Κωνσταντίνος Καβάφης «Φωνές»
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε•
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Στο ποίημα Φωνές του Καβάφη κυριαρχεί η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του που χάθηκαν και ωθεί τον ποιητή σε μια αναδρομή στο παρελθόν με βασικό ερέθισμα την ανάκληση του ήχου της φωνής των αγαπημένων του ανθρώπων.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει ιδανικές και αγαπημένες τις φωνές των ανθρώπων που πέθαναν ή έχουν πια απομακρυνθεί από τη ζωή του ποιητή, τοπικά ή συναισθηματικά, τόσο ώστε να θεωρούνται χαμένοι σα να έχουν ήδη πεθάνει.
Ο Καβάφης επιλέγει να μιλήσει για τις φωνές των αγαπημένων του και όχι για το πρόσωπό τους, καθώς η φωνή αποτελεί το βασικό μέσο έκφρασης συναισθημάτων και είναι συχνά φορέας πολύτιμων μηνυμάτων αγάπης ή σκέψεων ιδιαίτερης αξίας. Ο ποιητής, παράλληλα, επιλέγει να αναφερθεί στις φωνές των αγαπημένων του, μιας και στα πλαίσια του ιδιαίτερου υποβλητικού κλίματος που θέλει να δημιουργήσει, ο ήχος της φωνής παραπέμπει ευκολότερα στη μουσική. Το ποίημα Φωνές, άλλωστε, βασίζεται στην τεχνοτροπία του συμβολισμού, σύμφωνα με τον οποίο προέχει η δημιουργία μιας υποβλητικής συναισθηματικής κατάστασης. Ο ποιητής επιχειρεί εδώ να συσχετίσει τις μνήμες των αγαπημένων προσώπων με τη μουσική, δημιουργώντας μια σύνδεση ανάμεσα στις φωνές που επανέρχονται στη μνήμη μας με τη μουσική των νεανικών χρόνων, με το ιδιαίτερο εκείνο συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε στη ζωή μας κατά τα παιδικά μας χρόνια.
Επιπλέον, ο ποιητής αξιοποιεί το γεγονός πως ένας ήχος, μια φράση ή κάποτε και μια λέξη, μπορεί να πυροδοτήσει συχνά μια σειρά συνειρμών που μας επιστρέφουν σε πρόσωπα του παρελθόντος.
Ο ποιητής, μάλιστα, μη θέλοντας να καταστήσει το ποίημά του αυστηρά προσωπικό, χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό στις κτητικές αντωνυμίες, ώστε να μπορούν ευκολότερα οι αναγνώστες να ταυτιστούν με τις σκέψεις του ποιητή. Οι μνήμες, η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και η ανάκληση της ομορφιάς των παιδικών χρόνων, δεν αποτελούν συναισθήματα και ψυχολογικές λειτουργίες μοναχά του ποιητή. Κάθε άνθρωπος που έχει χάσει κάποιο δικό του πρόσωπο, μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση νοσταλγίας και ανάκλησης αναμνήσεων.
Η ανάκληση της φωνής των αγαπημένων προσώπων γίνεται είτε συνειδητά με τη σκέψη είτε ασύνειδα στα όνειρα, καθώς ακόμη κι όταν εμείς δε σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που χάσαμε, ο πόνος της απώλειας και η έντονη νοσταλγία δεν παύουν να υπάρχουν. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου τα συναισθήματά μας βρίσκουν τον τρόπο να επανέρχονται, υπενθυμίζοντας μας την αγάπη που αισθανόμασταν αλλά και την αγάπη που δεχτήκαμε από τους ανθρώπους που έχουν πια χαθεί από τη ζωή μας.
Η ανάμνηση του ήχου της φωνής των αγαπημένων προσώπων όταν επανέρχεται στη σκέψη μας, είτε συνειδητά είτε όχι, επαναφέρει παράλληλα και μνήμες από την πρώτη ποίηση της ζωής μας. Τα αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος μας υπενθυμίζουν την ομορφιά, τη γαλήνη και την ευδαιμονία που επικρατούσε στη ζωή μας, στα παιδικά μας χρόνια, όταν όλα έμοιαζαν αρμονικότερα και η ψυχή μας δεν είχε σημαδευτεί από τον πόνο της απώλειας.
Η επαναφορά των ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής, η υπενθύμιση της γαλήνης και της ευτυχίας των παιδικών ή και νεανικών χρόνων, δεν είναι βέβαια παρά φευγαλέα, καθώς τα συναισθήματα αυτά αποτελούν απλώς ανάμνηση και δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μια ψυχή που έχει βιώσει τόσο πόνο. Ούτως ή άλλως τα πρόσωπα που πλαισίωναν τις ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος έχουν πλέον χαθεί, οπότε οι μνήμες της χαράς των παλαιότερων χρόνων είναι στιγμιαίες κι έρχονται σαν ήχος μουσικής που ακούγεται από κάπου μακριά και σιγά – σιγά σβήνει.
Η παρομοίωση που κλείνει το ποίημα μας παραπέμπει σε μια εμπειρία της καθημερινότητας, καθώς σε όλους έχει τύχει να ακούσουν κάποια νύχτα μουσική από κάποιο απομακρυσμένο μέρος που ακούγεται για λίγο και μετά σταδιακά σταματά. Ο ποιητής, βέβαια, αξιοποιεί το απλό αυτό γεγονός δίνοντάς του ιδιαίτερες προεκτάσεις, καθώς με την παρομοίωση αυτή εκφράζει την αδυναμία των αναμνήσεων και των συναισθημάτων που ανακαλούνται στην ψυχή μας να παραμείνουν ζωντανά για πολλή ώρα. Οι μνήμες της χαράς του παρελθόντος είναι παροδικές και δεν μπορούν παρά να διαρκέσουν ελάχιστα, καθώς η πραγματικότητα επανέρχεται και μας υπενθυμίζει πως όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν και δεν μπορούν να συμβούν ξανά.
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε•
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Στο ποίημα Φωνές του Καβάφη κυριαρχεί η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του που χάθηκαν και ωθεί τον ποιητή σε μια αναδρομή στο παρελθόν με βασικό ερέθισμα την ανάκληση του ήχου της φωνής των αγαπημένων του ανθρώπων.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει ιδανικές και αγαπημένες τις φωνές των ανθρώπων που πέθαναν ή έχουν πια απομακρυνθεί από τη ζωή του ποιητή, τοπικά ή συναισθηματικά, τόσο ώστε να θεωρούνται χαμένοι σα να έχουν ήδη πεθάνει.
Ο Καβάφης επιλέγει να μιλήσει για τις φωνές των αγαπημένων του και όχι για το πρόσωπό τους, καθώς η φωνή αποτελεί το βασικό μέσο έκφρασης συναισθημάτων και είναι συχνά φορέας πολύτιμων μηνυμάτων αγάπης ή σκέψεων ιδιαίτερης αξίας. Ο ποιητής, παράλληλα, επιλέγει να αναφερθεί στις φωνές των αγαπημένων του, μιας και στα πλαίσια του ιδιαίτερου υποβλητικού κλίματος που θέλει να δημιουργήσει, ο ήχος της φωνής παραπέμπει ευκολότερα στη μουσική. Το ποίημα Φωνές, άλλωστε, βασίζεται στην τεχνοτροπία του συμβολισμού, σύμφωνα με τον οποίο προέχει η δημιουργία μιας υποβλητικής συναισθηματικής κατάστασης. Ο ποιητής επιχειρεί εδώ να συσχετίσει τις μνήμες των αγαπημένων προσώπων με τη μουσική, δημιουργώντας μια σύνδεση ανάμεσα στις φωνές που επανέρχονται στη μνήμη μας με τη μουσική των νεανικών χρόνων, με το ιδιαίτερο εκείνο συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε στη ζωή μας κατά τα παιδικά μας χρόνια.
Επιπλέον, ο ποιητής αξιοποιεί το γεγονός πως ένας ήχος, μια φράση ή κάποτε και μια λέξη, μπορεί να πυροδοτήσει συχνά μια σειρά συνειρμών που μας επιστρέφουν σε πρόσωπα του παρελθόντος.
Ο ποιητής, μάλιστα, μη θέλοντας να καταστήσει το ποίημά του αυστηρά προσωπικό, χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό στις κτητικές αντωνυμίες, ώστε να μπορούν ευκολότερα οι αναγνώστες να ταυτιστούν με τις σκέψεις του ποιητή. Οι μνήμες, η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα και η ανάκληση της ομορφιάς των παιδικών χρόνων, δεν αποτελούν συναισθήματα και ψυχολογικές λειτουργίες μοναχά του ποιητή. Κάθε άνθρωπος που έχει χάσει κάποιο δικό του πρόσωπο, μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση νοσταλγίας και ανάκλησης αναμνήσεων.
Η ανάκληση της φωνής των αγαπημένων προσώπων γίνεται είτε συνειδητά με τη σκέψη είτε ασύνειδα στα όνειρα, καθώς ακόμη κι όταν εμείς δε σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που χάσαμε, ο πόνος της απώλειας και η έντονη νοσταλγία δεν παύουν να υπάρχουν. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου τα συναισθήματά μας βρίσκουν τον τρόπο να επανέρχονται, υπενθυμίζοντας μας την αγάπη που αισθανόμασταν αλλά και την αγάπη που δεχτήκαμε από τους ανθρώπους που έχουν πια χαθεί από τη ζωή μας.
Η ανάμνηση του ήχου της φωνής των αγαπημένων προσώπων όταν επανέρχεται στη σκέψη μας, είτε συνειδητά είτε όχι, επαναφέρει παράλληλα και μνήμες από την πρώτη ποίηση της ζωής μας. Τα αγαπημένα πρόσωπα του παρελθόντος μας υπενθυμίζουν την ομορφιά, τη γαλήνη και την ευδαιμονία που επικρατούσε στη ζωή μας, στα παιδικά μας χρόνια, όταν όλα έμοιαζαν αρμονικότερα και η ψυχή μας δεν είχε σημαδευτεί από τον πόνο της απώλειας.
Η επαναφορά των ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής, η υπενθύμιση της γαλήνης και της ευτυχίας των παιδικών ή και νεανικών χρόνων, δεν είναι βέβαια παρά φευγαλέα, καθώς τα συναισθήματα αυτά αποτελούν απλώς ανάμνηση και δεν μπορούν να αποκατασταθούν σε μια ψυχή που έχει βιώσει τόσο πόνο. Ούτως ή άλλως τα πρόσωπα που πλαισίωναν τις ευδαιμονικές στιγμές του παρελθόντος έχουν πλέον χαθεί, οπότε οι μνήμες της χαράς των παλαιότερων χρόνων είναι στιγμιαίες κι έρχονται σαν ήχος μουσικής που ακούγεται από κάπου μακριά και σιγά – σιγά σβήνει.
Η παρομοίωση που κλείνει το ποίημα μας παραπέμπει σε μια εμπειρία της καθημερινότητας, καθώς σε όλους έχει τύχει να ακούσουν κάποια νύχτα μουσική από κάποιο απομακρυσμένο μέρος που ακούγεται για λίγο και μετά σταδιακά σταματά. Ο ποιητής, βέβαια, αξιοποιεί το απλό αυτό γεγονός δίνοντάς του ιδιαίτερες προεκτάσεις, καθώς με την παρομοίωση αυτή εκφράζει την αδυναμία των αναμνήσεων και των συναισθημάτων που ανακαλούνται στην ψυχή μας να παραμείνουν ζωντανά για πολλή ώρα. Οι μνήμες της χαράς του παρελθόντος είναι παροδικές και δεν μπορούν παρά να διαρκέσουν ελάχιστα, καθώς η πραγματικότητα επανέρχεται και μας υπενθυμίζει πως όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν και δεν μπορούν να συμβούν ξανά.