς ακόμα δεν παρουσιάζει τη σωστή επίδοση στην ανάγνωση και στην ορθογραφία. Άλλοι, όμως, ειδικοί πιστεύουν πως η κατάλληλη ηλικία για διάγνωση μαθησιακών δυσκολιών είναι ήδη από τα τέλη της Α’ Δημοτικού (που το παιδί έχει ήδη κλείσει τα 6 χρόνια) και μέχρι τα μέσα της Α΄ Δημοτικού μπορεί να υπάρχουν μόνο κάποιες ενδείξεις. Αυτό γιατί θεωρούν πως μέχρι την ηλικία των 8 χρόνων ο εγκέφαλος ακόμα αναπτύσσεται, οπότε οι όποιες μαθησιακές δυσκολίες μπορούν πιο εύκολα να αντιμετωπιστούν. Πάντως, σύμφωνα με την άποψη των Miles & Miles (1989), είναι φρονιμότερο να διαγνωστεί ένα παιδί δυσλεκτικό πριν την ηλικία των 7 χρόνων παρά το αντίθετο. Ακόμα και αν είναι λανθασμένη η διάγνωση, λόγω της πρέπουσας προσοχής που θα έχει δοθεί στο παιδί, τα θετικά αποτελέσματα θα είναι ταχύτερα στην πρόοδο του παιδιού. Η δική μου προσωπική άποψη είναι πως αν ο γονιός ή ο δάσκαλος υποψιαστούν πως κάτι δεν πάει καλά στις μαθησιακές υποχρεώσεις του παιδιού, καλό είναι να συμβουλευτούν, απλά, κάποιον ειδικό. Μια απλή γνώμη και μια εμπεριστατωμένη διάγνωση μπορούν, κατά πολύ, να διώξουν το άγχος των γονιών.
Ποια βοήθεια μπορούμε να παρέχουμε στα μικρά παιδιά που βρίσκονται από νωρίς στην Α’ Δημοτικού να μάθουν ένα σύστημα μελέτης που θα είναι αποτελεσματικό χωρίς να στιγματίζονται ως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες;
Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι πολύ απλή. Ως γονείς και ως δάσκαλοι είναι πολύ σημαντικό να επικεντρωθούμε, κυρίως, στο επίπεδο της φωνολογικής ενημερότητας των παιδιών τέτοιας ηλικίας. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προφορά των γραμμάτων, στη φωνολογική ενημερότητα των λέξεων και στην ορθογραφία κυρίως, των καταλήξεων. Όλα αυτά μπορούν να μαθευτούν με απλές τεχνικές, όπως:
1) Παιχνίδια όπου χρησιμοποιούνται όλες οι αισθήσεις των παιδιών (παιχνίδια μίμησης, κασέτες με απλούς ήχους, κάρτες με εικόνες των γραμμάτων, πλαστελίνη για την αφή των γραμμάτων).
2) Φωνολογικά παιχνίδια με συλλαβές και λέξεις.
3) Παιχνίδια μνήμης.
4) Παιχνίδια ομοιοκαταληξίας
5) Ανάγνωση ποιημάτων και βιβλίων με εικόνες (ανάλογα με το αναγνωστικό επίπεδο του κάθε παιδιού).
Όλα τα παραπάνω θα βοηθήσουν πολύ το παιδί που βρίσκεται από νωρίς στην Α’ Δημοτικού. Μέσα από το παιχνίδι, τα παιδιά μαθαίνουν ένα αποτελεσματικό σύστημα μελέτης που κάνει πιο σταθερά τα βήματά τους προς την πρόοδο και αν τυχόν παρουσιαστούν κάποιες δυσκολίες λόγω ανωριμότητας, αποφεύγουν να στιγματιστούν ως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Τα συγκεκριμένα παιχνίδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στα μαθήματα του σχολείου και να εμπλουτιστούν, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παιδιού.
Οι ώρες που αφιερώνουμε ως γονείς και ως δάσκαλοι στο παιδί μας είναι πολύ σημαντικές. Η σταθερή και συναισθηματική προσοχή μας του προσφέρει σιγουριά και ευκαιρίες τόσο σε κοινωνικό όσο και σε μαθησιακό επίπεδο. Να θυμάστε πως οι απαντήσεις στις δικές ερωτήσεις αντιστοιχούν απλά στο μέσο όρο. Όλα τα παιδιά αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς και αν υπάρχει κάποια προσωρινή καθυστέρηση σε μαθησιακό επίπεδο, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας ή στεναχώριας. Απλά, αν υπάρχουν ενδείξεις πως το παιδί μας μπορεί να παρουσιάσει κάποιο πρόβλημα, καλό θα είναι να ζητηθεί η συμβουλή ενός ειδικού.
Πηγές:
- Critchley, M. (1970), ‘The dyslexic child’, London: Heineman
- Bakker, D.J. (1990), ‘ Neuropsychological Treatment of Dyslexia’, Oxford University Press for dyslexia , LLc.
- Χατζηδήμου, Χρ. (1996), ‘ Εσαγωγή στην Παιδαγωγική: Βασικές έννοιες και βασικά ερωτήματα της παιδαγωγικής’, Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Α.Ε. Αθήνα
- Barton, S. (1998), ‘Dyslexia: Testing and Teaching’, in Bright solution
- Dobbins, A.D. (1998), ‘M.Ed. Specific learning difficulty and dyslexia’, University of Wales.