Αναδρομή στα πιο σοκαριστικά κοινωνικά πειράματα
Το πείραμα του Ash (1953)
Το κοινωνικό πείραμα της συμμόρφωσης, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ήταν μία σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του '50, επιδεικνύοντας την δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες. Γνωστό και ως το "Παράδειγμα του Ας". Στα πειράματα υπό τον καθηγητή Πανεπιστημίου Σολομώντα Ας, ζητούνταν από μία ομάδα φοιτητών του να πάρει μέρος σε ένα υποτιθέμενο "οπτικό τεστ".
Στην πραγματικότητα, όλοι οι συμμετέχοντες, πλην ενός, ήταν συνεργάτες του ερευνητή με αντικείμενο μελέτης το πως θα αντιδράσει το υποκείμενο στη συμπεριφορά των "συννενοημένων" συμμετεχόντων, οι οποίοι θα έδιναν όλοι τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις. Το 33% των φοιτητών συμμορφώθηκε, απαντώντας λάθος, ακολουθώντας τις εξόφθαλμα λανθασμένες απαντήσεις των άλλων συμμετεχόντων.
Στην πραγματικότητα, όλοι οι συμμετέχοντες, πλην ενός, ήταν συνεργάτες του ερευνητή με αντικείμενο μελέτης το πως θα αντιδράσει το υποκείμενο στη συμπεριφορά των "συννενοημένων" συμμετεχόντων, οι οποίοι θα έδιναν όλοι τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις. Το 33% των φοιτητών συμμορφώθηκε, απαντώντας λάθος, ακολουθώντας τις εξόφθαλμα λανθασμένες απαντήσεις των άλλων συμμετεχόντων.
Η δύναμη της συμμόρφωσης κυριαρχεί έναντι της λογικής και από κοινωνικής οπτικής η συναίνεση στο ευρύτερο κανόνα, λειτουργεί επιβεβαιωτικά στην τοποθέτηση του Γκάρι Μπέκερ, περί αδυναμίας του ατόμου να γίνει παραβάτης, φοβούμενος τον κοινωνικό στιγματισμό ή την τιμωρία.
Το πείραμα της απάθειας του παρευρισκομένου - Bystander effect (1968)
Αφορμή για το πείραμα, στάθηκε η δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας το 1964. Συγκλονιστικός ήταν ο αριθμός από τους αυτόπτες μάρτυρες που ανέρχεται στους 38. Συγκλονιστικότερο, ωστόσο, είναι πως και οι 38 έμειναν απαθείς στη θέαση της στυγερής δολοφονίας. Οι John Darley και Bibb Latane ζήτησαν από εθελοντές, να λάβουν μέρος σε μία συζήτηση, όπου θα συζητούσαν με αγνώστους. Κάθε συνομιλητής, θα ήταν σε διαφορετικό δωμάτιο και θα συζητούσαν μέσω ενδοεπικοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές θα πάθαινε κρίση επιληψίας. Ο στόχος του πειράματος ήταν να εξεταστεί το φαινόμενο της επίδρασης των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese και ειδικότερα οι λόγοι και οι διεργασίες που συντελούνται, ώστε τα άτομα να αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια σε κάποιον που την χρειάζ εται όταν άλλα άτομα είναι παρόντα.
Επιστρέφοντας στο πείραμα παρατηρήθηκε πως όταν η συζήτηση γινόταν μεταξύ δύο ατόμων και ο ένας πάθαινε επιληψία, το 85% των συνομιλητών, έβγαινε από το δωμάτιο και έψαχνε να τον βρει και να τον βοηθήσει. Όταν όμως τους δινόταν η εντύπωση πως τους ακούν ακόμα 3 άτομα, μόλις το 31% βγήκε από το δωμάτιο αναζητώντας αυτόν που χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές θα πάθαινε κρίση επιληψίας. Ο στόχος του πειράματος ήταν να εξεταστεί το φαινόμενο της επίδρασης των παρευρισκομένων (bystander effect) ή αλλιώς το σύνδρομο Genovese και ειδικότερα οι λόγοι και οι διεργασίες που συντελούνται, ώστε τα άτομα να αρνούνται να πάρουν την ευθύνη ή να δώσουν βοήθεια σε κάποιον που την χρειάζ εται όταν άλλα άτομα είναι παρόντα.
Επιστρέφοντας στο πείραμα παρατηρήθηκε πως όταν η συζήτηση γινόταν μεταξύ δύο ατόμων και ο ένας πάθαινε επιληψία, το 85% των συνομιλητών, έβγαινε από το δωμάτιο και έψαχνε να τον βρει και να τον βοηθήσει. Όταν όμως τους δινόταν η εντύπωση πως τους ακούν ακόμα 3 άτομα, μόλις το 31% βγήκε από το δωμάτιο αναζητώντας αυτόν που χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Το πείραμα της φυλακής του Stanford (1971)
Ο καθηγητής Philip Zimbardo, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα πείραμα - παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ρόλων εξουσίας και υποταγής, το οποίο στην αρχή έμοιαζε απλό και ακίνδυνο. Έπειτα από εθελοντική συμμετοχή και ύστερα από ενημέρωση σχετικής αγγελίας (η οποία ζητούσε για το πείραμα νέους, υγιείς τόσο σωματικά όσο και ψυχικά), τα άτομα θα έμπαιναν “στην φυλακή του Stanford” άλλοι ως κρατούμενοι και άλλοι ως σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Ο χώρος του τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου είχε διαμορφωθεί σε φυλακή και επιβλεπόταν από τους αρμόδιους επιστήμονες.
Tην πρώτη μέρα, όλα κύλησαν ομαλά. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κρατουμένων και φυλάκων, πειράματος και πραγματικότητας, ηθικής και διαφθοράς γρήγορα εξαφανίστηκε και γρήγορα η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου. Η βία, η παράνοια και η κατάχρηση της εξουσίας κυριάρχησαν και ανέδειξαν το πείραμα του Zimbardo ως το πιο γνωστό και συγκλονιστικό πείραμα στην Κοινωνική Ψυχολογία.
Tην πρώτη μέρα, όλα κύλησαν ομαλά. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κρατουμένων και φυλάκων, πειράματος και πραγματικότητας, ηθικής και διαφθοράς γρήγορα εξαφανίστηκε και γρήγορα η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου. Η βία, η παράνοια και η κατάχρηση της εξουσίας κυριάρχησαν και ανέδειξαν το πείραμα του Zimbardo ως το πιο γνωστό και συγκλονιστικό πείραμα στην Κοινωνική Ψυχολογία.
Το πείραμα του Milgram - Η δύναμη των εντολών (1974)
Το πρωτοποριακό και συγχρόνως αμφισβητούμενο πείραμα του Milgram μελέτησε συστηματικά μια πλευρά της υπακοής με αφορμή τις φρικαλεότητες της ναζιστικής εποχής. Το πείραμα "φάρσα" που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή, έφερε συγκλονιστικά αποτελέσματα στην επιφάνεια και μια αλήθεια για το περίφημο “τέρας” που κρύβεται μέσα μας.
Συγκεκριμένα πρόκειται για μια σειρά πειραμάτων κοινωνικής ψυχολογίας που διενεργήθηκαν από τον ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Γιέηλ, Stanley Milgram. Σε αυτό μετρήθηκε η προθυμία των συμμετεχόντων στο να υπακούν στο πρόσωπο του Επιστήμονα που συμβολίζει εξουσία και αυθεντία, όταν αυτός τους ζητούσε να κάνουν πράγματα που αντιτίθενται στην συνείδησή τους.
Τα πειράματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του Γερμανού ΝΑΖΙ Adolf Eichmann για το Ολοκαύτωμα. Ο Μίλγκραμ πίστευε ότι η υπακοή που οδηγεί στο έγκλημα, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του. Σύμφωνα με τα πειράματα του Milgram είναι δυνατόν εκατομμύρια συνεργοί απλά να ακολουθούν εντολές, ακόμα κι αν αυτές παραβιάζουν τις βαθύτερες ηθικές αρχές τους.
Συγκεκριμένα πρόκειται για μια σειρά πειραμάτων κοινωνικής ψυχολογίας που διενεργήθηκαν από τον ψυχολόγο του Πανεπιστημίου του Γιέηλ, Stanley Milgram. Σε αυτό μετρήθηκε η προθυμία των συμμετεχόντων στο να υπακούν στο πρόσωπο του Επιστήμονα που συμβολίζει εξουσία και αυθεντία, όταν αυτός τους ζητούσε να κάνουν πράγματα που αντιτίθενται στην συνείδησή τους.
Τα πειράματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του Γερμανού ΝΑΖΙ Adolf Eichmann για το Ολοκαύτωμα. Ο Μίλγκραμ πίστευε ότι η υπακοή που οδηγεί στο έγκλημα, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του. Σύμφωνα με τα πειράματα του Milgram είναι δυνατόν εκατομμύρια συνεργοί απλά να ακολουθούν εντολές, ακόμα κι αν αυτές παραβιάζουν τις βαθύτερες ηθικές αρχές τους.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη. Ο υπεύθυνος χώριζε τα άτομα σε ζεύγη, μαθητή και δασκάλου. Ο «μαθητευόμενος» - ηθοποιός δενόταν σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος» καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!». Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο υπεύθυνος του πειράματος. Κάθε φορά που ο ηθοποιός - μαθητής, έδινε λανθασμένη απάντηση, ο υπεύθυνος έδινε την εντολή, να πατήσουν το κουμπί, προκαλώντας ηλεκτροσόκ. Μάλιστα σε κάθε λάθος απάντηση το επόμενο ηλεκτροσόκ, ήταν ισχυρότερο. Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό; Το 66%, καθώς το πείραμα “ έπρεπε να ολοκληρωθεί”.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.