Γιώργος Σεφέρης «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να
κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώ-
νουνε τα τειχιά.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παι-
διά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον
αντίπερα γιαλό∙
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό-
χειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι-
καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι∙
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω
καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις
κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δω-
ρητής και δικαστής και δέλτα∙
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα-
λαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και
το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
ψυχή μας κάνει αύριο πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο
για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το με-
γάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε
χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που
σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των
νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή
έστω και για τα μεγάλα∙
όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συν-
ήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλά-
ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει∙
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πό-
θου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο, 20 Ιουνίου ’42
Ιστορικό πλαίσιο
Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941) και η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού (20 Απριλίου 1941) με τους Γερμανούς, θα ωθήσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα ορκιστεί την αμέσως επόμενη ημέρα της συνθηκολόγησης (21 Απριλίου) να διαφύγει από την Αθήνα με αρχικό προορισμό την Κρήτη.
Ο διορισμός του Εμμανουήλ Τσουδερού στην πρωθυπουργία, στις 21 Απριλίου 1941, -αντικατέστησε τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου-, συνέπεσε, όπως είδαμε, με μία συγκυρία δραματική, καθώς είχε ήδη σπάσει το μέτωπο στη Μακεδονία ενώ την προηγουμένη ο στρατηγός Τσολάκογλου είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση του στρατού. Το ενδεχόμενο, μάλιστα, μετάβασης της κυβέρνησης στην Κρήτη, φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του βασιλιά Γεωργίου να καλέσει στην πρωθυπουργία έναν Κρητικό πολιτικό, βενιζελικών απόψεων. Πράγματι, η κυβέρνηση και ο βασιλιάς μετακινήθηκαν αρχικά στη Μεγαλόνησο, από όπου, όμως, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν το βράδυ της 22ας προς 23η Μαΐου, και να κατευθυνθούν στην Αλεξάνδρεια.
Ο Γιώργος Σεφέρης αναχωρεί με την ελληνική κυβέρνηση, στις 22 Απριλίου, για τη Σούδα, κατόπιν για την Αίγυπτο, και τον Ιούλιο για τη Ν. Αφρική. Μένει ως γραμματέας πρεσβείας, με πρεσβευτή το Θ. Νικολούδη, απομονωμένος στην Πρετόρια.
Στις 28 Απριλίου του 1942 φτάνει στο Κάιρο, ως προϊστάμενος πλέον της Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Η φυγή από την Ελλάδα του βασιλιά Γεώργιου Β΄ και της διορισθείσας από αυτόν κυβέρνησης, προφανώς για λόγους ασφάλειας, δημιουργεί μια παράδοξη κατάσταση. Στην Ελλάδα αναλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα κυβέρνηση που σχηματίζεται υπό τον έλεγχο των Γερμανών, με πρωθυπουργό αρχικά τον Γεώργιο Τσολάκογλου κι έπειτα τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, ενώ η νόμιμη κυβέρνηση κινείται σε χώρες του εξωτερικού, χωρίς δικαιοδοσία στα της χώρας, αλλά με οργανωτική δράση ως προς τη σύσταση ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, το κύριο βάρος της αιματηρής αντίστασης που ξεκινά ήδη από τους πρώτους μήνες της γερμανικής κατοχής, φέρει το συσταθέν με πρωτοβουλία του κομμουνιστικού κόμματος, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). [Αρχική ίδρυση στις 16 Ιουλίου 1941 ως ΕΕΑΜ (Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το οποίο, όμως, θα διευρύνει το κάλεσμά του προς όλα τα κόμματα και άτομα, χωρίς να «εξετάζεται το παρελθόν ή αι αντιλήψεις των σχετικώς με την μελλοντικήν ανασυγκρότησιν της ελευθέρας και ανεξαρτήτου Ελλάδος, αλλά απλώς η πίστις των εις την ανάγκην του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνος», και θα συγκροτηθεί ως ΕΑΜ στις 28 Σεπτεμβρίου του 1941.]
Πολύ νωρίς θα γίνει αντιληπτό πως το ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι τόσο το τι θα συμβεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το ποια θα είναι η πολιτική της πραγματικότητα και θέση μετά τη λήξη αυτού. Υπ’ αυτή την έννοια η «εξόριστη» κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας, θα πρέπει εν καιρώ να αναμετρηθεί με τα πρόσωπα του ΕΑΜ που διακινδυνεύουν τη ζωή τους εντός της χώρας προκειμένου να αντιταχθούν στον κατακτητή.
Σ’ αυτό το καίριο ερώτημα σχετικά με το ποια θα είναι η πολιτική επιλογή της Ελλάδας μετά τη λήξη του πολέμου, ποιος δηλαδή θα έχει τον έλεγχο της χώρας, αλλά και στην εύλογη «μομφή» της εξ ασφαλούς αποστάσεως διακυβέρνησης, επιχειρεί να απαντήσει ο Γιώργος Σεφέρης με το ποίημά του.
Ο Σεφέρης έχοντας ακολουθήσει την κυβέρνηση και τον βασιλιά στους ασφαλείς προορισμούς του εξωτερικού αντιλαμβάνεται τις ενστάσεις που προκαλεί η πρόθεση μιας ομάδας ανθρώπων να έχουν τον έλεγχο της χώρας, ενώ απουσιάζουν απ’ αυτή τις πιο κρίσιμες μάλιστα στιγμές της. Ο ίδιος, άλλωστε, στο ποίημά του «Τελευταίος σταθμός», το οποίο γράφεται σχεδόν δύο χρόνια μετά το «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», θα είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι σ’ εκείνους που ενώ είχαν φύγει από την Ελλάδα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σχεδίαζαν κατόπιν πώς θα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τις νέες καταστάσεις που διαμορφώνονταν μετά την απομάκρυνση των Γερμανών.
Το ποίημα
«Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να
κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώ-
νουνε τα τειχιά.»
Το ποίημα ξεκινά με μια εμφατική δήλωση αντίθεσης, σα να δίνονται τα λόγια του ποιητή ως αντίλογος σε κάποια σκέψη που μολονότι δεν εκφράζεται, ωστόσο γίνεται αντιληπτή απ’ το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο του κειμένου.
Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, πρέπει να υπολογίσουμε, πρέπει να σχεδιάσουμε τον τρόπο με τον οποίο προχωρούμε, τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουμε ως έθνος, αλλά και ως πολίτες, να συνεχίσουμε την πορεία μας. Κι είναι η απόφαση αυτή τόσο σημαντική, ώστε δεν μπορεί να ληφθεί υπό την επήρεια των άμεσων γεγονότων κι από εκείνους που βιώνουν την κατάσταση από πολύ κοντά.
Το να αισθάνεσαι, να νιώθεις όλη την τραγικότητα της κατάστασης, να σκέφτεσαι, αλλά και να δραστηριοποιείσαι, ενόσω βρίσκεσαι στη δίνη των γεγονότων, δε βοηθά στο να σου προσφέρει μια καθαρή και ψύχραιμη ματιά πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα. Πολύ περισσότερο δε σου προσφέρει τη δυνατότητα μιας ορθής σκέψης το να κινδυνεύεις κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων.
Εκείνος που βρίσκεται σε κίνδυνο, εκείνος που πολεμά κι έρχεται αντιμέτωπος με τα φονικά τεχνάσματα του πολέμου, παρόλο που διακινδυνεύει τη ζωή του με τις καλύτερες των προθέσεων, δε σημαίνει πως αποκτά και τη δυνατότητα να κρίνει ορθά τα δεδομένα της ιστορικής πραγματικότητας.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον ποιητή, το πώς προχωρούμε δεν μπορεί να κριθεί από ανθρώπους που εμπλέκονται συναισθηματικά ή διακινδυνεύουν τη ζωή τους και άρα είναι πολλαπλώς φορτισμένοι απ’ την τρέχουσα εμπόλεμη κατάσταση. Η απόφαση αυτή χρήζει αποστασιοποίησης, που θα επιτρέψει σ’ εκείνους που κρίνουν τα γεγονότα να μην επηρεάζονται από την ένταση της φρικτής, αλλά παροδικής ωστόσο συγκαιρινής κατάστασης. Η διαμόρφωση της μελλοντικής κατεύθυνσης απαιτεί μια αντικειμενική θέαση της σε βάθος πορείας που μπορεί και πρέπει να λάβει το έθνος.
Η αναφορά στο ζεματιστό λάδι και το λιωμένο μολύβι που έριχναν οι αμυνόμενοι από τα τείχη, μας παραπέμπει σε προγενέστερες εποχές, εμπλουτίζοντας τις εικόνες του ποιήματος, χωρίς ωστόσο να επιχειρείται με αυτόν τον τρόπο η αποδέσμευση από τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής, όπως άλλωστε θα φανεί από τη συνέχεια του ποιήματος.
«Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παι-
διά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον
αντίπερα γιαλό∙
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό-
χειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι-
καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι∙»
Κι όμως, συνεχίζει ο ποιητής, οφείλουμε να αναλογιστούμε και να αποφασίσουμε προς τα πού θέλουμε να κατευθύνουμε το μέλλον της χώρας μας. Απόφαση που θα πρέπει να παρθεί όχι υπό το βάρος του συναισθηματισμού και της πικρίας που γεννούν τα δραματικά γεγονότα του παρόντος, αλλά με μια ψύχραιμη θεώρηση των δεδομένων. Το δίλημμα, βέβαια, που απασχολούσε τη σκέψη του ποιητή και επρόκειτο σύντομα να απασχολήσει σε επικίνδυνο βαθμό το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, ήταν για το αν θα έπρεπε η χώρα να αφεθεί στον κομμουνισμό ή όχι. Η θέση του ποιητή σαφής. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην τραγικότητα του βιώματος της κατοχής να σταθεί αφορμή μιας «επικίνδυνης» αλλαγής στον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας. Η ψυχραιμία, την οποία ζητά με έμφαση ο Σεφέρης, δεν είναι παρά ένα κάλεσμα σύνεσης, ένα κάλεσμα διατήρησης της προ του πολέμου κατάστασης. Ο δρόμος του κομμουνισμού δεν είναι ο ενδεδειγμένος για την Ελλάδα, δεν είναι ο ενδεδειγμένος για τον ποιητή.
Πρέπει, λοιπόν, να σκεφτούμε προς τα πού πηγαίνουμε, όχι όμως παρασυρόμενοι από τον πόνο που μας προκαλεί η τρέχουσα θλιβερή πραγματικότητα, ούτε λυγίζοντας μπροστά στο σπαρακτικό θέαμα των πεινασμένων παιδιών. Δε θα πρέπει, άλλωστε, να επηρεαστούμε ούτε από το χάσμα που ενυπάρχει ανάμεσα στους Έλληνες που αγωνίζονται εντός της πατρίδας -στον αντίπερα γιαλό- και σ’ εκείνους οι οποίοι, αν και βρίσκονται μακριά, καλούνται ή έστω επιχειρούν να λάβουν αποφάσεις σχετικά με το μέλλον της χώρας.
Αντιστοίχως, δε θα πρέπει η απόφαση για την πορεία του έθνους να ληφθεί έχοντας κατά νου τις δραματικές εμπειρίες των στρατιωτών, οι οποίοι τραυματίζονται ή και θυσιάζονται στον συνεχιζόμενο πόλεμο κατά των Γερμανών. Το λυπηρό θέαμα ενός παλικαριού που χειρουργείται σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο και δίνει μάχη για τη ζωή του υπό το μίζερο φως αδύναμων λαμπτήρων, δεν πρέπει να κατευθύνει και να χειραγωγήσει τους συλλογισμούς μας.
Με επιγραμματικό τρόπο ο ποιητής προσπερνά τον τραγικό λιμό που έπληξε την Ελλάδα το χειμώνα του 1941, θερίζοντας κυριολεκτικά τον πληθυσμό των μεγάλων αστικών κέντρων∙ προσπερνά επίσης και τους νεκρούς Έλληνες, οι οποίοι θυσιάστηκαν στο πλαίσιο της αντίστασης, θεωρώντας πως αν λάβουμε τις αποφάσεις μας βασιζόμενοι σε αυτές τις θλιβερές καταστάσεις, τότε δε θα έχουμε σκεφτεί σωστά.
Με μια σειρά αρνητικών διατυπώσεων ο ποιητής αναφέρεται στα στοιχεία εκείνα, τα οποία όσο κι αν είναι τραγικά, δε θα πρέπει να αποτελέσουν το γνώμονα για τις όποιες μελλοντικές αποφάσεις. Έτσι, έχοντας κατατάξει το συναισθηματισμό, τη συγκίνηση και τη θλίψη στους παράγοντες εκείνους που ενδεχομένως θα οδηγήσουν τους Έλληνες σε μια λανθασμένη πορεία, επιχειρεί στη συνέχεια να παρουσιάσει τον ορθό τρόπο σκέψης.
Αν οι πολίτες δεν πρέπει να λάβουν εν θερμώ αποφάσεις, κι αν δεν πρέπει να παρασυρθούν απ’ τον πόνο που τους προκαλεί η γερμανική εισβολή και κατοχή, τότε πώς θα πρέπει να σκεφτούν;
«αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω
καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις
κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δω-
ρητής και δικαστής και δέλτα∙
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα-
λαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και
το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.»
Ο ποιητής θέλει να εκφράσει την πεποίθησή του πως ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουν οι Έλληνες είναι να μείνουν πιστοί σε ό,τι αποτελούσε μέχρι τώρα τρόπο λειτουργίας και σκέψης της κοινωνίας τους. Θέλει να στηρίξει την παραδοσιακή πολιτική κατάσταση της χώρας, η οποία προφανώς και κινδυνεύει από τις ολοένα και ενισχυόμενες κομμουνιστικές δυνάμεις, αλλά δεν επιθυμεί να πει κάτι τέτοιο με τρόπο κατηγορηματικό. Προτιμά να δώσει το συλλογισμό του μέσα απ’ τον εκθειασμό του Νείλου, μέσα από τη θετική αποτίμηση της συνεχούς, σταθερής και απαράλλαχτης ευλογίας που παρέχει ο ποταμός στους ανθρώπους της περιοχής. Κάποτε, λέει εμμέσως ο ποιητής, το παλιό και γνώριμο, το μόνιμο και συνηθισμένο, είναι προτιμότερο από το νέο, από το αδοκίμαστο, όσο κι αν αυτό φαντάζει καλύτερο ή πλησιέστερο στις ανάγκες των δοκιμαζόμενων πολιτών.
Το μακρύ ποτάμι, ο Νείλος, στην αρχαιότητα θεοποιήθηκε από τους κατοίκους των χωρών της Αφρικής και δη τους κατοίκους της Αιγύπτου, χάρη στην πολυσήμαντη προσφορά του. Ένα ποτάμι που προσφέρει αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια γονιμότητα στη γη, καθώς και τη δυνατότητα μεταφοράς και μετακίνησης∙ ένα ποτάμι που ανάλογα με την ένταση του ξεχειλίσματός του έμοιαζε κάποτε κι ως αυστηρός κριτής, ως δικαστής, στα μάτια των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι θεωρούσαν πως τους τιμωρεί είτε με την υπερβολική πλημμύρα των νερών του είτε με την έλλειψη αυτής. Ένα ποτάμι, το οποίο δεν είναι ποτέ το ίδιο, σύμφωνα και με το γνωστό ρητό του Ηράκλειτου, πως δεν μπορείς ποτέ να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι (ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ).
Ωστόσο, ο ποιητής εκφράζει εδώ τη διαφωνία του σχετικά με την άποψη αυτή, την οποία δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, και η οποία είχε την αρχή της στα λόγια του Ηράκλειτου. Ο Σεφέρης θεωρεί πως ο Νείλος -σε κυριολεκτικό αλλά και σε μεταφορικό επίπεδο- μένει πάντοτε σταθερός, μένει πάντοτε το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, υπό την έννοια πως αιώνες τώρα προσφέρει απαράλλακτα και αδιάκοπα την ίδια πολύτιμη βοήθεια στους ανθρώπους. Ο Νείλος παραμένει το ίδιο Σημείο -με κεφαλαίο η λέξη, ώστε να τονιστεί πως το ποτάμι αυτό είναι ένα σύμβολο, ένα αναλλοίωτο σημείο αναφοράς, κι ένας ακατάβλητος ζωοδότης-, ένα σημείο που συνέχει το λαό της Αιγύπτου, ένα σημείο που χαρακτηρίζει την ταυτότητά τους και διατρέχει τη συνείδησή τους. Παραμένει, συνάμα, ο ίδιος προσανατολισμός, καθώς με τη σταθερή παρουσία του υποδεικνύει τους ίδιους τρόπους ζωής, οικονομικής δραστηριότητας και μελλοντικού σχεδιασμού. Η παρουσία του Νείλου συνιστά μια διαχρονική εγγύηση για τους εκεί κατοίκους πως μπορούν να στηρίζουν σε αυτόν τη διαβίωσή τους, χωρίς να έχουν το φόβο κάποιας αλλαγής ή αιφνίδιας ανατροπής.
Ο Νείλος, επομένως, χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του ποιήματος ως πολυδύναμο σύμβολο, καθώς μέσω αυτού επιχειρεί ο ποιητής να συνδέσει, να βρει παραλληλίες με ό,τι και όσα θα μπορούσαν να νοηθούν ως διαρκή σημεία αναφοράς και σταθερότητας για τον ελληνικό λαό, αντίστοιχης αξίας με τη διαρκή παρουσία και ευλογία του Νείλου για τους κατοίκους της Αιγύπτου. Τα σημεία αυτά σταθερότητας, τα οποία θα πρέπει να πρυτανεύσουν στη σκέψη των Ελλήνων, όσο θα λογαριάζουν κατά που προχωρούν, είναι επί της ουσίας οι παραδεδομένοι τρόποι πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Είναι οι παραδοσιακές αντιλήψεις του λαού, οι οποίες αν και δοκιμάζονται σκληρά την περίοδο αυτή συγκρινόμενες με τους νέους τρόπους σκέψης, όπως αυτοί προβάλλονται από τον κομμουνισμό, θα πρέπει να εκτιμηθούν, κατά τον ποιητή, όπως τους αναλογεί, γιατί χάρη σε αυτές τις αντιλήψεις και χάρη σε αυτούς τους τρόπους πολιτικής οργάνωσης και δράσης, κατόρθωσαν οι Έλληνες να διανύσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας τους.
Ο Νείλος των Ελλήνων, η εγγύηση ασφάλειας και σταθερότητας για τους Έλληνες, είναι ο ήδη δοκιμασμένος προσανατολισμός των προηγούμενων χρόνων. Είναι ο ήδη διαμορφωμένος κοινωνικός και πολιτικός ιστός, τον οποίο δε θα πρέπει οι Έλληνες να διαλύσουν αποζητώντας μια νέα κατεύθυνση, η οποία δε συνάδει με τους τρόπους που έχουν συνηθίσει, με τους τρόπους που τους έχουν γαλουχήσει.
Ο ποιητής θα ήθελε να ζητήσει με πιο σαφή τρόπο από τους αναγνώστες του να μην κλονίσουν τη παραδοσιακή δομή της ελληνικής κοινωνίας, να μην επιλέξουν τη ριζική ανατροπή που αποζητά ο κομμουνισμός, ωστόσο δεν μπορεί να επιτρέψει στον ποιητικό του λόγο μια τόσο ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση. Έτσι, η ιδέα της σταθερότητας, η αξία του παραδεδομένου και του διαχρονικά δοκιμασμένου, δίνεται μέσω της αναφοράς στο Νείλο.
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
ψυχή μας κάνει αύριο πανιά.»
Η έξοχη διατύπωση των παραπάνω στίχων, οι οποίοι συχνά διαβάζονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο ποίημα ως ένα σχόλιο του Σεφέρη για την ποιητική τέχνη, εκφράζουν την αγωνία του ποιητή για τη δυνατότητα των στίχων του να περάσουν προς τα έξω το μήνυμα που ο ίδιος επιθυμεί. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως τόσο η τέχνη της μουσικής, όσο και η τέχνη της ποίησης έχουν επιβαρυνθεί από την τάση των δημιουργών να κοσμούν με όλο και πιο περίτεχνο τρόπο τα έργα τους, ώστε κάποτε η ουσία της δημιουργούμενης τέχνης να καθίσταται απρόσιτη ή να χάνει την αρχική της αξία. Στην προσπάθειά τους να δώσουν ολοένα και πιο διαφοροποιούμενα, ολοένα και πιο ξεχωριστά έργα, οι μουσικοί, αλλά και οι ποιητές, αντί να εστιάζουν στο πώς θα βαθύνουν την ουσία και πώς θα διευρύνουν το περιεχόμενο του έργου τους, αναλώνονται σε εξωτερικής υφής τεχνάσματα, σε επουσιώδεις τρόπους κόσμησης των δημιουργημάτων τους, με αποτέλεσμα το έργο αντί να κερδίζει, να κατακρημνίζεται υπό το περιττό βάρος των στοιχείων ωραιοποίησης.
Η ποίηση, κατά το Σεφέρη, δεν έχει ανάγκη περαιτέρω κόσμησης, δε χρειάζεται νέους ή περισσότερους τρόπους για να γίνει ελκυστική σ’ ένα ευρύτερο ίσως κοινό, καθώς το αποτέλεσμα είναι εν τέλει το αντίθετο του επιθυμητού. Ο ποιητικός λόγος έχει πια βαρύνει, έχει γίνει δύσκολα προσλήψιμος απ’ τους αναγνώστες, κι αυτό οδηγεί σε μια αδυναμία επικοινωνίας του ποιητή με το κοινό του. Αυτό που χρειάζεται, ιδίως σε περιόδους τόσο κρίσιμες, όσο είναι τα χρόνια που συνθέτει ο Σεφέρης το ποίημα αυτό, είναι η δυνατότητα μιας απλής και καθαρής έκφρασης, ώστε οι σκέψεις του δημιουργού να φτάσουν ατόφιες στον αναγνώστη.
Ο Σεφέρης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, θεωρεί πως τώρα είναι ο καιρός να πουν οι ποιητές και οι πνευματικοί άνθρωποι εν γένει τα λιγοστά, αλλά προφανώς σημαντικά, λόγια τους∙ δεν υπάρχει το περιθώριο της αναβολής ή έστω της ψευδαίσθησης πως μπορούν να μεταθέσουν για αργότερα, για μια καλύτερη πιθανώς περίοδο, την τοποθέτησή τους για όσα συμβαίνουν.
Με το λακωνικό αυτό τρόπο ο ποιητής έρχεται να δικαιολογήσει την εν καιρώ πολέμου, τη μέσα στη δίνη των γεγονότων τοποθέτησή του για ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως είναι αυτό του πολιτικού μέλλοντος της χώρας. Τώρα, σχολιάζει ο ποιητής, πρέπει να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά. Τώρα πρέπει να πάρουμε θέση και όχι αύριο, και όχι αφότου θα έχει κριθεί η κατάσταση στη χώρα.
Ο ίδιος, ίσως παρακινδυνευμένα, ίσως κιόλας γιατί γνωρίζει την κρισιμότητα των όσων σύντομα θα πρέπει να αποφασιστούν, παίρνει θέση και δίνει τη δική του ψήφο υπέρ των παραδοσιακών τρόπων, υπέρ του κατεστημένου τρόπου πολιτικής οργάνωσης. Ο ποιητής δεν επιθυμεί την επικράτηση του κομμουνισμού, και καθώς βλέπει πως στην Ελλάδα ο κόσμος βιώνει μια πρωτόφαντη τραγωδία, που πολύ πιθανώς θα τους ωθήσει σε μια εξίσου καινοφανή απόφαση, η οποία θα ανατρέψει δια παντός την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, δε διστάζει να εκφράσει την άποψή του. Το κάνει ωστόσο με την ποιητική εκείνη προσέγγιση και διατύπωση, η οποία αφήνει το μήνυμά του έκθετο σε πολλαπλές αναγνώσεις και ίσως παρερμηνεύσεις. Θα ήθελε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει απλά, να μιλήσει απολύτως ξεκάθαρα, ωστόσο κάτι τέτοιο θα έφερνε την ποίησή του στο επίπεδο ενός πολιτικού σχεδόν κηρύγματος, κι αυτό ο ποιητής το αποφεύγει, σεβόμενος την τέχνη του.
«Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο
για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το με-
γάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε
χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που
σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των
νεκρών.»
Ο ποιητής, αν και μακριά από την Ελλάδα αυτή την εξαιρετικά δύσκολη για τη χώρα και τους πολίτες της περίοδο, γνωρίζει καλά την ένταση της δοκιμασίας που περνούν οι συμπατριώτες του. Γι’ αυτό και αντικρίζει με δέος τη δύναμη του Νείλου, τη ζωοποιό δράση του και την αναμφισβήτητη αξία που έχει για τους ανθρώπους της περιοχής. Το μεγάλο ποτάμι με την αδιάκοπη παρουσία του στις εκεί χώρες είναι όχι μόνο πηγή ζωής, αλλά και συνεχής μάρτυρας της δράσης των ανθρώπων, του τέλους της ύπαρξής τους, αλλά και της συνεχούς αναγέννησης. Ο Νείλος διατρέχει τη γη της Αιγύπτου, περνώντας και ευλογώντας με τα νερά του κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, χωρίς να διακρίνει τους ανθρώπους σε πλούσιους ή φτωχούς. Περνά ανάμεσα και στους μεγάλους τάφους των Φαραώ, αλλά και στις μικρές κατοικίες των νεκρών. Περνά ανάμεσα στους ανθρώπους που εργάζονται σκληρά, στους ανθρώπους που συνεχίζουν τη δημιουργική τους δράση άκοπα, αψηφώντας το φόβο του θανάτου. Περνά ανάμεσα στα ζώα που ξεδιψούν στα νερά του και στους ανθρώπους που τον χρησιμοποιούν για να ποτίσουν τα σπαρτά τους. Μια ακατάλυτη δημιουργική διαδικασία, μια ακατάλυτη δράση, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ωφέλιμη και αναγκαία παρουσία του μεγάλου ποταμού. Κι είναι αυτή η παρουσία που ωθεί τη σκέψη του ποιητή στην αναζήτηση μιας ανάλογης ζωοποιού δύναμης και για τους δικούς του ανθρώπους, για τους Έλληνες.
Αν ο πόνος είναι για τους ανθρώπους, συλλογίζεται ο ποιητής, ωστόσο οι άνθρωποι δεν υπάρχουν μόνο για να πονούν. Οι άνθρωποι μπορούν -και πρέπει να τους δίνεται η ανάλογη ευκαιρία και δυνατότητα- να δημιουργούν, να αξιοποιούν τα δώρα της γης, να δίνουν ζωή και να βιώνουν την ευτυχία που παρέχει η συνέχεια του θαύματος της ύπαρξης. Κι αυτή η ευκαιρία έχει για την ώρα στερηθεί από τους Έλληνες, οι οποίοι δεινοπαθούν βρισκόμενοι υπό γερμανική κατοχή.
«Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή
έστω και για τα μεγάλα∙»
Η σταθερή και αδιάκοπη πορεία του Νείλου, μοιάζει με τη συνεχή ροή του ανθρώπινου αίματος, με την πορεία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και με τη ματιά των ανθρώπων, ιδίως όταν αυτή φτάνει ως πέρα μακριά, χωρίς να φοβάται. Την ίδια σταθερή πορεία που ακολουθεί το ποτάμι, μπορεί να ακολουθεί και η ζωή των ανθρώπων, όταν αυτοί δεν έρχονται αντιμέτωποι με το φόβο, όταν δεν έχουν στη σκέψη τους μια καθημερινή ανησυχία για τα μικρά ή τα μεγάλα προβλήματα.
Αν οι άνθρωποι αφεθούν στη ζωή τους, χωρίς να φοβούνται ή να κινδυνεύουν, τότε εκείνοι δεν παρεκκλίνουν από τη σταθερή πορεία τους, δεν παίρνουν ριψοκίνδυνες ή άκαιρες αποφάσεις. Μένουν, όπως ο ποταμός, στη δική τους κοίτη και συνεχίζουν με σταθερότητα την κάποτε επίπονη, μα πάντοτε θαυμάσια πορεία της ζωής.
«όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συν-
ήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλά-
ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει∙
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πό-
θου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.»
Οι άνθρωποι διατηρούν μια σταθερή πορεία στη ζωή τους, καθώς μόνον έτσι γνωρίζουν να φτάνουν στην επίτευξη των στόχων τους, όπως ακριβώς ο οδοιπόρος που έχει μάθει να καθορίζει την πορεία του βασιζόμενος στα αστέρια, στα πάντοτε σταθερά εκείνα σημεία, που μπορούν να τον κατευθύνουν με ασφάλεια.
Κι είναι αυτή η αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας που έχει κλονιστεί, όχι μόνο για τους Έλληνες που βρίσκονται στη χώρα και υποφέρουν απ’ τη σκληρότητα των Γερμανών, αλλά και για τους Έλληνες που έχουν απομακρυνθεί από τη χώρα και αισθάνονται πλέον πως τίποτε δεν είναι και τίποτε δε θα παραμείνει, όπως το άφησαν∙ όπως το γνώριζαν και το είχαν δομήσει οι ίδιοι.
Το μέλλον, το αύριο που θα ξημερώσει στην Ελλάδα μοιάζει να αλλάζει διαρκώς μορφή, όπως το περιβόλι που κοιτάζει ο ποιητής πίσω από τα καφασωτά παράθυρα, και το οποίο καθώς αλλάζει θέση το φως, αλλάζει κι αυτό όρια και μορφή. Τα πάντα είναι πια επισφαλή, τα πάντα βρίσκονται υπό διαρκή μεταμόρφωση, κι αυτό δημιουργεί έντονη ανησυχία στον εξόριστο ποιητή.
Οι πόθοι κι οι ελπίδες του για το αύριο βρίσκονται υπό αίρεση, αποκτούν προς στιγμή σχήμα και υπόσταση, μόνο για να χαθούν την επόμενη στιγμή, όπως ακριβώς συνέβη και με τη ζωή που εγκατέλειψε πίσω στην ανελεύθερη πια πατρίδα. Μια ζωή καλώς καμωμένη, μια ζωή βασισμένη σε δεδομένα που δεν υπάρχουν πια. Ο πόλεμος σάρωσε βεβαιότητες, αλήθειες και όνειρα που είχαν χτιστεί πάνω σε μια χώρα, πάνω σε μια πραγματικότητα που πλέον έχει χαθεί.
Κι ό,τι απομένει είναι ένας λαός, ένας κόσμος εύπλαστος -και άρα εν δυνάμει εύκολα παρασυρόμενος- σαν το ζυμάρι, το οποίο μπορεί να λάβει οποιαδήποτε μορφή, είτε την ποθητά σωστή είτε μιαν άλλη ακούσια δοσμένη, που δε θα πληροί όμως τις προσδοκίες των ανθρώπων.
Τώρα που η πρότερη ζωή του ποιητή και των υπόλοιπων Ελλήνων έχει γίνει σκόνη κι έχει βουλιάξει στην άμμο, το μόνο που έχει απομείνει είναι η αβεβαιότητα, είναι μια ρευστή κατάσταση, η οποία σαν το απροσδιόριστο λίκνισμα της ψηλής φοινικιάς που ζαλίζει όποιον το κοιτάει, φέρνει ανησυχία στον ποιητή. Τα πάντα μπορεί να αλλάξουν κι όχι απαραίτητα προς το καλύτερο.
Εκείνος θα προτιμούσε το τέλος του πολέμου να βρει τους Έλληνες πίσω στη σταθερή και γνώριμη πορεία τους, ωστόσο φοβάται πως ο κίνδυνος, η ταλαιπωρία και τα δεινά που έχουν ρημάξει τη ζωή των συμπατριωτών του ενδεχομένως θα τους ωθήσουν σε μια ριψοκίνδυνη παρέκκλιση από τα παραδεδομένα.